Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Ο ΛΟΥΚΑΤΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΛΕΤΙΚΟ ΡΑΤΣΙΣΜΟ - Θεωρία και πράξη








Ο ΛΟΥΚΑΤΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΛΕΤΙΚΟ ΡΑΤΣΙΣΜΟ
Θεωρία και πράξη 
 
 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Παρουσιάζω εδώ σε μετάφραση το έβδομο κεφάλαιο του  πολυσυζητημένου, αλλά και  πολυδιαβασμένου βιβλίου του Λούκατς Η εκθρόνιση του νου[1], μαζί με όσα έκρινα αναγκαίο να πω με την  Εισαγωγή. Το κάνω αυτό γιατί πιστεύω πως όσα λέει ο Λούκατς σ αυτό το κεφάλαιο έχουν άμεση ιδεολογική και πολιτική επικαιρότητα. Μιλώ, βέβαια, για μια κριτική ανάγνωσή του.
Πιστεύω ότι σε πολλά σημεία  ο τρόπος  προσέγγισης του φαινόμενου από το Λούκατς, θα μπορούσε  να λειτουργήσει ως οδηγός για την μελέτη των ιδεολογικών  καταβολών του φυλετικού ρατσισμού στη χώρας μας  με αναφορά  στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις του 20-ου αιώνα, που έμμεσα ή και άμεσα  το ανέδειξαν ή ακόμα και το εξέθρεψαν, για να αποκτήσει στη δικτατορία του Μεταξά μια σαφή φασιστική έκφραση με ναζιστικά στοιχεία, ύστερα από την κατάρρευση του μύθου της Μεγάλης Ιδέας (μικρασιατική καταστροφή) και την οικονομική κρίση 1929 – 1932) και να εμπεδωθεί, μάλλον, σε ένα τμήμα του ελληνικού λαού, αναπαραγόμενο μέσα από την παιδεία και την αγωγή, με τη στενότερη και την ευρύτερη έννοια : μέσα από την οικογένεια, τα ΜΜΕ, τα διάφορα σωματεία  ή ακόμα  και μέσα από την εκκλησία, για κάποιες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας.
Πρόκειται για σύνθετο ερώτημα. Και είναι σημαντικό το γεγονός ότι το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής  έχει βάλει, όπως φαίνεται, σε εγρήγορση διανοούμενους με ιστορική γνώση και πολιτική ευαισθησία, αλλά και με ηθική ευθύνη απέναντι στην κοινωνία και στον Άνθρωπο, σε μια προσπάθεια (η οποία, εκτιμώ, ότι κάνει τα πρώτα της βήματα, πάντως ανοίγει δρόμους) για την  αναζήτηση όχι μόνο των σημερινών  οικονομικών και πολιτικών αιτίων αυτού του φαινόμενου, αλλά και των βαθύτερων  ιστορικών καταβολών του, με έμφαση στις ιδεολογικές καταβολές του  ρατσισμού, που μας παραπέμπουν στην κριτική μελέτη της πνευματικής ιστορίας της νεότερης ιστορίας της χώρας μας. Νομίζω ότι είναι επίκαιρο το αίτημα  που αφορά την απάντηση σ αυτό το ερώτημα. Και αποτελεί αυτό μια αναγκαιότητα, η οποία νομίζω ότι έχει αρχίσει να ωριμάζει – αν δεν έχει ωριμάσει σε κάποιες περιπτώσεις διανοούμενων –ερευνητών.

Υπάρχει και το ερώτημα αν αυτούσια ή με κάποιες παραλλαγές η ιδεολογία του φασισμού της μεταξικής περιόδου διατηρήθηκε με διάφορους τρόπους  στις επόμενες δεκαετίες κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, αλλά και στη μετεμφυλιακή περίοδο, κυρίως με τη μορφή του αντικομουνισμού, δίωξης των αγωνιστών της αντιφασιστικής  εαμικής εθνικής αντίστασης και του  πνεύματός της, με τη χούντα των συνταγματαρχών να θέλει να ολοκληρώσει αυτό το έργο. Βέβαια, αυτός δεν ήταν σκέτος φασισμός ή σκέτος ρατσισμός  όμως   είχε και έχει και τώρα (ο αντικουμμουνισμός) ρατσιστικά στοιχεία ή μπορεί, με κατάλληλες τις συνθήκες να εξελιχθεί σε οργανικό στοιχείο του ρατσισμού. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η οικονομική κρίση και το μεταναστευτικό πρόβλημα έφερε στην επιφάνεια πολιτικά (ή και ιδεολογικά) τον έρποντα ρατσισμό που υπήρχε ακόμα και στις περιόδους δημοκρατίας στη χώρα μας..
Σε όλο το βιβλίο , αμεσότερα στο έβδομο κεφάλαιο με τον τίτλο Κοινωνικός δαρβινισμός, φυλετική θεωρία  και φασισμός, ο Λούκατς, με τον τεράστιο πλούτο των γνώσεών του,   άριστος κάτοχος  της διαλεκτικής, παρουσιάζει την εξέλιξη της φυλετικής θεωρίας, με ιδεολογικό  υπόβαθρο το φιλοσοφικό ιρρασιοναλισμό.- από τον Γκομπινώ, στον Τσάμπερλαιν (Houston Stewart  Chamberlain)  και στο Χίτλερ – Ρόζεμπεργκ. Περιγράφει τη μετάβαση του γερμανικού ιρρασιοναλισμού  από τη θεωρία στην πράξη «Ο Χίτλερ, γράφει, ήταν ο έμπρακτος εκφραστής του ιρρασιοναλισμού». Ήταν μαζί και ο εκφραστής των επιδιώξεων   του ιμπεριαλιστικού γερμανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού. Πρόκειται για μια θέση – αλήθεια  που δεν τη βρίσκουμε σε άλλες μελέτες ή δεν τη βρίσκουμε με τη σαφήνεια με την οποία μιλά ο Λούκατς. γι αυτήν. Και δεν είναι μόνο αυτή η θέση, από την οποία διαφοροποιούνται άλλοι μελετητές  του γερμανικού φασιστικού φαινόμενου. Αυτό για κάποιους κάνει αμφίβολη τη φιλοσοφική αξία αυτού του  βιβλίου. Είναι εκείνοι  που υπερτονίζουν μονομερώς την εσωτερική κριτική της φυλετικής θεωρίας ή και τη σχέση της με το φιλοσοφικό ιρρασιοναλισμό. Ο Λούκατς εξηγεί ότι η εσωτερική κριτική των φιλοσοφικών ιδεών, χωρίς την αναφορά στην πραγματικότητα που τις γέννησε, οδηγεί σε στρεβλή απεικόνιση της πραγματικότητας, ακόμα και στην περίπτωση εκείνων που δεν την αγνοούν. Η μελέτη της πνευματικής ιστορίας δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τη μελέτη της  πραγματικής ιστορίας με όλες τις εκφράσεις της, με όλες τις αντιφάσεις και τις ταξικές συγκρούσεις της. Η αλληλοσχέση πραγματικής ζωής και πνευματικής ζωής, φιλοσοφίας και πραγματικότητας  είναι στη βάση της διαχρονικότητας των φιλοσοφικών ιδεών.  «Ο δρόμος από την κοινωνική ζωή στην κοινωνική ζωή δίνει στη φιλοσοφική σκέψη τη δύναμη της σύλληψης του όλου, ορίζει το βάθος της και το κατεξοχήν φιλοσοφικό της νόημα».[2] Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει την εγκατάλειψη της μελέτης των φιλοσοφικών προβλημάτων που έχουν μια σχετική αυτονομία. Υπάρχουν λοιπόν ενστάσεις για το έργο του Λούκατς. Όμως, είναι  τέτοιος ο πλούτος σε γνώσεις, σε ειδικές αναλύσεις φιλοσοφικού περιεχομένου, και όχι μόνο, αλλά και σε προβληματισμό αυτό το βιβλίο που κάνει πολλούς, θα μπορούσα να πω κάνει όλους όσοι έχουν  ασχοληθεί σοβαρά με το έργο του, να  δέχονται τη θέση ότι με το Λούκατς μπορείς να συμφωνείς ή να διαφωνείς, όμως δεν μπορείς να τον αγνοήσεις.
Προσωπικά πιστεύω (θα μπορούσα να πω πως είμαι βέβαιος)  ότι  οι περισσότεροι αναγνώστες των απόψεων  του Λούκατς για το φασισμό, το ναζισμό, κυρίως ο τρόπος που προσεγγίζει το θέμα του, τα στοιχεία και οι αναλύσεις του για το φαινόμενο του ναζισμού, για την ιδεολογική του  συγκρότηση και κυρίως για τον τρόπο που ο Χίτλερ  «κατάφερε» να «διαπαιδαγωγήσει» το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού λαού, ειδικότερα τη νεολαία, με τις φασιστικές, ρατσιστικές του ιδέες και να τον κάνει ενεργό  συμμέτοχο στα κατακτητικά του σχέδια,  θα το δουν πολύ θετικά, γενικά και ειδικά  για την κατανόηση και του δικού μας ναζιστικού φαινόμενου. Επίσης είμαι βέβαιος ότι θα υπάρξουν άλλοι που θα μπορούσαν να διατυπώσουν ερωτήματα, ακόμα και να εκφράσουν τις αμφιβολίες τους ή και τη διαφωνία τους για τον τρόπο προσέγγισης του θέματος ή και για κάποιες θέσεις, διαπιστώσεις και διατυπώσεις του Λούκατς. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο και επειδή και στη χώρα μας, όπως σε όλη την Ευρώπη, μάλλον σε όλο τον κόσμο, το βιβλίο Η εκθρόνιση του νου, έχει δεχτεί κριτικές που φτάνουν ως το σημείο  απόρριψής του, ως «ένα κακό βιβλίο»  ακόμα και από μαθητές του. Αναφέρομαι εδώ ειδικότερα στην Άγκες Χέλερ, την «καλύτερη μαθήτρια του Λούκατς» (όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν οι Ούγγροι) η οποία ωστόσο, συνιστά σε όλους να το διαβάσουν, αποδεχόμενη και η ίδια τη (μάλλον) κυρίαρχη άποψη στους ούγγρους φιλοσόφους  ότι τα έργα  κορυφαίων διανοητών, κορυφαίων φιλοσόφων πρέπει να διαβάζονται, πρέπει να μελετώνται, διότι ακόμα και από τα λάθη τους  μπορούμε να διδαχτούμε. Και βέβαια, κατά τη γνώμη μου και κατά τη γνώμη ούγγρων φιλοσόφων μελετητών του έργου του, με ισάξιο ερευνητικό θεωρητικό έργο, εφάμιλλο με εκείνο της Χέλερ, δεν πρόκειται για «κακό» έργο, αν και δεν πρόκειται για ένα έργο χωρίς τρωτά σημεία. Πάντως, παρά τις όποιες παρατηρήσεις και διαφωνίες μπορεί να έχει κάποιος διαβάζοντας αυτό το βιβλίο  (θα πρέπει να πω ότι το κεφάλαιο που δημοσιεύω έχει μια επάρκεια για την διαμόρφωση γνώμης για όλο το βιβλίο) δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με την άποψη που διατυπώθηκε στο ειδικό σεμινάριο -συνδιάσκεψη του Πανεπιστημίου Pécs της  Ουγγαρίας για υποψήφιους διδάκτορες φιλοσοφίας,  το 2004, με θέμα Νους, Εκθρόνιση, Δημοκρατία (τα υλικά του σεμιναρίου έχουν εκδοθεί)[3] ότι το βιβλίο αυτό είναι επίκαιρο, μας βοηθά,  να κατανοήσουμε καλύτερα και βαθύτερα το φαινόμενο του φασισμού- ναζισμού που εμφανίζεται και πάλι  στην Ευρώπη  και ευρύτερα, να κατανοήσουμε βαθύτερα τα προβλήματα της σημερινής φάσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, του παγκοσμιοποιημένου κόσμου.

Με γνώμονα τα παραπάνω ποια σημεία (διαπιστώσεις, θέσεις, αναλύσεις)  νομίζω ότι  αξίζει να προσεχθούν ιδιαίτερα, μαζί με άλλα ,βέβαια, ανάλογα και με την ανάγνωση του κειμένου από τον καθένα. Στο βιβλίο, μαζί με την κριτική της ιρρασιοναλιστικής φιλοσοφίας και του ρόλου της στην πορεία της Γερμανίας με «κατάληξη» το χιτλερισμό, δεσπόζουσα θέσει κατέχει στο βιβλίο   η άποψη ότι  «ο βιολογισμός στη φιλοσοφία και στην κοινωνιολογία  αποτελούσε πάντα τη βάση των αντιδραστικών κοσμοθεωρητικών τάσεων».Εξάλλου, κοινωνικός δαρβινισμός και ιρρασιοναλισμός στη φυλετική θεωρία πάνε μαζί- η μία πλευρά  στηρίζει την άλλη. Αυτό προκύπτει αβίαστα από μια προσεκτική ανάγνωση του βιβλίου, ειδικότερα του έβδομου κεφαλαίου του. Ενδιαφέρον νομίζω παρουσιάζει και η σχέση του κοινωνικού δαρβινισμού με τον μαλθουσιανισμό, ειδικότερα η (σύντομη) αναφορά του Λούκατς στις γενικές προϋποθέσεις εμφάνισης του «λεγόμενου μαλθουσιανισμού» στην κοινωνιολογία.

Είναι μάλλον βέβαιο ότι υπάρχουν και σε μας φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι  που θα  διαφωνήσουν ή θα υψώσουν ενστάσεις στην άποψη του Λούκατς ότι η ανάπτυξη των αντιδραστικών, όπως τις ονομάζει, απόψεων στο χώρο της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας έχουν  να κάνουν με τις ανάγκες (ιδεολογικές και πολιτικές ή και παιδαγωγικές – εκπαιδευτικές) της αστικής τάξης που από τάξη –φορέα της κοινωνικής προόδου γίνεται τάξη συντήρησης του καπιταλισμού, σε μια φάση της ιστορίας όταν διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις, αλλά και η ιστορική – κοινωνική αναγκαιότητα για την υπέρβασή του, με την εργατική τάξη και τους αγώνες της να δίνουν το πολιτικό και κοινωνικό στίγμα αυτής της αναγκαιότητας, αλλά και με την εμφάνιση, ανάπτυξη και διάδοση μιας ώριμης  θεωρίας της κοινωνικής επανάστασης , κυρίως χάρη στο επιστημονικό και θεωρητικό έργο του Μαρξ, αλλά και του Ένγκελς. Οι αναμενόμενες θεμιτές ενστάσεις ή και διαφωνίες οφείλουν, κατά τη γνώμη μου, να λάβουν  υπόψη ότι έχουν απέναντι τους το έργο ενός διανοητή και ερευνητή του μεγέθους του Λούκατς, που ομολογουμένως ήταν ένας από  τους καλύτερους γνώστες και μελετητές της ευρωπαϊκής κουλτούρας αλλά και της πρόσφατης ιστορίας της Γερμανίας σε όλες τις εκφράσεις της, από το Διαφωτισμό και μετά.
Όμως, υπάρχουν διαπιστώσεις και θέσεις σ’ αυτό το βιβλίο που είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς μαζί τους, ειδικότερα αν γνωρίζει την εξέλιξη του φαινόμενου  στο οποίο αναφέρονται, με βάση και τη σημερινή εμπειρία. Τέτοια είναι νομίζω η διαπίστωση για τις αρνητικές επιπτώσεις, όσον αφορά τη θεώρηση του όλου,  από τη  «διάλυση της κλασικής πολιτικής οικονομίας», που ήρθε ως αποτέλεσμα απώλειας της  κοινωνιολογικής ματιάς του οικονομικού επιστήμονα. Αυτό έγινε  με τη δημιουργία της κοινωνιολογίας  ως αυτόνομης επιστήμης, αλλά και με  τον   κατακερματισμό της ίδιας της οικονομικής επιστήμης σε αυτόνομες εξειδικεύσεις, αλλά και της ίδιας της κοινωνιολογίας, αργότερα..
Αυτό ήταν  ένα μεγάλο πλήγμα για την κοινωνική θεωρητική σκέψη και την κοινωνική φιλοσοφία, καθιστώντας την ανίκανη να λειτουργήσει ως η συνείδηση της εποχής της και μαζί πλήττοντας την ικανότητά της να μελετά το ειδικό ως μέρος του όλου, και επομένως καθιστώντας την ανίκανη να αναδείξει τη δυναμική της εποχής και να δώσει τους ορίζοντες του μέλλοντος. Κατά το Λούκατς (αυτό το τεκμηριώνει και το αναλύει με μεγάλη δόση πειστικότητας) η βαθύτερη αιτία αυτής της εξέλιξης οφείλονταν στο  ότι η κοινωνιολογία είχε πάψει να λειτουργεί ως επιστήμη, λειτουργούσε ως ιδεολογία στο πλαίσιο μιας γενικότερης εξέλιξης της αστικής ιδεολογίας  που «στην τελευταία τριδεκαετία του 19-ου αιώνα είχε περάσει στη φάση του απολογητή του καπιταλισμού».Αυτή η εξέλιξη παρακολουθείται από την ανάπτυξη της ιρρασιοναλιστικής φιλοσοφικής σκέψης. Ο Λούκατς δίνει έμφαση στο γεγονός ότι η κοινωνιολογία « η νέα επιστήμη που παραιτείται από την οικονομική της βάση,  αναζητά και βρίσκει στις φυσικές επιστήμες τη λεγομένη αντικειμενική και νομοτελειακή της βάση.» Έτσι, «είναι αυτονόητη  η θεμελίωση της κοινωνιολογίας με αναφορά στη χημεία, τη βιολογία κλπ». Από  τον Κοντ, «τον πατέρα της κοινωνιολογίας» και μετά ξεκινά μια διαδικασία που ενισχύει την τάση του κοινωνικού δαρβινισμού. Αυτό, λέει, ο  Λούκατς μπορούσε να γίνει μόνο με τον τρόπο που κατέδειξε ο Μαρξ αναφερόμενος στο Λάγκε, που «μετέτρεψε τα επιτεύγματα των  φυσικών επιστημών σε αφηρημένες φράσεις, σε φρασεολογία.». Ο Λούκατς  δεν προχωρεί  σε μια αναλυτική τεκμηρίωση αυτής της θέσης του. Κυριαρχεί η φιλοσοφική προσέγγιση. Ωστόσο, σημειώνει ότι «αυτός ο σοσιαλδαρβινισμός» που «έχει γίνει διεθνές φαινόμενο και πάει πολύ πιο πέρα από την κοινωνιολογία με τη στενή έννοια (ας σκεφτούμε π.χ. τη θεωρία του Lobroso για τους «εκ γενετής εγκληματίες) […] δεν έχει γίνει ποτέ κυρίαρχη κατεύθυνση στην αστική κοινωνιολογία. Οι εξυπνότεροι, μεθοδολογικά περισσότερο καλλιεργημένοι αστοί κοινωνιολόγοι  πολύ γρήγορα είδαν το ανυπόστατο και την κενολογία αυτής της εντυπωσιακής νέας μεθόδου». (ή έμφαση από μένα- Θ.Β.)
Ο Λούκατς μιλά με όρους ταξικούς για την κοινωνιολογία. Μιλά για «αστική κοινωνιολογία»  και για τις μεθοδολογικές ανάγκες της, που έχουν να κάνουν με το ότι είναι μέρος της αστικής ιδεολογίας που (προς το τέλος του 19-ου αιώνα) είχε μετατραπεί σε απολογητή του καπιταλισμού.  Με τους ίδιους όρους εξηγεί και το γεγονός του διαχωρισμού της οικονομολογίας, της οικονομικής επιστήμης, από την κοινωνιολογία και την εξέλιξή της σε απόλυτα αυτόνομη ειδική  επιστήμη, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να λειτουργεί  ως «αρμονικός λόγος», εκθειάζοντας την ιδέα της αρμονίας της οικονομίας της αγοράς. Όμως, «τελικά» η εξέλιξη  της ίδιας της οικονομίας οδηγεί τη  διδασκαλία για την  αρμονία της οικονομίας της αγοράς σε αποτυχία «πρώτα απ’ όλα από την άποψη του αγώνα της εναντίον των σοσιαλιστικών ιδεών».Το ερώτημα για τους λόγους αποτυχίας αυτής της διδασκαλίας,  «έχει να κάνει με την όξυνση των αντιφάσεων του  καπιταλισμού και σε συνάρτηση με αυτό με τους ταξικούς αγώνες, που εμφανίζονται με ολοένα και μεγαλύτερη σφοδρότητα  και αποκαλύπτουν ολοένα και πιο καθαρά  την κενότητα της διδασκαλίας της αρμονίας». Ο Λούκατς δίνει ιδιαίτερη έμφαση σ΄αυτή την προσέγγιση. Αυτή η προσέγγιση  του επιτρέπει να αναδείξει και να επισημάνει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την μαρξιστική κοινωνιολογία και τη μαρξιστική φιλοσοφία, θα μπορούσα να πω για την κοινωνική έρευνα γενικότερα – όταν αυτή δεν γίνεται με τους αστικούς ταξικούς  όρους, ακόμα και με έμμεσο τρόπο, από μια καθιερωμένη «συνήθεια» στο χώρο της ακαδημαϊκής έρευνας.
Ο Λούκατς με οξυδέρκεια παρατηρεί ότι η στροφή στην αστική κοινωνιολογία  είχε να κάνει με το δεδομένο ότι δεν μπορούσαν πλέον  να κρυφθούν από την κοινωνία οι αντιφάσεις του συστήματος με σημαντικότερη, θα μπορούσα να πω, την αντίφαση ανάμεσα στην οικονομική δυναμική και τη σχετική ή   και την απόλυτη εξαθλίωση των εργατών,  δηλαδή την ανατροπή, στην πράξη,  της θεωρίας ότι όλοι ευνοούνται  από την αύξηση του πλούτου των κεφαλαιοκρατών. Η απολογητική του συστήματος βρέθηκε μπροστά στο φαινόμενο να μην μπορεί να πείσει τις μάζες για την ορθότητα των ενεργειών και της όλης λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Ήταν προφανής η μειονεκτική θέση  των αστών κοινωνιολόγων έναντι των σοσιαλιστών, που μιλούσαν τη γλώσσα της πραγματικότητας. Δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί τελείως από την απολογητική κοινωνιολογία – ιδεολογία. αυτή η εξέλιξη. Δεν μπορούσαν πλέον οι  «αστοί κοινωνιολόγοι» να συνεχίζουν να «παρουσιάζουν τον καπιταλισμό ως το καλύτερο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που μπορεί να φανταστεί κανείς», να εμφανίζουν τον καπιταλισμό ως ιστορικά αξεπέραστο κοινωνικό σχηματισμό. Στην επιδίωξη της να πείσει τους ταλαντευόμενους ότι ο καπιταλισμός είναι αξεπέραστος, να συμφιλιώσει τους εργαζόμενους, το λαό με το καπιταλιστικό σύστημα., η αστική κοινωνιολογία όφειλε να επιχειρήσει  «να το κάνει αυτό ως αστική απολογητική επιστήμη». Πράγμα που σημαίνει ότι  δεν έπρεπε «να συνεχίζει να αρνείται  τις αντιφάσεις   του καπιταλισμού και να καλύπτει  τις απάνθρωπες πλευρές του». Υπό αυτές τις συνθήκες, «η  αστική κοινωνιολογία έπρεπε  να ξεκινήσει το απολογητικό της έργο ακριβώς από αυτά τα κακά με σκοπό να οδηγήσει την αστική διανόηση να πει το ναι στις ”κακές πλευρές” του καπιταλισμού, ή τουλάχιστον να συμβιβαστεί με την ύπαρξή τους ως “αιώνια” φυσικά  δεδομένα, που δεν μπορούν να αλλάξουν. Ο δαρβινισμός ως φράση (frasis) αποδείχτηκε ότι ήταν ιδιαίτερα κατάλληλος συνδετικός κρίκος γι αυτή τη νέα μορφή της απολογητικής», Και σημειώνει : «την ίδια περίοδο  και ο Φρίντριχτ Νίτσε χρησιμοποιεί ανάλογα τη  φρασεολογία του δαρβινισμού». Δεν είναι τυχαίο, γράφει ο Λούκατς,  ότι δίπλα σ αυτή την ισχυρή ιδεολογική ανάγκη δημιουργούνται κοινωνιολογικές σχολές οι οποίες πραγματοποιούν τις νέες μορφές της απολογητικής του καπιταλισμού σε μια τέτοια ψευδοδαρβινιστική βάση. Αυτός ο κοινωνικός δαρβινισμός προσέφερε πολλές δυνατότητες γι’ αυτή την προσπάθεια. Πρώτα απ’ όλα την ανάπτυξη της άποψης ότι η κοινωνιολογία είναι μια «μονιστική» «φυσική επιστήμη». «Η κοινωνία, σ’ αυτή την αντίληψη, εμφανίζεται ως ένα αδιαμόρφωτο οργανικό μέρος της γενικής κοσμικής νομοτέλειας.». Και συνεχίζει με την παρατήρηση ότι «ενώ ο Ένγκελς χαιρετίζει το δαρβινισμό γιατί συμβάλει στην ανάπτυξη της ιστορικής αντίληψης για τη φύση, αυτή η κοινωνιολογία, που έχει μετατρέψει το Δαρβίνο σε φράση (frasis), τον χρησιμοποιεί για να διαλύσει τον ιστορισμό στις κοινωνικές επιστήμες. Από αυτή την κοινωνιολογία δεν εξαφανίζονται μόνο όλες οι οικονομολογικές κατηγορίες  αλλά και οι τάξεις. Στη θέση τους μπαίνει ο «αγώνας για την ύπαρξη» των φυλών». Η καταπίεση, η ανισότητα, η εκμετάλλευση κλπ. εμφανίζονται ως φυσικά δεδομένα, ως «φυσικές νομοτέλειες»  που ως τέτοια είναι αναπόφευκτα και ανυπέρβλητα. Έτσι, κάθε τι το τρομερό, που κουβαλά μέσα του ο καπιταλισμός εμφανίζεται ως κάτι «δοσμένο από τη φύση». Μια τέτοια «φυσικό- νομοτελειακή» κοινωνιολογία, λέει ο Λούκατς,  «προδιαθέτει τους ανθρώπους να δεχτούν την καπιταλιστική τους μοίρα». Είναι, νομίζω, αδιαμφισβήτητη η χρησιμότητα  αυτών των παρατηρήσεων για την κοινωνική θεωρία, για την ίδια την κοινωνία που θέλει να σταθεί κριτικά απέναντι στον εαυτό της, ειδικότερα για το εργατικό κίνημα που στοχεύει στην ανατροπή αυτής της κατάστασης. Επίσης είναι, νομίζω, αδιαμφισβήτητη η μεθοδολογική της σημασία για την κοινωνιολογία που ενδιαφέρεται για την αλήθεια της σημερινής πραγματικότητας.
  Ο Λούκατς διατυπώνει τις ενστάσεις του σχετικά με το χωρισμό της κοινωνίας σε κουλτούρα (calture) και σε πολιτισμό (civilisasion).Χρησιμοποιεί τον όρο κουλτούρα κι εκεί που αναφέρεται στα φαινόμενα που συγκροτούν τον όρο πολιτισμός. Για όσους δουλεύουν με αυτούς τους δυο όρους προτείνω να ερμηνεύουν τον όρο κουλτούρα περιεχομενικά ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Σε ότι με αφορά πιστεύω στη μεθοδολογική χρησιμότητα  της χρήσης των δυο όρων στη μελέτη αυτής της αντιξοότητας, που αναφέρεται στο  διχασμό της υλικής και της πνευματικής ζωής της κοινωνίας, του ανθρώπου, τονίζοντας ότι ένας από τους βασικούς στόχους του μαρξικού  κομμουνισμού είναι η άρση αυτού του διχασμού,  αντιμετωπίζοντας και με αυτή την τομή το καθολικό φαινόμενο της αλλοτρίωσης που διέπει τον καπιταλισμό. Αυτό νομίζω ότι το τεκμηριώνω επαρκώς στο βιβλίο μου Τεχνολογία- Κοινωνία- Πολιτισμός. Βλέπε το κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο διχασμός της υλικής και της πνευματικής ζωής του ανθρώπου»..[4]
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές στον  τρόπο που αξιοποιήθηκαν από τον Ρόζεμπεργκ, τον «κορυφαίο ιδεολόγο» του χιτλερισμού, αλλά και από τον ίδιο το Χίτλερ, ιδέες φιλοσόφων που το έργο τους διέπονται από το φαινόμενο του ιρρασιοναλισμού, με τις διάφορες παραλλαγές του : ιντουιτσιανισμός (ενόραση), αγνωστικισμός, μυστικισμός, μύθος («η ροπή προς το μύθο, γράφει ο Λούκατς, είναι γενικό φαινόμενο στην ιμπεριαλιστική εποχή») ενσωματωμένα  όλα αυτά τα στοιχεία σε μια αντίληψη της «φιλοσοφίας της ζωής» της εποχής του ιμπεριαλισμού, παράλληλα και με τη συνειδητή επιδίωξη για τη δημιουργία μιας «γερμανικής θρησκείας» που διέπεται από το ρατσισμό της άριας φυλής.

