Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Γιάννης Μπαλαμπανίδης, ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

Θ. Βακαλιός

Γιάννης Μπαλαμπανίδης, ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
Από  την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή αριστερά,
εκδόσεις ΠΟΛΙΣ,2016

 
Είναι διπλό το κίνητρο ενός αριστερού ερευνητή  για τη μελέτη του ευρωκομμουνιστικού φαινομένου. α) οι λόγοι εμφάνισής του, η αλλαγή την οποία έφερε ή επιδίωξε να φέρει στην πολιτική φιλοσοφία και πράξη της Αριστεράς, οι εσωτερικές αντιφάσεις, τα εσωτερικά προβλήματα αυτής της προσπάθειας και β) η εξαγωγή θεωρητικών και πολιτικών διδαγμάτων, από την αποτυχία του, για το μέλλον της Αριστεράς. Και στα δυο επίπεδα η μελέτη του θα πρέπει να γίνει με τους όρους και το πνεύμα της ιστορικής διαλεκτικής της συνέχειας- ασυνέχειας. Με αυτό το πνεύμα διάβασα το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη.

Το άρθρο αυτό υπάρχει και στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Η ΕΠΟΧΗ :www.epohi.gr

                                        *   *   *
Θα μπορούσα να συμφωνήσω με το συγγραφέα ότι «μια επανεξέταση, σήμερα,  του ευρωκομμουνιστικού φαινομένου μας επιτρέπει να θέσουμε ουσιαστικά ερωτήματα, που αφορούν την Ελλάδα και μεγάλο μέρος της Ευρώπης, την ιστορική πορεία και τους μετασχηματισμούς της πέραν της σοσιαλδημοκρατίας ευρωπαϊκής Αριστεράς, εντέλει την ίδια την ιστορία και πολιτική της Ευρώπης  σε μια κρίσιμη συγκυρία πολλαπλών κρίσεων και αλλαγών…» (σελ. 18) 

Αυτό το πολυσύνθετο θέμα δεν μπορεί,βέβαια, να είναι έργο ενός ερευνητή, αλλά μιας διεπιστημονικής ομάδας, που θα είχε τη χρονική και την οικονομική ευχέρεια να το επιχειρήσει αυτό- ή καλύτερα, θα μπορούσε να είναι έργο ενός ερευνητικού κέντρου. Ένας (μοναχικός) ερευνητής του θέματος το μόνο πράμα που θα μπορούσε να κάνει είναι να θέσει, επιστημονικά τεκμηριωμένα, το θέμα προς μελέτη και να αρθρώσει, επίσης επιστημονικά τεκμηριωμένα, τη μέθοδο της μελέτης του.  Αυτός ο ένας ερευνητής θα πρέπει να έχει, οπωσδήποτε, σοβαρή φιλοσοφική παιδεία, καθώς και θεμελιωμένη (και με το έργο του) διαλεκτική αντίληψη για το κοινωνικο-ιστορικό γίγνεσθαι, με αντίστοιχη πολιτική φιλοσοφική αντίληψη.

Η οπτική προσέγγισης του  θέματος μπορεί να καθορίσει ή «έστω» να επηρεάσει ουσιαστικά το αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσπάθειας, ως προς τη διατύπωση της πρότασής  για την ιστορική στρατηγική επιλογή της Αριστεράς και ως προς την πρόταση  για το είδος, το σκοπό και τους τρόπους ουσιαστικής παρέμβασής της στη διαμόρφωση του μέλλοντος της Ευρώπης. Η οπτική προσέγγισης του Μπαλαμπανίδη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως η «παραδειγματική περίπτωση» ενός ευρωκομμουνιστικού κόμματος, με προγονική καταβολή το ΚΚΕ εσωτερικού, και μέθοδός του η συγκριτική πολιτική ανάλυση των τεσσάρων ευρωκομουνιστικών κομμάτων- του Ιταλικού, του  Ισπανικού, του Γαλλικού και του ΚΚΕ σωτ., (σελ. 19).
Ο συγγραφέας φαίνεται να αποδέχεται την περιρρέουσα άποψη ότι το ΚΚΕ εσωτερικού αποτελεί τον πρόγονο του ΣΥΡΙΖΑ, γι΄αυτό, μάλλον, δεν αισθάνεται την ανάγκη ερευνητικής στήριξης αυτού του ισχυρισμού. Την εκλαμβάνει ως βεβαιότητα την οποία και διαχειρίζεται  ως μέρος της υπόθεσης εργασίας του. Όμως, μπορεί μια επιστημονική υπόθεση εργασίας να είναι ερευνητικά ατεκμηρίωτη;
Ο Μπαλαμπανίδης υποστηρίζει, λοιπόν, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί συνέχεια του ΚΚΕεσωτ. Ακόμα κι’ αν δεχόμασταν αυτή τη θέση θα πρόβαλε το κρίσιμο ερώτημα . Ποιανής τάσης του ΚΚΕ εσωτ αποτελεί τη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ, του Λεωνίδα Κύρκου ή του Μπάμπη Δρακόπουλου  και του Γιάννη Μπανιά; Και θα πρέπει να πω ότι μετά το θάνατο του Γιάννη Μπανιά  είναι σαφής η ολοκληρωτική (τώρα πλέον) ολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ στις θέσεις της τάσης της  «μετεξέλιξης» (δηλαδή της μη – κομμουνιστικής αριστεράς), με ισχυρή- ισχυρότατη την επίδραση της σοσιαλδημοκρατικής τάσης  για τη μετατροπή του σε  αριστερά εντός του συστήματος, που η έγνοιά της είναι η «αριστερή» διαχείριση των υποθέσεων του συστήματος – με βάση τη λογική  και τους κανόνες λειτουργίας του! Έτσι ερμηνεύεται και εφαρμόζεται στην πράξη η «πρωτότυπη πολιτική συνθεση» του ευρωκομμουνισμού: «κόμμα αγώνα –κόμμα διακυβέρνησης» (σελ. 47), με το πρώτο σκέλος της πρότασης καίρια υποβαθμισμένο. Και είναι αυταπάτη να πιστείει κανείς  ότι μια «αποκομουνιστικοποιημένη», δηλαδή αποιδεολογηκομένη  αριστερά μπορεί να εξελιχθεί σε «σφιχτό κόμμα», όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιοι, μετά το πρόσφατο (δεύτερο) συνέδριο του κόμματος.
Ο Μπαλαμπανίδης  λέει ότι «η παρούσα μελέτη δεν εξαντλεί το σύνολο  του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, αφορά τέσσερες περιπτώσεις κομμουνιστικών κομμάτων.. « ( του Ιταλικού, του  Γαλλικού , του  Ισπανικού και ΚΚΕ εσωτ., σελ.,20). Ο Μπαλαμπανίδης  αντιμετωπίζει το ΚΚΕ εσωτ. ως ξεχωριστό, αυτόνομο κομμουνιστικό κόμμα. Όμως, η αλήθεια είναι ότι το ΚΚΕ εσωτ. δεν είχε σκοπό να εξελιχθεί σε ξεχωριστό ΚΚ, παράλληλα ή πέραν του ΚΚΕ. Οι διαφωνούντες στη 12-η ευρεία ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (Φλεβάρης 1968) που προχώρησαν (μαζί με όλους τους άλλους κομμουνιστές στο εξωτερικό και στο εσωτερικό της χώρας) στη συγκρότηση του ΚΚΕ εσωτ. στόχευαν  στην ανανέωση του ΚΚΕ, και όχι στη δημιουργία ενός άλλου ΚΚΕ. Το πρώτο συνέδριο το αντιλαμβάνονταν και το όριζαν ως το 9-ο συνέδριο του ΚΚΕ, το ίδιο και το δευτέρο (10-ο)…Το ΚΚΕ εσωτ. τιμούσε τις επετείους του ΚΚΕ όπως και το δογματικό ΚΚΕ, με την ίδια ή και τη μεγαλύτερη σοβαρότητα ως συνεχιστή της ιστορίας του στις νέες συνθήκες. Όλοι εμείς πιστεύαμε ότι οι ιδέες της ανανέωσης θα περνούσαν σε όλο το χώρο της ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς - και στο (δογματικό) ΚΚΕ. Αυτό θα σήμαινε τη δικαίωση όλης αυτής της προσπάθειας και μαζί την αποκατάσταση της ενότητας του ενός και μόνο ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος, του ΚΚΕ. Όταν, μετά την αποτυχία αυτής της προσπάθειας, επιλέχθηκε η συγκρότηση του ΚΚΕ εσωτ. σε αυτόνομο κομμουνιστικό κόμμα, το κόμμα διασπάστηκε και διαλύθηκε. Η εξομοίωση του ΚΚΕ εσωτ. με τα άλλα ευρωκομμουνιστικά κόμματα δεν επιτρέπει στο συγγραφέα να αναδείξει και να αναλύσει το γεγονός ότι η ανανέωση που υπόσχονταν το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα στα άλλα κόμματα δεν ήταν απόρροια  διάσπασής τους, ότι δηλαδή η επικράτηση της δεξιάς τάσης στο κόμμα καθόρισε συνολικά τις περαιτέρω εξελίξεις στο κομμουνιστικό κίνημα της χώρας. Αυτό δε συνέβηκε σε μας. Το ΚΚΕ εσωτ. προέκυψε από τη διάσπαση του ΚΚΕ, Αυτό–όπως ήταν φυσικό-  το λέει και ο συγγραφέας, όμως δεν προχωρεί στην ανάλυση του γεγονότος ότι το ΚΚΕ εσωτ. δεν αρνήθηκε  το ΚΚΕ. Θεωρούσε τον εαυτό του ως το αυθεντικό λενινιστικό κόμμα, στην μήτρα του οποίου ήταν το δημιουργικό ανανεωτικό πνεύμα του Μαρξ και του Λένιν, του μαρξισμού και του λενινισμού. Το ΚΚΕ εσωτ. ορίζονταν ως μαρξιστικό- λενινιστικό κόμμα. (Βλέπε το πρόγραμμά του και το καταστατικό του). 

Σε μια προσπάθεια συνολικής αποτίμησης της δουλειάς του συγγραφέα θα μπορούσα να πω ότι η μελέτη και οι εκτιμήσεις του για την εξέλιξη του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος κινείται στα όρια της «πολιτικής ανάλυσης»  που εφαρμόζει τη «συγκριτική οπτική»,τη «συγκριτική μέθοδο» ως «πνευματική κατάσταση»( σελ.19- 21).όμως, χωρίς πνευματικό βάθος - όπως προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου!
Πάντως, η συγκριτική μελέτη του έχει ένα χρονικό βάθος το οποίο θα επέτρεπε την εξαγωγή χρήσιμων πορισμάτων ως προς τη σημασία του θεωρητικού μαρξιστικού προβληματισμού του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος για τη σημερινή σύγχρονη ευρωπαϊκή (ή και την ευρύτερη)  επαναστατική αριστερά. Αυτό δεν το κάνει ο Μπαλαμπανίδης. Εστιάζει την προσοχή του στα στοιχεία και στις αντιλήψεις που ενισχύουν την άποψή του για τη σύγχρονη «αποκομμουνιστικοποιημένη» αριστερά, ενδεικτικό παράδειγμα της οποίας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο συγγραφέας λέει ότι μένει στην ιστορική  συγκριτική ανάλυση (:διαφορές και ομοιότητες των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων),από το φόβο της «ουσιοκρατίας»,(σελ.22). Το λέει αυτό χωρίς να τεκμηριώνει την άποψή του. Ο απαιτητικός αναγνώστης θα περίμενε να το επιχειρήσει αυτό, πολύ περισσότερο που ο όρος αυτός μας παραπέμπει στο Χέγκελ, με τις ειδικές αναλύσεις του για τη σχέση ουσίας και φαινομένου.