Διαβάζοντας τις αναλύσεις του Λούκατς για τον τρόπο σκέψης των θεωρητικών του ρατσισμού αλλά και των φιλοσόφων που διέπονται από μια μορφή έκφρασης του ιρρασιοναλισμού,  αποκτά κανείς μια σαφή εικόνα για τη λογική δομή της σκέψης  που οδηγεί τον καθένα  σε λάθος συμπεράσματα χωρίς ο διανοητής  να έχει την αίσθηση του λάθους, όταν  συλλογισμός του είναι λογικά αρραγής -κινούμενος στη σφαίρα της αφαίρεσης την οποία και αυτονομεί στη σκέψη του.  Γι αυτό και υποστηρίζει με πάθος τα λαθεμένα συμπεράσματα. Πρόκειται για φαινόμενο που περισσότερο ή λιγότερο χαρακτηρίζει όλους τους ιδεαλιστές φιλοσόφους.

Παρουσιάζει ενδιαφέρον η γοητεία του Χίτλερ ως προσωπικότητας στον Τσάμπερλαιν, που «την εποχή πριν από τον (πρώτο παγκόσμιο) πόλεμο ήταν  ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της φυλετικής  θεωρίας.». Αξίζει νομίζω να αναφέρω εδώ το σχετικό χωρίο από το βιβλίο του Λούκατς: Το 1923 ο Τσάμπερλαιν επιδίωξε και «πέτυχε» να συναντηθεί με το Χίτλερ. Τις εντυπώσεις του από αυτή τη συνάντηση ο ίδιος τις συνοψίζει ως εξής: «Η πίστη μου στο γερμανό δεν έχει κλονιστεί ούτε στιγμή, όμως η ελπίδα μου –αυτό πρέπει να το ομολογήσω- είχε φτάσει στο πιο χαμηλό σημείο. Εσείς διαμιάς αλλάξατε την κατάσταση της ψυχής μου. Το ότι η Γερμανία την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης  γεννά έναν Χίτλερ, αυτό δείχνει  τη ζωντανή παρουσία της, όπως και οι επιδράσεις  που έπονται, διότι αυτά τα δυο πράγματα  πάνε μαζί – η προσωπικότητα και η επίδραση συνυπάρχουν. Το ότι ο υπέροχος Ludendorff ανοιχτά  προσκολείται σε Σας και δηλώνει οπαδός του κινήματος που Εσείς ξεκινήσατε : Τι υπέροχη επιβεβαίωση!».[5]
Όλο το βιβλίο του Λούκατς ειδικότερα το κεφάλαιο  στο οποίο αναφέρομαι, αποδεικνύει με πλήρη πειστικότητα ότι δεν υπάρχει αθώα κοσμοθεωρία. Οι ούγγροι φιλόσοφοι, μελετητές του έργου του Λούκατς ,μαζί και η Χέλερ, αυτό το θεωρούν ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Λούκατς σ΄αυτό το βιβλίο. Και ήταν αυτό που επέτρεψε στο Χίτλερ και στο Ρόζεμπεργκ, να προβούν στην καταχρηστική αξιοποίηση ιδεών του Νίτσε, του Σοπενχάουερ, του Ντίλτευ  και άλλων φιλοσόφων στη συγκρότηση της ναζιστικής ιδεολογίας,  και στη ναζιστική προπαγάνδα. Έτσι, με την τέλεια συγκροτημένη εθνική- φυλετική, αλλά και κοινωνική δημαγωγία  ο χιτλερισμός «θέτει ολόκληρο το λαό υπό την τυραννική πίστη που εξαναγκάζει τον καθένα  στην κτηνώδη απανθρωπιά, προκηρύσσει την απονομή βραβείων για την απανθρωπιά .Πράξεις ανθρωπιάς προκαλούν την απειλή εξόδου του ατόμου από τη «λαϊκή κοινότητα», οδηγούν στη θέση του  εκτός νόμου». «Ο χιτλερικός – ροζεμπεργκικός τύπος  του γερμανικού επιθετικού ιμπεριαλισμού δημιουργεί ,με τη μορφή  της φυλετικής θεωρίας, έναν εκσυγχρονισμένο κανιβαλισμό» Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της καλά συγκροτημένης και διεκπεραιωμένης εθνικής και κοινωνικής δημαγωγίας και προπαγάνδας. Ο Χίτλερ με την άνοδό  του στην εξουσία σε πολύ λίγο χρόνο έδωσε λύση στο μεγάλο θέμα της ανεργίας, δημιούργησε τις οικονομικές προϋποθέσεις  για τη βελτίωση των υλικών όρων ζωής των εργαζομένων.  Έδωσε την εντύπωση φιλεργατικού και φιλολαϊκού εθνικού ηγέτη, που γοήτευσε ακόμα και ένα μεγάλο μέρος της διανόησης- όχι όμως τους κορυφαίους διανοούμενους της χώρας οι περισσότεροι των οποίων την εγκατέλειψαν και αγωνίστηκαν από διάφορες θέσεις  κατά του φασισμού. Αυτό δεν αφορά, βέβαια, τον Χάιντεγκερ, που στον πρυτανικό του λόγο το 1933,απαιτούσε από τους φοιτητές του να πιστεύουν μόνο στη "σκέψη του Χίτλερ" .Στο ίδιο πνεύμα υπέρ του εθνικοσοσιαλισμού ήταν ο λόγος που εκφώνησε  στην προεκλογική συγκέντρωση των γερμανών επιστημόνων  στη Λειψία στις  11 Νοεμβρίου που κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Ομολογία πίστης στον Αδόλφο Χίτλερ και το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος», μένοντας και ο ίδιος πιστός στο Χίτλερ και στο ναζισμό και στα επόμενα χρόνια .[6]
Από τη βιβλιογραφία  η οποία αναφέρεται στους λόγους που ο Χίτλερ κατάφερε να κερδίσει τις καρδιές των γερμανών, της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, και την ενεργό ή και ένθερμη υποστήριξη της ιμπεριαλιστικής του πολιτικής, έχουν ένα ειδικό βάρος οι μελέτες που αναφέρονται  στο σύνολο των οικονομικών, ιστορικών, κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών, ηθικών, παιδαγωγικών  και ψυχολογικών συντελεστών, καθώς και στον τρόπο, τις τεχνικές και τους μηχανισμούς που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ, το ναζιστικό καθεστώς, για να το πετύχει αυτό. Η προσπάθεια για την εξήγηση του χιτλερισμού απλώς ως αποτέλεσμα μεθόδων ψυχολογικής χειραγώγησης του λαού, δίνουν μόνο ένα μέρος της αλήθειας,  χωρίς να υποτιμούνται βέβαια  οι μέθοδοι, οι τεχνικές,  οι μηχανισμοί  με  τους οποίους ο Χίτλερ πέτυχε (πρόσκαιρα βέβαια) αυτό που πέτυχε – τη νίκη κατά των σημαντικότερων πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων του, των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών, του κομμουνιστικού και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.

Το ναζιστικό  καθεστώς κατάφερε, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις τους (που βέβαια ποτέ δεν είχαν σιγάσει) όχι μόνο με την εφαρμογή ενός ολοκληρωτικού τρομοκρατικού καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένης και της ολοκληρωτικής ιδεολογικής χειραγώγησης,    αλλά και επειδή ο Χίτλερ αμέσως  μετά την άνοδό του στην εξουσία προχώρησε σε ρυθμίσεις που είχαν  ως  αποτέλεσμα τη ριζική αντιμετώπιση της ανεργίας, δίνοντας δουλειά στους εργαζόμενους και μαζί εξασφαλίζοντας καλύτερες υλικές συνθήκες ζωής για τις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, από εκείνες της προηγούμενης περιόδου της Δημοκρατίας της Βεϊμάρης.[7] Η προσωρινή οικονομική  ευρωστία των ανθρώπων , μαζί με τα φόβο, ακύρωσε σε μεγάλο, ή και σε αποφασιστικό βαθμό τις αντιστάσεις απέναντι στο φαινόμενο της ολοκληρωτικής τρομοκρατίας, αλλά  και απέναντι στον υποδόριο φόβο τους για την  επιλογή του Χίτλερ να εμπλακούν οι γερμανοί σε ένα ολοκληρωτικό πόλεμο, με τις αναπόφευκτες συνέπειες και για τους ίδιους  αφού θα είχαν αντιμέτωπη ολόκληρη την ανθρωπότητα. Δεν πρέπει να ξεχνούμε το γεγονός ότι η εξάλειψη της ανεργίας είχε συνδυαστεί με την εκρηκτική ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας που ήταν συνυφασμένη και εξυπηρετούσε αυτή την επιλογή.

Το ξεπέρασμα της ανεργίας και η βελτίωση των όρων ζωής, (παράλληλα με την τρομοκρατία και το φόβο) δημιούργησαν ένα καταιγιστικό  ρεύμα υπέρ του Χίτλερ ο οποίος  εμφανίζεται στη συνείδηση μεγάλου  μέρους του πληθυσμού ως «Σωτήρας» - έτσι προβάλετε με κάθε τρόπο από το ιδεολογικό και το προπαγανδιστικό κατεστημένο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι μετά την οικονομική κρίση 1929 – 1932 οι μάζες ζητούσαν γρήγορες λύσεις στο οικονομικό τους πρόβλημα, πρώτα και κύρια. Αυτό εξουδετέρωνε ή και ακύρωνε στη σκέψη του κόσμου τις υπόνοιες για τις αρνητικές συνέπειες μιας «φιλεργατικής»και  «φιλολαϊκής» πολιτικής   που εντάσσονταν στην επιλογή ενός πολέμου εναντίον όλων – για τις  οποίες μιλούσαν βέβαια οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες. Δεν πρέπει να ξεχνούμε το ιστορικά επαναλαμβανόμενο γεγονός ότι σε καταστάσεις οικονομικής εξαθλίωσης ευρύτατες μάζες του λαού σκέφτονται και ενεργούν με βραχυπρόθεσμους όρους ή  ακόμα και με παροντικούς όρους, με  όρους της στιγμής. Συμπεριφέρονται όπως ο πεινασμένος που βρίσκεται στα πρόθυρα του λιμού στον οποίο προσφέρουν το λυτρωτικό φαγί. Δεν  θέτει το ερώτημα γιατί του δώσανε να φάει. Δεν του περνά από το νου ότι πίσω από αυτή τη χειρονομία του «ευεργέτη», του «Σωτήρα» μπορεί να  κρύβεται κάτι κακό. Υπερισχύει η ευγνωμοσύνη και μαζί το αίσθημα της ανταπόδοσης στον «ευεργέτη», στο  «Σωτήρα»  -για ό,τι  του ζητηθεί.   Πολύ περισσότερο ευγνώμων είναι  όταν  ο  «ευεργέτης», του υπόσχεται τη σταθερή ευημερία. Λίγοι είναι οι λεγόμενοι απλοί άνθρωποι που σε τέτοιες καταστάσεις μπορούν να αντισταθούν στη «προσφορά» του «ευεργέτη», πολύ περισσότερο όταν ο «ευεργέτης»  εμφανίζεται  ως ηγέτης του έθνους, ως εθνάρχης, δηλαδή ως ένας πολιτικός και πνευματικός ηγέτης ο οποίος εκφράζει και ενσαρκώνει τα εθνικά ιδανικά, διαθέτοντας κύρος σε ολόκληρο το έθνος.  Όλοι υποτάσσονται στη θέλησή του, πολύ περισσότερο όταν όλη η εξουσία συγκεντρώνεται σ΄αυτόν  - τέτοιο  ήταν το χιτλερικό καθεστώς. Ωστόσο, αυτό δεν εκφράζεται στη σύνθεση του κόμματος (ίσως αυτό να ήταν εσκεμμένη επιλογή του Χίτλερ) στο οποίο οι βιομηχανικοί εργάτες εκπροσωπούνται με το 5% του συνολικού αριθμού. Συγκεκριμένα η ταξική σύνθεση του Εθνικοσοσιαλιστικού (ναζιστικού) κόμματος είχε ως εξής: 20% δημόσιοι υπάλληλοι, 30% δάσκαλοι και καθηγητές,15% αυτοαπασχολούμενοι, 15% υπάλληλοι εκτός δημοσίου, 5% βιομηχανικοί εργάτες. Όμως, η βασική δύναμη ήταν άνδρες των S.A. (Τάγματα  Εφόδου) στους οποίους ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία το «επαναστατικό πρόγραμμα» του κόμματος, που προέβλεπε μεταξύ των άλλων  καταστολή της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίασή τους στους επιχειρηματίες των κατώτερων  οικονομικών στρωμάτων σε χαμηλές τιμές, δημιουργία εθνικού στρατού κλπ.[8]
Και δεν έκρυβε ο Χίτλερ τους στόχους της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του επιλογής,  εμφανίζοντάς την ως ιστορικά δίκαιη και αναγκαία, χρησιμοποιώντας δυο κύρια ιδεολογικά επιχειρήματα: την αποκατάσταση της «αδικίας» της συμφωνίας των Βερσαλλιών,  κατά της ηττημένης Γερμανίας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την ανάγκη «ζωτικού χώρου» για μια Γερμανία που εξελίσσονταν στη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη στην Ευρώπη. Σε ένα άλλο επίπεδο αυτή την «εθνική» επιλογή έντεχνα, σε συνεργασία με τον κορυφαίο  ιδεολόγο του ναζισμού, το Ρόζεμπεργκ, την εμφάνισαν ως  «εθνική» επιλογή, συνδέοντάς την  με την κοσμοϊστορική -ανθρωπολογική «αναγκαιότητα»  επικράτησης της άριας φυλής σε όλο τον κόσμο, με αυθεντικό εκπρόσωπό της το γερμανό, τη γερμανική φυλή. Την προσπάθεια θεωρητικής θεμελίωσης αυτής της επιδίωξης αναπτύσσει με πληρότητα ο Λούκατς στο βιβλίο του Η εκθρόνιση του νου.
Έτσι, όταν πια ο ο Χίτλερ είχε κερδίσει τις καρδιές του μεγαλύτερου μέρους των  γερμανών, τα κορυφαία στελέχη του ναζισμού μιλούσαν ανοιχτά για τα ιμπεριαλιστικά σχέδια του Χίτλερ, για το σχέδιο- υπόσχεση  επικράτησης του Τρίτου Ράιχ σε όλο τον κόσμο, και μάλιστα για χίλια χρόνια.!!   Δίνοντας με αυτό τον τρόπο μια κοσμοϊστορική ανθρωπολογική διάσταση και σημασία στις επιλογές του. Όλα αυτά, βέβαια, καλυμμένα από ένα μυστικισμό που επιδίωκε να εμφανίσει αυτό το μύθο ως ηθικό χρέος του γερμανού απέναντι στο «αυθεντικό» ανθρώπινο γένος. Αυτός ο μύθος ήταν στη βάση του «παιδαγωγικού έργου» του Χίτλερ και του καθεστώτος που στόχευε στη διαμόρφωση μιας νεολαίας που θα μπορούσε  με  ανένδοτη και ασίγαστη αγωνιστικότητα να υπηρετήσει τις πολιτικές επιλογές, τις όποιες αποφάσεις του Χίτλερ:  « Στα κάστρα του δικού μου συστήματος θα αναπτυχθεί μια νεολαία, που θα τρομάξει ο κόσμος από αυτή. Σφόδρα ενεργητική, προστακτική, βάναυση νεολαία. Αυτή είναι η επιδίωξή μου. Μέσα της δεν πρέπει να υπάρχουν συναισθηματισμοί και μαλθακότητα. Θέλω να δω μια φορά στα μάτια της τη  λάμψη της περηφάνιας και της ανεξαρτησίας των αρπακτικών. Μ’  αυτόν τον τρόπο θα εξαφανίσω χιλιάδες χρόνια ημέρευσης  της ανθρωπότητας. Τότε θα έχω στη διάθεση μου  ένα καθαρό, άριστο ανθρώπινο υλικό. Μ’ αυτό θα μπορέσω να δημιουργήσω τη νέα τάξη». Φυσικά όχι με το δρόμο του πνεύματος, διότι «η γνώση χαλάει τους δικούς μου νέους ανθρώπους». Οι νέοι «έχουν ανάγκη από πειθαρχία, δεν πρέπει να γνωρίζουν το φόβο του θανάτου.». Εδώ, γράφει ο Λούκατς, ο Χίτλερ αποκαλύπτει ποιο είναι το πραγματικό περιεχόμενο της δημαγωγικής φλυαρίας του Ρόζεμπεργκ περί της «τιμής». Ακόμα και οι ολυμπιακοί αγώνες (1936) που επίμονα ζητούσε και πέτυχε ο Χίτλερ,  χρησιμοποιηθήκαν για την ανάπτυξη του αγωνιστικού πολεμικού πνεύματος της γερμανικής νεολαίας.
Ο Χίτλερ μπόρεσε να κερδίσει την πλειοψηφία του γερμανικού λαού γιατί α) έδωσε μια παροντική έμπρακτη , γι αυτό και πειστική, απάντηση στο αίτημα για την καταπολέμηση της ανεργίας και της μαζικής εξαθλίωσης, για τη βελτίωση των οικονομικών όρων της ζωής, β)  σε συνδυασμό με την πρακτική αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας και της μαζικής ανέχειας μπόρεσε να κάνει πειστική την «εξήγησή» του για τις αιτίες της «εθνικής μιζέριας» (για την οποία μιλά αναλυτικά ο Λούκατς στο βιβλίο του), ρίχνοντας το βάρος γενικά στην αστική  δημοκρατία, ειδικότερα στη Δημοκρατία  της Βεϊμάρης. Αυτό του επέτρεψε να περάσει στη συνείδηση του λαού  την «ανάγκη» για την καθιέρωση της δικής του αντίληψης για τη δημοκρατία, τη λεγόμενη «γερμανική δημοκρατία», δηλαδή του δικού του ολοκληρωτικού δικτατορικού και αυταρχικού καθεστώτος. Ακόμα, και  η εξήγηση  στο ερώτημα για τη δεινή κατάσταση στην οποία βρισκόταν οι εργαζόμενοι και η χώρα και για την έξοδο από αυτή την κατάσταση προς ένα ελπιδοφόρο μέλλον, συνδυάστηκε με την προπαγανδιστική αξιοποίηση του εμπεδωμένου στην «εθνική» συνείδηση των γερμανών - ανοιχτού και υποδόριου- αντισημιτισμού, αλλά και της εχθρότητας των εργαζομένων προς την πλουτοκρατία , με αιχμή την αγγλική πλουτοκρατία, ένα στοιχείο ταξικής εχθρότητας το οποίο ήταν εμπεδωμένο  στη συνείδηση των εργαζομένων  από το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα, αποκαθαίροντάς το από το διεθνιστικό του πνεύμα, προσδίδοντας σ αυτή την ταξική εχθρότητα εθνικιστικό ρατσιστικό περιεχόμενο.
Πάντως, μια επισταμένη ανάγνωση του «Αγώνα» (Mein Kampf) πείθει ότι ο ρατσισμός υπερέχει  έναντι του εθνικισμού στην εθνικοσοσιαλιστική, ναζιστική ιδεολογία. Αυτό  ήταν μια συνειδητή επιλογή και εντάσσονταν ως στοιχείο σε μια προσπάθεια  αποτελεσματικής προπαγανδιστικής αντιπαράθεσης έναντι της διεθνιστικής κοσμοθεωρίας των κομμουνιστών, των μαρξιστών. Αυτό το λέει ευθαρσώς ο Χίτλερ: «πρέπει να εξασφαλίσουμε στη  ρατσιστική θεωρία  ένα αγωνιστικό όργανο, κάτι ακριβώς ανάλογο με τη    διεθνιστική θεωρία του μαρξισμού. Αυτός είναι ο σκοπός που ακολουθεί και επιδιώκει  το εργατικό εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας  : να καθοριστεί για το κόμμα  η ρατσιστική θεωρία  καθώς και οι προηγούμενες συνθήκες επιτυχίας των ρατσιστικών αντιλήψεων». Μάλιστα, ο Χίτλερ ανταποκρινόμενος στις προπαγανδιστικές ανάγκες του λαϊκισμού του καταδικάζει τον εθνικισμό ως σύστημα το οποίο επιτρέποντας  τον πλουτισμό των ανώτερων κοινωνικών τάξεων προκαλεί τη φθορά της φυλής. Πρόκειται για μια καλά μεθοδευμένη ιδεολογική χειραγώγηση του λαού. Αποκαλυπτικό είναι το παρακάτω αποσπάσιμα από τον «Αγώνα» : «Όποιος θέλει να πάρει με το μέρος του τη μάζα  πρέπει να βρει το κλειδί που ανοίγει την πόρτα της καρδιάς της. Εδώ η αντικειμενικότητα θεωρείται αδυναμία, ενώ η δύναμη είναι μόνο η θέληση. Δεν μπορούμε να κερδίσουμε την ψυχή του λαού  αν σύγχρονα δεν πολεμήσουμε σκληρά  για τα συμφέροντά του  κι’ αν δεν φροντίζουμε συνέχεια να βγάζουμε από τη μέση κάθε εχθρό  που θα στεκόταν εμπόδιο σ΄αυτό τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σε όλες τις εποχές ο λαός θεωρεί τον ατέλειωτο αγώνα  κατά των αντιπάλων του  σαν απόδειξη για το δικό του δίκιο. Γι΄αυτό το να διστάσεις να καταστρέψεις  αυτούς τους αντιπάλους  είναι σα να αμφιβάλεις για το δίκιό του. Είναι το ίδιο σα να του αρνείσαι την ύπαρξη. Η μάζα δεν είναι παρά ένα μέρος, ένα τμήμα της φύσης. Τα αισθήματά της  δεν της επιτρέπουν να επιδιώκει  το αντίθετο από αυτό που εκείνη θέλει. Δεν παραδέχεται παρά τη νίκη του δυνατού και την εκμηδένιση του αδύνατου ή τουλάχιστο την χωρίς όρους παράδοσή του.».[9]
Θα πρέπει να πω ότι αυτή η στρατηγική ιδεολογικής χειραγώγησης του λαού, τον οποίο ο Χίτλερ αντιμετωπίζει ως μάζα, έχει το πλεονέκτημα απέναντι σε μια κοινότοπη δημαγωγική στρατηγική  ή και τακτική : διασφαλίζει το δημαγωγό  από την απώλεια κύρους εξαιτίας της αδυναμίας πραγμάτωσης των υποσχέσεων και των επιδιώξεών του. Ο δημαγωγός, ο ηγέτης, μπορεί να επικαλεστεί τη μη συνεπή και ολοκληρωτική εξόντωση, φυσική ή πολιτική, των αντιπάλων του λαού. Εξάλλου, μπορεί κατά βούληση  να ονομάσει εχθρό του λαού καθέναν που διαφωνεί μαζί του, με τις επιδιώξεις του, με τις πολιτικές επιλογές του. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι οι μηχανισμοί ιδεολογικής χειραγώγησης εμφανίζουν τη μάζα να  αποδέχεται ότι  ο Χίτλερ είναι ο μόνος που έχει τη δικαιοδοσία  και το «καθήκον» να ονομάζει εχθρό του λαού, όποιον κρίνει ή επιλέγει να κατονομάσει ως εχθρό, μπορεί να κερδίσει πόντους απέναντί του, αρκεί να έχει εθιστεί ο λαός στην άποψη να θεωρεί «καλό» πολιτικό τον πολιτικό, τον ηγέτη  που ανταποκρίνεται στη θέλησή του για τη συνεπή εξόντωση του εχθρού , πολιτική ή και φυσική. Ψυχολογική προϋπόθεση γι’ αυτή τη στάση του λαού είναι να θεωρεί τον ιδεολογικό και κοινωνικό ή και πολιτικό ετεροκαθορισμό του ως αυτοκαθορισμό του, δηλαδή να θεωρεί την επιλογή του ως αυτόνομη δική του επιλογή, εκφρασμένη από τον ηγέτη. Αυτό που κυρίως χρειάζεται ο ηγέτης, ο δημαγωγός   είναι να πείσει το λαό ότι αυτός και μόνο αυτός εκφράζει τη «βαθύτερη» βούλησή του και επομένως ότι αυτός και μόνο αυτός μπορεί να υποδείξει και να κατονομάσει τους εχθρούς του λαού. Ο Χίτλερ το είχε πετύχει αυτό και με την επικουρία του μαζικού και του ατομικού  φόβου. Ας μην ξεχνούμε ότι ο μαζικός φόβος δημιουργεί δέος απέναντι στον απόλυτο ηγέτη.
Επιγραμματικά η προπαγάνδα του Χίτλερ κατά των εχθρών: των εβραίων, των  μπολσεβίκων και της αγγλικής πλουτοκρατίας (και της εβραϊκής «βέβαια»)  ήταν πειστική μάλλον για τους περισσότερους  γερμανούς επειδή, με δεδομένη την ιδεολογική τους χειραγώγηση, για την οποία μίλησα προηγούμενα, α) τους υποσχέθηκε την ικανοποίηση  του γερμανικού ονείρου της Μεγάλης Γερμανίας, προχωρώντας έμπρακτα σε ενέργειες που βεβαίωναν το γερμανικό λαό, μαζί και ένα τμήμα της διανόησης, ότι πράγματι εννοούσε ό,τι έλεγε, ό,τι υπόσχονταν: «γεναίο» εξοπλιστικό και στρατιωτικό πρόγραμμα, προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας,  αναγνώριση από δυτικούς πολιτικούς ως δίκαιες αυτές τις ενέργειες (βλέπε τη συμφωνία του Μονάχου), κλπ. , β) με αυτές τις ενέργειες και τις ιμπεριαλιστικές επιλογές  του έπειθε ότι είναι αποφασισμένος  να αποκαταστήσει το αίσθημα της ταπείνωσης που ένοιωθαν οι γερμανοί για τη συνθήκη τω Βερσαλλιών, γ) παράλληλα και με ιδιαίτερη έμφαση στην ιδεολογική του προπαγάνδα και χειραγώγηση χάιδεψε την περηφάνια των γερμανών ότι είναι περιούσιος λαός, δ) εκμεταλλεύτηκε την τάση των γερμανών  (που διαμορφώθηκε μέσα από την αγωγή που αναφέρεται σε εθνικούς μύθους με κυρίαρχο το στοιχείο του ήρωα, αξιοποιώντας με ιδιαίτερη σπουδή την ιδέα του Νίτσε για τον υπεράνθρωπο, τον Übermensch,  αλλά και την ίδια  τη μιλιταριστική παράδοση) που εκτιμά υπέρμετρα το ρόλο του Ηγέτη, του Ήρωα., ε) εκμεταλλεύτηκε την τάση των νέων για περιπέτεια και ηρωισμό. Γενικότερα, εκμεταλλεύτηκε όλες τις αδυναμίες του μικροαστού που είναι ιδιαιτέρα εθισμένος στο εθνικιστικό και το φυλετικό πνεύμα, με επίκεντρο την ιδέα περί του περιούσιου λαού – με τη συστηματική και τη μεθοδική επικουρία μεγάλης μερίδας της γερμανικής διανόησης. Αυτά είναι τα ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα τα οποία χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα ο Χίτλερ κατάφερε να κερδίσει  τις ψυχές της συντριπτικής, μάλλον, πλειοψηφίας των γερμανών και να τους ρίξει στον ολοκληρωτικό πόλεμο. Τους έπεισε ότι είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση  να επιδιώξουν τη δημιουργία του Τρίτου Ράιχ, δηλαδή να επιδιώξουν να γίνουν η ηγετική δύναμη του κόσμου για μια χιλιετία, που υπόσχονταν τη νέα τάξη πραγμάτων για όλη την ανθρωπότητα, για έναν «νέο» πολιτισμό που θα διαφεντεύει το «καθαρόαιμο» είδος, οι καλύτεροι, οι αυθεντικοί εκπρόσωποι του ανθρώπινου είδους, οι καθαροί, οι τέλειοι. «Το να είσαι Γερμανός σημαίνει να είσαι καθαρός» Με αυτή τη θέση ο Χίτλερ θέλησε να τονίσει  τη φαντασίωσή του για την τελειότητα  του άριου στοιχείου, δηλαδή των Γερμανών, στο  «νέο» πολιτισμό. Αυτό, κατά το Λούκατς δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την εφαρμογή της αμερικανικής χειραγωγικής τεχνικής της διαφήμισης.  : « Η ¨πρωτοτυπία¨  του Χίτλερ, γράφει ο Λούκατς,  έχει να κάνει με το ότι είναι ο πρώτος που εφαρμόζει την αμερικανική τεχνική της διαφήμισης στη γερμανική πολιτική και την προπαγάνδα, με σκοπό την αποβλάκωση και την εξαπάτηση των μαζών.» Και προσθέτει: «Όταν η φιλοσοφία της ζωης και ο μονοπωλιακός καπιταλισμός ενώνονται στο πρόσωπο του Χίτλερ, η πιο αναπτυγμένη τεχνική του μονοπωλιακού καπιταλισμού συναντιέται  με την πιο αναπτυγμένη  μονοκαπιταλιστική - αντιδραστική ιδεολογία της ιμπεριαλιστικής εποχής, τη γερμανική». Αυτή η διαπίστωση- θέση – εξήγηση του Λούκατς επιτρέπει τη συγκεκριμενοποίηση της πολυειπωμένης (τώρα) φράσης του Χορκχάιμερ: «Πρέπει πράγματι να σιωπά για το φασισμό όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό».
Ο Λούκατς  δε μιλά γενικά για τη σχέση του φασισμού με τον καπιταλισμό. Μιλά για τη σχέση του φασισμού με το μονοπωλιακό καπιταλισμό, μιλά για την ιμπεριαλιστική εποχή, για την ιμπεριαλιστική ιδεολογία και  φιλοσοφία της ζωής.– σε μια αντίληψη της κοινωνικής προόδου που τη συνδέει με  την ιστορική αναγκαιότητα  υπέρβασης του καπιταλισμού και διατυπώνει μια θέση με ιδιαίτερη μεθοδολογική σημασία. Γράφει:  «αντικειμενικά – θεωρητικά ο αποκλεισμός της ιδέας της προόδου καθιστά αδύνατη τη σύλληψη της ιστορίας».Για το Λούκατς κοινωνική πρόοδος και σοσιαλισμός είναι στην εποχή μας περιεχομενικά ταυτόσημες έννοιες. Όποιος επιλέγει την κοινωνική πρόοδο «οφείλει» να επιλέξει το σοσιαλισμό. Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναφορά στην «πνευματική διαπάλη» σχετικά με το θέμα της προόδου, γράφει: «Μέχρι του 1848 το κύριο περιεχόμενο της πνευματικής διαπάλης  ήταν : από τη μια μεριά ο αγώνας για την αστική δημοκρατική πρόοδο που ανέδειξε η γαλλική επανάσταση και από την άλλη ο αγώνας για το στάτους κβο του φεουδαρχικο-γερμανικού ολοκληρωτισμού. Μετά τη μάχη του Ιούνη του 1848, ιδιαίτερα μετά την Παρισινή Κομμούνα, κι ακόμα περισσότερο μετά το Μεγάλο Οκτώβρη του 1917, έχουν αλλάξει τελείως τα μέτωπα. Είτε ξέρει κανείς είτε όχι, είτε θέλει είτε όχι, πρέπει να αποφασίσει αν είναι υπέρ του σοσιαλισμού ή υπέρ του μονοπωλιακού καπιταλισμού και όλα όσα εκφράζονται μέσα από την κοσμοαντίληψή του…».
Πρόκειται για μια εκτίμηση- θέση που κατά παράδοξο τρόπο – για όσους αδυνατούν να σκεφτούν με τους όρους της διαλεκτικής της ιστορίας- τώρα, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και την ολοκληρωτική κυριαρχία του κεφαλαίου στην παγκόσμια οικονομία, γενικότερα: στη ζωή της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας, αυτή η εκτίμηση- θέση του Λούκατς , είναι  περισσότερο πραγματική, όσο ποτέ προηγούμενα – για την περίοδο μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Μιλώ εδώ με τους όρους της φιλοσοφίας, δηλαδή  με τους όρους της διαχρονικής δυναμικής της ιστορίας ως ολότητας – και όχι με τους παροντικούς  όρους του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, τους οποίους βέβαια δεν αγνοώ. Το θέμα αυτό χρήζει ειδικής πραγματείας. Και υπάρχουν μελέτες για το θέμα από σοβαρούς μελετητές του. Αναφέρω εδώ ενδεικτικά – αλλά και με έμφαση- το βιβλίο του Ίστβαν Μέσαρος   «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».[10] Στο ίδιο πνεύμα είναι γραμμένο το βιβλίο  μου Παγκοσμιοποίηση και σοσιαλισμός. Θεωρητικό πλαίσιο πρότασης σοσιαλισμού  στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας.[11] Όμως, ας δούμε όλο το έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου του Λούκατς Η εκθρόνιση του νου, με τον τίτλο Κοινωνικός δαρβινισμός, φυλετική θεωρία  και φασισμός, σε δική μου μετάφραση από τα ουγγρικά.

 





















Κοινωνικός δαρβινισμός, φυλετική θεωρία  και φασισμός

1 Αρχές της φυλετικής θεωρίας στον 18-ο αιώνα.

Ο βιολογισμός στη φιλοσοφία και στην κοινωνιολογία  αποτελούσε πάντα τη βάση των αντιδραστικών κοσμοθεωρητικών τάσεων. Προφανώς  αυτό  δεν έχει καμία σχέση με τη βιολογία και την επιστήμη. Έχει να κάνει, μάλλον, με τις συνθήκες διεξαγωγής των ταξικών αγώνων που δημιούργησαν την ανάγκη κατασκευής ψευδοβιολογικών εννοιών, ψευδοβιολογικών μεθόδων ως μέσων των αντιδραστικών δυνάμεων στον αγώνα τους ενάντια στην ιδέα (κονσέπτ). της προόδου Η χρήση τέτοιων παραποιημένων βιολογικών εννοιών  στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία αποκτά, στην πορεία της ιστορίας, ανάλογα με τις συνθήκες, μια παιδαριώδη (ναίφ) ή μια ραφιναρισμένη μορφή. Η εφαρμογή της στην  κοινωνία και στο κράτος, κατ’ αναλογία προς την οργάνωση, συνοδεύεται πάντα και όχι τυχαία από  την τάση των υποστηρικτών της να δείξουν τη «φυσικότροπη» δομή της εκάστοτε κοινωνίας. Στο μύθο του Μενένιους Αγρίππα φαίνεται καθαρά αυτή η τάση που δίνεται με τη μορφή του χαρίσματος.

Στον αγώνα της αντίδρασης κατά της γαλλικής επανάστασης αυτό το οργανικό υπόδειγμα , εμφανίζεται ήδη στον Μπούρκε (Burke) με μια νέα απόχρωση. Αναφέρεται όχι μόνο στις στατικές καταστάσεις, αλλά και στη δυναμική εξέλιξη. Ο Burke θεωρεί «φυσικότροπη»  μόνο την «οργανική μεγέθυνση», δηλαδή την αλλαγή η οποία πραγματοποιείται με τη συγκατάθεση της κυρίαρχης τάξης  και αφορά τις μικρές σταδιακές μεταρρυθμίσεις. Κάθε επαναστατική αλλαγή θεωρείται « αντί – φυσική».  Αυτή η άποψη αποκτά  μια καλά δομημένη μορφή κατά την περίοδο ανάπτυξης του αντιδραστικού γερμανικού ρομαντσμού ( Savigny.Σχολή του ιστορικού δικαίου κλπ) με ευρεία επιρροή. Οι εκφραστές της προχωρούν στην επεξεργασία της άποψης για την αντίθεση «οργανικής μεγέθυνσης» και «μηχανικής δημιουργίας». Αυτή η άποψη υπερασπίζεται τα φεουδαρχικά προνόμια τα οποία δημιουργήθηκαν μέσα από τη «μεγέθυνση», ενάντια στην πρακτική της γαλλικής επανάστασης, ενάντια στις αστικές ιδεολογίες που  βασίζονταν στην επανάσταση. Αυτές τις ιδεολογίες τις απορρίπτει ως μηχανιστικές, διανοουμενίστικες, αφηρημένες..

Αυτή η αντίθεση η οποία αρχικά είχε οξυνθεί, έχει βαθιές ρίζες. Η ιδεολογία της ανερχόμενης αστικής τάξης αγωνίζεται, στο πνεύμα των ταξικών της συμφερόντων, για την ισότητα των ανθρώπων (δηλαδή για την αστική, τυπική ισονομία). Ασκεί δριμύτατη κριτική κατά των υφιστάμενων φεουδαρχικών προνομίων, κατά της φεουδαρχικής ταξικής  ανισότητας των πολιτών.Στην πορεία όξυνσης αυτής της πάλης κλονίζεται η εξουσία των ευγενών. Η αριστοκρατία χάνει τα οικονομικά και τα πολιτικά της προνόμια, τις πραγματικές μεσαιωνικές κοινωνικές λειτουργίες της, γινόμενη ολοένα και περισσότερο μια παρασιτική τάξη. Αισθάνεται μια εσωτερική ανάγκη ιδεολογικής υπεράσπισης των προνομίων της.
 