Ο συγγραφέας λέει ότι «ένα κόμμα είναι πολλά πράγματα μαζί και ταυτοχρόνως. Είναι οι άνθρωποι που το συναποτελούν και οι άνθρωποι στους οποίους απευθύνεται, η ελίτ, οι αγωνιστές και οι ψηφοφόροι, η δομή και η κοινωνιολογική του βάση, είναι μια ρητορική και μια ιδεολογία, μια πρακτική και μια ιστορία. Είναι οι σχέσεις εξουσίας και αντίστασης, αλλά και η επιδίωξη ένταξης  σε σχέσεις εξουσίας ή/ και αντίστασης.» Και διερωτάται:  «Τι από όλα αυτά προκρίνεται εδώ;» Και εξηγεί :  «Το βασικό «υλικό»  της ανάλυσης θα είναι η στρατηγική και η ιδεολογία  που αυτά (τα κόμματα του ευρωκομμουνισμού – Θ.Β.) διαμορφώνουν , ο λόγος που εκφέρουν…» (σελ. 24). Όμως,  τα όρια της «πολιτικής ανάλυσης» στα οποία επέλεξε ο συγγραφέας να κινηθεί ( με τη στενή έννοια του όρου «πολιτική ανάλυση», δηλαδή όχι ως οργανικού μέρους της πολιτικής φιλοσοφίας- Θ.Β.) καθιστούσαν, εξ ορισμού, αδύνατο να ανταποκριθεί σ’ αυτό το φάσμα των στοιχείων που συγκροτούν ένα τέτοιο κόμμα.
Αυτό που μπόρεσε να κάνει ήταν να παράσχει μια βιβλιογραφικά εμπεριστατωμένη εικόνα  του περιεχομένου της στρατηγικής του ευρωκομμουνισμού και μιαν ανάλογη εικόνα για την ιδεολογία αυτών των κομμάτων – με τις αποχρώσεις και τις αποκλίσεις τους. Το κάνει αυτό με σκοπό τη στήριξη της πεποίθησής  του,  μάλλον της πίστης του, ότι η σημερινή ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά, με το ΣΥΡΙΖΑ ως «παραδειγματική περίπτωσή» της , αποτελεί τη συνέχεια  του ευρωκομμουνισμού. Η  πρόνοιά του να τεκμηριώσει (πάσει θυσία!) αυτή τη θέση μειώνει καίρια το εύρος και την αξία της ερευνητικής –επιστημονικής του προσπάθειας, πολύ περισσότερο μειώνει ή και καταργεί την αξία των αναφορών του στον πλούσιο προβληματισμό του ερωκομμουνιστικού ρεύματος, αλλά και των κενών και ελλείψεων  αυτού του προβληματισμού.
Ο Μπαλαμπανίδης, ενώ γνωρίζει  το θεωρητικό έργο των εκπροσώπων του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος (αυτό προκύπτει από τη βιβλιογραφία την οποία παραθέτει)  δεν την αξιοποιεί. Αναφέρεται σ’ αυτή μόνο στο βαθμό που αυτό του χρειάζεται για να τεκμηριώσει τη δική του  εικόνα της ιδεολογικής ταυτότητας των κομμάτων του ευρωκομμουνισμού, υποβαθμίζοντας ή και αγνοώντας παντελώς  το μαρξιστικό προβληματισμό, που στόχευε στην ανανέωση του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό είναι περίεργο αν λάβει κανείς υπόψη την «τελευταία μεθοδολογική παρατήρησή» του : «Σε ό,τι ακολουθεί, έχω επιλέξει να προσεγγίσω το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα ως μια καθοριστική από πολλές απόψεις  «στιγμή»  στη μακρά πορεία του κομμουνιστικού αριστερού κινήματος του 20-ου αιώνα και μέχρι σήμερα. Ως μια δυνατότητα, που κάποτε εμφανίστηκε ανάμεσα σε άλλες, ένα στοίχημα που παίχτηκε, με τρόπο συχνά ευφυή και επινοητικό, αλλά εντέλει χάθηκε, ως μια ήττα που φωτίζει όμως όψεις της μακράς ιστορίας της Αριστεράς, στη σκοτεινή μας ήπειρο». Με αυτή την τοποθέτησή του ο συγγραφέας αφήνει την εντύπωση ότι  αντιμετωπίζει την ήττα του ευρωκομμουνισμού ρεύματος μέσα από τη σκοπιά της διαλεκτικής  της ιστορικής πορείας και της προοπτικής του κομμουνιστικού κινήματος. Η παρακάτω θέση του ενισχύει, αλλά συγχρόνως αμβλύνει αυτή την εντύπωση, κάνοντας λόγο  για την «πορεία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, στο σύνολό της».  Μιλώντας  για τη σημασία μιας τέτοιας προσέγγισης γράφει:  «Συνοψίζοντας, μια τέτοια οπτική γωνία, πολιτικής ανάλυσης ποντισμένης στην ιστορία, σημαίνει, παραφράζοντας το Γκράμσι, ότι η μελέτη του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος είναι ένας τρόπος να εξετάσουμε , από μια ορισμένη σκοπιά, την πορεία της ευρωπαϊκής Αριστεράς στο σύνολό της. Και ακόμη περισσότερο την ιστορία και διαμόρφωση της Ευρώπης  σε μια ορισμένη εποχή», (σελ. 25- 26).
Το εύρος των θεμάτων που περιλαμβάνει αυτή η «σκοπιά» είναι μεγάλο και δεν είναι στην πρόθεσή μου, σ’ αυτό εδώ το σημείωμα,  να το καλύψω, ούτε καν να το  κατονομάσω με την αναγκαία ανάλυση.
Ο Μπαλαμπανίδης προβαίνει σε μια συνολική αποτίμηση της κίνησης του ευρωκομμουνισμού, που θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω ως μία αξιοπρόσεχτη προσπάθεια αν δεν υποσκάπτονταν από τη θέση του ότι στη Σοβιετική Ένωση υλοποιήθηκε το κομμουνιστικό σχέδιο του Μαρξ!. Αξίζει νομίζω να παραθέσω ολόκληρο  το σχετικό κείμενο. Ο ευρωκομμουνισμός λέει ο συγγραφέας,ήταν ένα «εγχείρημα “επαναπατρισμού“ του κομμουνιστικού σχεδίου, το οποίο αφού γεννήθηκε στην Ευρώπη, υλοποιήθηκε στην ΕΣΣΔ, κι έπειτα ενέπνευσε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, κάνοντας έναν κύκλο ως μορφή περιφερειακής εθνικής και κρατικής συγκρότησης, επιχειρούνταν τώρα να προσαρμοστεί στις συνθήκες της Δύσης και ως απάντηση στην κρίση της. Εγχείρημα, τέλος, που ανανέωνε διπλά την ιστορική κομμουνιστική ταυτότητα: από τη μία αντλούσε δυναμική από τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της εποχής, και από την άλλη προσχωρούσε στο πεδίο της προγραμματικής  μετριοπάθειας, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της διαπραγμάτευσης.Ο ευρωκομμουνισμός ύφαινε μια πρωτότυπη πολιτική σύνθεση:  “κόμμα αγώνα- κόμμα διακυβέρνησης“» (σελ.47).
 Παραβλέπω εδώ το κρίσιμο γεγονός ότι ο Μαρξ δεν είχε επεξεργαστεί κανένα κομμουνιστικό σχέδιο, επομένως δεν μπορούσε να υπάρξει μια συγκροτημένη προσπάθεια από το ΚΚΣΕ για την υλοποίηση αυτού του (ανύπαρκτου) κομμουνιστικού σχεδίου. Υπήρξε ένα σχέδιο του ΚΚΣΕ οικοδόμησης του σοσιαλισμού με κάποια βασικά στοιχεία της μαρξικής πρότασης για τον κομμουνισμό, χωρίς την κυρίαρχη ιδέα του για μια κοινωνία  χειραφέτησης του ανθρώπου, που το σταλινικό σύστημα σήμαινε την άρνησή του. Το σταλινικό σύστημα δεν ήταν και δεν μπορεί να οριστεί ως προσαρμογή της μαρξικής θεωρητικής κομμουνιστικής πρότασης στη Ρωσία.
Δεν μπορεί να είναι έργο αυτού του σημειώματος η αναλυτική κριτική αυτής της άποψης. Το θέμα αποτέλεσε  αντικείμενο της διδακτορικής μου ακαδημαϊκής διατριβής (το 1971) και στη συνέχεια βιβλίων μου και άρθρων μου. Εδώ περιορίζομαι στο σχολιασμό της ατεκμηρίωτης  θέσης ότι στη Σ.Ε. υλοποιήθηκε το κομμουνιστικό σχέδιο του Μαρξ,   με το ερώτημα πως αυτή η θέση λειτουργεί στο βιβλίο του Μπαλαμπανίδη. Και πάλι δεν είναι δυνατό σ’ αυτό το σημείωμα να προχωρήσω σε μια αναλυτική απάντηση σ’ αυτό το κρίσιμο ερώτημα. Περιορίζομαι στη διαπίστωση ότι αυτή η θέση επιτρέπει στο συγγραφεέα να αιτιολογήσει  την αποκομμουνιστικοποίηση της ευρωπαικης Αριστεράς. Επιτρέπει να εκληφθεί η αποκομουνιστικοποίησή της ως η λογική προέκταση της απόρριψης του σοβιετικού προτύπου και μαζί   απόρριψης του λενινισμού που θεωρείται ότι ο Στάλιν ήταν πιστός εφαρμοστής των ιδεών του. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Μπαλαμπανιδης αναφερόμενος στη Σοβιετική Ένωση χρησιμοποιεί τον όρο «κομμουνιστικός κόσμος», ενώ μιλώντας για την  κατάρρευση  των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, μιλά για την «κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου» (σελ. 26) σε μια αντίληψη που υπονοεί  την κατάρρευση της ιδέας του κομμουνισμού!.

Από μία πρώτη ανάγνωση είναι  σωστή η επισήμανση του συγγραφέα  ότι «ο ευρωκομμουνισμός αναπτύχθηκει στο έδαφος μιας βαθιάς κρίσης του κομμουνισμού», «αμφισβήτησης του σοβιετικού μοντέλου»,(σελ. 28). Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι αμφισβητήθηκε  το σταλινικό «σοβιετικό» μοντέλο  και όχι το σοβιετικό μοντέλο σοσιαλισμού του Λένιν. Πάντως,  είναι ακριβής η εικόνα που δίνει ο Μπαλαμπανίδης για τις συνθήκες στον ευρύτερο χώρο του καπιταλισμού, με την εμφάνιση, όπως σωστά λέει,  ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου της Αριστεράς, (σελ. . 26 – 48) Σωστή είναι η διαπίστωσή του ότι στις συνθήκες αυτές «η συγκυριακη Αριστερά είναι αποδιαρθρωμένη, έχει χάσει τα σημεία αναφοράς της» (43- 44). Ωστόσο είναι γεγονός ότι  όσοι υποστήριξαν την κίνηση Παρτσαλίδη. Δημητρίου, Ζωγράφου και προχώρησαν στη σύσταση του το ΚΚΕ εσωτ. δεν αμφισβήτησαν τα καθιερωμένα, θα μπορούσα να πω, σημεία αναφοράς της, το λενινισμό. . Αντίθετα επιδίωξαν  την αποκατάσταση των αρχών και του γνήσιου πνεύματος του λενινισμού στο κόμμα, ενώ σε μια επόμενη φάση μίλησαν για δημιουργικό μαρξισμό (Μπάμπης Δρακόπουλος).
 Στην περίπτωσή του ΚΚΕ εσωτ. δεν μπορούμε να μιλούμε για ιδεολογική αποδιάρθρωση, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε  ότι οι κομμουνιστές οι οποίοι προχώρησαν στη δημιουργία του ΚΚΕ εσωτερικού  είχαν χάση τα σημεία αναφοράς. Το ΚΚΕ εσωτ ορίζονταν, όπως είπα,  ως μαρξιστικό- λενινιστικό κόμμα. Εξάλλου, μιλώντας γενικά για την Αριστερά στη χώρα μας δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όλες οι πλευρές και αποχρώσεις της είχαν χάσει τα ιδεολογικά σημεία αναφοράς τους : τροτσκιστές, διάφορες μικρές λενινιστικές ομάδες, και βέβαια το ΚΚΕ.
Ο Μπαλαμπανίδης χρησιμοποιεί τον όρο Αριστερά χωρίς να ορίζει το περιεχόμενο και τις οργανωτικές και πολιτικο-ιδεολογικές της εκφράσεις. Δυστυχώς, σε σοβαρά κρίσιμα θέματα ο Μπαλαμπανίδης δουλεύει με το αυτονόητο!  Έτσι, αναφερόμενος στο λενινισμό  γράφει: «ο λενινισμός, σύμφωνα με μια πετυχημένη διατύπωση, είναι η ρωσική εκδοχή του ιακωβινισμού: Καταστατικό του κείμενο το βιβλίο του Ν. Τσερνισέφσκι Τι να κάνουμε; (1863)και φυσικά το ομώνυμο βιβλίο του Λένιν»  (σελ. 61- 62). Για όποιον σέβεται την ιστορία αυτός ο αφορισμός  συνιστά την προσβολή της. Αυτό μόνο έχω να πω σημειώνοντας ότι αυτός ο αφορισμός  δεν αξίζει το σχολιασμό μου. Αν το έκανα αυτό  θα ήταν σα να έδινα κάποιο κύρος στον κτήτορα αυτού του ευρήματος. Ωστόσο, θεωρώ αναγκαίο να πω ότι, αυτή η άποψη καθιστά αδύνατη την εκτίμηση του έργου του Λένιν που και σήμερα έχει να μας πει κάτι πολύ σημαντικό. Π.χ. η θεωρία του αδύνατου κρίκου, το συμμετοχικό δημοκρατικό πνεύμα που διέπει την πρότασή  του για το σοβιετικό σύστημα, η ιδέα της ανακλητότητας των βουλευτών, το πνεύμα και η πρακτική του δημιουργικού διαλόγου στο επίπεδο της ηγεσίας του κόμματος, αλλά και σημαντικές πλευρές του συνολικού θεωρητικού έργου του.