 Μέσα από αυτούς τους αγώνες αναπτύσσεται η φυλετική θεωρία. Οι ιδεολόγοι της τάξης των ευγενών προχωρούν στην υπεράσπιση  της ιδέας της ταξικής ανισότητας των ανθρώπων, λέγοντας  ότι  αυτή αποτελεί τη νομική έκφραση της φυσικής ανισότητας των ανθρώπινων ειδών, της υπάρχουσας φυσικής ανισότητας γι’ αυτό κανένας θεσμός δεν  μπορεί να την καταργήσει, χωρίς να απειλήσει τις σπουδαιότερες αξίες  της ανθρωπότητας.

  Ήδη στις αρχές του 18-ου αιώνα ο κόμης Boulainvilliers γράφει βιβλίο  (1727) με το οποίο προσπαθεί να  δείξει ότι στη Γαλλία οι ευγενείς είναι απόγονοι της παλιάς κυρίαρχης φυλής των Φράγκων (Frank), ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός είναι οι απόγονοι των καταπιεσμένων Γάλλων  (Galls).[12] Υποστηρίζει λοιπόν ότι υπάρχουν δυο ποιοτικά διαφορετικά είδη ανθρώπων που βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους και ότι η ανωτερότητα των Φράγκων  μπορεί να καταργηθεί μόνο με την κατάργηση του πολιτισμού.  Η δημοσιογραφία (publicistica) του 18-ου αιώνα πολεμά με πάθος αυτή την άποψη. Έτσι, μεταξύ των άλλων ο Dubos  (1734) δηλώνει ότι η κατάληψη της Γαλλίας από τους Φράγκους είναι ένας απλός θρύλος.[13]

 Στη διάρκεια της επανάστασης αυτή η πολεμική οξύνεται ιδιαίτερα. Ο Volney στο έργο του με τον τίτλο « Ερείπια»,[14] ειρωνέυεται την αξίωση των ευγενών να θεωρούν ότι εκπροσωπούν το προνομιούχο και καθαρό είδος. Ο Volney αναφέρεται ειρωνικά στο μεγάλο αριθμό των ευγενών που απαρτίζουν την τάξη των νεόπλουτων, των βιομηχάνων κλπ οι οποίοι εξαγόρασαν με ζεστό χρήμα  τον τίτλο του ευγενούς από τη μοναρχία, και οι οποίοι, επομένως, ανήκουν στο είδος των πληβείων, ενώ o S.Sieyes, κορυφαίος ιδεολόγος  της γαλλικής μπουρζουαζίας, παλεύει σε θεωρητικό επίπεδο ενάντια στο δίκαιο το οποίο βασίζεται στις κατακτήσεις. Η Τρίτη τάξη  λέει ο Sieyes «πρέπει να επιστρέψει στα χρόνια  πριν από τις κατακτήσεις. Όμως, επειδή σήμερα είναι αρκετά ισχυρή  έτσι που μπορεί να αποτρέψει  τον κίνδυνο να κατακτηθεί, η αντίστασή της θα είναι οπωσδήποτε πιο αποτελεσματική. Γιατί να μη στείλει λοιπόν πίσω  στα φραγκικά δάση όλες τις οικογένειες που τολμούν να λένε ότι κατάγονται από τις φυλές των κατακτητών και ότι είναι κληρονόμοι των δικαιωμάτων τους».[15]

 2. Η θεμελίωση της φυλετικής θεωρίας από το Gobineau  (Γκομπινώ)

Έτσι, ακόμα στην περίοδο  της γαλλικής επανάστασης ξεμπερδεύουν  επιστημονικά με αυτή την αρχική μορφή της φυλετικής θεωρίας. Όμως, επειδή με την επανάσταση δεν καταργούνται οι ταξικές δυνάμεις που είναι πίσω από αυτή την άποψη, ακόμα επειδή  συνεχίζεται ο αγώνας κατά της δημοκρατίας, αποκτώντας ολοένα και νέες μορφές, αυτό καθιστά αναγκαία την ανανέωση της φυλετικής θεωρίας, την αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης.  Αυτές οι αλλαγές εκφράζουν και υπηρετούν την εξέλιξη των ταξικών αγώνων. Αυτό εν μέρει γίνεται υπό το βάρος μιας μεγαλύτερης ή μικρότερης επιρροής που ασκεί η φεουδαρχική αντίδραση στην κρίσιμη περίοδο ανάπτυξης της αστικής δημοκρατίας. Αυτές οι αλλαγές εξέφραζαν εν μέρει και τις ιδεολογικές ανάγκες του τμήματος εκείνου της μπουρζουαζίας που είχε γίνει αντιδραστική  και είχε ανάγκη να στηριχθεί  πολιτικά στα φεουδαρχικά κατάλοιπα, σφετεριζόμενη    κάποια στοιχεία  αυτής της ιδεολογίας. Έτσι ,ιδιαίτερα στη Γερμανία,  αναπτύσσονται οι διάφορες «οργανικές» θεωρίας στις οποίες αναφερθήκαμε.

 Ωστόσο, στο πρώτο μισό του 19-ου αιώνα η επιρροή των φυλετικών θεωριών είναι ασήμαντη. Οι εκπρόσωποί τους σήμερα έχουν τελείως ξεχαστεί. Μόνον οι φασίστες «επιστήμονες» αισθάνθηκαν το καθήκον να ξεθάψουν αυτούς τους προγόνους  τους, να τους φέρουν στο φως. Έτσι, π.χ. το όνομα του καθηγητή του Βραδεμβούργου Karl Vollgraf, που το 1855 εξέδωσε ένα βιβλίο για τη φυλετική  θεωρία  είναι δύσκολο να το συναντήσει κανείς ακόμα και στα πιο μεγαλύτερα εγχειρίδια. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με το ότι μετά την ήττα της επανάστασης του 1848 στη Γερμανία  οι μορφές που χρησιμοποιήθηκαν για  την αντιδραστική εξέλιξη των πραγμάτων, δεν δημιούργησαν την ανάγκη  δικαιολόγησης των προνομίων των ευγενών σε ρατσιστική βάση. Ο βοναπαρτιστικός συμβιβασμός  του Μπίζμαρκ είχε εξασφαλίσει την κυρίαρχη θέση των γιούγκερς της Πρωσίας στη Γερμανία με τέτοιο τρόπο που ευνοούσε την καπιταλιστική ανάπτυξη, χωρίς να χρειαστεί να προβεί στην ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας. Οι φεουδάρχες γιούγκερς δεν απειλούνταν από μία τέτοια εξέλιξη  για να αισθάνονται την ανάγκη να επικαλεστούν  τη φυλετική τους ανωτερότητα.

Περίπου την ίδια περίοδο, παράλληλα με το έργο στο οποίο έχω αναφερθεί,  εκδίδεται ένα βιβλίο το οποίο σιγά- σιγά  προβάλλει τη ρατσιστική ιδέα σε οικουμενικό επίπεδο. Πρόκειται για το έργο του Γκομπινώ «Η ανισότητα των ανθρώπινων φυλών». Και αυτό το βιβλίο γράφτηκε στην αντιδραστική περίοδο της εποχής του Ναπολέοντα του Τρίτου. Ωστόσο, οι συνθήκες στη Γαλλία διέφεραν κατά πολύ από εκείνες στη Γερμανία. Στη Γερμανία η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των γιούγκερς, έτσι η καπιταλιστικοποίησή της μπορούσε να πραγματωθεί παράλληλα με τη διαφύλαξη των συμφερόντων τους. Στη Γαλλία η ναπολεόντια αντίδραση απογοήτευσε τους νομιμόφρονες  φεουδαρχικούς κύκλους που στις περιόδους της επαναστατικής κρίσης, ως μέρος του «κόμματος της τάξης»,βοήθησαν στην ανάληψη της εξουσίας από το Ναπολέοντα τον Τρίτο. Παράλληλα, τα καλύτερα μυαλά τους είχαν διδαχτεί κάποια πράγματα από την επανάσταση σχετικά με τις αντιφάσεις της αστικής δημοκρατίας. Αυτό επέτρεψε τη δημόσια προβολή και πάλι της φεουδαρχικής ρατσιστικής ιδεολογίας, με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Γκομπινώ και τη ευρεία απήχηση του έργου του. Όμως, στην αρχή η απήχησή του ήταν ελάχιστη. Ο ίδιος παραπονέθηκε στον Τοκβίλ ότι το βιβλίο του παρασιωπάτε στη Γαλλία. και ότι πραγματική απήχηση  έχει μόνο στις ΗΠΑ. Ο Τοκβίλ, παρά την προσωπική φιλία του με τον Γκομπινώ, του είπε ότι αυτό έχει να κάνει με το ότι ανταποκρίνεται  στα συμφέρονταν των δουλοκτητών των κρατών του Νότου.[16] Πάντως, κοινωνικά- ιστορικά, η πρώτη μεγαλύτερη απήχηση της σύγχρονης φυλετικής  θεωρίας (στη Γαλλία- Θ.Β.) έχει μεγάλη σημασία. Διότι, αν και προσωπικά ο Γκομπινώ γράφει υποκινούμενος από φεουδαρχικά- αριστοκρατικά ταξικά συμφέροντα,  διακηρύττει τις αρχές τους, ωστόσο έπρεπε να ζει σε μια κοινωνία που καθιστούσε πλέον ουτοπική την επιστροφή στις παλιές, κληρονομικά αριστοκρατικές θέσεις.
Στο επίκεντρο του ιδεολογικού αγώνα της μπουρζουαζίας είχε μπει  ο αγώνας κατά του ανερχόμενου προλεταριάτου στην ιστορική σκηνή (βλέπε τη μάχη του Ιουνίου του 1848). Εξάλλου, οι ιδιοκτήτες των φυτειών στο Νότο  –παρά τη δουλοκτητική μορφή εκμετάλλευσης των δούλων – ήταν καπιταλιστές. Ήταν παραγωγοί της βασικότερης πρώτης ύλης της τότε καπιταλιστικής οικονομίας των ΗΠΑ.

Η δραστική αναζωπύρωση της φυλετικής θεωρίας στις συνθήκες του 19-0υ  - 20-ου αιώνα πραγματοποιείται όταν αυτή μετατρέπεται σε   αγωνιστική ιδεολογία της πιο αντιδραστικής μπουρζουαζίας. Στην πορεία μιας τέτοιας αστικοποίησης,    η οποία, όπως είδαμε, περνά μέσα από το γενικό φιλοσοφικό ιρρσιοναλισμό του Σοπενχάουερ, Νίτσε, κλπ., καθιστά αναγκαία τη στροφή από τον  Γκομπινώ  στο Ρόζεμπεργκ.
Αφετηρία και κύρια  τάση του Γκομπινώ ήταν ο αγώνας ενάντια στη δημοκρατία, ενάντια στην «αντιεπιστημονική», «αντι – φυσική» άποψη για την ισότητα των ανθρώπων. Την άποψη αυτή του Γκομπινώ  βάζει στο στόχαστρο της κριτικής του ο Τοκβίλ, αμέσως μετά την πρώτη ανάγνωση του βιβλίο του. Σύμφωνα με τον Γκοπινώ, γράφει ο Τοκβίλ, όλα τα κακά στην ιστορία προκύπτουν από την αντίληψη για την ισότητα των ανθρώπων. Το βιβλίο του Γκομπινώ είναι αντιδραστικό, προέκυψε από το γενικό κλίμα κορεσμού στην επανάσταση. Η επίδρασή του είναι φαταλιστική. Είναι όπιο το οποίο δίνεται σε αρρώστους. Ακόμα, ο Τοκβίλ δείχνει ότι η φυλετική  θεωρία του δεν ταιριάζει με το χριστιανισμό και τον καθολικισμό. Ο Γκομπινώ αυτό το θεώρησε  ιδιαίτερα προσβλητικό.[17]
 Ο διάσημος, επιεικώς φιλελεύθερος, ιστορικός Τοκβίλ στις σημειώσεις του γιο το βιβλίο του Γκομπινώ, σωστά, αναδεικνύει ορισμένα πολιτικά – ιδεολογικά χαρακτηριστικά του, που επιτρέπουν να δει κανείς ότι ο Γκομπινώ είναι μια μεταβατική προσωπικότητα  στην ιστορία της φυλετικής  θεωρίας. Από τη μια αναπτύσσει έναν νέο, «σύγχρονο», δηλαδή μισοαστικό στη μορφή του, λόγο, έναντι του φεουδαρχικού αντιδραστικού λόγου για τη «φυσική» καταγωγή της ανισότητας των ανθρώπων, όμως, από την άλλη αδυνατεί να προχωρήσει σε μια πραγματικά ριζοσπαστική αστικοποίηση της φυλετικής θεωρίας. Εμφανίζεται με την πόζα του φυσικού επιστήμονα, κάνει τον ουδέτερο, χωρίς να μπορεί να κρύψει το αντεπαναστατικό του πρόσωπο. Να τι γράφει:  «Ο εξεγερμένος στα μάτια (της επιστημονικής γνώσης – Gy.L.) δεν είναι άλλο από ένα ανυπόμονο, υπερφιλόδοξο, βλαπτικό άτομο. Είναι ένας Τιμολέων, ένας φονιάς, ένας αποκρουστικός κακούργος Ροβεσπιέρος».[18]
Η ανυπόστατη αξίωση της «φυσικοεπιστημονικής» ακρίβειας και ο παμφλετισμός χαρακτηρίζουν όλο το έργο του Γκομπινώ. Ο Γκομπινώ είναι ένας  μαχητικός αντιδραστικός. Η φυλετική  θεωρία του είναι μια μαχητική θεωρία  ενάντια στη δημοκρατία. Η θέση  του για την ανισότητα των ανθρώπων  συνιστά σύμπτωμα της αιματολογικής μείξης, της μη καθαρότητας του αίματος. Σε «κανονικούς καιρούς», λέει, δέχονται την ανισότητα ως κάτι το αυτονόητο. Γράφει: «Από τη στιγμή που στις φλέβες των πολιτών ενός κράτους κυλά μεικτό αίμα, αυτοί οι πολίτες, επικαλούμενοι το μεγάλο αριθμό που εκπροσωπούν αισθάνονται ότι καλούνται να δηλώσουν ως αλήθεια με γενική ισχύ αυτό που μόνο γι αυτούς είναι αλήθεια, δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι.».[19]
Όμως, ο Γκομπινώ δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει τη μαχητική γραμμή του. Δεν μπορεί να προσδιορίσει με σαφήνεια τους συγκεκριμένους στόχους  της διδασκαλίας του και της μεθόδου του στους οπαδούς του. Περιγράφει μόνο τη φαταλιστική προοπτική καταστροφής του πολιτισμού, που θα προκύψει ως αποτέλεσμα μείξης.: «Η αρχική λευκή φυλή εξαφανίζεται   από το πρόσωπο της γης […] Εκπροσωπείτε πλέον από μπάσταρδους».[20] Όταν λήξη αυτή η διαδικασία της μείξης  θα υπάρξει «η πτώση μέσα στο τίποτα. Οι λαοί όμοια με ανθρώπινα κοπάδια ,αγέλαστοι. Από αυτή τη στιγμή θα ζουν αποσβολωμένοι μέσα στο τίποτα της ύπαρξής τους σαν τα βουβάλια που μηρυκάζουν μέσα στα στεκούμενα νερά του έλους [….] Δεν προκαλεί ο θάνατος το θρήνο μας ,αλλά η βεβαιότητα ότι θα βρεθούμε ατιμασμένοι.».[21]
Ο φαταλιστικός πεσιμισμός διαφοροποιεί πρώτα απ’ όλα  τον Γκομπινώ από το σημαντικό διάδοχό του, τον Τσάμπερλαιν, καθώς και από το Χίτλερ- Ρόζεμπεργκ η φυλετική  θεωρία των οποίων αποτελεί οργανικό μέρος της μαχητικής αντιδραστικής δημαγωγίας. Μιας δημαγωγίας η οποία σε μεγάλο βαθμό  γκρεμίζει τα παλιά φεουδαρχικά όρια της αντίδρασης – μετατρέπεται σε σκοταδιστική ιδεολογία του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι υπάρχουν στοιχεία της θεωρίας του Γκομπινώ τα οποία, με μια ορισμένη έννοια, περνούν στους διαδόχους του, όπως π.χ. η άποψη ότι η ανάπτυξη σημαίνει πάντα χειροτέρεψη. (η φυλετική μείξη αναπόφευκτα οδηγεί στο φυλετικό εκφυλισμό).Έτσι, σ αυτούς ο ακτιβισμός της όψιμης φυλετικής  θεωρίας τους αναπτύσσεται πάνω στην ίδια πεσιμιστική αντιαναπτυξιακή βάση, όπως και στον Γκομπινώ. Μόνο που η θέση της φαταλιστής απαισιοδοξίας μετατρέπεται σε απαισιόδοξο τυχοδιωκτικό ακτιβισμό. Αυτή η αλλαγή φέρνει στο προσκήνιο της σκέψης δύο στοιχεία τα οποία λείπουν από τον Γκομπινώ. Πρώτα απ΄ όλα τη  δήθεν επαναστατική αντικαπιταλιστική κοινωνική δημαγωγία που αποτελεί τη βάση του ακτιβισμού (πάντως, και ο Γκομπινώ αισθάνεται  βαθιά απέχθεια απέναντι στη καθαρά αστική κουλτούρα, απέναντι στην καπιταλιστική ιδεολογία, όμως, αυτή η απέχθεια περιεχομενικά  είναι φεουδαρχική, ενώ αισθητικά παραμένει φαταλιστική).Αργότερα, παράλληλα με αυτή τη στροφή, απορρίπτεται η χριστιανική - φεουδαρχική αντιδραστική ιδεολογία και η ευρύτερη, επίσης δημαγωγική, παραχώρηση στα αντιθρησκευτικά αιτήματα των ευρύτερων μαζών. ( Θα δούμε ότι και εδώ, όπως και σε πολλά  άλλα σημεία, ο Τσάμπερλαιν κάνει τη μετάβαση από τον Γκομπινώ στον Ρόζεμπεργκ).
 Οι διαφορές στις οποίες αναφερθήκαμε δεν είναι προσωπικές, αλλά ιστορικές. Η σύγχρονη κοινωνική δημαγωγία δημιουργήθηκε στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Οι πρώτες – αρχικές  και περαστικές- μορφές εμφανίζονται με τον αντισημιτισμό του Stöcker στη Γερμανία (από το 1878) και το boulangerismus στη Γαλλία ( 1886 -9). Πιο αναπτυγμένες αυτές οι μορφές  εμφανίζονται μέσα από τη χριστιανική- κοινωνική αντισημιτική  προπαγάνδα  του Lenger στην Αυστρία, που επηρέασε άμεσα το Χίτλερ, κλπ. Μετά τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο  οι απόψεις του Langer εξακολουθούν να είναι στην ημερήσια διάταξη.
Το κίνημα του Χίτλερ είναι η ποιο αναπτυγμένη, η πιο συνειδητή, η πιο πετυχημένη παραλλαγή του ρατσισμού. Όμως, γι αυτό χρειαζόταν μια εντελώς διαφορετική οξυμμένη ταξική αντιπαράθεση, σε σχέση με εκείνη της εποχής στην οποία έζησε ο Γκομπινώ. Πρώτα απ’ όλα χρειαζόταν οι πλατιές μάζες να έχουν συγκλονιστεί βαθύτερα από τις αντιφάσεις της αστικής δημοκρατίας. Χρειάστηκε να έχουν απογοητευθεί από τους δρόμους που είχε υποδείξει η αστική δημοκρατία και ο ρεφορμισμός στο εργατικό κίνημα. Η κοινωνική δημαγωγία της ρατσιστικής θεωρίας,   στην ουσία, τώρα πλέον, είναι μία αριστοκρατική αντιδραστική- αντιδημοκρατική ιδεολογία. ¨Όμως, δεν επαναφέρει το  φεουδαρχικό ιδεώδες. Δεν είναι μια διδασκαλία που δείχνει προς το παρελθόν, αλλά προς το μέλλον.
 Την περίοδο του Ναπολέοντα του Τρίτου η φεουδαρχική -αριστοκρατική αντιπολίτευση είχε στραμμένο το πρόσωπό της στο παρελθόν, ενώ οι  εργαζόμενοι που είχαν απογοητευθεί από τη βοναπαρτιστική κυριαρχία ξεπερνώντας την κατήφεια που προκάλεσε  η ήττα του 1848,  απελευθερωμένες από την επίδραση της δημαγωγίας των δεκεμβριστών, ολοένα και περισσότερο έκλειναν προς τα αριστερά, προς την κατεύθυνση αναγέννησης της δημοκρατίας ή ακόμα και του αγώνα για το σοσιαλισμό. Από αυτή την κατάσταση προκύπτουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Γκομπινώ, ειδικότερα ο φαταλιστικός πεσιμισμός του. Μόνο η   ριζική άρνηση της προοπτικής  της δημοκρατικής εξέλιξης, η πεισματική  εμμονή στην ξεπερασμένη  φεουδαρχική ανισότητα, μπορούσε να δημιουργήσει μια τέτοια πεσιμιστική διάθεση.
Η θέση του Γκπμπινώ στη εξέλιξη της φυλετικής  θεωρίας καθορίζεται από τα εξής στοιχεία:  Ο Γκομπινώ είναι ο πρώτος ο οποίος ύστερα από ένα μεγάλο διάλειμμα εισήγαγε τη φυλετική σκέψη στον ευρύτερο κόσμο και στους κύκλους της παρακμασμένης, έστω, διανόησης. Επίσης ανέπτυξε την αυθαίρετη μέθοδο με την οποία αργότερα, με τη διαμεσολάβηση του Τσάμπερλαιν στο Χίτλερ και Ρόζεμπέργκ, έγινε αποτελεσματική ως ένα κράμα μιας υποτιθέμενης επιστημονικής ακρίβειας και ενός αλλοπρόσαλλου μυστικισμού. Δημιουργείται ένα κλίμα πλήρους αυθαιρεσίας και σύγχυσης άλυτων και ανεπίλυτων αντιφάσεων, που επιχειρεί να κάνει προσιτή την παλιά φεουδαρχική φυλετική  θεωρία από το σύγχρονο αναγνώστη, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Η παλιά φυλετική θεωρία είναι πολύ απλή, έτσι που θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν πρόκειται για θεωρία: Εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι όλοι  γνωρίζουν ποιος είναι ο αριστοκράτης. Ο αριστοκράτης είναι μια καθαρή ράτσα. Κατάγεται από μια ανώτερη φυλή : Οι Φράγκοι έναντι των πληβείων Κελτών της  Γαλλίας (Gallia). Ακόμα, η  εκσυγχρονισμένη φυλετική θεωρία δεν μπορεί να είναι ουδέτερη απέναντι στην επιστημονική εξέλιξη, επομένως δεν μπορεί να δειχτεί αυτή την ιδιαίτερα απλοϊκοποιημένη θέση. Πρέπει να προχωρήσει σε  έναν τακτικό ελιγμό, αφού η σύγχρονη επιστήμη αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει και δεν υπήρχε ποτέ  καθαρή φυλή – τουλάχιστο στους ιστορικούς χρόνους. Επίσης, είναι γενικά γνωστό και αναγνωρισμένο ότι τα αντικειμενικά διαφοροποιητικά γνωρίσματα των διαφόρων φυλών υπάρχουν  σε πολύ περιορισμένο βαθμό.Η αναφορά σ’αυτά οδηγεί σε αποτυχία, αν θελήσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε για τον φυλετικό ορισμό ενός ιστορικού λαού ή ενός ατόμου.
Η αποδοχή αυτών των αληθειών οδηγεί στην απόρριψη κάθε φυλετικής  θεωρίας ως ερμηνευτικής μεθόδου της ιστορίας. Η «προσφορά» του Γκομπινώ στην ανάπτυξη της αντιδραστικής ιδεολογίας συνίσταται στο ότι άνοιξε τους δρόμους για την ανανέωση της φυλετικής  θεωρίας η οποία αργότερα κορυφώθηκε στο χιτλερισμό. Αναφορικά με τη θεωρία  καθαρότητας της φυλής ο Γκομπινώ αποτελεί, σαφώς, μια μεταβατική προσωπικότητα. Παρά τις ορισμένες ψευτοεπιστημονικές κορώνες του, επιλέγει την καθαρή διαισθητική, ενορατική  ιρρασιοναλιστική οδό του ιστορικού μύθου. Σκαρώνει ελεύθερα παραμύθια, συνθέτει μια νέα εικόνα της παγκόσμιας ιστορίας σε φυλετική βάση και με περιττή αφέλεια, πατώντας στις φεουδαρχικές- αριστοκρατικές παραδόσεις, εμφανίζει τις λεγόμενες φυλές, τη ανάμειξη  των φυλών ως απόλυτα γνωστά πράγματα, που δεν επιδέχονται περαιτέρω εξήγηση και ανάλυση.(Σ αυτές τις απόψεις συναντάτε με πολλούς, επίσης ψευδοεπιστήμονες, γάλλους κοινωνιολόγους  της εποχής οι οποίοι επίσης μιλούν για τη φυλή, ωσάν το περιεχόμενο και το περιβάλλον αυτής της έννοιας να είχε ή θα μπορούσε να έχει κάποιο επιστημονικό προσδιορισμό. Βέβαια, στο έργο και τη μεθοδολογία αυτών των «επιστημόνων» η φυλετική  θεωρία δεν είχε  αποκλειστικά κεντρική θέση. Στον Taine, στον    Renan κλπ. είναι επίσης θολή η ψευδοεπιστημονική έννοια της φυλής και αποτελεί μία ερμηνευτική βάση, ανάμεσα σε άλλες.
 Η ψευτοεπιστημονική και μαζί διαισθητική  αποδεικτική του Γκομπινώ λειτούργησε ως στοιχείο επιρροής της θεωρίας του, αλλά και των ορίων της. Αργότερα οι συνειδητοί μαχητικοί θεωρητικοί του ρατσισμού οι οποίοι είχαν προετοιμάσει την άνοδο του φασισμού, θεωρούσαν ντροπιαστικό για τον Γκομπινώ αυτή την εξόφθαλμη αντιεπιστημονικότητά του. Έτσι, ο Τσάμπερλαιν, ο οποίος σιωπηλά  είχε πάρει πολλά από τον Γκομπινώ, απορρίπτει με σφοδρότητα το έργο του, λέγοντας ότι δεν έχει ιδέα από  επιστήμη. Γράφει : «Σοβαρή φυλετική  θεωρία δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στο μύθο Sen, Cham και  Jafet, ακόμα και αν αυτό συνοδεύεται από πνευματώδεις, φαντασιοσκοπικές υποθέσεις, ανακατεμένες με διαισθήσεις , αλλά μόνο σε θεμελιακές συνολικές επιστημονικές γνώσεις».[22] Σ’αυτή την κριτική εκφράζεται και η αντίθεσή του απέναντι στον Γκομπινώ ο οποίος ως ορθόδοξος καθολικός προσπαθεί να μονιάσει το  φυλετικό θεωρητικό ιστορικό σχήμα του  με την Παλαιά Διαθήκη. Αυτό ο Τσάμπρλαιν το απορρίπτει ως εβραϊκό κατασκεύασμα.
Σε κάθε  περίπτωση ο Γκομπινώ  έπρεπε να θέσει το θέμα της καθαρότητας της φυλής. Υποστηρίζει ότι καθαρότητα της φυλής είναι το ιδεώδες  που μπορεί να πραγματοποιηθεί πλήρως. Γράφει: «Είναι λάθος να υποστηρίζει κανείς ότι είναι κακή κάθε μείξη. Αν οι τρεις βασικοί τύποι παραμένουν αυστηρά χωρισμένοι μεταξύ τους τότε, αναμφίβολα, θα μπορούσαν να παραμείνουν σε υπεροχή οι ωραιότεροι κλώνοι  της λευκής φυλής, ενώ ο μαύρος και ο κίτρινος τύπος  θα είναι για πάντα στο κάτω μέρος, ακόμα και πιο κάτω  από τα ασήμαντα έθνη της φυλής.  Αυτή θα μπορούσε να είναι  μια ιδανική βάση την οποία  ποτέ δεν έχει γνωρίσει η ιστορία. Πραγματική εικόνα για την ιστορία μπορούμε να αποκτήσουμε , αν εκλάβουμε ως αδιαμφισβήτητη την υπεροχή της φυλής μας έναντι των άλλων ομάδων οι οποίες έχουν μείνει ακάθαρτες στο μικρότερο δυνατό βαθμό […].Σε κάθε περίπτωση σε όλη την ιστορία οι φυλές ζουν σε κατάσταση μείξης.».[23] Από αυτή την αναγκαία παραχώρηση έναντι της επιστημονικής εξέλιξης της εποχής πηγάζει ο ιστορικός μυστικισμός του Γκομπινώ. Δεν ξέρει τι είναι η φυλή, δεν μπορεί να ορίσει τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, όμως ξέρει ότι οι γνωστοί από μας λαοί διαμορφώθηκαν μέσα από τη μείξη και «ξέρει»με ακρίβεια  πότε, πως και σε πιο βαθμό είναι ευεργετική η θανάσιμη μείξη. Είναι περιττό να αναφερθούμε εδώ στις επιφανειακές και ανόητες διαστρεβλώσεις της ιστορίας, ακόμα και με σκοπό να τις απορρίψουμε. Αναφερόμαστε μόνο σε ένα παράδειγμα για να φωτίσουμε  τον τυχοδιωκτισμό της μεθόδου του.
Ο Γκομπινώ ισχυρίζεται ότι η εμφάνιση της τέχνης παντού ήταν αποτέλεσμα της ανάμειξης με το μαύρο είδος, με εξαίρεση την επική ποίηση που είναι «προνόμιο της οικογένειας των άριων φυλών».Όμως, προσθέτει: «αυτή η λαϊκή οικογένεια μπορεί να αναπτύξει πλήρως τη φωτιά και τη λάμψη της  μόνο σε εκείνα τα έθνη τα οποία είναι απαλλαγμένα από την ανάμειξη με τους μαύρους.». Για τη δικαιολόγηση αυτής της θέσης παραθέτει και το «επιχείρημα» ότι  «οι νέγροι […] έχουν σε αναπτυγμένο βαθμό την αισθητική ικανότητα  χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η καλλιτεχνική δημιουργία. Όμως, από την άλλη μεριά, ελλείψει της διανοητικής τους ικανότητας αδυνατούν να τελειοποιήσουν την τέχνη [….].Οι ικανότητές τους είναι παραγωγικές αν ενωθούν με μία ράτσα η οποία είναι ευλογημένη με άλλες ικανότητες.».[24] Βλέπουμε ότι στο  Γκομπινώ η φυλετική ανάμειξη, η φυλετική ενότητα με κατώτερες φυλές (οι νέγροι, κατά την άποψή του, είναι η πλέον κατώτερη φυλή) είναι θανατηφόρα για κάθε κουλτούρα και ότι αυτή η διασταύρωση οδηγεί στο αποκαλυπτικό τέλος του κόσμου. Από την άλλη μεριά, ταυτόχρονα, διακηρύττει ότι η  τέχνη, που αποτελεί βασικό συντελεστή της κουλτούρας, μπορεί να προκύψει μόνο από τη μείξη  με την πλέον κατώτερη φυλή, τους νέγρους. Από τη μια λέει ότι οι καθαροί «άρια»-νοί  ήρωες του Ομήρου  ή των σκανδιναβικών μύθων βρίσκονται πολύ ψηλότερα «από τις σημερινές φυλές που εκατοντάδες φορές έχουν υποστεί τη μείξη» [25] ενώ από την άλλη ότι η Ηλιάδα και η Edda μπόρεσαν να αναπτυχθούν μόνο με τη μείξη με τους νέγρους.! Φυσικά ο Γκομπινώ «γνωρίζει» με ακρίβεια που, πως, πότε και σε πιο βαθμό έχει πραγματοποιηθεί η εκάστοτε μείξη και σε πιο βαθμό δημιουργεί τις ψηλότερες κορυφές της κουλτούρας ή  οδηγεί στην καταστροφή μιας κουλτούρας, ενός πολιτισμού.
Νομίζω ότι αυτό είναι ένα επαρκές παράδειγμα  το οποίο φωτίζει τις χοντροκομένες αντιφάσεις και  αυθαιρεσίες της μεθόδου του Γκομπινώ. Πολύ περισσότερο που για να μην έρθει σε αντίθεση με τη χριστιανοσύνη έπρεπε να δεχτεί τη θέση  για την  ενιαία καταγωγή της ανθρωπότητας, για την ακρίβεια επέλεξε να αφήσει αυτή τη θέση να αιωρείται και να προχωρήσει στην αντιμετώπισή του με βάση το βιβλικό μύθο  των γιών του Νώε, το Σημ, το Χαμ και τον Ιάφεθ. Από την άλλη μεριά χτίζει όλη τη θεωρία του στην ιδέα της ποιοτικής, φυσιολογικής και ψυχολογικής ανισότητας, χωρίς να νοιάζεται ότι έτσι εμπλέκεται σε άλυτες αντιφάσεις αναφορικά με την παραπάνω θέση – υπόθεση. Ως κήρυκας της ιδέας της ανισότητας την οποία, όπως είδαμε οι δουλοκτήτες των κρατών του Νότου της ΗΠΑ χαιρέτησαν με ενθουσιασμό, διδάσκει ότι ο αρχαίος  πληθυσμός της Προ- Ασίας είναι ανεπίδεκτος για πολιτισμό. «Δεν ήταν εκπολιτίσιμοι επειδή δεν υπήρχε μέσα τους η αναγκαία φρόνηση […] έπρεπε να ικανοποιηθούν με την εξαναγκαστική προετοιμασία τους  ως ζωντανές μηχανές για χρήσιμη εργασία».[26]
Ο Γκομπινώ γνωρίζει επίσης ότι η καθολική εκκλησία αξιώνει την οικουμενική της επικράτηση , γι αυτό και πρέπει  να αποδεχτεί την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν το προσόν να γίνουν χριστιανοί. ΄Ομως, σπεύδει να πει  ότι από αυτό δεν προκύπτει κάτι το μεμπτό για την ιδέα της ανισότητας των φυλών. «γι’ αυτό πρέπει να αποσυνδέσω ολότελα το χριστιανισμό από τη διερεύνηση του θέματός μου».
Από τη μια ο Γκομπινώ υποστηρίζει ότι ο χριστιανισμός είναι το πιο αναπτυγμένο φαινόμενο της κουλτούρας και ότι κάθε άνθρωπος σε όποια φυλή και αν ανήκει , έχει την ικανότητα να συμμετάσχει σ’ αυτή την ανώτερη μορφή της κουλτούρας, από την άλλη, δηλώνει ότι κάθε κατώτερη φυλή είναι κατ αρχή μη εκπολιτίσιμη, είναι κατάλληλη μόνο να υπηρετεί  ως σκλάβα ή ως ζωντανή μηχανή, ως υποζύγιο τις ανώτερες φυλές. Σ αυτή τα σημεία ο Γκομπινώ μένει πίσω από τους σύγχρονους εκπροσώπους της φυλετικής θεωρίας  οι οποίοι και τον απορρίπτουν.
Σ αυτή την αντιπαλότητα εκφράζεται καθαρά ο απόλυτα βάρβαρος χαρακτήρας της σύγχρονης φυλετικής  θεωρίας. Φαίνεται ο τρόπος  υποβάθμισης των επιτευγμάτων της νεότερης εξέλιξης της σκέψης από την ιδεολογία που υπηρετεί τους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς, καθιστώντας την όσο ποτέ άλλοτε μέσο σκοταδισμού.
 Ενώ στο 18-ο και στο 19-ο αιώνα  οι αστοί ιδεολόγοι  διεξήγαν έναν  ιδεολογικό αγώνα στο όνομα της προόδου και της ελευθερίας ενάντια στο χριστιανισμό, τώρα η θρησκευτική κριτική των εκπροσώπων της ρατσιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού έχει μετατραπεί σε μέσο της πιο ακραίας αντίδρασης. Οι σύγχρονοι θεωρητικοί του ρατσισμού  απορρίπτουν με πάθος ακριβώς την αρχή της αφηρημένης ισότητας  των ανθρώπων ενώπιον του θεού που αποτέλεσε τον ιστορικό προοδευτικό χαρακτήρα του χριστιανισμού. Γι αυτούς ο Γκομπινώ είναι καθυστερημένος επειδή αναζητεί έναν συμβιβασμό, στον οποίο ο Τοβίλ, δικαίως, βλέπει υποκρισία.Έχει αναπτυχθεί μια  ψευδοεπιστημονική λιβελογραφία ,στη βάση της φυλετικής  θεωρίας, εναντίον της δημοκρατίας, εναντίον της ισότητας..
Το βιβλίο του Γκομπινώ εξακολουθεί να παραμένει το πρώτο μεγαλεπίβολο εγχείρημα για την ανασύνθεση, με τη βοήθεια της φυλετικής  θεωρίας, όλης της παγκόσμιας ιστορίας έτσι που κάθε ιστορική κρίση, κάθε κοινωνική σύγκρουση να μπορεί να αναχθεί σε φυλετικό ζήτημα. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι, κατά τον Γκομπινώ, η όποια αλλαγή στη δομή της κοινωνίας είναι «αντι – φυσική», δεν συνιστά πρόοδο. Είναι ενέργεια η οποία οδηγεί την ανθρωπότητα στην παρακμή.
Τώρα, σχετικά με την αφετηριακή ιδέα της ιδανικής κατάστασης  ο Γκομπινώ γράφει τα εξής: «Διαπιστώσαμε ήδη ότι κάθε κοινωνικό σύστημα βασίζεται σε τρεις πρωταρχικές τάξεις και ότι κάθε μια από αυτές εκπροσωπεί μια παραλλαγή της φυλής: η τάξη των ευγενών που σηματοδοτεί την εικόνα της περισσότερο ή λιγότερο νικήτριας φυλής, η αστική τάξη η οποία δημιουργήθηκε από τη ανάμειξη  των στοιχείων που είναι κοντά στην κύρια φυλή και  ο λαός που ζει σε κατάσταση δουλείας ή έστω βρίσκεται σε κατάσταση καταπίεσης ,επειδή ανήκει στην κατώτερη φυλή, που στο νότο δημιουργήθηκε από τη μείξη με τους νέγρους και στο βορρά από τη μείξη με του φιλλανδούς.»[27] Αυτός ο  ιδανικός σχηματισμός  που μπορούμε να το δούμε στις ινδικές κάστες και στον ευρωπαϊκό φεουδαρχισμό, πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά από τους άρια. Οι σιμήτες ποτέ δεν μπόρεσαν  να ανεβούν σε τέτοιο ύψος.
 Η μεταγενέστερη ρατσιστική θεωρία απέρριψε και αυτή τη σκέψη του Γκομπινώ η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στο παρελθόν. Βέβαια, η λεγόμενη προοπτική του μέλλοντος αποτελεί  μόνο μία παραλλαγή των παλιών βάρβαρων καταστάσεων διανθισμένων με τις φρικαλεότητες της ιμπεριαλιστικής εποχής. Έτσι, παρά την απόρριψη του Γκομπινώ, πράξη η οποία έχει να κάνει με την περαιτέρω ανάπτυξη της αντιδραστικής τάσης της ιμπεριαλιστικής εποχής, πατά, από πολλές απόψεις , στο ίδιο έδαφος με κείνο του ιδρυτή της σύγχρονης φυλετικής θεωρίας.
Ο Γκαμπινώ στη θεμελίωση της «μεθοδολογίας» της φυλετικής θεωρίας δημιουργεί κάτι το οποίο διατηρείται και στην περαιτέρω εξέλιξή της. Εμμένοντας στην αρχή της ανισοτιμίας των ανθρώπων κατ’ ανάγκη λογικά οφείλει  να απορρίψει το κονσέπτ  της  ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα το μηδενισμό μιας ύψιστης κατάκτησης  της νεότερης επιστήμης:  την ιδέα της ενιαίας και νομοτελειακής εξέλιξης   της ανθρωπότητας. Είναι γνωστό ότι αυτό το κονσέπτ το πολεμούσαν από παλιά. Όμως, είναι επίσης γνωστό ότι η διάρρηξη της ιδέας της ενιαίας εξέλιξης  της ανθρωπότητας είναι δυνατή και χωρίς τη ρατσιστική «θεμελίωση» της (ας σκεφτούμε π.χ. το Σπέγκλερ). Η σημασία της φυλετικής  θεωρίας της αντιδραστικής σκέψης στη νεότερη ιστορία συνίσταται  στο ότι η άρνηση της παγκόσμιας ιστορίας παρακολουθείται από την επίθεση εναντίον όλων των ουσιαστικών στοιχείων του νου : η άρνηση της ενιαίας εξέλιξης  της ανθρωπότητας σημαίνει μαζί και την άρνηση της ισότητας των ανθρώπων, την άρνηση της προόδου του νου. Κατά τον Γκομπινώ ιστορία έχει μόνο η λευκή φυλή. Αυτή είναι  μια εξωφρενική αντιδραστική σκέψη η οποία έχει υιοθετηθεί ως μία σταθερά της μεταγενέστερης φυλετικής  θεωρίας. Γράφει ο Γκομπινώ: « Στον ανατολικό κόσμο ο αδιάλειπτος αγώνας των φυλετικών δυνάμεων στρεφόταν από τη μια, εναντίον του άριου  στοιχείου και από την άλλη διεξάγονταν ο αγώνας ανάμεσα  στη μαύρη και την κίτρινη φυλή. Είναι περιττό να τονίσω ότι ο αγώνας μεταξύ αυτών των φυλών περιορίζονταν μέσα στο δικό τους χώρο. Δηλαδή συγκρούονταν μεταξύ τους χωρίς να μπορούν να δημιουργήσουν ιστορία. Αυτοί οι αγώνες ήταν ουσιαστικά άκαρποι, καθώς και οι λαϊκές κινητήριες δυνάμεις που τους προκαλούσαν. Δεν δημιούργησαν τίποτα και δεν άφησαν πίσω τους κάποιο μνημείο. Η ιστορία είναι αποτέλεσμα μόνο της αμοιβαίας επαφής των λευκών φυλών.»[28]
Από αυτή την αντίληψη της ιστορίας προκύπτει η ιδιότυπη «θεωρία» της πρωτόγονης ιστορίας η οποία περνά στη φυλετική  θεωρία. Σύμφωνα με τις ρατσιστικές θεωρίες οι διαφορές μεταξύ των πολιτισμικών  φάσεων στην ιστορία  έχουν πάψει να αντιμετωπίζονται ως αναπτυξιακά στάδια μέσα από τα οποία ένας λαός δημιουργεί την ιστορία του, αλλά συνδέουν τη μία φάση με άλλες φάσεις σε μια αιώνια μεταφυσική συνάφεια. Κάποιες φυλές παραμένουν βάρβαρες , ενώ άλλες ποτέ δεν ήταν άγριες ή βάρβαρες. Έτσι, σύμφωνα με το Γκομπινώ η μετάβαση από τη λίθινη εποχή στην εποχή του χαλκού είχε να κάνει με  την αλλαγή των φυλών. Γράφει για τη λευκή φυλή: « Πρώτα απ’ όλα εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η λευκή φυλή ποτέ δεν παρουσιάζεται σε νηπιακή κατάσταση, όπως οι άλλες δυο φυλές. Από την πρώτη στιγμή εμφανίζεται σχετικά καλλιεργημένη, με τα φόντα της υπεροχής να είναι διακριτά σ αυτή, τα οποία αργότερα αναπτύσσονται στους άλλους κλώνους  και δημιουργούν τις διάφορες μορφές του πολιτισμού.». Ο Γκομπινώ δηλώνει ότι οι λευκές φυλές εξαρχής στον πόλεμο κατά των εχθρών τους χρησιμοποιούν τη μαχητική άμαξα. Αυτό σημαίνει ότι ήδη γνωρίζουν την επεξεργασία των μετάλλων, του ξύλου και του δέρματος.». Οι πρώτες λευκές φυλές γνωρίζουν να πλέκουν ρούχα για τον εαυτό τους από τα υλικά που υπάρχουν. Κατοικούσαν σε μεγάλα χωριά, τα οποία και στόλιζαν με πυραμίδες, οβελίσκους, διακοσμητικά είδη. Ημέρευαν άλογα για τον εαυτό τους [….] Τα νοικοκυριά τους αποτελούνταν από κοπάδια ταύρων και αγελάδων.»[29] Ο Γκορμπινώ δεν θέτει το αυτονόητο ερώτημα : πως δημιουργήθηκε αυτή η κουλτούρα; Προφανώς, πίστευε  ότι αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με το ψυχολογικό διακριτό γνώρισμα της μείξης. Σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά  γνωρίσματα της λευκής φυλής του Γκορμπινώ θα μπορούσε να αντιπαραθέσει κανείς τις παρατηρήσεις του για την αδυναμία των λαών της Προ – Ασίας να εκπολιτιστούν.
Βλέπουμε  ότι η αποσύνθεση της ιστορικής επιστήμης στον Γκομπινώ ήταν ήδη πολύ προχωρημένη. Στην αντίληψή του παράλληλα με τις φεουδαρχικές παραδόσεις αναπτύσσεται και η φυλετική έπαρση των Ευρωπαίων αποικιοκρατών απέναντι στους «απολίτιστους» «έγχρωμους» λαούς «χωρίς ιστορία». Σ αυτή την ιστορική αντίληψη δεν πρέπει να δει κανείς μόνο την ιδέα για την  κορύφωση της ιστορίας του ανθρώπου στους άρια, αλλά και το τέλος της. Ήταν, εξ αυτού,  αναπόφευκτος ο φαταλιστικός πεσιμισμός του Γκομπινώ. Μερικές δεκαετίες αργότερα, στη στροφή του αιώνα, αυτός ο πεσιμισμός  κάνει τον Γκομπινώ πολύ δημοφιλή στους κύκλους της επίσης πεσιμιστικής παρακμιακής διανόησης. Αχρηστεύθηκε όταν ο σκοταδισμός της ιμπεριαλιστικής φυλετικής  θεωρίας είχε γίνει μαχητικός προχωρώντας σε μια αποτελεσματική επίθεση κατά της ανθρώπινης κουλτούρας.