Τα κεφάλαια 1.1.,1.2, 1.3, και 1.4, αναφέρονται, στη γενικότερη κατάσταση στην Ευρώπη και στον κόσμο και στην κατάσταση του κομμουνιστικού χώρου, καθώς  και στις επιλογές και ενέργειες των πρωταγωνιστών του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος- κινήματος  που καθιστούσαν αναγκαία τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για την  επεξεργασία μιας άλλης στρατηγικής για το κομμουνιστικό κίνημα. Εδώ θα μπορούσε ο συγγραφέας να προχωρήσει σε αναλύσεις βάθους. Στο κεφάλαιο 2. ο συγγραφέας διατυπώνει κρίσιμα ερωτήματα για τη μετάβαση από το σταλινισμό στον ευρωκομμουνισμό, γενικότερα για τη μετάβαση σε  μια άλλη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος στο χώρο της Ευρώπης. Όμως, δεν προχωρεί στην αναλυτική διαπραγμάτευση αυτής της  διαδικασίας, που κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διαλεκτικής της συνέχειας – ασυνέχειας, ως προς την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού και του λενινισμού  ή ακόμα και ως προς τη συνολική εμπειρία του σοσιαλιστικού ιστορικού εγχειρήματος ή ακόμα και ως προς το κόμμα νέου τύπου του Λένιν. Η επιλογή της ασυνέχειας, σε μια αντίληψη απόρριψης της  συνέχειας, καθιστά αδύνατη την κατανόηση και το βάθος  της (αρχικής) προσπάθειας του ευρωκομμουνιστικού ρέυματος, αλλά  και την αποτίμηση των σταδίων που το παρακολούθησαν, με το απόλυτα αρνητικό αποτέλεσμα αυτής της νοητικής διαδικασίας,  την αποκομμουνιστικοποίηση αυτών των κομμάτων, που, βέβαια, οδήγησε στη διάλυσή τους( Ιταλικό  ΚΚ).
 Σε ότι μας αφορά (εννοώ το ΚΚΕ εσωτ.)  αυτή η νοητική διαδικασία (δεν χρησιμοποιώ τον όρο προβληματισμός) συνοδεύτηκε και με την (θεωρητικά και πολιτικά εντελώς αστήριχτη) προσπάθεια ανάπτυξης μιας σύγχρονης μη- κομμουνιστικής ριζοσπαστικής (όπως πίστεψαν)  Αριστεράς! Στο ΚΚΕ εσωτ, μετά το 1982 επικράτησε σταδιακά η άποψη ότι μια «αποκομμουνιστικοποιημένη», από- μαρξιστικοποιημένη αριστερά ( ο Μαρξ ήταν κομμουνιστής, στόχευε για τον κομμουνισμό και πάλευε για τον κομμουνισμό!) μπορεί να εκφράσει τις ιστορικές κοινωνικές και ανθρώπινες ανάγκες του σύγχρονου κόσμου, το πνεύμα της εποχής μας.
Εκτιμώ ότι το κεφάλαιο 2 και το κεφάλαιο 3 αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Εξάλλου, θεωρώ ότι πρόκειται για μια από τις καλύτερες  αναγνώσεις του γαλλικού Μάη, γενικότερα, των εξελίξεων και γεγονότων του 1968 (σελ.106 κ.ε.)  Ωστόσο, η  ανάλυση για την «Άνοιξη της Πράγας», ειδικότερα η ανάλυση  για τη διαδικασία που οδήγησε στην Άνοιξη της Πράγας είναι πολύ φτωχή, έως ανύπαρκτη. Όμως, από κει θα μπορούσαν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα για την εξέλιξη του  ευρωκομμουνιστικού ρεύματος ή ακόμα και για το εγχείρημα του Γκορμπατσόφ, τον οποίο ο συγγραφέας του βιβλίου εμφανίζει ως «καταλύτη» (σελ. 203) - ατεκμηρίωτα. Απλώς δηλώνει ότι τα μηνύματα  από τη Μόσχα έδειχναν ότι μπορούσε να μεταρρυθμιστεί το σοβιετικό μοντέλο (σελ. 204). Ποια μηνύματα; Τα μηνύματα από τα δημοσιεύματα της Πράβντα; Και ποιανών δημοσιογράφων και αρθρογράφων τα μηνύματα;   Ο Μπαλαμπανίδης ξοφλά με δυο κουβέντες για μια διαδικασία που άλλαξε τον κόσμο!! Και γιατί οι ηγεσίες των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων συλλάμβαναν μόνο αυτά τα «αισιόδοξα» μηνύματα  και όχι και τα απαισιόδοξα;  Κι’ όμως, αυτά εξέφραζαν βαθύτερα την πραγματικότητα, τη ροή και τη λογική των εξελίξεων στο κόμμα και στη χώρα!
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «σημείο- κλειδί για την ανάλυση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος» ήταν το ζήτημα της εξουσίας (της Αριστεράς- Θ.Β.) στη «δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία». Βέβαια, γι αυτή τη θέση θα μπορούσε ή και θα έπρεπε να γραφεί ειδική μελέτη, όπου θα ξεκαθαρίζονταν και το καίριο ερώτημα  αν είναι δυνατό η αριστερά να ασκήσει εξουσία σύμφωνα με τους νόμους και τους κανόνες λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας, με το κεφάλαιο να ασκεί την εξουσία όχι μόνο στην οικονομία, αλλά  μέσα από πολλούς διαύλους, και στο κράτος, στο πολιτικό σύστημα και στην πολιτική γενικότερα.  Μια ορισμένη  ερμηνεία της θέσης του Νίκου Πουλαντζά για τη σχέση της Αριστεράς με το κράτος , αποτέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της ανυπόστατης άποψης. Λογική συνέπεια αυτής της άποψης ήταν η ιδέα αποκομμουνιστικοποίησης της Αριστεράς. «Η απέκδυση της κομμουνιστικής ταυτότητας»,(Κεφάλαιο 5, σελ.194 κ.ε.) της Αριστεράς σημαίνει τη μετάβαση σε μια  «αριστερά» που δεν ενδιαφέρεται για τον κομμουνισμό, για την κομμουνιστική ιδεολογία και για την κομμουνιστική πολιτική, για το Λένιν, ακόμα και για το Μαρξ ως επαναστάτη θεωρητικό και πολιτικό του κομμουνισμού!. Και είναι να απορεί κανείς πως ύστερα από όλα αυτά, ο συγγραφέας  μπορεί να μιλά για χαμένες ευκαιρίες ως προς τον ιστορικό στόχο της Αριστεράς. Μιας αριστεράς που έχει απομακρυνθεί από τη θεωρία του Μαρξ για τη συγκρουσιακή σχέση Εργασίας και Κεφαλαίου, που αποτελεί το θεωρητικό υπόβαθρο της επαναστατικής αριστεράς. Και είναι το λιγότερο περίεργο να μιλά κανείς, αναφερόμενος στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή αριστερά, για επαναστατικές αλλαγές!  
Το βιβλίο  Ευρωκομμουνισμός του Μπαλαμπανίδη έχει ως υπότιτλο «Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική  ευρωπαϊκή Αριστερά». Aπό τις αναλύσεις των  κεφαλαίων 4, 5, του Πρώτου μέρους του βιβλίου, αλλά  και των κεφαλαίων 6,7,8 του Δεύτερου μέρους, προκύπτει ότι η «Ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά» δεν είναι αποτέλεσμα εξέλιξης της κομμουνιστικής αριστεράς αλλά άρνησή της και μάλιστα όχι με διαλεκτικούς όρους! Η χρήση της λέξης «από» (στη), δηλαδή η χρήση του όρου μετάβαση είναι ερευνητικά αποτελεσματικός  μόνο όταν λειτουργεί σύμφωνα με τη διαλεκτική και τη λογική της συνέχειας- ασυνέχειας.
Στην ιστορία δεν υπάρχει σκέτη ασυνέχεια, πολύ περισσότερο όταν μιλούμε για ένα φαινόμενο, την Αριστερά ως υπερβατική ιστορική δύναμη (κατηγορία) μιας ολόκληρης εποχής  που για να παραμείνει αριστερά οφείλει να σεβαστεί τη συνέχεια σε μια διαλεκτική της συνέχειας- ασυνέχειας με τη δυνατότητα ή και την ανάγκη, ανάλογα και με τις ιστορικές καταστάσεις, να ρίξει το βάρος στην ασυνέχεια, χωρίς να καταργεί το στοιχείο της συνέχειας, βέβαια. Μια τέτοια προσέγγιση του φαινόμενου του ευρωκομμουνισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε χρήσιμα λειτουργικά συμπεράσματα αναφορικά και με τις ιδεολογικές διεργασίες που υπήρξαν και υπάρχουν στους κόλπους του ΚΕΑ, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ- αν και στο βαθμό που υπάρχουν τέτοιες διεργασίες. Η σύγχρονη επαναστατική αριστερά  δεν μπορεί να οριστεί ιστορικά με αναφορά μόνο στο σκέλος της ασυνέχειας- δογματικά. Πολύ περισσότερο που  η συνέχεια αντικειμενικά  προκύπτει ως αναγκαία συνιστώσα και του γεγονότος ότι  ο πολιτικός και ιστορικός αντίπαλος της Αριστεράς, το Κεφάλαιο, ο καπιταλισμός, στην κατάργηση του οποίου  στοχεύει η Αριστερά, εξακολουθεί να υπάρχει, αναπαράγοντας την συγκρουσιακή σχέση του με την Εργασία.
Ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι αυτή η επιλογή είχε να κάνει (έχει να κάνει) με την ανάδυση, όπως λέει, ενός νέου πολιτικού  υποκειμένου στο οποίο θα πρέπει να απευθυνθεί η αριστερά το οποίο  υπερβαίνει  τη λεγόμενη «εργαστίστικη αντίληψη» του κομμουνιστικού κινήματος. Και παρέχει ο συγγραφέας με μια σχετική πληρότητα – στα όρια της πολιτικής ανάλυσης- ενδεικτικούς πίνακες για τη σύνθεση του εκλογικού σώματος της ευρωπαϊκής αριστεράς. Υπολείπεται και εδώ η βαθύτερη ανάλυση του φαινομένου και η πολιτικο-ιδεολογική του αποτίμηση και αξιολόγηση.
Το κεφάλαιο με τον τίτλο «Η ανάδυση ενός μετα- υλιστικού ατόμου»  θα μπορούσε να ανοίξει το ερευνητικό και διανοητικό ορίζοντα για τη συγκεκριμένη μελέτη των δεδομένων που επιτρέπουν να μιλήσουμε για το νέο υποκείμενο της επαναστατικής αλλαγής. Αυτό δεν το κάνει ο συγγραφέας. Ο στενός κορσές της «πολιτικής ανάλυσης» αυτό το καθιστά περιττό. Βέβαια, για να είναι πετυχημένο ένα τέτοιο (αναγκαίο) ερευνητικό εγχείρημα θα πρέπει ο ερευνητής  να προβεί σε  μια εννοιολογική αποσαφήνιση του όρου «μετα- υλιστικό άτομο». Ο Μπαλαμπανίδης  δεν προχωρεί σε μια τέτοια ενέργεια. Λέει μόνο ότι η νέα γενιά του 1970, στην οποία αναφέρεται χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο, δεν ενδιαφέρεται για τα υλικά αγαθά. Ενδιαφέρεται για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, για ένα καλό περιβάλλον, για υψηλά επίπεδα οικονομικής και πραγματικής ασφάλειας. Θα μπορούσε όμως να διερωτηθεί: είναι όλα αυτά άσχετα με την υλικότητα; Θα μπορούσε να αναρωτηθεί:   τα μορφωτικά ενδιαφέροντα των νέων, είναι παντελώς άσχετα με την υλικότητα της ζωής για να μη μιλήσουμε, βέβαια,  για τον καταναλωτισμό,  που η υλικότητα είναι κυρίαρχο στοιχείο. Βέβαια, η χρήση το όρου μετα- υλιστικό άτομο» εντυπωσιάζει.
Ο  όρος «μεταυλιστικό υποκείμενο»  χρησιμοποιείται από το συγγραφέα με σκοπό να δώσει έμφαση στην αλλαγή της σύνθεσης του εκλογικού σώματος της αριστεράς, αλλά και για να οριοθετήσει  το κοινωνιολογικό χώρο στον οποίο θα πρέπει από τώρα και στο εξής να απευθύνεται η ριζοσπαστική αριστερά, που εδώ ορίζεται ως δύναμη που ενδιαφέρεται για την επανάσταση!. Ο συγγραφέας  προβαίνει στη βαρυσήμαντη θέση  ότι «στη δεκαετία του 1970 η εργατική τάξη δεν είναι πια μια επαναστατική δύναμη»,(σελ.349).Το δηλώνει αυτό με έναν τρόπο σα να πρόκειται για κοινωνιολογικό αυτονόητο. Γι’ αυτό και θεωρεί περιττό να αφιερώσει ειδικό υποκεφάλαιο (έστω) για να τεκμηριώσει αυτή τη θέση, προβαίνοντας στις αναγκαίες ιστορικές και θεωρητικές αναφορές στρατηγικής σημασίας αυτής της υποτιθέμενης εξέλιξης. Για τη στήριξη αυτού του ισχυρισμού ο Μπαλαμπανίδης  περιορίζεται στην παράθεση πινάκων για την κοινωνιολογική σύνθεση και για τα ποσοστά  του εκλογικού σώματος των κομμάτων του ευρωκομμουνισμού. Δεν του χρειάζεται τίποτα άλλο. Τα δυνητικά όρια της πολιτικής ανάλυσης έχουν εξαντληθεί. Θα πρέπει βέβαια να πω ότι ο Μπαλαμπανίδης φαίνεται να λειτουργεί με τους  όρους που χρησιμοποιούσε η κομμουνιστική αριστερά, για την  εργατική τάξη της βιομηχανικής  εποχής, αποκλείοντας  τους εργαζόμενους του τριτογενή τομέα, γενικότερα τους εργαζόμενους που κάνουν πνευματική εργασία από τον όρο εργατική τάξη. Το κάνει αυτό ενώ μιλά με θετικούς όρους για την υπέρβαση του «εργατίστικου πνεύματος» της ριζοσπαστικής, δηλαδή της  «μη- κομμουνιστικής αριστεράς». Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι  «απογαλακτισμένη» από την κομμουνιστική της ταυτότητα και από το μαρξισμό «η ριζοσπαστική αριστερά μοιάζει περισσότερο με έναν χαλαρό αστερισμό στον οποίο εντάσσονται διαφορετικού  τύπου και εξέλιξης κόμματα, χωρίς ακριβώς να συνιστούν μια σφιχτή κομματική οικογένεια...»( σελ. 569). Και είναι σωστό ότι τέτοια μπορεί να είναι στην εποχή μας μόνο μια αριστερά που σκέφτεται και λειτουργεί με το πνεύμα του δημιουργικού μαρξισμού. Και ήταν αυτή η αντίληψη που είχε οδηγήσει το ΚΚΕ εσωτερικού στη δημιουργία του Κέντρου Μαρξιστικών Σπουδών (ΚΜΑΣ) που στόχευε στην ανάπτυξη του δημιουργικού μαρξισμού, στη διάδοση της μαρξιστικής παιδείας, αλλά και στην ερευνητική υποστήριξη της στρατηγικής επιλογής του κοινοβουλευτικού δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό. Με αυτή την εντολή μου είχε ανατεθεί από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος η ίδρυση  του Κέντρου, στο οποίο μετά την παραίτησή μου από τη θέση του Διευθυντή[1] επικράτησε  μια «φιλελεύθερη» αντίληψη, με λογική κατάληξη τη διάλυση του Κέντρου  μαζί με τη διάλυση του κόμματος το οποίο είχε διχαστεί. Και για το λόγο αυτό η κατάργηση το ΚΚΕ εσωτερικού σήμαινε την κατάργηση της συνιστώσας του «αριστερού ευρωκομουνισμού» και την αποτυχία της αρχικής προσπάθειας για την ανανέωση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.. Το ΚΚΕ εσωτ, δεν στόχευε στην αποκομμουνιστικοποίησή του, αλλά στην ανανέωση του ΚΚΕ, στην ανανέωση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Για το σκοπό αυτό θέλησε να αξιοποιήσει στοιχεία του νέου πνεύματος του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, κυρίως την ιδέα του κοινοβουλευτικού δρόμου μετάβασης στο σοσιαλισμό, καθώς και την ιδέα του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία, χωρίς να εγκαταλείπει την κομμουνιστική του ταυτότητα. Με την  εμφάνιση και την επικυριαρχία στο κόμμα της  «δεξιάς» τάσης, της τάσης της λεγόμενης «μετεξέλιξης», το κόμμα οδηγήθηκε στη διάσπαση και στη διάλυσή του.

Όμως,  ήταν τόσο ισχυρή στο κόμμα η αντίληψη για την ανανέωση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος που ενώ η τάση της «μετεξέλιξης» είχε συγκροτηθεί  σε ξεχωριστό μη- κομμουνιστικό  κόμμα, με την επωνυμία Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), δεν μπόρεσε να επιβιώσει. Διότι, επαναλαμβάνω, ο ευρωκομμουνισμός δεν είχε εισπραχθεί στην Ελλάδα ως τάση αποκομμουνιστικοποίησης της Αριστεράς, αλλά ως έκφραση μιας πραγματικής ανάγκης του κομμουνιστικού κινήματος για ανανέωση. Και είναι αυτό το κύριο ζητούμενο και σήμερα. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να συνδυαστεί ή και να στοχεύσει στην κατάργηση του ΚΚΕ. Ο Λεωνίδας Κύρκος, που δρομολόγησε μια ατυχή προσπάθεια για την αποκομμουνιστικοποίηση της Αριστεράς, συναίνεσαι στη συγκρότηση του Ενιαίου Συνασπισμού, ύστερα από μία κατ’ ιδίαν συνάντηση με το γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, το Χαρίλαο Φλωράκη. Και είναι επίσης ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Φλωράκης  αποχώρησε από τον Ενιαίο Συνασπισμό όταν είχε διαπιστώσει  ότι «η μετατροπή του Συνασπισμού σ’ έναν πολιτικό οργανισμό σήμαινε ουσιαστικά τη διάλυση των κομμάτων που τον αποτελούσαν», δηλαδή  την κατάργηση του ΚΚΕ, που για το Φλωράκη ήταν κάτι το αδιανόητο και το απαράδεκτο.[2] Να ένα άλλο θέμα προς μελέτη, που θα μπορούσε να έχει τη δική του σημασία και για το μέλλον της αντικαπιταλιστικής ελληνικής επαναστατικής Αριστεράς.
Ωστόσο, αν και οργανωτικά  η αποκομμουνιστικοποιημένη αριστερά δεν μπόρεσε ως τώρα να στεριώσει (ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε  να συγκροτηθεί σε αριστερό επαναστατικό κόμμα, δηλαδή  σε μια «σφιχτή αριστερά») η ιδέα της αποκομμουνιστικοποίησης μπόρεσε να επηρεάσει το ηγετικό του τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ και ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής αριστερής διανόησης με αντικαπιταλιστική αντίληψη και πολιτική- ιδεολογική διάθεση, ακόμα και διανοούμενους που δηλώνουν μαρξιστές!.

Ο Μπαλαμπανίδης αναφερόμενος στην ιδεολογική παρακαταθήκη του ευρωκομμουνισμού  λέει ότι «η ευρωπαϊκή κομμουνιστική αριστερά προχώρησε σε ένα έργο ανανέωσης των ιδεολογικών και πολιτικών της εργαλείων»(σελ. 592). Όμως για τι είδους ανανέωση των κομμουνιστικών ιδεολογικών και πολιτικών εργαλείων μιας αποκομμουνιστικοποιημένης αριστεράς μπορεί να γίνει λόγος;!

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ο Μπαλαμπανίδης  λέγοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απόγονος του ΚΚΕ Εσωτερικού έχει κατά νου την τάση της «μετεξέλιξης», δηλαδή την ΕΑΡ και όχι την τάση της «αναβάθμισης» που εκπροσωπούσαν ο Μπάμπης Δρακόπουλος και Ο Γιάννης Μπανιάς, που μαζί με άλλους  ίδρυσαν  την Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά (ΑΚΟΑ)    και συσπειρώθηκαν γύρω από την εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ που και τώρα δηλώνεται ως εφημερίδα της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς («Για την κομμουνιστική Ανανέωση. Για το σοσιαλισμό»).
Με βάση την παραπάνω  προσέγγιση εκτιμώ ότι είναι παντελώς αβάσιμη η θέση του Μπαλαμπανίδη ότι «η ευρωκομμουνιστική «στιγμή» είναι ο ιστορικός εκείνος κόμβος που συνδέει το παρελθόν με το παρόν της ευρωπαϊκής Αριστεράς», για να διευκρινίσει λέγοντας ότι «ο ευρωκομμουνισμός ιδωμένος μακροσκοπικά, στάθηκε ένα πολιτικό πρόταγμα στο οποίο συμπυκνώθηκε το πέρασμα από το επαναστατικό παρελθόν σε ένα διαφορετικό παράδειγμα αριστερής πολιτικής.( ή έμφαση από μένα – Θ.Β.). Και είναι αυτό ακριβώς το πρόταγμα , που παρά την ιστορική του ήττα, προσδιόρισε και συνεχίζει ως κληρονομιά να προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό τις στρατηγικές επιλογές της μετακομουνιστικής ,πλέον, ριζοσπαστικής Αριστεράς στην ευρωπαϊκή ήπειρο» (σελ. 572)
Το κρίσιμο ερώτημα το οποίο προκύπτει από την ανάγνωση αυτής της θέσης είναι αν μπορεί  να γίνει λόγος για μια αριστερά η οποία έχει απεκδυθεί τον επαναστατισμό της. Η απάντηση, βέβαια, δεν μπορεί να είναι παρά αρνητική : ΟΧΙ! Οριζόμενη με ιστορικούς όρους, δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μη- επαναστατική αριστερά. Ο ιστορικός ρόλος της αριστεράς συνίσταται στη δρομολόγηση πολιτικο- κοινωνικών διαδικασιών ανατροπής του καπιταλισμού και μετάβασης στο σοσιαλισμό- κομμουνισμό. Πολιτική στρατηγική που δεν υπερβαίνει τα δυνητικά όρια  του καπιταλισμού δεν είναι αριστερή πολιτική στρατηγική. Η θέση ότι μπορεί να υπάρξει μη- επαναστατική αριστερή πολιτική «πέραν της σοσιαλδημοκρατίας» (σελ. 574) είναι χωρίς πραγματικό ιστορικό αντίκρισμα. Και δε μιλώ εδώ για την μπερνσταϊνική  σοσιαλδημοκρατία, που δεν αμφισβητούσε το επαναστατισμό της αριστεράς, δεν αμφισβητούσε τον  ιστορικό ρόλο της, ούτε ,βέβαια, την αριστερά που πιστεύει και στοχεύει στη διαδικασία συνδυασμού των μεταρρυθμίσεων με τις διαδοχικές ρήξεις υπέρβασης του συστήματος και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Αυτό είναι το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της εφαρμογής του δημιουργικού μαρξισμού και της επαναστατικής διαλεκτικής. Θα μπορούσα να πω ότι αυτός είναι ο αριστερός ευρωκομμουνισμός.