                    
                        3.   Κοινωνικός δαρβινισμός

                          (Gumplowitcz, Ratzenhofner,Woltmann)


Για να μπορέσει η φυλετική  θεωρία να γίνει κυρίαρχη ιδεολογία των πιο ακραίων αντιδραστικών δυνάμεων θα έπρεπε να ρίξει από πάνω της το φεουδαρχικό της; πέπλο και να φορέσει την ενδυμασία και το προσωπείο της σύγχρονης «επιστημονικότητας».  Βέβαια, εδώ πρόκειται για κάτι περισσότερο από την απλή μεταμφίεση. Πρόκειται μάλλον για την έκφραση μιας αλλαγής που αφορά  στο χαρακτήρα της φυλετικής θεωρίας. Βέβαια και αυτή η φυλετική  θεωρία μεταμφιεσμένη σε σύγχρονο στυλ θεμελειώνει τα ψευτοβιολογικα ταξικά προνόμια. Όμως, τώρα αυτό δεν γίνεται με αναφορά μόνο στα προνόμια  της  ιστορικής αριστοκρατίας  – κυρίως από το Γκομπινώ-  αλλά και  στα προνόμια των ευρωπαϊκών φυλών απέναντι στους έγχρωμους (αυτό έκανε  και ο Γκομπινώ). Πέρα από αυτά γίνεται αναφορά στα προνόμια των γερμανικών λαών, πρώτα απ’ όλα  του γερμανικού λαού έναντι των άλλων ευρωπαϊκών λαών. Πρόκειται λοιπόν για την ιδεολογία  της γερμανικής παγκόσμιας κυριαρχίας. Από την άλλη μεριά πρόκειται για τις κυριαρχικές αξιώσεις της  καπιταλιστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή για τη δημιουργία μιας «νέας αριστοκρατίας» και όχι για τη διατήρηση της ιστορικής- φεουδαρχικής αριστοκρατίας.
Αυτή η στροφή προετοιμάστηκε βαθμηδόν. Χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας για να βρει η νέα φυλετική  θεωρία  έναν κορυφαίο θεωρητικό σαν τον Τσάμπερλαιν, όπως είχε κάνει στο ξεκίνημα της , όταν είχε βρει τον Γκομπινώ. Αποφασιστικό διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα σ αυτές τις δυο φάσεις της φυλετικής θεωρίας παίζει ο λεγόμενος κοινωνικός δαρβινισμός. Στο δεύτερο μισό του 19-ου αιώνα η θεωρία του Δαρβίνου είχε τεράστια επίδραση σε όλη την επιστημονική και την κοσμοθεωρητική εξέλιξη. Τα έργα του Δαρβίνου γονιμοποίησαν εξαιρετικά την προοδευτική επιστήμη, την πήγαν πιο πέρα. Παντού, όπου πραγματικοί ερευνητές και φιλόσοφοι προσπάθησαν να αφομοιώσουν και να επεξεργαστούν το αληθινό περιεχόμενο του δαρβινικού έργου, υπήρξε μεγάλη επιστημονική πρόοδος. Ο Ένγκελς γράφει στο Μαρξ : « Κατά τα άλλα ο Δαρβίνος τον οποίο τώρα διαβάζω είναι υπέροχος. Η τελεολογία προς μια κατεύθυνση δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρη, αυτό έχει γίνει τώρα. Πέρα από αυτό δεν υπήρξε ποτέ ως τώρα ένα τέτοιο θαυμάσιο εγχείρημα της ιστορικής εξέλιξης με αναφορά στα τεκταινόμενα στη φύση, και μάλιστα τόσο πετυχημένο».[30] Ανάλογα εκφράζεται και ο Μαρξ σε γράμμα του προς τον Ένγκελς: «Παρά τον άγαρμπο αγγλικό τρόπο έκφρασης, αυτό το βιβλίο περιέχει  τη φυσικοιστορική βάση της δικής μας αντίληψης».[31]
Όμως, το  έργο του Δαρβίνου εμφανίζεται σε μια περίοδο γενικής κρίσης των κοινωνικών επιστημών και διασταυρώνεται με αυτή την κρίση. Γενικά, οι αντιδραστικοί αστοί ιδεολόγοι πολεμούν τις συνέπειες του δαρβινισμού, πρώτα απ’ όλα τις φιλοσοφικές και κοσμοθεωρητικές του συνέπειες, αλλά και τη μέθοδό του, καθώς και τα φυσικοεπιστημονικά ερευνητικά του ευρήματα. Ο αγώνας της αντιδραστικής αστικής ιδεολογίας κατευθύνεται πρώτα απ΄όλα κατά της θεωρίας της εξέλιξης, ακριβώς στο σημείο που ο Ένγκελς σωστά βλέπει, τη μεγαλύτερη πρόοδο που πετυχαίνετε με το δαρβινικό έργο. Έτσι, η βασική γραμμή των αστικών επιστημών, πρώτα απ’ όλα της αστικής φιλοσοφίας, είναι αντιδαρβινική.
Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει το δαρβινισμό, που έχει γίνει ένας κοινός λόγος, μια σκέτη φράση, να επηρεάσει παροδικά τις κοινωνικές επιστήμες. Ο Μαρξ  αναφερόμενος σε ένα βιβλίο του   F.A.Lange, ασκεί οξύτατη κριτική σ αυτή την επανεμφανιζόμενη τάση  στις κοινωνικές επιστήμες :  «Ο κύριος Λάγκε λοιπόν έχει κάνει μια μεγάλη ανακάλυψη. Όλη η ιστορία συνοψίζεται σε ένα και μόνο φυσικό νόμο, στη φράση struggle for life(αγώνας για τη ζωή). Σ αυτή την αντίληψη η δαρβινική φράση παραπέμπει στο μαλθουσιανό νόμο  για τον πληθυσμό ή καλύτερα για τον υπερπληθυσμό. Δε χρειάζεται εδώ να ασχοληθούμε αναλυτικά με το ερώτημα για τη λειτουργία του νόμου «αγώνας για τη ζωή» ιστορικά, στους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς. Μας αρκεί να αντικαταστήσουμε  κάθε συγκεκριμένο αγώνα με τη φράση «αγώνας για τη ζωή»  και αυτή τη φράση με την «πληθυσμιακή φαντασία» του Μάλθους. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αυτή είναι μια αποδοτική μέθοδος – ο επιστημονικοφανής κομπασμός, η αλαζονική αμάθεια και η οκνηρία στην υπηρεσία της σκέψης!».[32]

Ας δούμε εν συντομία υπό ποιες γενικές προϋποθέσεις εμφανίστηκε ο λεγόμενος μαλθουσιανισμός στην κοινωνιολογία. Η ανάπτυξη των ταξικών αγώνων, πρώτα απ’ όλα στην Αγγλία, είχε ως αποτέλεσμα  η κλασική οικονομική επιστήμη να  διαλυθεί. Να μετατραπεί  σε χυδαία οικονομολογία  με συνέπειες οι οποίες δεν περιορίζονται στα οικονομικά με τη στενή έννοια. Και δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς αυτή την περίοδο η κοινωνιολογία χωρίζει από την οικονομική επιστήμη και ότι ως αποτέλεσμα αυτού του χωρισμού δημιουργείται η κοινωνιολογία ως  αυτόνομη επιστήμη (το γεγονός ότι αυτός ο χωρισμός του Comte (Κοντ)  ήταν χωρισμός από το Saint- Simon δεν αλλάζει ουσιαστικά τα πράγματα). Ο Κοντ αποσπά την κοινωνιολογία από την οικονομολογική της βάση, όπως έκανε αργότερα π.χ. ο Σπένσερ στην Αγγλία. Η νέα επιστήμη που παραιτείται από την οικονομική της βάση, αναζητά στις φυσικές επιστήμες και βρίσκει τη λεγομένη αντικειμενική και νομοτελειακή της βάση. Είναι αυτονόητη  η θεμελίωση της κοινωνιολογίας με αναφορά στη χημεία, τη βιολογία κλπ. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με τον τρόπο που κατέδειξε ο Μαρξ. που  αναφερόμενος στο Λάγκε λέει ότι  μετέτρεψε τα  επιτεύγματα των φυσικών επιστημών σε αφηρημένες φράσεις, σε φρασεολογία. Έτσι δουλεύει ο Κοντ, έτσι δουλεύει ο Σπένσερ, έτσι η λεγόμενη οργανική κοινωνιολογία στη Γερμανία. Ήταν επόμενο  ότι αυτός ο προσανατολισμός της κοινωνιολογίας  να δεχτεί τη βαθιά επίδραση της διδασκαλίας του Δαρβίνου, με την παγκόσμια επιρροή της.
Αυτή η επίδραση έχει βαθύτερες αιτίες, πέρα από τις απλές μεθοδολογικές ανάγκες της αστικής κοινωνιολογίας.  Η αστική ιδεολογία στην τελευταία τριδεκαετία του 19-ου αιώνα είχε περάσει στη φάση του απολογητή του καπιταλισμού. Η χυδαία οικονομολογία χρησιμοποιούμενη ως αρμονικός λόγος, καθώς και η διδασκαλία της οργανικής μεγέθυνσης είχαν αποδειχθεί ανεπαρκείς  για τη βιολογική κοινωνιολογία, πρώτα απ’ όλα από την άποψη του αγώνα εναντίον των σοσιαλιστικών ιδεών, χωρίς να μπορεί να επηρεάσει τα πλατιά στρώματα της κοινωνίας που η αστική κοινωνιολογία θέλει να επηρεάσει. Το ερώτημα γιατί απέτυχαν σ αυτό τους το έργο, έχει να κάνει με την όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού και σε συνάρτηση με αυτό με τους ταξικούς αγώνες, που εμφανίζονται με ολοένα και μεγαλύτερη σφοδρότητα  και αποκαλύπτουν ολοένα και πιο καθαρά  την κενότητα της διδασκαλίας της αρμονίας. Αν τώρα οι αστοί κοινωνιολόγοι παρουσιάζουν τον καπιταλισμό ως το καλύτερο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που θα μπορούσε να   φανταστεί κανείς, αν η κοινωνιολογία – η οποία αυτό αυτό πρέπει να το κάνει ως αστική απολογητική επιστήμη- θέλει να οδηγήσει στη συμφιλίωση με το καπιταλιστικό σύστημα και αν θέλει να πείσει τους ταλαντεύομενους ότι ο καπιταλισμός είναι αξεπέραστος, τότε δεν πρέπει να συνεχίζει να αρνείται και να καλύπτει τις αντιφάσεις  του, πρώτα  απ’ όλα τις απάνθρωπες πλευρές του καπιταλισμού. 

Η αστική κοινωνιολογία πρέπει να ξεκινήσει το απολογητικό της έργο από τις «κακές πλευρές» του καπιταλισμού, ή τουλάχιστον να συμβιβαστεί με την ύπαρξή τους ως «αιώνια» φυσικά  δεδομένα, που δεν μπορούν να αλλάξουν. Κοντολογίς: ενώ ως τώρα η καπιταλιστική απολογητική αρνούνταν τις «αρνητικές πλευρές» αυτού του συστήματος, τώρα η νέα απολογητική ξεκινά από αυτές, επιδιώκοντας να οδηγήσει την αστική διανόηση να πει το ναι σ αυτές τις «κακές πλευρές» ή τουλάχιστον να συμβιβαστεί μ’ αυτές ως μια για πάντα «αιώνια» φυσικά  δεδομένα. Ο δαρβινισμός ως φράση (frasis) αποδείχτηκε ότι ήταν ιδιαίτερα κατάλληλος συνδετικός κρίκος γι αυτή τη νέα μορφή της απολογητικής.
Έχουμε πει πως την ίδια περίοδο  και ο Φρίντριχτ Νίτσε χρησιμοποιεί ανάλογα τη  φρασεολογία του δαρβινισμού Δεν είναι τυχαίο ότι δίπλα σ αυτή την ισχυρή ιδεολογική ανάγκη δημιουργούνται κοινωνιολογικές σχολές οι οποίες πραγματοποιούν τις νέες μορφές της απολογητικής του καπιταλισμού σε μια τέτοια ψευδοδαρβινιστική βάση. Αυτός ο κοινωνικός δαρβινισμός προσέφερε πολλές δυνατότητες γι’ αυτή την προσπάθεια. Πρώτα απ’ όλα την ανάπτυξη της άποψης ότι η κοινωνιολογία είναι μια «μονιστική» «φυσική επιστήμη».Η κοινωνία, σ’ αυτή την αντίληψη εμφανίζεται ως ένα αδιαμόρφωτο οργανικό μέρος της γενικής κοσμικής νομοτέλειας. Ενώ ο Ένγκελς χαιρετίζει το δαρβινισμό γιατί συμβάλει στην ανάπτυξη της ιστορικής αντίληψης για τη φύση, αυτή η κοινωνιολογία, που έχει μετατρέψει το Δαρβίνο σε φράση (frasis), τον χρησιμοποιεί για να διαλύσει τον ιστορισμό στις κοινωνικές επιστήμες. Δεύτερο, από αυτή την κοινωνιολογία δεν εξαφανίζονται μόνο όλες οι οικονομολογικές κατηγορίες  αλλά και οι τάξεις. Στη θέση τους μπαίνει ο «αγώνας για την ύπαρξη» των φυλών. Τρίτο, η καταπίεση, η ανισότητα, η εκμετάλλευση κλπ. εμφανίζονται ως φυσικά δεδομένα, ως «φυσικές νομοτέλειες»που ως τέτοια είναι αναπόφευκτα και ανυπέρβλητα. Έτσι, κάθε τι το τρομερό, που κουβαλά μέσα του ο καπιταλισμός  εμφανίζεται ως κάτι «δοσμένο από τη φύση». Τέταρτο, μια τέτοια «φυσικο- νομοτελειακή» κοινωνιολογία προδιαθέτει τους ανθρώπους να δεχτούν την καπιταλιστική τους μοίρα.
Ο Gumplowitz (Γκούμπλοβιτς) σχηματοποιεί αυτή την πλευρά του κοινωνικού δαρβινισμού με μεγάλη αποφασιστικότητα.. Γι’ αυτόν τελευταία λέξη της κοινωνιολογίας είναι η άποψη ότι «η ανθρώπινη ιστορία συνιστά φυσική διαδικασία».Αυτή η άποψη αποτελεί την «κορωνίδα κάθε ανθρώπινης ηθικής» γιατί διακηρύττει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την ηθελημένη υποταγή του ανθρώπου στους μοναδικά κυρίαρχους νόμους της φύσης στην ιστορία. Αυτή είναι η «ηθική της έλλογης παραίτησης».[33] Τέλος, αυτή η διδασκαλία εμφανίζεται ως ουδέτερη, αντικειμενική, υπερκομματική, βέβαια, με κύριο μέτωπο το σοσιαλισμό και τους οπαδούς του. Έτσι, κάνοντας λόγο για τη σχέση της κοινωνιολογίας με τα κόμματα, ο μαθητής του Gumplowicz, Ratyenhofer, γράφει: οι άνθρωποι που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση είναι εχθρικοί απέναντί της, το ίδιο και οι καταπιεζόμενοι «επειδή πρέπει αυτούς να τους απαλλάξουμε από τις φαντασιώσεις τους ότι οι επιθυμίες τους μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως.».[34]
Ο σοσιαλδαρβινισμός έχει γίνει διεθνές φαινόμενο και πάει πολύ πιο πέρα από την κοινωνιολογία με τη στενή έννοια.(ας σκεφτούμε π.χ. τη θεωρία του  Lobroso για τους « εκ γενετής εγκληματίες»). Φυσικά αυτή η κατεύθυνση δεν έχει γίνει ποτέ κυρίαρχη στην αστική κοινωνιολογία, Οι εξυπνότεροι, μεθοδολογικά περισσότερο καλλιεργημένοι αστοί κοινωνιολόγοι πολύ γρήγορα είδαν το ανυπόστατο και την κενόλογη φρασεολογία  αυτής της εντυπωσιακής  νέας μεθόδου.( η έμφαση από μένα, Θ.Β.). Υπάρχουν συζητήσεις σε διεθνές επίπεδο. Σ αυτές οι εκπρόσωποι της παλιάς φιλελεύθερης σκέψης υψώνουν φωνή  κατά του σοσιαλδαρβινισμού. Προσπαθούν, στο πνεύμα της διδασκαλίας της αρμονίας, να απομακρίνουν – τουλάχιστον από την ιδεολογία- κάθε βία. Καταδικάζουν  το «μακιαβελλισμό» των σοσιαλδαρβινιστών. Έτσι, ο Novikov[35] αγωνίζεται κατά του «συμμοριτισμού» (Μπίζμαρκ) που έρχεται «από πάνω» και του «σιμμοριτισμού» που έρχεται «από κάτω» (Μαρξ και ταξική πάλη). Ως προς το δεύτερο ταυτίζεται με τους αντιπάλους του δαρβινισμού, μόνο που επιχειρεί να απορρίψει το μαρξισμό με άλλους τρόπους. Υπάρχουν και  κοιννωιολόγοι που συμβάλλουν  στην ιδεολογική εξέλιξη της ιμπεριαλιστικής εποχής οι οποίοι απορρίπτουν με σφοδρότητα  το σοσιαλδαρβινισμό. Πρώτα απ’ όλους ο F.Toennies. Γράφει : «Κανένα επιχείρημα υπέρ ή κατά του ανταγωνισμού, υπέρ ή κατά των καρτέλ και των τραστ, υπέρ ή κατά των κρατικών επιχειρήσεων  και των μονοπωλίων, υπέρ ή κατά του καπιταλισμού ή του σοσιαλισμού δεν καλύπτεται από τις αρχές της θεωρίας της κληρονομικότητας που υπάρχει  ως ένα καλάθι υποσχέσεων – από τη χρήση του δεν υπάρχει τίποτα που να προκαλεί φόβο ή ελπίδα […..] Αυτές οι προσπάθειες έχουν έντονο το χρώμα του γελοίου, όπως είναι γελοίο να κατασκευάζουν   ψευδοεπιχειρήματα για κάθε νέγρικο φτιασίδωμα – αυτό αποτελεί ένδειξη χαμηλού επιπέδου επιστημονικής σκέψης» [36]
Ο Gumplowicz είναι τυπικός εκπρόσωπος του σοσιαλδαρβνισμού στις γερμανόγλωσσες περιοχές ο οποίος  είχε δημιουργήσει σχολή. Ο ίδιος, και με πιο έντονο τρόπο ο μαθητής του Rantzehofer, ξεκινά από την απόλυτη ταύτιση των φυσικών και των κοινωνικών διαδικασιών. Η κοινωνιολογία σύμφωνα με τον  Gumplowicz είναι ο «φυσικός χάρτης της ανθρωπότητας». Αυτό είναι το μεθοδολογικό σημείο αφετηρίας. Μιλώντας για την ερμηνεία  του λέει ότι καθήκον της φυσικής επιστήμης είναι « να εξηγεί τις ιστορικές διαδικασίες  με τη βοήθεια των αμετάβλητων φυσικών νόμων»[37] Ο Rantzehofer λέει καθαρά τι σημαίνει αυτό. Αναφέρω εδώ μερικά παραδείγματα για την περιγραφή αυτής της μεθόδου. «Με την κατάλληλη αντίληψη, γραφεί ο Rantzehofer, οι νόμοι της χημείας πρέπει να θεωρούνται  κοινωνιολογικοί νόμο. Η μεγαλύτερη ή μικρότερη αμοιβαία συγγένεια (affinitas) των στοιχείων η κάποια αντιπάθεια σε κάποια στοιχεία  αποτελούν φαινόμενα τα οποία είναι όχι μόνον όμοια με  τα πάθη του κοινωνικού βίου, με την αγάπη και το μίσος, αλλά είναι μεταξύ τους αιτιατά ταυτόσημα»[38]
 Οι τάσεις- προθέσεις  του Gumplowicz και του   Ratzenhofer, σε όλες τις μορφές έκφρασης, είναι διαμετρικά αντίθετες με εκείνες του Γκομπινώ : πρόκειται για ώριμους ειδικούς  επιστήμονες οι οποίοι σε αντίθεση με τις ρηχές φαντασιώσεις και την καθολική ορθοδοξία του Γκομπινώ,κλπ,κλπ., είναι  αυστηρά μονιστές φυσικοί επιστήμονες. Όμως, αναπτύσσουν περαιτέρω ένα βασικό κοινό γνώρισμα της «βιολογικής» μεθόδου: την αναγωγή - με τη βοήθεια  ψευτοφυσικοεπιστημονικών αναλογιών - των κοινωνικών φαινόμενων σε μια υποτιθέμενη νομοτέλεια . Εδώ μπορεί να δει κανείς μια τάση η οποία αργότερα, στο φασισμό, είχε γίνει ξεκάθαρη: την αποδεικτική χρήση πορισμάτων τα οποία προέκυψαν με σαφή αναλογικό τρόπο, συχνά βασιζόμενα σε πολύ επιφανειακές, ανούσιες αναλογίες. Μ’ αυτή τη δήθεν φυσικοεπιστημονική μέθοδος ο κοινωνικός δαρβινισμός καταργεί την ιστορία. Ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει στη ροή της ιστορίας. Ο Gumplowicz γράφει: «Ας απελευθερωθούμε μόνο μια φορά από την αλαζονική πίστη ότι η φύση του σημερινού ανθρώπου -  του πολιτισμένου ανθρώπου!-  οι επιθυμίες του, οι ανάγκες του, οι ικανότητές του και οι πνευματικές του ιδιότητες διαφέρουν από την αρχαϊκή του κατάσταση»[39]
Έτσι, η μεταβαλλόμενη σε δαρβινιστική  κοινωνιολογία απομάκρινε από την κοινωνική γνώση όχι μόνο κάθε οικονομικό στοιχείο, αλλά και κάθε κοινωνικό στοιχείο. Αν η κοινωνιολογία βασίζεται στη βιολογία ή στην ανθρωπολογία, τότε δεν μπορεί να προτρέψει σε ουσιαστικές αλλαγές, πολύ λιγότερο σε πρόοδο, αφού οι αλλαγές που μπορούν να αναδειχτούν από τη μελέτη της μέχρι τώρα ιστορίας, δεν είναι βιολογικής, αλλά κοινωνικής φύσης. Η βιολογική ερωτηματοθεσία περικλείνει μέσα της το ερώτημα : τι είναι γι αυτή το ουσιώδες; Δεν υπάρχει πλέον κάποια βασική αρχή της αλλαγής, της ανάπτυξης. Και με αυτά ο Gumplowicz συνέβαλλε  σημαντικά στην ανάπτυξη της ιστορικής αντίληψης του φασισμού. Μάλιστα, με τη βοήθεια του νόμου αυθαρσίας της ύλης που στον Gumplowicz έγινε κενή φράση αυτός ο ιστορισμός εμφανίζεται ως «κοσμικός νόμος». Γράφει: «Διότι όπως οι δυνάμεις που δρουν σε όλη την άλλη φύση  ποτέ δεν μπορούν να αφανιστούν, ποτέ δεν μπορούν να μειωθούν στο σύνολό τους, αν και ως προς την επίδρασή τους μπορούν να μεταμορφωθούν, το ίδιο συμβαίνει  και στο χώρο  της κοινωνικής φυσικής διαδικασίας. Από τους παλαιότερους χρόνους το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων που δρουν στην ανθρωπότητα ποτέ δεν έχει ελατωθεί.. Κάποτε υπήρχαν αμέτρητοι πόλεμοι ορδών και εχθρότητες φυλών, με την εξέλιξη της κοινωνικής διαδικασίας σε ορισμένους τομείς, με τις συγχωνεύσεις και την ανάπτυξη της κουλτούρας δεν χάνονται  αυτές οι δυνάμεις, εμφανίζονται με άλλες μορφές. Το σύνολο των αμοιβαίων εκμεταλλεύσεων σε κάθε κοινωνική κοινότητα δεν μπορεί, μάλλον, να είναι μικρότερο, ακόμα και αν ασκούνται με άλλες μορφές. Έτσι, σήμερα στην Ευρώπη  γίνονται λιγότεροι πόλεμοι, έναντι των προηγούμενων αιώνων, όμως το μέγεθος και η σημασία κάθε ενός πολέμου (π.χ. ο γαλλο-γερμανικό πόλεμος, ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, ο ρωσο- ιαπωνικός πόλεμος) αντισταθμίζει τον αριθμό των προηγούμενων πολέμων»[40] Από αυτή την υποτιθέμενη νομοτέλεια, κατά τον Gumplowicz, συμπεραίνεται ότι «ο όγκος των οργανώσεων στη γη πρέπει πάντα  να είναι ο ίδιος,», «αυτό καθορίζεται από τις κοσμικές σχέσεις της υφηλίου μας [….] Αν κάποιες αυξάνονται, άλλες πρέπει να καταστραφούν.».[41] Με αυτόν τον ψευτοδαρβινισμό η μονιστική κοινωνιολογία καταλήγει σε έναν κοσμικό μαλθουσιανισμό. Από όλα αυτά, κατά τον κοινωνικό δαρβινισμό, προκύπτει, πρώτα απ’ όλα, ότι από τη άποψη της ανθρωπότητας ως συνόλου δεν υπάρχει πρόοδος. Πρόοδος μπορεί να υπάρχει μόνο σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό μόρφωμα. (Ο Gumplowicz  εμφανίζεται εδώ ως πρόδρομος της θεωρίας των πολιτισμικών κύκλων   του Σπένγκλερ).Ο Gumplowicz λέει ότι η πρόοδος μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο «σε έναν απομονωμένο κόσμο κουλτούρας, μέσα σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης, που αρχίζει κάθε φορά και φτάνει ως το τέλος»[42]  Άρα, η ανθρωπότητα δεν έχει ενιαία ιστορία.
Βλέπουμε ότι η σπλεγκλεριανή και η τσαμπερλαινική απόρριψη της άποψης της παγκόσμιας ιστορίας έχει βαθιές ρίζες οι οποίες έχουν να κάνουν με τις ιδεολογικές ανάγκες της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές της άποψης που απορρίπτει την παγκόσμια ιστορία. Αυτές  δεν είναι διαφορές ουσίας. Η άποψη αυτή μεθοδολογικά αναπτύσσεται ακόμα και μέσα σε αντιφατικά συστήματα σκέψης. Ο Gumplowicz διδάσκει ότι «μας είναι αδύνατο να σχηματίσουμε μια παράσταση για την εξέλιξη της ανθρωπότητας στο σύνολό της επειδή δεν έχουμε μια παράσταση καθαυτή  για το υποκείμενο ενός τέτοιου όλου»[43] Μέσα σε κάθε κόσμο της κουλτούρας, λέει,  η ανάπτυξη είναι περιστροφική. Αργότερα αυτή η άποψη εμφανίζεται στο Σπένγκλερ και στην αναπτυγμένη φυλετική θεωρία.: « κάθε έθνος φτάνοντας στο ανώτατο σημείο της κουλτούρας του   ωριμάζει προς την κατεύθυνση της καταστροφής του, έτσι που οι πρώτοι τυχαίοι βάρβαροι προξενούν αυτή την καταστροφή».[44] Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι εδώ έχουμε να κάνουμε  με την εφαρμογή της αναλογικής αποδεικτικής. Ο Gumplowicz, όπως και ο Σπένγκλερ αργότερα απλώς χρησιμοποιεί αναλογικά τις φάσεις της βιολογικής ζωής μιας ύπαρξης  (νεότητα, ωριμότητα, γερατειά) με αναφορά στους κόσμους της κουλτούρας. Βλέπουμε εδώ την οξυμμένη αντιπαράθεση   της προοδευτικής και της αντιδραστικής επιρροής του δαρβινισμού. Ενώ οι ανακαλύψεις του Δαρβίνου, σύμφωνα με το Μαρξ και τον Ένγκελς, συνέβαλαν στο να συλλάβουμε τη φύση και την κοινωνία ως ενιαία μεγάλη ιστορική διαδικασία, ο κοινωνικός δαρβινισμός  διασπά στη σκέψη το κονσέπτ  της ενιαίας παγκόσμιας ιστορίας που κατέκτησε  η προοδευτική αστική επιστήμη.

Αυτή η άποψη με το μονιστικό προσωπείο που χρησιμοποιεί μια  μυστικιστική  μέθοδο οδηγεί σε εντελώς λαθεμένα συμπεράσματα ακόμα και εκεί που οι κοινωνικές παρατηρήσεις που δεν αντιφάσκουν στα γεγονότα αποτέλεσαν την αφετηριακή  θέση του συλλογισμού. Έτσι, ο Gumplowicz συμπεραίνει  ότι το κράτος συνδέεται στενά με την κοινωνική ανισότητα των ανθρώπων. ¨Όμως, επειδή δεν αναζητά τις οικονομικές, αλλά τις ψευδο-επιστημονικές κοσμικές αιτίες του φαινόμενου,  καταλήγει σε  ένα αντιδραστικό μυστικισμό. Εδώ δημιουργείται μία στενή συγγένεια του κοινωνικού δαρβινισμού με την πιο αντιδραστική φυλετική θεωρία, εφόσον , για τον Gumplowicz – όπως και για τον  Γκομπινώ - αφετηριακή θέση του συλλογισμού  είναι η «πρωταρχική ανισοτιμία των ανθρώπων».
Το ίδιο υποστηρίζει ,  με σθένος,                                                                                      και ο Ratzenhofer, όπως και ο Γκομπινώ και η όψιμη φυλετική  θεωρία: « η ανισότητα [….].είναι φυσική, η ισότητα είναι αφύσικη  και αδύνατη».[45] Όπως και στον Γκομπινώ, στη βάση της ψευδο -επιστημονικής μυστικοποίησης των οικονομικών δεδομένων είναι μια γενική αντιδημοκρατική τάση. Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο Γκομπινώ και τον κοινωνικό δαρβινισμό. Ο Γκομπινώ αναζωπυρώνει την  παλιά αντιδημοκρατική αντίθεση της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, ενώ ο κοινωνικός δαρβινισμός  εκφράζει, με τη μεγαλύτερη σφοδρότητα, τον αντιδημοκρατισμό της μπουζουαζίας  του νικηφόρου καπιταλισμού σε χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία – Ουγγαρία όπου της οικονομικής της κυριαρχίας δεν προηγήθηκε μια νικηφόρα αστική επανάσταση.  Ο Gumplowicz λοιπόν μελετά την τύχη  των διδασκαλιών της ισότητας στην ιστορία. Είναι χαρακτηριστικό (και για τις μεταγενέστερες φυλετικές θεωρίες) ότι αντιλαμβάνεται, με τον ίδιο τρόπο ως τάσεις τον εβραϊσμό, τον μοαμεθανισμό, τη χριστιανική εκκλησία και τη γαλλική επανάσταση. Λέει ότι αυτές οι τάσεις έπρεπε να ναυαγήσουν επειδή οι διδασκαλίες τους αντιβαίνουν  στην ανθρώπινη φύση και γι αυτό η κυριαρχία τους, στην καλύτερη περίπτωση, έμεινε στα λόγια. Στην πραγματικότητα και σταθερά στον κόσμο κυβερνούν άλλες τάσεις σε εντελώς άλλες βασικές αρχές, που ανταποκρίνονται καλύτερα στη στοιχειώδη φύση των μαζών. Στις αγωνιστικές εξεγέρσεις των λαών δεν ακούγονται οι διδασκαλίες του Βούδα, τα λόγια του Χριστού, οι «βασικές αρχές» της γαλλικής επανάστασης – ακούγονται  μονάχα οι φωνές: εδώ είναι οι άριοι, εδώ είναι οι σιμήτες, εδώ είναι οι μογγόλοι, εδώ οι ευρωπαίοι, εδώ οι ασιάτες, εδώ οι λευκοί, εδώ οι έγχρωμοι, εδώ οι χριστιανοί, εδώ οι μωαμεθανοί, εδώ οι γερμανοί, εδώ οι ρουμάνοι, οι σλάβοι και πάει λέγοντας, σε χιλιάδες παραλλαγές. Έτσι, με τέτοιες μαχητικές κραυγές κάνουν ιστορία, χύνουν στα ρέματα ανθρώπινο αίμα για να γίνει πράξη ο κοσμοϊστορικός φυσικός νόμος, που θα χρειαστεί ακόμα πολύς χρόνος  για να τον γνωρίσουμε»[46]
Όπως βλέπουμε ο Gumplowicz βρίσκεται ακόμα μακριά από την ενθουσιώδη κατάφαση αυτής της «φυσικής διαδικασίας». Εξάλλου, όπως είδαμε, διδάσκει την «έλλογη παραίτηση». Ωστόσο, η μυστικοποίηση των «δεδομένων της ταξικής πάλης» στην αρχιτεκτονική της ιστορίας , η μετατροπή της σε φυλετικό αγώνα, μαζί με το αντιδημοκρατικό πνεύμα  που διακατέχει αυτό το κονσέπτ, προετοιμάζει την ιστορική  αντίληψη του φασισμού. Γι αυτό δεν είναι τυχαίο ότι με ορισμένες επιφυλάξεις προβαίνει σε επαίνους καταφανώς αντιδραστικών προσώπων , όπως ο Hallert, o Lobroso, o Γκομπινώ, οι οποίοι αναπτύσσουν τέτοιες απόψεις., τέτοια κονσέπτ. Αυτό το αντιδημοκρατικό πνεύμα εκφράζεται πιο έντονο  από το μαθητή του, τον Ratzehofer: « Τα συνθήματα: ελευθερία, ισότητα, διεθνισμός είναι πονηροί φαντομάδες [….] Η ιδέα της επανάστασης είναι αντιεπιστημονική.»[47]
  Αυτές οι τοποθετήσεις καθιστούν εύκολη τη διαπίστωση ότι στο κέντρο της σκέψης του  Gumplowicz και της κοινωνιολογικής του  σχολής είναι το κράτος. Το κράτος είναι ο  δημιουργός του καταμερισμού της εργασίας στη βάση της «φυσικής» ανισότητας των ανθρώπων. Αυτή η άποψη στρέφεται πρώτα απ΄όλα κατά των αξιώσεων  της εργατικής τάξης. Θέλουν να δείξουν ότι το κράτος ως «τάξη ανισότητας» είναι «η μόνη δυνατή τάξη μεταξύ των ανθρώπων»[48] Σ αυτές τις θεωρίες ο Gumplowicz χωρίζει πλήρως  την κοινωνιολογία από την οικονομική επιστήμη, την οποία γνωρίζει μόνο με την απλοϊκοποιημένη μορφή της εποχής, θέλοντας να την υποβιβάσει σε μια ιδιότυπη ειδική επιστήμη απέναντι στην οικουμενική κοινωνιολογία. Σ αυτή την τάση απόρριψης της οικονομικής επιστήμης  ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι, επίσης, προάγγελος  της αντιδραστικής ιδεολογίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Η οικονομική επιστήμη , κατά τον Gumplowicz, δεν μπορεί   να κατανοήσει την κοινωνία, αφού ασχολείται μόνο με οικονομικά φαινόμενα. «Όμως», συνεχίζει, «η ουσία και η ζωή μιας κοινωνίας δεν εξαντλείται  μόνο με την οικονομική δραστηριότητα, όπως και κάθε άνθρωπος δεν εξαντλείται με την οικονομική δραστηριότητα. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι η κοινωνιολογία, μάλλον, μπορεί να αξιώσει  να δει την οικονομική επιστήμη ως μέρος της.».[49]
 Η ανατροπή της σχέσης κράτους και οικονομικής επιστήμης συνδέεται  με το κεντρικό ερώτημα του κοινωνικού δαρβινισμού, δηλαδή με την επιδίωξή του να συλλάβει βιολογικά κάθε κοινωνική διαφορά (ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας και ταξικό αγώνα) εξαφανίζοντάς την  από τον κόσμο. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Gumplowicz, ο οποίος υποκειμενικά ήταν ένας τίμιος επιστήμονας, εδώ βρίσκεται σε βαθιά σύγκρουση με τον εαυτό του. Αυτό έχει γενικότερη σημασία, παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, επειδή απεικονίζει τη διανοητική και μεθοδολογική σύγχυση αυτής της μεταβατικής κατάστασης και συγχρόνως δείχνει πόσο ανυπεράσπιστη ήταν η γερμανόγλωση διανόηση απέναντι στα γενικά ρεύματα της αντιδραστικής εξέλιξης.
Από τα παραπάνω προκύπτει αναγκαία το συμπέρασμα (γι’ αυτό τον τρόπο σκέψης – Θ.Β.) ότι η κοινωνιολογία θα πρέπει να βάλει στη θέση της κοινωνικής τάξης την έννοια της φυλής, ιδιαίτερα επειδή θεωρούν ότι η εξουσία αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο ανάπτυξης του κράτους, έτσι που η ταξική  διαστρωμάτωση εμφανίζεται ως εξουσία μιας φυλής πάνω στην άλλη. Ο Gumplowicz πράγματι είναι ο πρώτος που στο πρώτο βιβλίο του με τον τίτλο Rasse und staat (Φυλή και κράτος,1875) μορφοποιεί το πρόβλημα κατά τρόπο που  απλά ταυτίζει τις φυλές με τις τάξεις, Όμως, στο μετέπειτα επιστημονικό του έργο βλέπει ολοένα και πιο καθαρά το ανυπόστατο αυτής της αντίληψης. Αυτό το αναγνωρίζει στο δεύτερο σημαντικό βιβλίο του με τον τίτλο  «Ο αγώνας των φυλών» (1883) στο οποίο μιλώντας για το φυλετικό ζήτημα  λέει: « Έδώ τα πάντα είναι  αυθαιρεσία, υποκειμενική φαινομενικότητα, υποθετικότητα. Πουθενά δεν υπάρχει σταθερό έδαφος, πουθενά δεν υπάρχει στήριγμα και θετικό αποτέλεσμα». Και επειδή ο μονοδιάστατος φυσικός επιστήμονας ερευνά τουλάχιστον το μίνιμουμ των αντικειμενικών γνωρισμάτων της φυλετικής διαφοράς, γι αυτό οδηγείται στο εξής συμπέρασμα :  Το πόσο δυσάρεστο ρόλο παίζουν οι ανθρωπολογικές εγκεφαλικές μετρήσεις και τα παρόμοια αυτό μπορεί να το καταλάβει καθένας που θα θελήσει να ζητήσει από αυτούς τους ερευνητές συμβουλή για τους διάφορους τύπους της ανθρωπότητας. Όλα είναι μπερδεμένα: « Οι αριθμητικοί μέσοι όροι και οι  μετρήσεις δεν δίνουν ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα. Αυτό που κάποιος περιγράφει ως γερμανικό τύπο, κάποιος άλλος λέει ότι ταιριάζει στους σλάβους.  Ανάμεσα στους «άρια» υπάρχουν  μογγολικοί τύποι έτσι που, με βάση τα «ανθρωπολογικά κριτήρια κάθε στιγμή να θεωρεί κανείς άρια   τους σιμήτες και το αντίθετο.».[50] Ακόμα και ο Ratzenhofer ο οποίος ως προς την αντιδραστικότητά του, σε πολλά σημεία  ξεπερνά το δάσκαλό του, (π.χ. θεωρεί, όπως και ο Γκομπινώ, τους νέγρους γεννημένους σκλάβους), σ’ αυτό το θέμα οφείλει να κάνει πίσω - λέει ότι λείπει η επιστημονική του θεμελίωση: « Αναμφίβολα τα φυλετικά γνωρίσματα  αποτελούν το βασικό κριτήριο της κοινωνικής συμπεριφοράς, όμως αυτό μπορεί να καταδειχθεί μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις συγκεκριμένων ατόμων.».[51]
Όμως, επειδή  o Gumplowicz και η σχολή του απορρίπτουν την οικονομική βάση της ταξικής πάλης, η προβληματική του φυλετισμού οδηγεί κατ’ ανάγκη  σε έναν θολό και συγκεχυμένο εκλεκτικισμό στον οποίο απλώς διολισθαίνει η ανάπτυξη της αντιδραστικής ιδεολογίας της ιμπεριαλιστικής εποχής, αφού πρώτα, με τις προτροπές του κοινωνικού δαρβινισμού, είχε καρποφορήσει.
   Ο Gumplowicz ήταν ένα μεταβατικό φαινόμενο στην ανάπτυξη της φυλετικής               θεωρίας. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά από τη συζήτησή του με έναν νεότερο εκπρόσωπο του κοινωνικού δαρβινισμού, το Woltmann, την οποία ο Gumplowicz συμπεριέλαβε σε μια μεταγενέστερη έκδοση του «Rassenkampf». Ο Woltmann επικρίνει το Gumplowicz λέγοντάς του ότι έχει παρεκκλίνει   από το σωστό δρόμο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του. Νερώνει τη σωστή έννοια της φυλής. Ο Gumplowicz αμύνεται ως εξής: «Στη γεννέτηρά μου ήδη με είχε εκπλήξει […]. Το γεγονός ότι κάποιες τάξεις της κοινωνίας εκπροσωπούσαν εντελώς ετερογενής φυλές. Είδα πολωνούς ευγενείς, που από πανάρχαιους χρόνους δίκαια θεωρούσαν τους εαυτούς τους ότι είχαν διαφορετική  καταγωγή από τους αγρότες. Είδα τη μεσαία γερμανική τάξη και δίπλα τους εβραίους – όσες τάξεις, τόσες φυλές [….] Όμως, οι εμπειρίες και οι γνώσεις που συγκέντρωσα στα επόμενα χρόνια  με δίδαξαν τη σοβαρή φρόνηση ότι στις δυτικές χώρες  της Ευρώπης κάποιες κοινωνικές τάξεις δεν εκπροσωπούσαν πλέον ανθρωπολογικές φυλές.  [… ] Στο έργο μου με τον τίτλο Rassenkampf  απέρριψα την ανθρωπολογική έννοια της φυλής, όμως ο αγώνας των φυλών  έχει μείνει o ίδιoς και εξακολουθεί να οργιάζει  όπως και παλιά  μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ενώ από καιρό έχουν  πάψει να είναι ανθρωπολογικές φυλές. ¨Όμως, όλα εξαρτώνται από αυτόν τον αγώνα. Αυτό εξηγεί όλα τα φαινόμενα του κράτους. Τη δημιουργία του δικαίου και την ανάπτυξη του κράτους.».[52]Είναι ενδεικτικό ότι εδώ αντικειμενικά, ως προς την ουσία της ,απορρίπτει την κοινωνική ρατσιστική  θεωρία, όμως διατηρεί τη ρατσιστική ορολογία. Παντως- ως προς τις κοσμοθεωρητικές της συνέπειες- τη διατηρεί ως έχει.
Ο Woltmann εκπροσωπεί τη μετάβαση σε μια ανώτερη μορφή ανάπτυξης της αντιδραστικής ιδέας του βιολογισμού. Η ιδιαίτερη θέση του ως προς αυτή  τη διαδικασία έχει να κάνει με το ότι ως πρώην σοσιαλδημοκράτης (ήταν ένας αναθεωρητής  που επιχείρησε να συνδέσει το Μαρξ με το Δαρβίνο και τον Καντ) είχε κάνει περαιτέρω ουσιαστικά βήματα   για την προσαρμογή της φυλετικής  θεωρίας  στις ιμπεριαλιστικές ανάγκες. Πήγε παραπέρα τη σκέψη του Gumplowicz υποστηρίζοντας  ότι οι ταξικοί αγώνες ουσιαστικά είναι φυλετικοί αγώνες «καθαρίζοντάς την»  από τις αμφιβολίες και τις ανακολουθίες του Gumplowicz.Υιοθετεί ορισμένους συλλογισμούς του Γκομπινώ – σε εκσυγχρονισμένη μορφή-  καθώς και κάποιες σκέψεις της γαλλικής φυλετικής  θεωρίας η οποία στο μεταξύ αναπτύχθηκε παραπέρα ( Lapouge, κλπ)
Από το σοσιαλδημοκρατικό  παρελθόν του ο Woltman φέρει μαζί του  την ορολογία της κοινωνικής εξέλιξης και της κοινωνικής οικοδόμησης .Έτσι, π.χ  η υπεραξία γι’ αυτόν είναι βιολογική έννοια. Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας «βασίζεται […]. στη φυσική ανισότητα των σωματικών και πνευματικών δυνατοτήτων.».[53] Οι ταξικές αντιθέσεις είναι «υποβόσκουσες φυλετικές αντιθέσεις,».[54] Πάνω σ αυτή τη βάση προχωρεί σε μια παραλλαγή  ρεβιζιονιστικής εξύμνησης του καπιταλισμού λέγοντας ότι από την άποψη της επιλογής είναι το καλύτερο κοινωνικό σύστημα. Έτσι, δεν μπορούσε παρά να γίνει ιδεολογικός υπερασπιστής και της αποικιακής καταπίεσης. Γι αυτόν «είναι απέλπιδο εγχείρημα να θέλεις να κάνεις τους νέγρους και τους ινδιάνους ικανούς για πολιτισμό». Οι λευκοί στις αποικίες  «πάντα θα αποτελούν την ανώτερη φυλή.».[55] Ανανεώνει στη βάση του κοινωνικού δαρβινισμού τη διδασκαλία του Γκομπινώ, όμως τώρα ως ιδεολογία του γερμανικού ιμπεριαλισμού, με τη δήλωσή του ότι «η βόρεια φυλή από τη γέννησή της είναι φορέας του παγκόσμιου πολιτισμού».»[56] Έτσι φαντάζεται ο Woltmann, φορώντας το προσωπείο μιας κοινωνικής θεωρίας, τη ριζοσπαστική – αντιδραστική ιμπεριαλιστική φυλετική  θεωρία, με όλες τις συνέπειές της.  Αυτό αφορά όλη τη μεθοδολογία του. (Παραπέμπουμε στις παρατηρήσεις του στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω). Όπως ο Gumplowicz, κι’ αυτός  απορρίπτει την ιδέα της ενιαίας ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Κατά την άποψή του «είναι λάθος να μιλά κανείς για ανθρώπινη ανάπτυξη […] μόνο κάποιες φυλές αναπτύσσονται.».[57]Φυσικά και ο Wolmann βλέπει ότι στην ιστορικά δεδομένη πραγματικότητα δεν υπάρχουν «καθαρές φυλές», ότι όλα τα φυσιολογικά γνωρίσματα της φυλετικής διάκρισης είναι ασταθή. Ωστόσο, δεν παραδέχεται τίμια αυτή την αντίφαση, όπως το κάνει ο Gumplowicz, αλλά με δημαγωγικό τρόπο, τα γυρνάει από δω κι’ από κει στην προσπάθειά του αυτό να το αποφύγει .Έτσι – και για να ξεπεράσει το φαταλισμό του Γκομπινώ - εισάγει την έννοια του «διαχωρισμού» (Entmischung) των φυλών, μια έννοια η οποία  αργότερα γίνεται σημαντική για το Χίτλερ και  το Ρόζεμπεργκ.
 Η υπεραισιόδοξη προοπτική του Woltmann – σε αντιπαράθεση με το Γκομπινώ-  έχει να κάνει με την ανάδειξη της σημασίας  της τεχνιτής  φυλετικής καλλιέργειας που «πετυχαίνεται» με το συνδυασμό διασταύρωσης και θερμοκηπίου. Ωστόσο, παρά τα εξαιρετικά φτιασιδώματα της κοινωνιολογικής και της βιολογικής ορολογίας ο Woltmann δεν υπερβαίνει τα όρια της αυθαιρεσίας του Γκομπινώ: Από τη μια να λέει ότι η φυλετική ανάμειξη εμφανίζεται να είναι οπωσδήποτε βλαβερή και θανάσιμη και από την άλλη ότι τα σημαντικότερα «καλλιεργημένα στοιχεία»  προκύπτουν ακριβώς από τη διασταύρωση. Η υπέρβαση του πεσιμισμού του Γκομπινώ στον Woltmann στηρίζεται στη  «σεμνή ελπίδα»… «ότι η σημερινή γενιά είναι υγιής και   το ευγενές κεφάλαιό της μπορεί, με μέτρα φυλετικής υγιεινής  και φυλετικής πολιτικής, να διατηρηθεί και να προστατευθεί.».[58] Θα μιλήσουμε για το  βάρβαρο – τυραννικό καθεστώς που δημιούργησε ο χιτλερισμός από  αυτή τη «σεμνή ελπίδα».
Ούτε ο Woltmann είχε αποφασιστική επιρροή. Όχι επειδή «επιστημονικά» ήταν καλύτερος η χειρότερος από τους προηγούμενους ή τους κατοπινούς θεωρητικούς του ρατσισμού, αλλά επειδή δεν υπήρχε ακόμα η πολιτικο- οικονομική βάση στη Γερμανία για την ευρεία απήχηση της πρακτικής ρατσιστικής θεωρίας. Αυτή η έλλειψη απήχησης οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Woltmann εκπροσωπούσε μια ιδιότυπη απόχρωση της φυλετικής θεωρίας. Ενώ οι γάλλοι θεωρητικοί του ρατσισμού (όπως ο Lapouge, στον οποίο αναφερθήκαμε)  μπορούσαν μόνον να ονειρευτούν την κυριαρχία των άρια, - για να μη μιλήσουμε για τον πεσιμισμό του Γκομπινώ-  και περιέγραφαν  με φρικιαστικές εικόνες  την προοπτική κυριαρχίας της Ευρώπης  από τη Ρωσία  ή  την προοπτική ευρωπαϊκής συμμαχίας υπό την ηγεσία των εβραίων[59],  οι γερμανοί θεωρητικοί του ρατσισμού ,όπως ο Ammon,με την άγαρμπη και πρόδηλα αντιεπιστημονική προπαγάνδα τους υπέρ της γερμανικής κυριαρχίας, μπορούσαν να επηρεάσουν μόνο τους πιο ακραίους «πανγερμανούς».
 Ο Woltmann αδυνατεί να επηρεάσει τους αντιδραστικούς κύκλους επειδή προσπαθεί να συνταιριάσει το ρεβιζιονιστικό του παρελθόν με τη ρατσιστική θεωρία. Συμφωνεί με τους αντιδραστικούς στον αγώνα εναντίον της ιδέας της ισότητας των ανθρώπων, στον αγώνα κατά τη δημοκρατίας, όμως, διαφωνεί πχ. με την άποψη ότι η γαλλική επανάσταση εναντίον της αριστοκρατίας (εναντίον των άρια Φράγκων) ήταν εξέγερση των δούλων, ανθρώπων   με μειωμένη τη φυλετική τους αξία, αλλά και με την άποψη ότι όλο το εργατικό κίνημα αποτελεί εξέγερση ανθρώπων με χαμηλή φυλετική αξία. Γράφει για τη γαλλική επανάσταση: «Οι ηγέτες της επανάστασης, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, ήταν γερμανοί […]Η επανάσταση φέρνει στην εξουσία μόνο ένα άλλο στρώμα των γερμανών. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι στη γαλλική επανάσταση ή «Τρίτη τάξη» ήρθε στην εξουσία. Μόνο η μπουρζουαζία ήρθε στην εξουσία, δηλαδή το ανώτερο γερμανικό τμήμα του αστισμού, όπως και στο σημερινό εργατικό κίνημα, από ανθρωπολογική άποψη, συμβαίνει το εξής: υπερισχύει η ανάδειξη  των ανώτερων γερμανικών στρωμάτων της εργατικής  τάξης για κυριαρχία και ελευθερία.»[60]
 Η ρεβιζιονιστική αιτιολόγηση ανάδειξης  της εργατικής αριστοκρατίας, η σύνδεσή της με τη ρατσιστική εξύμνηση του γερμανισμού, δεν μπορούσε να έχει ευρεία απήχηση στους αντιδραστικούς κύκλους της τότε Γερμανίας. Κανένας  αντιδραστικός γερμανός δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την άποψη ότι η γαλλική επανάσταση «είναι μια ακραία πράξη του γερμανικού πνεύματος». Αυτού του είδους οι ταλαντεύσεις και ανακολουθίες είχαν κάνει τη ρατσιστική θεωρία του Woltmann ένα παροδικό επεισόδιο, αν και πολλά ερεθίσματά του λειτούργησαν και στο φασισμό.