Είναι προφανές ότι με την παραπάνω θέση του ο  Μπαλαμπανίδης μηδενίζει την επαναστατική θεωρητική κληρονομιά του ευρωκομμουνισμού, που συνοψίζει ο όρος «δημιουργικός μαρξισμός», τον οποίο  είχε καθιερώσει το ΚΚΕ εσωτερικού και αποτελούσε ,όπως είπα, οδηγό στη δράση του Κέντρου Μαρξιστικών Σπουδών. Για να προσθέσω ότι πολιτικά ο δημιουργικός μαρξισμός εκφράζεται μέσα από μια επαναστατική στρατηγική που υπηρετεί τον ιστορικό ρόλο και στόχο της αριστεράς. Μόνο μέσα από αυτή την οπτική  μπορεί η σύγχρονη αριστερά να αξιοποιήσει τα στοιχεία της δημοκρατικής αριστερής πολιτικής κουλτούρας την οποία είχε αναπτύξει ο ευρωκομμουνισμός (ο αριστερός ευρωκομμουνισμός), αλλά και το κριτικό του πνεύμα προς όλες τις κατευθύνσεις- και προς το παρελθόν της, σε μια διαλεκτική αντίληψη της συνέχειας- ασυνέχειας. Το «πολιτικό πρόταγμα» για το οποίο μιλά ο συγγραφέας δεν είναι πολιτικά  λειτουργικό για την αριστερά. Μπορεί να είναι πολιτικά λειτουργικό σε μια φιλελεύθερη ή ακόμα και νεοφιλελεύθερη αντίληψη. Όμως αυτό οδηγεί στην αναίρεση της αριστεράς ως διακριτού πολιτικού κόμματος και στην ιδεολογική του εξαφάνιση..  Γι αυτό είναι χωρίς νόημα η αντιμετώπιση αυτού του «προτάγματος» ως κληρονομιάς  που μπορεί να προσδιορίσει τις στρατηγικές επιλογές της αριστεράς.


                                             ΤΕΛΟΣ


[1] Για τις συνθήκες και τους λόγους της παραίτησής μου βλέπε στο βιβλίο μου Έγινα αυτός που είμαι το κεφάλαιο   Η οδυνηρή εμπειρία του ΚΚΕ Εσωτερικού ,εκδόσεις Επίκεντρο, 2010
[2] Χαρίλαος Φλωράκης, Επαναστάτης παντός καιρού. Βλέπε ένθετο της Εφημερίδας των Συντακτών,( σελ. 41 – 42) , 22/10/2016,

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ. ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ. ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

 Θεωρία και πολιτική

 Θεωρητικά υπάρχει το ασύμβατο ανάμεσα στην κοσμοαντίληψη της θρησκείας (της θεολογίας) και του μαρξισμού, με προεκτάσεις στη φιλοσοφία του ανθρώπου, τη στάση του απέναντι στην κοινωνία και τον εαυτό του, αλλά και την αντίληψή του για τον κόσμο του μέλλοντος. Αυτή η διαφορά, με τη μορφή της κάθετης αντιπαράθεσης, παρακολουθεί τη σχέση Διαφωτισμού και μαρξισμού από τη μια και θεολογίας από την άλλη. Η τάση συμβιβασμού της λεγόμενης «διπλής αλήθειας» για τον κόσμο , που τον τελευταίο καιρό έχει έλθει στο προσκήνιο σε επιστημονικά συνέδρια και έχει διαδοθεί ευρέως, δεν αλλάζει τα πράγματα.[1] Για κάθε σοβαρό διανοητή είναι αδιαμφισβήτητη η άποψη ότι ο κόσμος της θρησκείας και ο κόσμος της επιστήμης είναι δυο λογικά- θεωρητικά ασύμβατοι κόσμοι. Φύση και επιστήμη είναι συμβατοί κόσμοι, ενώ φύση και θρησκεία είναι ασύμβατοι.
Οι κλασικοί του μαρξισμού έχουν μεταφέρει αυτό το ασύμβατο και στην κοινωνική θεωρία. Η κοινωνία στην οποία στοχεύει ο μαρξισμός είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός. Στο άρθρο του με τον τίτλο, Σχετικά με τη στάση του Εργατικού Κόμματος απέναντι στη θρησκεία, ο Λένιν υιοθέτησε αυτή τη θέση του Ένγκελς, και μαζί τη θέση του για τη στάση του εργατικού κινήματος, απέναντι στη θρησκεία, απέναντι στους πιστούς.[2] Υιοθέτησε τη θέση του Ένγκελς ότι η πίστη είναι προσωπική υπόθεση του καθενός καθώς και τη θέση του ότι το κόμμα θα πρέπει να δουλεύει για την προσέλκυση και των πιστών εργατών στο επαναστατικό κίνημα. Γράφει: «ο Ένγκελς κατηγορεί τους μπλανκιστές ότι δεν μπορούν να καταλάβουν πως μονάχα η ταξική πάλη των εργατικών μαζών, που τραβά ολόπλευρα τα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου στη συνειδητή και επαναστατική κοινωνική πρακτική, είναι σε θέση ν' απελευθερώσει στην πράξη τις καταπιεζόμενες μάζες από το ζυγό της θρησκείας, ενώ η ανακήρυξη σε πολιτικό καθήκον του εργατικού κόμματος του πολέμου κατά της θρησκείας είναι αναρχική λογοκοπία».[3] Συγχρόνως ο Λένιν δηλώνει ότι « ο μαρξισμός είναι υλισμός. Σαν τέτοιος είναι εξίσου αμείλικτα εχθρικός προς τη θρησκεία, όσο και ο υλισμός των εγκυκλοπαιδιστών του ΧVΙΙΙ αιώνα ή ο υλισμός του Φόϋερμπαχ. Αυτό είναι αναμφισβήτητο». [4] 
Για όσους έχουν την τάση να μεταφέρουν αδιαμεσολάβητα θέσεις της θεωρίας στην πολιτική, αυτή η δήλωση του Λένιν εμφανίζεται ως μία παραδοξότητα, ως αντίφαση. Το πράττουν αυτό όσοι αγνοούν το γεγονός ότι η πολιτική ως τέχνη του εφικτού έχει τη σχετική δική της αυτόνομη λογική. Ακόμα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι αγνοούν τη διαλεκτική θεωρίας και πολιτικής. Αυτό το υπαινίσσεται ο Λένιν στο παραπάνω άρθρο του. Σε τι συνίσταται αυτή η διαλεκτική; 
Η μαρξιστική πολιτική (αυτή μας ενδιαφέρει εδώ) εκφράζει σε δυο επίπεδα την πραγματικότητα. α) τη δυναμική της κοινωνίας με κριτήριο τις δυνατότητες υπέρβασης του καπιταλισμού, δρομολόγησης της διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό και β) τα συμφέροντα των εργαζομένων, τα οποία τα αντιμετωπίζει και ως κίνητρο για τη διαδικασία ταξικής συνειδητοποίησης της σχέσης τους με το κεφάλαιο. Η ενεργός συμμετοχή του εργάτη στον αγώνα κατά του κεφαλαίου με σκοπό το σοσιαλισμό, πολύ περισσότερο η ενεργός συμμετοχή του στον αγώνα για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, που τον εκφράζει ταξικά και ανθρωπολογικά, παρακολουθείται από τη διαδικασία συνειδητοποίησης της αλήθειας ότι ο άνθρωπος είναι αιτία και δημιουργός του εαυτού του, του κόσμου του ανθρώπου, χωρίς την αναφορά σε μια τρίτη δύναμη. Με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας ο πιστός απαλλάσσεται από τη θρησκευτική αλλοτρίωση, γίνεται ο αυθεντικός ανθρώπινος εαυτός του. Στο σοσιαλισμό «απονεκρώνεται» η θρησκεία και στον κομμουνισμό παύει να αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο, εξαλείφεται παντελώς.
Θα πρέπει να πω ότι αυτό δεν έχει ειπωθεί ρητά από τους κλασικούς του μαρξισμού. Προκύπτει λογικά από τη θέση ότι με την εξάλειψη των κοινωνικών καταστάσεων και αιτίων, των «ριζών» (Λένιν) της, η θρησκεία εξαλείφεται ως κοινωνικό φαινόμενο. Αυτή η θέση αποτελεί, κατά το Μαρξ τη βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής.Στο ρητορικό ερώτημα για το ποια είναι (ποια πρέπει να είναι - Θ.Β.) η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής, αλλά μαζί και στο ερώτημα ποιες ανθρώπινες ανάγκες «καλείται» να ικανοποιήσει η θρησκεία, σε έναν «αναστραμμένο» (αλλοτριωτικό και αλλοτριωμένο - Θ.Β.) κόσμο, έδωσε την εξής κλασική απάντηση: «Η βάση της αντιθρησκευτικής κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο. Βέβαια, η θρησκεία είναι η αυτοσυνείδηση και η αυτοσυναίσθηση του ανθρώπου, που ακόμη δεν έχει βρει τον εαυτό του, η που τον έχει ξαναχάσει. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μια αφηρημένη ουσία κουρνιασμένη κάπου έξω από τον κόσμο. O άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το Κράτος αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία, μια ανεστραμμένη συνείδηση του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος ανεστραμμένος. Η θρησκεία είναι η καθολική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το σπιριτουαλιστικό του point d' honneur, ο ενθουσιασμός του, η ηθική του κύρωση, το μεγαλόπρεπο συμπλήρωμα του, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και της δικαίωσης του. Είναι η φαντασμαγορική πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας, γιατί η ανθρώπινη ουσία δεν έχει πραγματωθεί αληθινά. Πάλη λοιπόν ενάντια στη θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία.

Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.
Ξεπέρασμα της θρησκείας σαν απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τις αυταπάτες σχετικά με την κατάστασή του σημαίνει απαίτηση να αρνηθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εν σπέρματι η κριτική της κοιλάδας αυτής των δακρύων, που η θρησκεία αποτελεί το φωτοστέφανό της.» [5] 
Αξίζει νομίζω να σημειωθεί ότι ο Μαρξ εδώ δεν κάνει λόγο για ειδολογικές αιτίες του θρησκευτικού φαινομένου, όπως κάνει η θεολογία και η εκκλησία, όλο το ιδεολογικό κατεστημένο που την υπηρετεί. Γνωρίζοντας το έργο του θα μπορούσα να πω ότι ο Μαρξ, φαίνεται να απορρίπτει αυτή την άποψη. Η πίστη σε κάποιον θεό δεν είναι στη φύση του ανθρώπου. Αυτή είναι η άποψη του Μαρξ και των μαρξιστών μελετητών του θρησκευτικού φαινομένου, γενικότερα, καθώς και άλλων σοβαρών μελετητών του. Όμως το ερώτημα παραμένει. Υπάρχει ειδολογική υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου για την πίστη σε μια «ανώτερη δύναμη», σε έναν θεό, ή και για περισσότερους θεούς; (βλέπε την ελληνική αρχαιότητα, με τους 12 θεούς). Σ’ αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει εμπειρικά, άρα και ερευνητικά- επιστημονικά πλήρως τεκμηριωμένη απάντηση. Ένας λόγος γι αυτό είναι ότι εξακολουθούν να υπάρχουν οι καταστάσεις που αναπαράγουν το θρησκευτικό φαινόμενο. Μάλιστα, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, την πλήρη και απόλυτη επικράτηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου σε όλο τον κόσμο παρουσιάστηκε το φαινόμενο (μερικής) επανάκαμψης της θρησκείας και σε χώρες που είχε δραστικά υποχωρήσει. Αυτό συνέβηκε και συμβαίνει εξαιτίας και του γεγονότος ότι αυτή την ιστορική στιγμή λείπει η ελπίδα στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού για την δυνατότητα δημιουργίας ενός αυθεντικά ανθρώπινου κόσμου, η ελπίδα για την εγκόσμια ευτυχία. Λείπει ένα ρωμαλέο κοινωνικό - πολιτικό κίνημα το οποίο μπορεί να υποσχεθεί την κατάργηση «μιας κατάστασης που έχει ανάγκη από αυταπάτες» (Μαρξ).
Το ερώτημα είναι αν στις συνθήκες της καπιταλιστικά παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας η ενεργός συμμετοχή του θρησκευόμενου στο επαναστατικό κίνημα μπορεί να εξουδετερώσει την ανάγκη του για ένα μεταφυσικό στήριγμα. Πιστεύω ότι μια σοβαρή έρευνα (έργο εξαιρετικά δύσκολο με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα) θα αποδείκνυε υπάρχουν στιγμές που το μεγαλύτερο μέρος των πιστών αισθάνονται την ανάγκη του Θεού, και ένα ευρύτερο φάασμα ανθρώπων  την ανάγκη μιας «ανώτερης δύναμης». 
Σε συνθήκες με ελάχιστες τις (χρονικά ορατές) πιθανότητες για την νικηφόρα έκβαση του αγώνα εναντίον της εξουσίας του κεφαλαίου η μεταφυσική πίστη θα εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένα σύνδρομο της ζωής του καταπιεζόμενου. Ωστόσο, αξίζει, νομίζω, να πω ότι ο Λένιν πίστευε στην παιδαγωγική δύναμη του επαναστατικού κινήματος που αναμορφώνει τον άνθρωπο. Ή άποψή του ότι η επανάσταση είναι έργο των εργατών περιέκλεισε μέσα της και αυτή την παράμετρο. Έτσι εξηγείται η «μεγαλοθυμία» του για το «τράβηγμα», την προσέλκυση των θρησκευόμενων εργατών στο κόμμα. Γράφει στο παραπάνω άρθρο του: «Πρέπει όχι μονάχα να δεχόμαστε, μα και να τραβούμε με κάθε τρόπο στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα όλους τους εργάτες που διατηρούν την πίστη στο Θεό. Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στην παραμικρότερη προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, μα τους τραβούμε για να τους διαπαιδαγωγήσουμε στο πνεύμα του προγράμματός μας και όχι για να το καταπολεμήσουν ενεργά.» Ωστόσο, δίνει έμφαση στη θέση του Ένγκελς ότι «η θρησκεία είναι προσωπική υπόθεση», σπεύδοντας να σημειώσει ότι για το κόμμα δεν είναι προσωπική υπόθεση. Το κόμμα, γράφει, δεν πρέπει να παραιτείται από το «να δουλεύει υπομονετικά για το έργο της οργάνωσης και διαφώτισης του προλεταριάτου που οδηγεί στην απονέκρωση της θρησκείας». Βέβαια, η διαδικασία απαλλαγής του θρησκευόμενου από την πίστη για την ύπαρξη του θεού και για την πίστη στο «θεϊκό λόγο» δεν είναι απλώς ζήτημα διαφώτισης, διαπαιδαγώγησης, είναι και (ή είναι πρωτίστως;) και ζήτημα του ίδιου του πιστού. Έχει να κάνει με τη συνειδησιακή διαδικασία που οδηγεί στην «απονέκρωση» της πίστης και στη συνέχεια, σε ένα άλλο στάδιο, στο στάδιο της πλήρους απαλλαγής από την πίστη του, δηλαδή από τον θρησκευτικά αλλοτριωμένο εαυτό του και την επανάκτηση ή την ανάκτηση του αυθεντικού ανθρώπινου εαυτού του. Έτσι, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι για μεγάλο τμήμα των θρησκευόμενων που συμμετέχουν στο επαναστατικό κίνημα ή και στο κόμμα διατηρούν την πίστη τους θα ήταν χρήσιμο να μελετούσε κανείς το φαινόμενο αυτό με το ερώτημα που αφορά στον τρόπο η τους τρόπους που το θρησκευόμενο άτομο «διευθετεί» μέσα του την αντίφαση ανάμεσα στην κοσμοαντίληψη ή και τη φιλοσοφία ζωής που πρεσβεύει και εκφράζει το κόμμα και την κοσμοαντίληψη και φιλοσοφία ζωής  του ιδίου ως θρησκευόμενου.  
Στο κέντρο μιας τέτοιας προσπάθειας θα πρέπει να είναι το ερώτημα αν η ενεργός συμμετοχή του πιστού, του θρησκευόμενου στο επαναστατικό κίνημα που στοχεύει στην ανατροπή του συστήματος που αναπαράγει τη θρησκευτική αλλοτρίωση, μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην υπέρβαση του φάσματος των συνειδησιακών αντιφάσεων που ο πιστός κουβαλά μέσα του. Το ερώτημα αυτό αφορά και την ενεργό συμμετοχή του θρησκευόμενου στη διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό, που είναι, βέβαια, μια διαδικασία η οποία παρακολουθείται ή και σημαδεύεται πολιτικά, αλλά και ηθικά - ιδεολογικά από τους νόμους και τις αντιπαραθέσεις της ταξικής πάλης.
Δεν γνωρίζω να υπάρχει μελέτη από το χώρο του μαρξισμού για το θέμα. Και για το λόγο αυτό περιορίζομαι στην ανάπτυξη ενός προβληματισμού και όχι σε μια ολοκληρωμένη μελέτη του θέματος. Πάντως, είναι βέβαιο ότι, μετά την επικυριαρχία του σταλινισμού στο κουμμουνιστικό κίνημα, στο χώρο του μαρξισμού, είχε επικρατήσει η άποψη ότι ο θρησκευόμενος δεν μπορεί να λειτουργήσει θετικά ούτε ως μέλος του κόμματος ούτε ως ουσιαστικός συντελεστής στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Ο αθεϊσμός θεωρήθηκε αναπόσπαστη ιδιότητα του κομμουνιστή. Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς εκ του αποτελέσματος. Στο ΚΚΣΕ, και μετά σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, θρησκευόμενος, πιστός δεν μπορούσε να γίνει μέλος του κόμματος. Ένα από τα ερωτήματα που έθεταν τα μέλη του κόμματος στην ειδική συνεδρίαση της οργάνωσης βάσης (ΚΟΒ), που αποφάσιζε για την αποδοχή της αίτησης του υποψήφιου μέλους του κόμματος, ήταν το ερώτημα αν πιστεύει στο θεό, αν είναι θρησκευόμενος. Και δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που ο υποψήφιος ψεύδονταν. Αυτό αφορούσε περισσότερο φιλόδοξα άτομα που σκόπευαν να καταλάβουν μελλοντικά κάποια θέση στον κρατικό μηχανισμό. Είναι άλλης τάξης θέμα αν η ίδια η καριέρα τους, αργότερα, συνοδευόταν από μια διαδικασία απονέκρωσης της θρησκευτικής τους αντίληψης και συνείδησης. Και υπήρχαν πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Το λέω αυτό από την εμπειρία μου στην Ουγγαρία, γνωρίζοντας και συγκεκριμένες περιπτώσεις. Βέβαια, η υποκρισία σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν μέρος και όρος του τρόπου ζωής του ατόμου. 
Μπορούμε με βεβαιότητα να μιλήσουμε για μια διαδικασία «απονέκρωσης» της θρησκείας στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Στην πορεία αυτής της εξέλιξης αναδείχτηκε και ενισχύθηκε η άποψη ότι υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα στο αξιακό σύστημα της χριστιανοσύνης και το κομμουνιστικό αξιακό σύστημα , ενώ διατηρούνταν και αναπαράγονταν το φαινόμενο η ηθική της καθημερινότητας να διαχέεται από τις ηθικές αξίες και τους κανόνες της χριστιανικής ηθικής. Αυτό συνειδητά ή ,πολύ περισσότερο, με ένα αυθόρμητο τρόπο, αναπαράγονταν μέσα από την οικογενειακή αγωγή και μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά – ενώ διαρκώς μεγάλωνε το τμήμα του πληθυσμού που έδινε σ αυτές τις ηθικές αξίες κοσμικό ή και σαφές σοσιαλιστικό ή και κομμουνιστικό περιεχόμενο. Αυτή η εκτίμηση αφορά λιγότερο τις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Πάντως, τις αφορά. 
Θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι, με εξαίρεση την Πολωνία, σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αυτών των χωρών υπήρξε μία εξέλιξη ως προς την άποψη για τις «κοινές» ηθικές αξίες χριστιανισμού και κουμμουνισμού, υπέρ της κοσμικής και κομμουνιστικής ερμηνείας τους. Σπεύδω όμως να πω ότι αυτές οι εκτιμήσεις δεν είναι προϊόν ειδικής έρευνας. Όμως, δεν είναι αυθαίρετες. Οι γνώσεις μου και ο μελέτες μου για τη Σοβιετική Ένωση και την Ουγγαρία, αλλά και για τις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, με εξαίρεση τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ( για την οποία δεν μπορώ ακόμα και υποθετικά να εκφράσω άποψη), μου επιτρέπουν να διατυπώσω αυτή την εκτίμηση. Θα πρέπει, βέβαια, να πω ότι αυτή η εκτίμηση χρήζει βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης. Και υπάρχει τέτοια βιβλιογραφία. 
Μπορούμε, λοιπόν, με μεγάλο βαθμό ανταπόκρισης, να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Είναι βέβαιο, ότι μετά τη δεκαετία του 1960 τα θρησκευτικά πρότυπα ζωής είχαν πάψει να επηρεάζουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Ήταν η περίοδος που τα πρότυπα του καταναλωτισμού που εισέρχονται και σ’ αυτές τις χώρες ερμηνεύονται μέσα από την υπόσχεση και το διακηρυγμένο ιστορικό σκοπό του κομμουνισμού, με έμφαση στην μαρξική θέση περί κοινωνίας της αφθονίας, αλλά και μέσα από την υλιστική κοσμοαντίληψη που καλλιεργείται κυρίως από την παιδεία, αλλά και από τα ΜΜΕ- ανάλογα και με τη χώρα. 
Εξάλλου, η περίοδος  1960 - 1970 είναι η περίοδος που η Σοβιετική Ένωση, με το διαστημικό της πρόγραμμα, αλλά και με την ανάπτυξη της σύγχρονης πολεμικής της βιομηχανίας, έχει μπει στην εποχή της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ). Συγχρόνως αυτή είναι η «εποχή της ισορροπίας του τρόμου» που συνοδεύεται από το φόβο για το ολοκαύτωμα της ανθρωπότητας, που όμως, στις χώρες αυτές αυτή η απειλή δεν συνδέεται με την αναφορά σε χριστιανικές ή θρησκευτικές εν γένει «ερμηνείες» και προφητείες. Η απειλή αυτή συνδέεται με τις επιλογές του ανθρώπου καθώς και με τα ταξικά συμφέροντα. Ο άνθρωπος είναι η πηγή και η αιτία του καλού και του κακού για την ανθρωπότητα και για το μέλλον της. Η άποψη του μαρξισμού είχε μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο, πρωτίστως από τη νεολαία. Ακόμα και η ευρέως διαδεδομένη άποψη για το πεπρωμένο του ανθρώπου είχε υποχωρήσει καίρια για το μεγαλύτερο, μάλλον, μέρος του πληθυσμού, χωρίς να έχει πάψει να αναπαράγεται και να επηρεάζει την αντίληψη για το μέλλον του κόσμου – χωρίς τις θρησκευτικές ερμηνείες. Πάντως, οι θρησκευτικού χαρακτήρα προλήψεις δεν είχαν εξαλειφθεί εντελώς, και δεν μπορούσε να συμβεί αυτό σε ορισμένες ή και σε πολλές περιπτώσεις ατόμων.  
Όλη αυτή η εμπειρία συνηγορεί υπέρ της μαρξικής- μαρξιστικής άποψης που δίνει έμφαση στις κοινωνικές ρίζες, στις κοινωνικές αιτίες της θρησκείας. Ωστόσο, εξακολουθεί να μένει ανοιχτό το ερώτημα για τις υπαρξιακού χαρακτήρα ειδολογικές αιτίες, σε σχέση και με τις ατομικές φιλοδοξίες του ατόμου, που υπερβαίνουν τις ικανότητές του, ή και με την πίστη του στο τυχαίο ή με τον εθισμό στο τυχαίο. Και είναι βέβαιο ότι η πίστη στο τυχαίο (και μαζί συχνά στο μοιραίο, στο πεπρωμένο) έχει να κάνει με το καλό και το κακό για το άτομο και για τη συλλογικότητα στην οποία ανήκει, με συχνή, επίσης, αναφορά στην ευτυχία του ατόμου και των αγαπημένων προσώπων του. 
Και αυτά τα φαινόμενα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η επαναστατική αριστερά θα πρέπει να δει τον θρησκευόμενο (δεν μιλώ εδώ για το θρησκόληπτο, ούτε, βέβαια, για τον φονταμενταλιστή θρησκόληπτο) ως εν δυνάμει σύμμαχο στον αγώνα της για την αλλαγή του κόσμου, με τη βεβαιότητα ότι εντασσόμενος ο πιστός οργανικά σ’ αυτόν τον αγώνα συμμετέχει στη διαδικασία απελευθέρωσής του από κάθε μορφή αλλοτρίωσης. 
Η αριστερά διδασκομένη από την ιστορία, γενικά, από τη δική της ιστορία ειδικότερα, και μελετώντας την ιστορία των θρησκευτικών λαϊκών κινημάτων, καθώς και τα αξιολογικά συστήματα των θρησκειών (εδώ μας ενδιαφέρει ο χριστιανισμός)[6], το βαθμό ανταπόκρισης αυτών των αξιών στην κοινωνική συνείδηση και την κοινωνική συμπεριφορά των πιστών, του λαού, οφείλει να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει ανάλογα τις θετικές πλευρές αυτού του αξιολογικού συστήματος, αλλά και τη συγκεκριμένη έκφραση τους μέσα από την κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα των ιδεολογικών, παιδαγωγικών και πολιτιστικών φορέων τους. ΄Οφείλει να μελετήσει – για την περίοδο της μετάβασης στο σοσιαλισμό – τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των χριστιανικών αρχών και αξιών (ποιων και πως;) στον αξιακό κόσμο του σοσιαλισμού, σε συνδυασμό με την κριτική αντιμετώπιση της αλλοτρίωσης που κουβαλά μέσα της η θρησκεία, η θρησκευτική πίστη, με όλες τις μορφές έκφρασής της. Το έργο που έχει επιτελεστεί σε χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού (εδώ έχω υπόψη μου πρωτίστως την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία) είναι άξιο ειδικής μελέτης. Εξάλλου υπάρχει σοβαρό ερευνητικό- μελετητικό έργο για το κίνημα της «Θεολογίας της Ελευθερίας», και για την εμπειρία από τη συμμετοχή ενός μέρους του κλήρου στα επαναστατικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής, που θα άξιζε να το ξαναδούμε με όλες τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες, τα λάθη του και τα αδιέξοδά του. 
Υπάρχουν αρχές και αξίες του χριστιανισμού, που ενώ είναι ενταγμένες σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που αναπαράγει τη συνειδησιακή αλλοτρίωση, λειτουργώντας ως κίνητρα κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου, μπορούν να παρακινήσουν σε ενέργειες που στοχεύουν στην κατάργηση των κοινωνικών αιτιών της! Η ιστορική εμπειρία των κοινωνικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων το επιβεβαιώνει αυτό. Το ερώτημα είναι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή θεώρησης του κόσμου, την αλλαγή της στάσης του πιστού απέναντι στον κόσμο και στον εαυτό του. Αυτό έγινε αντικείμενο πολλών ερευνών. Δεν αναφέρομαι σ αυτές και δεν κρίνω, δεν εκτιμώ εδώ τα αποτελέσματά τους. Λαμβάνω ως βέβαιο ότι ο πιστός που συμμετέχει ενεργά και με συνέπεια σε ένα τέτοιο κίνημα ως κοινωνικό άτομο έρχεται ενώπιος ενωπίω με το θρησκευτικό εαυτό του. Αυτό του επιτρέπει να δώσει ένα πραγματικό περιεχόμενο σε αρχές και αξίες του χριστιανισμού που εκφράζουν το επαναστατικό πνεύμα της εποχής και του ίδιου του επαναστατικού κινήματος. 
Η ατομική ιδιοκτησία, κατά το Μαρξ, είναι η απώτερη αιτία και πηγή της αλλοτρίωσης ανθρώπου από άνθρωπο, μαζί και αιτία ανταγωνιστικής εγωιστικής αντιπαράθεσης των ανθρώπων. Ο χριστιανισμός από τη γέννησή του διακηρύττει την ιδέα της κοινοκτημοσύνης, κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας – ενώ παράλληλα αποδέχεται την ιδιοκτησιακή σχέση του Θεού πάνω στους ανθρώπους (Καινή διαθήκη)! Ο Θεός του χριστιανισμού δεν είναι μόνο γεννήτορας του ανθρώπου, αλλά και αφέντης του – στο βαθμό που του αναγνωρίζεται η εξουσία πάνω στη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου! Η ιδέα της κοινοκτημοσύνης του χριστιανισμού είναι μια μορφή έκφρασης αυτού του παραδόξου, αφού το αίτημα της κοινοκτημοσύνης δεν γίνεται στο όνομα του ανθρώπου, αλλά στο όνομα μιας τρίτης δύναμης, ξένης προς αυτόν και πάνω από αυτόν – του θεού. 
Ωστόσο, έχει επιβεβαιωθεί μυριάδες φορές η θετική στάση εκατομμυρίων πιστών (και όχι μόνο χριστιανών), απέναντι στην ιδέα της αριστεράς για μια κοινωνία που βασίζεται στην αρχή της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων. Πρόκειται για φαινόμενο που λειτουργεί ή που μπορεί να λειτουργήσει ως πραγματικός συντελεστής στην επανάσταση ή ακόμα και στο κοινωνικό-ιστορικό γίγνεσθαι μετάβασης στο σοσιαλισμό. 
Είναι βέβαιο ότι η πλειοψηφία των εργατών και των αγροτών που υποστήριξαν τους κομμουνιστές στην ρωσική οχτωβριανή επανάσταση ήταν θρήσκοι. Πίστευαν στην ιδέα της κοινοκτημοσύνης, της ισότητας, πίστευαν στην κατάργηση της εξουσίας των πλουσίων, κλπ. Γι’ αυτό, για τους περισσότερους συνειδησιακά δεν ήταν δύσκολο να δεχτούν με ενθουσιασμό τις ηθικές και ιδεολογικές αξίες του νέου καθεστώτος, διατηρώντας ενδόμυχα την πίστη τους στο θεό. Παράλληλα πολλοί από αυτούς, κυρίως οι εργαζόμενοι νέοι, σε μαζική κλίμακα, παρακολουθούσαν τα σεμινάρια του μαρξισμού που ακούσαν, συχνά ωμή, προπαγανδιστικής υφής κριτική στη θρησκεία. Αυτό δεν ήταν δύσκολο να βρει ανταπόκριση στα ακροατήρια των μαρξιστικών σεμιναρίων, αφού η ρωσική εκκλησία στήριξε ανεπιφύλακτα ακόμα και τις βαρβαρότητες του τσαρικού καθεστώτος. 
Όμως, μπορώ να ισχυριστώ με βεβαιότητα ότι όλοι όσοι πήραν μέρος ενεργά στην εκπλήρωση των πενταετών πλανών ανοικοδόμησης της χώρας (που το κόμμα και τα ΜΜΕ όλο αυτόν τον αναπτυξιακό βιομηχανικό οργασμό τον συνέδεαν με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού) δεν είχαν κάνει κτήμα τους τις ερμηνείες των μαρξιστικών σεμιναρίων του συστήματος για τις αξίες στις οποίες οι ίδιοι πίστευαν. Διατήρησαν – σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό και βάθος – τη θρησκευτική τους αντίληψη για τον κόσμο και μαζί τη θρησκευτική τους αντίληψη για το ηθικά ορθό. Κι όμως, συμμετείχαν ενεργά (ακόμα και με ενθουσιασμό) στην πραγματοποίηση του προγράμματος μιας ηγετικής δύναμης της χώρας, του κομμουνιστικού κόμματος, που υποστήριζε και διακήρυττε μια κοσμοαντίληψη εχθρική προς τη δική τους. Εδώ δεν υπεισέρχομαι αναλυτικά στο θέμα της λαθεμένης πολιτικής και ιδεολογικής διαχείρισης αυτού του θέματος από το κόμμα. 
Αυτό το παράδοξο (το να δουλεύεις για την επιβεβαίωση μιας αλήθειας στην οποία δεν πιστεύεις που, όμως, ως ηθικό και ως κοινωνικό άτομο να αισθάνεσαι ότι σε εκφράζει) έχει την εξήγηση του στο γεγονός ότι στους περισσότερους πιστούς οι θρησκευτικές αξίες λειτουργούν σε δυο επίπεδα, με μεγαλύτερη η μικρότερη αυτονομία το καθένα. Το ένα επίπεδο αφορά στο μεταφυσικά επινοημένο κόσμο της πιστής. Αφορά στο λεγόμενο «κόσμο του θεού» και στον «ίδιο» το θεό ως πηγή όλων των αξιών (και όλων των πραγμάτων), ενώ το άλλο αφορά στον πραγματικό κόσμο στον οποίο ο πιστός ζει και του οποίου δέχεται τις αρνητικές και τις θετικές επιδράσεις, και που ανάλογα διαμορφώνει τις ανάγκες του και τις επιδιώξεις του στη ζωή ή ακόμα και τις επιθυμίες του. 
Ο «θεϊκός λόγος» στον πιστό λειτουργεί επίσης σε δυο επίπεδα. Το πρώτο συμβάλλει στην ένταξη του ατόμου, του πιστού, στη θρησκευτική κοινότητα, στην ενορία, η οποία έχει ως κυρία αποστολή να διατηρεί και να αναπτύσσει τον ψυχικό και διανοητικό (για πολλούς) δεσμό του με το θεό, με τον «λόγο του θεού», δηλαδή με την υπόσχεση της θεολογίας για έναν κόσμο του δικαίου, της αγάπης και της χριστιανικής αρετής, αλλά και της αθανασίας της ψυχής. Στο επίπεδο αυτό στη συνείδηση του πιστού κυριαρχεί το μεταφυσικό στοιχείο. Η θεολογική υπόσχεση αφορά έναν κόσμο ο οποίος είναι ανεξάρτητος από την πραγματικότητα στην οποία ζει το άτομο. Αυτό συνιστά μια μορφή αλλοτρίωσης του ατόμου από το βιωματικό εαυτό του. Η προσευχή, που είναι το «μέσο» «επαφής» ή «συνάντησης» του πιστού με το θεό, έχει σκοπό την απομάκρυνση του ατόμου «από τα εγκόσμια».Όμως, στην ενορία αναπτύσσεται και η ιδέα ή και η πράξη της αλληλεγγύης μεταξύ των πιστών, των θρησκευόμενων, που συνήθως διακατέχεται με γνήσια ανθρώπινα συναισθήματα – ανάλογα και με τον αρχιερέα που μεριμνά και για την τακτική προσέλευση των πιστών στην εκκλησία.[7] 
 Ο πραγματικός κόσμος στον οποίο ζει ο πιστός, κρίνεται, επίσης με δυο κριτήρια. α) με το κατά πόσο αυτός ο πραγματικός κόσμος συγκλίνει η αποκλίνει από τον «λόγο του θεού», από την υπόσχεση της θεολογίας για τον κόσμο του θεού[8] και από τις αξίες της θρησκείας, καθώς και από την εικόνα της «σωστής» κοινωνίας την οποία το θρησκευόμενο άτομο κατασκεύασε στη συνείδηση του, στη σκέψη του, β) ο πιστός, ως κοινωνικό άτομο, κρίνει την πραγματικότητα με βάση τις βιοτικές και τις κοινωνικές του ανάγκες ή και με βάση τις ανάγκες που έχουν να κάνουν με τους σκοπούς της ζωής του και τις προσωπικές του φιλοδοξίες ή ακόμα και τις προσωπικές του επιθυμίες. Στο επίπεδο αυτό τα κίνητρα για τη στάση του ατόμου απέναντι στην πραγματικότητα έχουν τη δική τους αυτονομία. Από ηθική άποψη ο θρησκευόμενος κρίνει τους άλλους με το κατά πόσο ο τρόπος της ζωής τους, η συμπεριφορά τους ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τα ηθικά πρότυπα της χριστιανικής διδασκαλίας. Στην εποχή μας αυτός ο τύπος του χριστιανού σπανίζει. Ο προβαλλόμενος με κάθε μέσο καταναλωτικός τρόπος ζωής υπερέχει κάθε άλλου τρόπου ζωής. Αυτή είναι η γενική εικόνα που παρουσιάζει ο σύγχρονος κόσμος. 
Εξάλλου, η γενικευμένη συνολική εμπειρία βεβαιώνει ότι το άτομο που λιμοκτονεί η και το άτομο - γονιός του οποίου η οικογένεια λιμοκτονεί η βρίσκεται σε κατάσταση έσχατης αθλιότητας, αντιδρά κατά έναν αυθόρμητο η και ενστικτώδη τρόπο απέναντι στην πραγματικότητα ή και απέναντι σε κείνους που ευθύνονται ή πιστεύει ότι ευθύνονται για την κατάστασή του. Ούτε θέλει ούτε μπορεί να λειτουργήσει σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκευτικής πίστης του. Ή το κάνει αυτό με έναν επιλεκτικό τρόπο. Επιλέγει τις θρησκευτικές επιταγές που δικαιολογούν την αυθόρμητη και συνήθως βίαιη αντίδραση του στην πραγματικότητα για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών του. Οι λεγόμενες δέκα εντολές του Μωυσή παραβιάζονται σε ευρύτατη έκταση. Οι «εντολές» «Ου κλέψεις», «Ου ψευδομαρτυρήσεις» ή ακόμα και «Ου φονεύσεις» χάνουν από την όποια επίδρασή τους στη συμπεριφορά του ή ακόμα και στη συνείδησή του. Όμως, όταν αυτή η αντίδραση προσλαμβάνει μαζικό χαρακτήρα τότε οι μετέχοντες σ’ αυτή, π.χ. οι μετέχοντες σε μια αυθόρμητη λαϊκή εξέγερση λειτουργούν στο όνομα του δικαίου - ανθρώπινου και «θεϊκού». Στην περίπτωση μιας εξέγερσης που στοχεύει στην κατάργηση των κοινωνικών αιτίων της αδικίας κυριαρχεί η ιδέα του ανθρώπινου δίκαιου. Ο θεϊκός λόγος χάνει την αυτονομία του. Το λεγόμενο «θεϊκό δίκαιο» ή το «δίκαιο του Θεού», από απώτερος σκοπός ή προορισμός του ατόμου μετατρέπεται σε μέσο για την προώθηση του πραγματικού ανθρωπίνου δικαίου, η αναφορά στο «θεϊκό δίκαιο» χρησιμοποιείται ως «επιχείρημα» ή και ως πρόσχημα για την ικανοποίηση πραγματικών αναγκών και πραγματικών κοινωνικών επιδιώξεων.
Είναι και αυτό ένα φαινόμενο που, κατά τη δική μου άποψη, επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι στην «προϊστορία του ανθρώπου» (έκφραση και θέση του Μαρξ) η θρησκευτική αλλοτρίωση δεν λειτουργεί πάντα ως ανασταλτικός παράγοντας αντίδρασης στην πάλη για την κοινωνική και ειδολογική καταξίωση του ανθρώπου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο (το νόμο) της άρνησης της άρνησης. Ο πιστός αρνείται τον «θειικό» εαυτό του μέσα από τον αγώνα για την κοινωνική και ανθρώπινη ειδολογική καταξίωσή του, που την εκλαμβάνει ως δικαίωση του «θεϊκού» εαυτού του! (επαναλαμβάνω: μιλώ για το χριστιανό θρησκευόμενο και όχι για τον θρησκόληπτο χριστιανό). Νομίζω ότι το φαινόμενο αυτό χρήζει ειδικής διδακτορικής διατριβής, με το ερώτημα αν η ενεργός συμμετοχή του πιστού σε μια λαϊκή εξέγερση, σε μια επανάσταση που στοχεύει στην ανατροπή του συστήματος που αναπαράγει τη θρησκευτική αλλοτρίωση και μαζί την κατάργηση του καθεστώτος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, μπορεί να συμβάλλει στην υπέρβαση του φάσματος των αντιφάσεων που κουβαλά μέσα του ο πιστός ως αλλοτριωμένη ύπαρξη. Το ερώτημα αυτό αφορά και την ενεργό συμμετοχή του στη διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό, που είναι βέβαια μια διαδικασία που σημαδεύεται πολιτικά, αλλά και ηθικά - ιδεολογικά από τους νόμους και τις αντιπαραθέσεις της ταξικής πάλης. Βέβαια το θέμα αυτό έχει να κάνει και με τη συνειδητή συμμετοχή του πιστού ως κοινωνικού ατόμου σ’ αυτόν τον αγώνα ή σ’ αυτή τη διαδικασία. 
Η εμπειρία δείχνει ότι – ανάλογα και με τη χώρα – ένα μεγάλο τμήμα των εξεγερμένων πιστών υιοθετούν τους κοινωνικούς σκοπούς του επαναστατικού κινήματος χωρίς να έχουν μορφώσει σαφή αντίληψη γι’ αυτούς. Αρκεί να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει την κοινωνία, μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο, χωρίς να χρειαστεί να προσφύγει στη βοήθεια μιας «ανώτερης» τρίτης δύναμης. Αυτό είναι το αποφασιστικό βήμα στο δρόμο απαλλαγής του πιστού από τη θρησκευτική - θεολογική αλλοτρίωσή του. Αυτό ήταν οπωσδήποτε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της οκτωβριανής επανάστασης , που επηρέασε έως και καθοριστικά τις συνειδήσεις δεκάδων ή και εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατών σε όλο τον κόσμο, επηρέασε ή και άλλαξε καθοριστικά την αυτοπεποίθηση του διεθνούς εργατικού κινήματος, μαζί και ένα σημαντικό τμήμα της διανόησης, που ήταν δίπλα του στην πάλη για το σοσιαλισμό. 
Νομίζω ότι οι παραπάνω αναφορές δίνουν το διανοητικό και το ηθικό κλίμα μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η αλλαγή της στάσης του πιστού απέναντι στην πραγματικότητα η οποία παρακολουθείται και με την αλλαγή κινήτρων στην πορεία της επανάστασης, αλλά και στη διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Η μελέτη της σχετικής εμπειρίας όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά και των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, για τα χρόνια αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο για την επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης. Ενδεικτικά αναφέρω εδώ το βιβλίο του Λευτέρη Μαυροειδή Από το σταλινισμό στην περεστρόικα. Η προσωπική μου μαρτυρία από τον κόσμο του υπαρκτού σοσιαλισμού (1947-1987)[9] όπου μιλά για την ηθική και ψυχική ευφορία ή και για την κοινωνικο - πολιτική ανάταση του βουλγαρικού λαού, των ανθρώπων που συμμετείχαν ή/και βίωναν τη διαδικασία για την οικοδόμηση ενός υποσχόμενου από τους κομμουνιστές δίκαιου, καλού κόσμου. Ο Μαυροειδής παρουσιάζει παραστατικά συγκεκριμένες εικόνες που πιστοποιούν αυτή την ψυχική και ηθική ευφορία, αλλά και την αυτοπεποίθηση του λαού για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος. Και βέβαια, κορυφαίο επιχείρημα υπέρ αυτής της εκτίμησης είναι η περίπτωση της Κίνας με το κίνημα του Μάο Τσε Τουγκ , αλλά και της Κούβας με τον Φιντέλ Κάστρο. Ενώ υπάρχει και η δική μας εμπειρία με αναφορά στην αλλαγή που έφερε του ΕΑΜ, το εαμικό κίνημα στη συνείδηση του ελληνικού λαού, ειδικότερα στη συνείδηση της νεολαίας. 
Τα παραπάνω ειπωθήκαν για να τονιστεί ότι από την άποψη της διαδικασίας αλλαγής του κόσμου η αξία των θρησκευτικών αξιών ( του χριστιανισμού, του ισλαμισμού, του βουδισμού) είναι τόση όση είναι η κινηματική - αγωνιστική δυναμική την οποία απελευθερώνουν στον πιστό μέσα από την ενεργό συμμετοχή του σ’ αυτή την επαναστατική διαδικασία. Σ’ αυτή τη συνειδησιακή μετάλλαξη ουσιαστικό ρόλο παίζει η αντίληψη της ταυτότητας βασικών αξιών της χριστιανοσύνης και του σοσιαλισμού -  κομμουνισμού.  

                                                         Σοσιαλισμός και χριστιανισμός
                              
Μιλούμε εδώ για αξίες του χριστιανισμού όπως η ιδέα της κοινοκτημοσύνης (σε ότι αφορά τα βασικά μέσα παραγωγής και τους εθνικούς πόρους) η ιδέα του ανθρωπισμού, της ισότητας: οικονομικής και κοινωνικής – όμως, όχι ισοπέδωσης για τη μαρξιστική άποψη, που δίνει έμφαση στην προσωπική δημιουργική πρωτοβουλία του καθενός, τον οποίο ο σοσιαλισμός αντιμετωπίζει ως αυτόνομο άτομο. Όχι κομφορμισμός στα πρότυπα ζωής, όχι ριγορισμός – όχι άτεγκτη, σκληρή εφαρμογή ηθικών κανόνων συμπεριφοράς στην καθημερινότητα, ανεξάρτητα και από τις συνθήκες- περιθώρια ηθικής ελευθερίας του ατόμου. Η ηθική προσωπικότητα του ατόμου στο σοσιαλισμό (και η ηθική συμπεριφορά του) δεν διαμορφώνεται με αναφορά στο φόβο, την απειλή για την τιμωρία από μια τρίτη δύναμη. Η ιδέα του ανθρωπισμού στο σοσιαλισμό είναι συνυφασμένη με την ιδέα για την ελευθερία του αυτόνομου και ηθικά υπεύθυνου κοινωνικού ατόμου. Ο άνθρωπος ως αυταξία, ως αιτία και δημιουργός του κόσμου του ανθρώπου είναι στην καρδιά του σοσιαλιστικού, του μαρξιστικού ανθρωπισμού. Και στο θέμα αυτό είναι προφανής και ουσιαστική η διαφορά του από την ιδέα του χριστιανικού ανθρωπισμού
Η ιδέα του χριστιανικού ανθρωπισμού δεν ορίζει και δεν αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως αυταξία, αλλά ως δημιούργημα του πατέρα - θεού, που όλοι υποχρεώνονται να σέβονται, όχι απλώς ως πατέρα, αλλά και ως αφέντη, δηλαδή να υποτάσσονται σ’ αυτόν, στη θέληση του και στις όποιες επιλογές του. Η ζωή και ο θάνατος των ανθρώπων αποτελεί τη λογική έκφραση αυτής της σχέσης, που μας παραπέμπει στις συνθήκες τις εποχής που γεννήθηκε και απλώθηκε ο χριστιανισμός, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκε ένα ιδεολογικό κατεστημένο με σκοπό την ανασκευή του πνεύματος, του χαρακτήρα και των επιδιώξεων του αρχικού γνήσιου χριστιανικού κινήματος, ευνουχίζοντάς το ιδεολογικά και πολιτικά έτσι που μέσα από αυτή τη χειραγωγική επέμβαση, που στους επόμενους αιώνες, εξελίχθηκε σε καθεστώς, ενισχύθηκε η άποψη για την σχέση θεού και πιστών, θεού και ανθρώπων ως μια ιδιοκτησιακή σχέση αφέντη - δούλου. Αυτή η σχέση έχει περάσει ακόμα και στα εκκλησιαστικά τελετουργικά. Ενδεικτικά αναφέρομαι εδώ στο λεγόμενο «μυστήριο του γάμου». Το τελετουργικό του χριστιανικού (ορθόδοξου χριστιανικού) γάμου αναδεικνύει δυο βασικά στοιχεία της σχέσης θεού- ανθρώπου. Ο γάμος είναι μια διαδικασία πιστοποίησης της μεταφυσικής σχέσης του πιστού με το θεό, δηλαδή  με τον αποστασιωμένο φανταστικό – φαντασιακό κόσμο του εαυτού του. Ο γάμος είναι «μυστήριο» επειδή ο κόσμος του επέκεινα, ο μεταφυσικός κόσμος είναι λογικά ασύλληπτος. Με το γάμο πιστοποιείται και ένα άλλο στοιχείο της θεολογικής αντίληψης για τη σχέση θεού - ανθρώπου, ως σχέση αφέντη - δούλου. Αυτό πιστοποιείται με τη φράση του κληρικού που στεφανώνει τους δυο υποψηφίους: «παντρεύεται ο δούλος του θεού τη δούλη του θεού». Μ’ αυτό πιστοποιείται «επίσημα» η ιδιοκτησιακή σχέση θεού - ανθρώπου. Τη βστιγμή του γάμου, της στέψης – χάρη και στο κλίμα που δημιουργείται στο ναό, με τη γνωστή τελετουργία- το αίσθημα της αγάπης προσλαμβάνει ένα μεταφυσικό πειεχόμενο. Η αγάπη του πιστού  προς το συνάνθρωπο  περνά μέσα από την αγάπη προς το θεό- Δημιουργό.
 Χωρίς την αγάπη στο «Δημιουργό» η αγάπη προς τον άνθρωπο που διακηρύτει ο χριστιανικός ανθρωπισμός  χάνει το πραγματικό του νόημα, Γι’ αυτό στην πράξη δεν ξεπερνά το όριο της φιλανθρωπίας. Θα πρέπει να πω ότι  στην εποχή μας ο χριστιανικός ανθρωπισμός της χριστιανοσύνης μπορεί, κατά περίπτωση, να ξεπεράσει τα όρια της φιλανθρωπίας, όμως χωρίς τη μέριμνα για την κατάργηση των αιτίων που ευθύνονται για την καθολική παραβίαση της αρχής του ανθρωπισμού. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι θα ήταν σοβαρή παράληψη να μην πω ότι ο σημερινός Πάπας, ο Πάπας Φραγκίσκος, έχει μιλήσει τη γλώσσα του ανθρωπισμού και όχι μόνο τη γλώσσα της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης. Μίλησε δημόσια και μιλά σε κάθε περίπτωση που του δίνεται η ευκαιρία για την κατάργηση των οικονομικών και κοινωνικών αιτίων καθολικής παραβίασής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μάλιστα, καυτηρίασε με σαφήνεια τη συμπεριφορά του κεφαλαίου για τη φτώχεια και για τα κακά το κόσμου. Αυτό θα πρέπει να εκτιμηθεί ανάλογα από την Αριστερά. Βέβαια, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η χριστιανική εκκλησία, με όλες τις παραλλαγές της, εντάσσεται οργανικά στο σύστημα και τη ζωή του σύγχρονου καπιταλισμού, είναι για πολλές χώρες οργανική συνιστώσα του. 
Με αυτές τις αναγκαίες διευκρινίσεις οφείλουμε να εκτιμήσουμε και δυο άλλες ιδέες και αξίες του χριστιανισμού – τον αλτρουισμό και την ιδέα της ειρήνης. Ο χριστιανικός αλτρουισμός καθώς και η ιδέα της ειρήνης, με τις αναγκαίες ερμηνείες που καθιστούν αυτές τις αξίες αγωνιστικά λειτουργικές, ή ακόμα (για ορισμένες χώρες) και κοινωνικά λειτουργικές, έχουν τη θέση τους σε έναν σοσιαλισμό, σε συνθήκες που ο συσχετισμός δύναμης με τον καπιταλισμό δεν έχει κριθεί υπέρ του. Θα μπορούσε να κατονομάσει κανείς και τη χριστιανική ιδέα της αλληλεγγύης, όμως στην πράξη (ή ακόμα και στη σκέψη) η χριστιανική αλληλεγγύη δεν ξεπερνά τα όρια της φιλανθρωπίας. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο θα παρακολουθεί την ανθρώπινη σκέψη και τις διανθρώπινες σχέσεις για πολλές -  πολλές γενιές, ακόμα και στη μακρά χρονική περίοδο της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης του σοσιαλισμού. 
Με την καθολική και ανεπίστρεπτη παγκόσμια επικυριαρχία του σοσιαλισμού στον κόσμο (σ’ αυτό στόχευαν οι κλασικοί του μαρξισμού, αλλά και η οχτωβριανή επανάσταση) η χριστιανική ερμηνεία αυτών των δυο αρχών θα χάσει την καθολική ή ακόμα και την ιδιαίτερη σημασία της στη λειτουργία των συλλογικοτήτων. Βέβαια αυτό αφορά μια ιστορική προοπτική για την οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε με πλήρη και οριστική βεβαιότητα. Πάντως, για την περίοδο μετάβασης στο σοσιαλισμό, άρα και για τη θεωρία μετάβασης στο σοσιαλισμό η υπέρβαση της θεολογικής ερμηνείας αυτών των ιδεών έχει τη δική της ιδεολογική και πρακτική - πολιτική σημασία. Υιοθετώντας το συλλογισμό του Μαρξ μπορούμε να πούμε ότι στον ολοκληρωμένο σοσιαλισμό, δηλαδή στον κομμουνισμό ο αλτρουισμός και η ειρήνη θα έχουν πάψει να αποτελούν κοινωνικό ή ακόμα και ηθικό πρόβλημα. Η παραβίαση της ιδέας της ειρήνης είναι ίδιον των ταξικών κοινωνιών, είναι συνυφασμένη με τις αντιφάσεις, τις ανταγωνιστικές αντιπαλότητες, ανθρώπων, ανθρώπινων συλλογικοτήτων, χωρών και κρατών, με την τάση επικράτησης ή και επικυριαρχίας του ενός πάνω στον άλλο, πάνω στους άλλους.  
Από όλα αυτά προκύπτει ότι  στη διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό, αλλά και στη διαδικασία οικοδόμησής του, ο πιστός που με το δικό του τρόπο αντιλαμβάνεται τις αξίες του σοσιαλισμού μπορεί να είναι οργανικά ενεργός μέτοχος αυτής της διαδικασίας μέσα από την οποία αναπτύσσει την αυτόνομη προσωπικότητά του στη βάση της οποίας είναι η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αυταξία, είναι αιτία και δημιουργός του εαυτού του, είναι δημιουργός του αυθεντικά δικού του ανθρώπινου κόσμου, χωρίς την αναφορά σε κάποια μεταφυσική Τρίτη Δύναμη, τρίτο συντελεστή. Αυτό μπορεί να συμβεί. Και έχει συμβεί σε ένα ορισμένο τμήμα των ανθρώπων που συμμετείχαν σ’ αυτή τη διαδικασία στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού– χωρίς να έχουν πάψει να ατενίζουν το φάσμα της ανθρώπινης ζωής και μέσα από μεταφυσικά σχήματα σκέψης και συναισθημάτων. Θα πρέπει βέβαια να πω, να τονίσω, ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να επιτευχθεί στη βάση μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, π.χ. της ιδεολογίας του «χριστιανικού σοσιαλισμού», του «κοινωνικού χριστιανισμού». Ο χριστιανικός σοσιαλισμός, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του «κοινωνικού χριστιανισμού»,γράφει ο Νικόλαος Ψαρουδάκης  « είναι η ανθρώπινη απάντηση στην απαίτηση του χριστιανισμού για μια καινούργια κοινωνία, σύμφωνη με τη διδασκαλία της αγάπης», ή σε μια άλλη διατύπωσή του: «ο χριστιανικός σοσιαλισμός είναι ο επιστημονικός σοσιαλισμός χωρίς την υλιστική του κοσμοθεωρία» και αποτελεί «λαμπρή σύνθεση του θείου και του ανθρώπινου πολιτισμού»,κλπ. 10] Σ, αυτή την αντίληψη του σοσιαλισμού το πρόβλημα της αλλοτρίωσης και της χειραφέτησης του ανθρώπου μένει στο περιθώριο της σκέψης.
Σκοπός του σοσιαλισμού - κομμουνισμού του Μαρξ (μόνο γι αυτό το σοσιαλισμό μιλάμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε τη γλώσσα της ιστορικής και ανθρωπολογικής, τώρα πλέον, αναγκαιότητας, σε μια σύγχρονη μελλοντική του παραλλαγή) είναι η χειραφέτηση του ανθρώπου από κάθε μορφή αλλοτρίωσης και η δημιουργία ενός αυθεντικού ανθρώπινου κόσμου που θεωρεί, αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αυταξία και ως αιτία και δημιουργό του εαυτού του, του δικού του ανθρώπινου κόσμου. Πάνω σ αυτή την αρχή και αλήθεια οικοδομείται όλο το οικοδόμημα της κοινωνίας των «ελεύθερα συνεταιριζόμενων ανθρώπων» (Μαρξ). Σπεύδω όμως να πω ότι στην έννοια της ελευθερίας ανήκει οργανικά η  νομικά –θεμικά και  κοινωνιολογικά  κατοχυρωμένη ελευθερία του καθενός να οικοδομήσει την προσωπικότητά του και να οργανώσει τη ζωή του ως αυτόνομη οντότητα. Πρόκειται για ένα θέμα με πολλές παραμέτρους στη μελέτη του οποίου δεν σκοπεύω να υπεισέλθω εδώ. 
Η παραπάνω σύντομη ανάλυση νομίζω ότι στηρίζει επαρκώς την άποψή μου για την ανάγκη να αποσαφηνιστεί η σχέση σοσιαλισμού και χριστιανισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις και τα λάθη τα οποία έχουν γίνει από τη μεριά της ριζοσπαστικής (μαρξιστικής και λενινιστικής) αριστεράς, και της ευρύτερης, μάλλον, αριστεράς στο θέμα της θρησκείας, με αναφορά και στο γεγονός ότι το εκκλησιαστικό κατεστημένο (υποστηριζόμενο και από ένα ευρύ φάσμα χριστιανών ιδεολόγων και διανοουμένων, γενικότερα) επιχειρεί, με μεγάλο βαθμό επιτυχίας, να υιοθετήσει (ή να σφετεριστεί;) συνθήματα της αριστεράς, δίνοντας σ’ αυτά το περιεχόμενο που ταιριάζει στο ρόλο της, που ποτέ δεν ξεπερνά τα όρια του συστήματος, ακόμα και όταν φραστικά ασκεί «δριμεία» κριτική στην εξουσία του κεφαλαίου και στην καταναλωτική κοινωνία. Πράγμα το οποίο, βέβαια, δεν πρέπει να αγνοείται από τη αριστερά, αφού και ο λόγος είναι πράξη, όταν ο αποδέκτης πιστός ή ο οποιασδήποτε αποδέκτης τον παίρνει τις μετρητοίς και επιχειρεί να διαμορφώσει ανάλογα την κοινωνική και την πολιτική στάση του απέναντι στο σύστημα. Όμως, πολύ περισσότερο η αριστερά δεν πρέπει να αγνοεί το γεγονός ότι με τον «αντικαπιταλιστικό» της λόγω η εκκλησία και οι ιδεολόγοι και προπαγανδιστές αυτού του λόγου δημιουργούν την εντύπωση ότι ο χριστιανισμός μπορεί να καλύψει το ιδεολογικό κενό που δημιούργησε η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, που ερμηνεύτηκε ως το «τέλος του μαρξισμού» – εσκεμμένα ή από άγνοια.                                                     
Αν θέλαμε με αφοριστικό τρόπο να χαρακτηρίσουμε τη σχέση σοσιαλισμού και χριστιανισμού θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει χριστιανικός (γενικότερα: θρησκευτικός) σοσιαλισμός. Ο σοσιαλισμός ή θα είναι το αυθεντικό έργο του ανθρώπου ή δεν θα υπάρξει καθόλου. Καμιά επινοημένη τρίτη δύναμη δεν θα κάνει τον άνθρωπο ικανό για το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός ξεκινά από τους ανθρώπους και καταλήγει στους ανθρώπους. Δεν μπορεί να φτιαχτεί ένας αυθεντικά ανθρώπινος πολιτισμός με μεταφυσικούς όρους, και με μεταφυσικές ερμηνείες των ανθρωπιστικών αξιών. Καλό και κακό για το σοσιαλισμό είναι έννοιες ανθρώπινες, με κοινωνικοιστορικό περιεχόμενο. Δεν είναι έννοιες μεταφυσικές. Ανάλογα ερμηνεύει ο σοσιαλισμός και το «κοινό καλό».Το κοινό καλό δεν έχει άλλη αφετηρία ή άλλο αποδεκτή πέραν του ανθρώπου, της ανθρωπότητας. Το κοινό καλό είναι το συμφέρον των πολλών: οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό οικολογικό. Το κοινό καλό δεν είναι η «σωτηρία της ψυχής». Ο σοσιαλισμός απορρίπτει την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Απορρίπτει τη μεταφυσική-μυστικιστική έννοια της «αμαρτίας». Το «αμάρτημα» (η παραβίαση κάποιων κανόνων της ζωής) έχει κοινωνικό περιεχόμενο. Ο σοσιαλισμός ορίζει τη σχέση του ατόμου με την οργανωμένη κοινωνία η οποία εκφράζεται απέναντι του με τους νόμους και τους θεσμούς του. Οι νομοί και οι θεσμοί της κοινωνίας είναι έργο ανθρώπων, όπως και η παραβίαση τους. Έχουν ανθρώπινα κίνητρα. Οι άνθρωποι απολογούνται σε ανθρώπους και δικαιώνονται η καταδικάζονται από ανθρώπους – δίκαια ή άδικα, σύμφωνα με κάποιες γενικές η ταξικές ηθικές αρχές και κανόνες ζωής, που και αυτές είναι έργο των ανθρώπων. Διατυπώνονται από ανθρώπους για ανθρώπους. Αυτή είναι μια αέναη διαδικασία μέσα στη διαλεκτική εξέλιξης του ανθρωπίνου πολιτισμού. Καμιά τρίτη δύναμη δεν κάνει το άνθρωπο καλό η κακό. 
Ή, για να το πω με άλλα λόγια: Ο σοσιαλισμός δεν πιστεύει σε κάποια μεταφυσική ουσία του ανθρώπου. Η ουσία του ανθρώπου είναι μέσα του – μέσα στον κόσμο που δημιουργεί, ζει, και αναπτύσσει. Ο άνθρωπος δεν ανήκει πουθενά, παρά μονό στον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται, βεβαία, και ο θρησκευτικός κόσμος των πιστών, την πιστή των οποίων ο σοσιαλισμός σέβεται και υπερασπίζεται την άσκηση της. Το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου βρίσκεται στα χεριά των ανθρώπων, κανενός αλλού. Για το σοσιαλισμό δεν υπάρχει άλλο μέλλον από το μέλλον που δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος με το έργο και τη φαντασία του. 
Ο σοσιαλισμός δεν έχει καμιά σχέση με την αυθαίρετη φαντασία και με το φαντασιακό. Όμως, έχει σχέση με τη δημιουργική φαντασία των ανθρώπων στην οποία κυρίαρχη ιδέα είναι η ιδέα της κοινωνικής χειραφέτησης και της καταξίωσης του ανθρώπου ως ειδολογικού και κοινωνικού - πολιτισμικού όντος. Ο σοσιαλισμός δεν έχει σχέση με τη φαντασία που καταστρέφει, ούτε με τη φαντασία που «σώζει» τον άνθρωπο. Έχει σχέση με τη φαντασία που βοηθά τον άνθρωπο να καταξιωθεί με το δημιουργικό του έργο και με την ανθρωπιά του. Ο σοσιαλισμός δεν πιστεύει σε σωτήρες (μεσσίες) -θρησκευτικούς - μεταφυσικούς ή κοσμικούς.
Ο σοσιαλισμός θα έρθει ως η συνειδητοποιημένη αναγκαιότητα της εξέλιξης του πολιτισμού και ως αντίδραση στην χειραγώγηση αυτής της αναγκαιότητας από τον καπιταλισμό, που στρεβλώνει την ποιότητα του ανθρώπου ως ειδολογικού όντος. Θα έρθει ως έργο των ελεύθερα και κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων. 
Ο σοσιαλισμός ως αντίληψη και ως κίνημα (δηλαδή η αριστερά) ξεκινά από τη θέση ότι υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη θέληση και το αποτέλεσμα της ανθρώπινης πράξης. Ξεκινά από τη θέση ότι η ανθρώπινη σκέψη πάντα τείνει να γίνει κοινωνική πραγματικότητα και ότι γινόμενη κοινωνική πραγματικότητα επηρεάζει καθοριστικά τη σκέψη. Αφετηρία και βάση αυτής της αληθείας είναι η γνωστή θέση όλων των κοινωνικών στοχαστών και ερευνητών ότι οι άνθρωποι κάνουν τις συνθήκες, αλλά και οι συνθήκες τους ανθρώπους. 
Η ιστορία του ανθρώπου διδάσκει ότι ο άνθρωπος είναι ικανός και για το καλό και για το κακό και ότι η κοινωνία είναι εκείνη που αναδεικνύει, ενθαρρύνει και πριμοδοτεί το καλό η το κακό η το συνδυασμό τους με έμφαση στη θετική η την αρνητική πλευρά της ανθρώπινης φύσης.Ωστόσο,η ταξική δομή της κοινωνίας και κατεπέκταση ο ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας, αλλά και ο τρόπος που ασκείται η εξουσία μνπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά  την ιδεολογία και μαζί την κλίμακα αξιών που θα επικρατήσουν – περισσότερο ή λιγότερο- στην κοινωνία, Από αυτό θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, και η ανάδειξη και προβολή των θετικών ή των αρνητικών πλευρών της ανθρώπινης φύσης, με βάση πάντα τη δεδομένη οικονομική βάση πάνω στην οποία χτίζεται η εξουσία και την οποία περισσότερο η λιγότερο, καλυτέρα η χειροτέρα, υπηρετεί. 
Αυτός είναι ο λόγος που και στον καπιταλισμό η αριστερά διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία. Όμως το θέμα για την αριστερά δεν είναι να βρεθεί στην εξουσία πάση θυσία. Η αριστερά διεκδικεί την εξουσία για να κάνει πράξη τις ιδέες της και τους σκοπούς της: οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς – στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ή, έστω, στο βαθμό που δεν θίγεται η ιδεολογική της ταυτότητα και η αξιοπιστία της. Κάνει αυτή την επιλογή μόνο εφόσον δεν υπονομεύεται ο ιστορικός της ρόλος. Κάθε επιλογή της και κάθε ενεργεία της πρέπει να ενισχύει την αξιοπιστία της απέναντι στους εργαζομένους και τους πολίτες γενικότερα. Προωθεί και δημιουργεί καταστάσεις που της επιτρέπουν να λειτουργήσει από καλύτερες θέσεις στην ιστορία, στο κοινωνικό - ιστορικό γίγνεσθαι, με αδιαμφισβήτητο σκοπό το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός για την αριστερά δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θέμα συμβιβασμού με τη συντήρηση. Η αριστερά γνωρίζει ότι οι ιστορικοί της στόχοι δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς την ανατροπή του καπιταλισμού, χωρίς την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. 
Στην εποχή μας η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν είναι μόνο ταξικά ορισμένη αναγκαιότητα, αλλά μαζί και ανθρωπολογική - πολιτισμική αναγκαιότητα. Η ανθρωπότητα ως σκεπτόμενη οντότητα θα πρέπει να αντιμετωπίζει την αναγκαιότητα μετάβασης στο σοσιαλισμό ως αναγκαιότητα αποτροπής του κίνδυνου (της απειλής) αυτοκαταστροφής της  ή «μετάβασής» της στην «πολιτισμική» καθολίκευση της «σύγχρονης» βαρβαρότητας που έχει εγκαθιδρυθεί από το κεφάλαιο για δισεκατομμύρια ανθρώπους.[11] Αυτό σημαίνει ότι η αριστερά θα πρέπει να εντάξει οργανικά στη στρατηγική της την αντιμετώπιση του σύγχρονου ανθρώπινου προβλήματος.[12] Στην εποχή μας ταξικό και το ανθρώπινο πρόβλημα είναι αλληλένδετα. Ωστόσο, προϋπόθεση της λύσης του ανθρώπινου προβλήματος είναι η λύση του ταξικού προβλήματος: κατάργησης της εξουσίας του Κεφαλαίου. Γι’ αυτό στο κέντρο βάρους της στρατηγικής και της πολιτικής της αριστεράς είναι η λύση του ταξικού προβλήματος. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι στην αντίληψη του Μαρξ αυτές οι δυο εκφράσεις της σκοποθεσίας της αριστεράς - του ταξικού και του ανθρώπινου προβλήματος- είναι αλληλένδετες μεταξύ τους. Εκφράζουν τη φιλοσοφία της για την κοινωνία και τον άνθρωπο[13] και συγχρόνως ανταποκρίνονται στην υπαρξιακή ανάγκη επίλυσης του ανθρώπινου προβλήματος που με τον καπιταλισμό έχει επιδεινωθεί στο απροχώρητο, ενώ παράλληλα έχουν δημιουργηθεί οι αντικειμενικές και οι γνωστικές προϋποθέσεις για τη λύση του! 
Η ουσία της φιλοσοφίας της αριστεράς για τον άνθρωπο συνιστάται στην αποδοχή δυο καίριων αληθειών. Την αλήθεια ότι ο άνθρωπος από τη φύση του δεν είναι ούτε κακός, ούτε καλός. Η κοινωνία που δημιουργεί ο ίδιος είναι αυτή που αναδεικνύει τις κακές η τις καλές πλευρές των ανθρώπων. Από αυτή την άποψη η μετάβαση στο σοσιαλισμό σημαίνει τη δημιουργία συνθηκών που επιτρέπουν την ανάδειξη των θετικών πλευρών της ανθρώπινης φύσης, εκείνες που δεν βλάπτουν, αλλά ωφελούν το συνάνθρωπο. Αποφασιστικός συντελεστής γι’ αυτό είναι ο συλλογικός (κοινοτικός) και ανθρωπιστικός χαρακτήρας του συστήματος των σοσιαλιστικών - κομμουνιστικών κοινωνικών σχέσεων. Ο σοσιαλισμός είναι μια κοινοτική κοινωνία. Οι ηθικές αξίες στην αντίληψη της αριστεράς είναι σταθερές μεταβλητές, ο χρόνος και οι συνθήκες επηρεάζουν το περιεχόμενό τους και την κοινωνική και ανθρώπινη λειτουργία τους, και την ίδια την ηθική τους δύναμη, με την  παράλληλη ανάδειξη της αυτονομίας του δημιουργικού ατόμου ως φορέα της πολιτισμικής αναδημιουργίαςτης κοινωνίας.. Ο μαρξιστικός σοσιαλισμός στοχεύει στην ανάπτυξη της πολιτισμικής οικουμενικότητας του ανθρώπου, την οποία και αντιλαμβάνεται ως τη σύνθεση του συνόλου των πολιτιστικών αξιών και επιτευγμάτων της ανθρωπότητας με τους όρους του κοινωνικά και ανθρωπολογικά χειραφετμένου ανθρώπου.
 Σημειώσεις
 [1] Τόσο έχει προχωρήσει στις μέρες μας η διάδοση της θεωρίας περί της «διπλής αλήθειας», δηλαδή της επιστημονικής και της «εξ αποκαλύψεως αλήθειας» ως στοιχείο και συντελεστής της ανθρώπινης διάνοιας και του ανθρώπινου πολιτισμού, που κρίθηκε αναγκαίο το σκεπτικό  της  να γίνει κτήμα όλης της κοινωνίας, με δίαυλο την παιδεία. Ενδεικτικά στο βιβλίο της Β΄ τάξης του Γενικού Λυκείου - Θρησκευτικά, στο κεφάλαιο «Σχέσεις πίστης και επιστήμης», διαβάζουμε τα εξής: «Καταρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν υπάρχει θέμα αντίθεσης ή σύγκρουσης μεταξύ τους. Πίστη και επιστήμη είναι δυο μεγάλα πνευματικά μεγέθη αλληλοσυμπληρούμενα και όχι αλληλοαποκλειόμενα. Είναι δυο εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος που κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα. Επιστήμη και θρησκεία έχουν αυτόνομες περιοχές ενδιαφερόντων και έρευνας· ανταποκρίνονται σε διαφορετικές αξιολογικές ροπές και ανάγκες της ενιαίας ανθρώπινης ύπαρξης. Η επιστήμη ερευνά τα μυστήρια της δημιουργίας, ασχολείται με το επιστητό, ενώ η θρησκεία ασχολείται με το μυστήριο του Δημιουργού, το υπεραισθητό. Είναι δύο κύκλοι εφαπτόμενοι ή και τεμνόμενοι, αλλά όχι ταυτιζόμενοι ή συγκρουόμενοι. Επομένως, η σχέση πίστης και επιστήμης δεν μπορεί να είναι αντιθετική ή εχθρική, αλλά διαλεκτική. Κι αυτό γιατί έχουν κοινή αφετηρία την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και ουσιαστικά στοχεύουν στην κατάκτηση της αλήθειας και την εξασφάλιση της ευτυχίας του. Κρίνονται όμως, μαζί ή χωριστά, από το κατά πόσον οδηγούν τον άνθρωπο στον εξανθρωπισμό του ή στον απανθρωπισμό του». Νομίζω ότι περιττεύει ο σχολιασμός μου. Σημειώνω μόνο ότι αυτή η επιλογή είναι ενδεικτική για την απόκλιση της  σύγχρονης αστικής τάξης από το πνεύμα του Διαφωτισμού. 
[2] Βλαντιμίρ Λένιν, Λένιν Άπαντα, τόμος 17, σελ. 423-434, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. 
[3] Λένιν, όπ. π. 
[4] Όπ.π. 
[5] Καρλ Μαρξ, Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίες του κράτους και του δικαίου. Μετάφραση, Μπάμπης Λυκούδης, γράφτηκε: το 1843-1844. εκδόσεις Παπαζήση. Βλέπε και Karl Marx: A hegeli jogfilozófia kritikájáról. Karl Marx és Friedrich Engels Művei (MEM),Budapest, 1. köt. 201–336. old. 
[6] Βλέπε, Καρλ Καούτσκυ, Η καταγωγή του χριστιανισμού, εκδόσεις Αναγνωστίδης, Βλέπε επίσης Η φιλοσοφία της ελπίδας του μέλλοντος, του Ερνστ Μπλοχ, και την άποψή του για τον πόλεμο των 30 χρόνων στη Γερμανία, για το ρόλο του Τομας Μύντσερ, βλέπε και τη μελέτη του Ένγκελς για τον πόλεμο των 30 χρόνων, καθώς και μελέτες, μαζί και κριτικές για την άποψη του Έρνστ Μπλοχ. Επίσης, βλέπε μελέτες του Θεολόγου Καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, ενδεικτικά: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, εκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη, 1985, Τα Απόγραφα και τα Ψευδεπίγραφα της Παλαιάς Διαθήκης, 2 τόμοι, 1974 και 1986, Θεολογία και επικαιρότητα (μελέτες και άρθρα) εκδ. Άρτος και Ζωή, Αθήνα, 2008, 4η έκδοση. 
[7] Στο άρθρο «Ενορία και ορθόδοξη εκκλησία» του πρωτοπρεσβύτερου Ομότιμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Α, Μεταλληνού διαβάζουμε: «Στην εκκλησιαστική μας πραγματικότητα η μικρότερη ενότητα, ο πυρήνας της Εκκλησίας, είναι η Ενορία. Ως ευχαριστιακή σύναξη των πιστών εμφανίζεται η (κάθε) Ενορία, σε συνάρτηση βέβαια με την Επισκοπή, στην οποία οργανικά ανήκει, ως ‘’η καθολική εκκλησία’’ (Η Εκκλησία) στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο πιστός ζει το μυστήριο της Εκκλησίας στη ζωή και πράξη της Ενορίας του, μέσα στην οποία αγωνιζόμενος και αγιαζόμενος, ενώνεται με τον Χριστό και τους εν Χριστώ αδελφούς του, πραγματοποιώντας συνεχώς την εν Χριστώ ύπαρξή του, την εκκλησιαστικότητά του. Ο λόγος, συνεπώς, για την Ενορία και τη ζωή της είναι στην ουσία του λόγος για την ίδια την Εκκλησία και την παρουσία της στον κόσμο.» 
[8] Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι για τον πιστό και ο επινοημένος φανταστικός «κόσμος του θεού» στη συνείδησή του λειτουργεί ως ένας πραγματικός συντελεστής που επηρεάζει, ενίοτε κατά έναν αποφασιστικό τρόπο τη στάση του απέναντι στην πραγματική πραγματικότητα, στον πραγματικό κόσμο μέσα στον οποίο ζει ή ακόμα και ΄τη στάση του απέναντι στον πραγματικό κόσμο τον οποίο θέλει να φτιάξει. 
[9] Εκδόσεις Θεμέλιο, 1988. 
[10] Νικόλαος ψαρουδάκης «Η χριστιανική επανάσταση (η φιλοσοφία της επανάστασης)», Δοκίμιο, εκδόσεις Μήνυμα, έκδοση τρίτη, 1973, σελ. 91-92. 
[11] Με λιγότερο από 1 δολάριο τη μέρα ζουν 1.151 δισεκατομμύρια άνθρωποι -1990-1999 (βλέπε αναλυτικό πίνακα 10.25), με 1.25 δολάρια τη μέρα ζουν 1.4 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ενώ στο επίπεδο του 1.45 δολαρίων ζουν 1.75 δισεκατομμύρια άνθρωποι. Το 1990 1.85 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν κάτω από το επίπεδο της φτώχειας. Στέργιος Μπαμπανάσης, Σύγκριση Κοινωνικών Συστημάτων, εκδόσεις Παπαζήση, 2016.  σελ. 424- 425. Πηγές, World bank, 2002 και Ο Δείκτης της Ανθρώπινης Φτώχειας του ΟΗΕ (Human Development Report, 1998,σελ..14- 15). 
[12] Για το ανθρώπινο πρόβλημα βλέπε αναλυτικά στα βιβλία μου 1. Η ιδανική και η πραγματική εικόνα του ανθρώπου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1989 και 2. Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου, εκδόσεις Ψηφίδα, 2004, και το υπό έκδοση βιβλίο μου Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟ ΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ. Η δημιουργικότητα ως απειλή! 
[13] Βλέπε, Καρλ Μαρξ, Κριτική της φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, καθώς και τα Μαρξ: Οικονομικά - φιλοσοφικά χειρόγραφα – 1844- 1848.