     4.  H. S. Chamberlain, θεμελιωτής της σύγχρονης φυλετικής θεωρίας.

O Τσάμπερλαιν στην εποχή πριν από τον πόλεμο   ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της φυλετικής  θεωρίας. Ως διανοητής είναι και αυτός μακριά από κάθε αληθινή πρωτοτυπία. Η σημασία του οφείλεται στο ότι ενώνει  την παλιά με την ανανεωμένη φυλετική  θεωρία στο πνεύμα του ιμπεριαλισμού με τις τυπικές αντιδραστικές τάσεις, πρώτα απ’ όλα με τη φιλοσοφία της ζωής  και μ αυτό δίνει στη φυλετική  θεωρία την «κοσμοθεωρητική της διάσταση», που χρειαζόταν  οι ποιο ακραίες  αντιδραστικές δυνάμεις της εποχής. Οi κατεξοχήν εκπρόσωποi της φιλοσοφίας της ζωής αυτής της εποχής (Diltey, Simmel,κλπ) σχετίζονται πολύ δυνατά με  τις φιλελεύθερες – αγνωστικιστές τάσεις. Ο Νίτσε, βρίσκεται πολύ κοντά σε μια αισθητική –αντιπολιτευτική παρακμή και εν μέρει, παρά το ότι κλείνει προς τον κοινωνικό δαρβινισμό, αποκρούει τη ρατσιστική θεωρία με τη στενή έννοια. Από την άλλη μεριά ο κοινωνικός δαρβινισμός στερείται μιας φιλοσοφικής γενίκευσης, και στο βαθμό που υπάρχει, αυτή περιορίζεται στο μέτρο του φυσικοεπιστημονικού μονισμού, άρα είναι άχρηστη για την ακραία αντίδραση.Ο Τσάμπερλαιν λοιπόν συνδέει «κοσμοθεωρητικά» όλες τις σημαντικές τάσεις για λογαριασμό της ακραίας αντίδρασης. Με αυτή την έννοια είναι μια σημαντική προσωπικότητα, είναι ένας συνδετικός κρίκος της παλιάς αντίδρασης και του όψιμου φασισμού.
Όμως, δεν είναι ο μοναδικός συνδετικός κρίκος αυτού του είδους. Σημαντικός πρόδρομος τον οποίο οι φασίστες, τον θεωρούσαν, όπως και τον Τσάμπερλαιν, ως άμεσο πνευματικό τους πρόγονο, ήταν ο Lagarde.Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι ο γερμανός καίσαρας Βίλμος ο δεύτερος στα νιάτα του, όταν υποστήριζε  τη λεγόμενη αντισιμητική δημαγωγία του Stöcker,βρισκόταν σε στενή σχέση με το Lagarde και υπό την πνευματική του επίδραση.[61]. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι αργότερα υπήρξε απόρρητη αλληλογραφία ανάμεσα  στο γερμανό καίσαρα και τον  Τσάμπερλαιν. Ήδη το 1901 σε γράμμα του προς τον Τσάμπερλαιν ονομάζει τον εαυτό του «στρατιώτη και σύμμαχο» στον αγώνα για τη Γερμανία, εναντίον της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ κλπ..[62]Ο καίσαρας μιλά για την επίδραση που είχε στη σκέψη του   ο Τσάμπερλαιν: «… Και τώρα όλα αυτά τα αρχαία άρια γερμανικά στοιχεία τα οποία κοιμόταν μέσα μου σε τεράστια στρώματα, σιγά- σιγά, μέσα από ένα δύσκολο αγώνα πρέπει να έρθουν στην επιφάνεια. Και ήρθαν σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την «παράδοση», σε μια περίεργη μορφή. Συχνά εκφράζονταν με χαώδη τρόπο  επειδή υπήρχαν  μέσα μου ασυνείδητα  ως μια θολή εικασία, θέλοντας να βρουν το δρόμο τους προς τα έξω. Τότε ήρθατε Εσείς  και με ένα μαγικό χτύπημα βάλατε τάξη σε όλη αυτή την ακαταστασία, δώσατε φως στο σκοτάδι, βάλατε στόχους για τους οποίους πρέπει κανείς να προσπαθεί να εργάζεται. Ερμηνεύσατε ό,τι μάντευα θολά, υποδείξατε  δρόμους τους οποίους πρέπει να  ακολουθήσουμε για τη δόξα των γερμανών.».[63] Αυτή η φιλία κράτησε ως το θάνατο του Βίλμος του δεύτερου.  Στον Τσάμπερλαιν αποδίδεται ο σιδερένιος σταυρός για τις πολεμικές και διεγερτικές του μελέτες. Ακόμα και μετά την πτώση του Hohenzollern συνεχίζεται αυτή η φιλική αλληλογραφία. Συγχρόνως ο Τσάμπερλαιν βρίσκει το δρόμο για την ανάπτυξη της σχέσης του με τον ηγέτη της ακραίας αντίδρασης. Το 1923 συναντιέται με το Χίτλερ. Και συνοψίζει τις εντυπώσεις του από αυτή τη συνάντηση ως εξής: «Η πίστη μου στο γερμανό δεν έχει κλονιστεί ούτε στιγμή, όμως η ελπίδα μου –αυτό πρέπει να το ομολογήσω- είχε
φτάσει στο πιο χαμηλό σημείο. Εσείς διαμιάς αλλάξατε την κατάσταση της ψυχής μου. Το ότι η Γερμανία την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης  γεννά έναν Χίτλερ, αυτό δείχνει  τη ζωντανή παρουσία της, όπως και οι επιδράσεις  που έπονται, διότι αυτά τα δυο πράγματα  πάνε μαζί – η προσωπικότητα και η επίδραση συνυπάρχουν. Το ότι ο υπέροχος Ludendorff ανοιχτά  προσκολείται σε Σας και δηλώνει οπαδός του κινήματος που Εσείς ξεκινήσατε : Τι υπέροχη επιβεβαίωση!».[64]

 Ο Lagarde (και αργότερα οι μικρότεροι διάδοχοί του, ο Langbehn, (συγγραφέας του έργου « Ρέμπραντ ως παιδαγωγός»)  είναι ακόμα ερασιτέχνες, μόνο περιφερειακά και ευκαιριακά μπορούν  να συνδεθούν με την κοινή αντιδραστική πολιτική.  Ο Τσάμπερλαιν βλέπει στο Λαγκάρντ  «την πολιτική ιδιοφυία που συμπληρώνει τον Μπίσμαρκ.».[65] Το έργο του Λαγκάρντ με τον τίτλο “Deutsche Schriften” ανήκει, σύμφωνα με τον Τσάμπερλαιν, στα «ποιο αξιόλογα βιβλία».Η ιδιαίτερη αξία του έχει να κάνει με το ότι ανακάλυψε  στη χριστιανοσύνη   τα θρησκευτικά ένστικτα με τη μικρότερη βλαπτική επίδρασή τους στη χριστιανική θρησκεία. Αυτή ήταν μία πράξη που «αξίζει το θαυμασμό μας». Σύμφωνα με τον Λαγκάρντ όλη την Παλιά Διαθήκη  πρέπει να την καταργήσουμε από την χριστιανική θρησκεία επειδή « υπό την επίδρασή της καταστράφηκε το Ευαγγέλιο, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό».[66] Ο Τσάμπερλαιν ασκεί κριτική στο Λαγκάρντ για τις παραξενιές του που τον οδηγούν στην απομόνωση και στον ερασιτεχνισμό.  Ωστόσο, παρά την κριτική του βλέπει σ αυτόν τον σημαντικότερο προκάτοχό του.
 Ο Τσάμπερλαιν εξαίρει τη σημασία της τοποθέτησης απέναντι στη θρησκεία και το χριστιανισμό. Εδώ ενώνονται τα στοιχεία των μορφών της παλιάς και της νέας ακραίας αντίδρασης. Η παλιά πρωσική αντίδραση των γιούγκερς ήταν προτεστάντες – πιετιστές, δηλαδή σε όλα τα θρησκευτικά ζητήματα ήταν παραδοσιακοί ορθόδοξοι. Η καπιταλιστική ανάπτυξη της Γερμανίας, η ανάγκη να κρατήσουν στα χέρια τους την εξουσία σε ένα επιθετικό ιμπεριαλιστικό κράτος, μάλιστα σε ένα κράτος  το οποίο είχε ανάγκη από μια συνολική διεγερτική  ιδεολογία για την επιθετική του πολιτική  ικανή να αγκαλιάσει  όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αυτό αλλάζει την κατάσταση στους κόλπους της ακραίας αντίδρασης. Βέβαια, στην αρχή αυτή η ιδεολογία ήταν δύσκολο να περάσει στο χώρο της εργατικής τάξης. Εδώ ο ρεφορμισμός θα έπρεπε να δουλέψει για  καιρό πριν καταστεί δυνατή η παράδοση μπροστά στο γερμανικό ιμπεριαλισμό. Γι αυτό η νέα ακραία αντίδραση  έπρεπε πρώτα να στραφεί προς τις μικροαστικές μάζες  οι οποίες, όμως,  δεν μπορούσαν  να τεθούν άμεσα υπό την επιρροή των γιούγκερς. Χρειάστηκε να αναπτυχθούν διάφορες δημαγωγικές  ιδεολογίες  (ο αντισιμητισμός του Stöcker, αργότερα ο εθνικισμός του Nauman, κλπ). Αλλά και στη διανόηση κυκλοφορούν οι πιο διαφορετικές τάσεις. Ο Νίτσε, ο οποίος περίπου την ίδια περίοδο, με το Λαγκάρντ αναπτύσσει τη δική του δραστηριότητα, αποχωρίζεται, όπως και Λαγκάρντ, από την προτεσταντική ορθοδοξία. Όμως, ο Νίτσε αναζητά  μια νέα θρησκεία την οποία κηρύττει με αθεϊστικά συνθήματα, ενώ ο Λαγκάρντ επιλέγοντας τα σιμητικά στοιχεία  επιχειρεί να ανανεώσει τον προτεσταντισμό. Και οι δυο ασκούν κριτική για την έλλειψη κουλτούρας στον καπιταλισμό, όμως, με ένα τρόπο που η αιχμή της κριτικής στρέφεται κατά της δημοκρατίας και του εργατικού κινήματος. Εδώ συναντιόνται  με την ιμπεριαλιστική τάση της φιλοσοφίας της ζωής. Όμως, όσο κι αν είναι μεγάλη η επιρροή του Νίτσε στη διανόηση, η φιλοσοφία του  δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση  για μια ευρύτερη μαζική επιρροή.
 Εδώ αρχίζει το έργο του Τσάμπερλαιν, ως ο σημαντικότερος συνεχιστής του Λαγκάρντ. Η ρατσιστική του θεωρία εξελίσσεται σε «κοσμοαντίληψη» η οποία περιλαμβάνει όλες τις παλιές και τις σύγχρονες τάσεις της ακραίας αντίδρασης. Συνδέει την «ανώτατου επιπέδου» πολιτιστική κριτική  με τη χυδαία αντισημιτική «διαφώτιση», με την προπαγάνδιση της ιδέας για τη μοναδική αποστολή των γερμανών για παγκόσμια κυριαρχία. Συγχρόνως παλεύει κατά του ξεπερασμένου χριστιανισμού και για την ανανέωσή του: απευθύνεται παράλληλα στους πιστούς και στους άθεους. Από αυτό τον ανανεωμένο χριστιανισμό κατασκευάζει ένα μέσο για την αντιδημοκρατική, ιμπεριαλιστική πολιτική των  Hohenzollern[67] που στοχεύει στην Gumplowicz παγκόσμια κυριαρχία.

Στο επίκεντρο αυτής της κοσμοαντίληψης είναι η φυλετική  θεωρία. Έχουμε δει ότι ο Τσάμπερλαιν απορρίπτει τη μορφή της ρατσιστικής θεωρίας του Γκομπινώ.. Συγχρόνως δηλώνει οπαδός του κοινωνικού δαρβινισμού. Στις σημειώσεις του για το Γκομπινώ γράφει, συμπληρωματικά: «Δάσκαλός μου είναι πρώτα απ’όλα  […] ο Δαρβίνος».[68] Βέβαια, είναι ο Δαρβίνος που εκείνος αναγνωρίζει, χωρίς το Δαρβίνο της θεωρίας της εξέλιξης. Ο Τσάμπερλαιν είχε πει κάποτε για την εξέλιξη : « Μέσα μου ένα ένστικτό μου ψιθυρίζει : εδώ η σκέψη του ανθρώπου δεν ταιριάζει με τη φύση.».[69] Μ΄αυτή την παρατήρηση το θέμα γι΄αυτόν είναι τελειωμένο. Η θετική προσφορά του Δαρβίνου για τον Τσαμπερλαιν συνίσταται στο ότι «απόδειξε τη σημασία του είδους σε όλο το ζωικό βασίλειο.».[70] Κι εδώ ο Τσάμπερλαιν απομακρίνει κάθε ερώτημα που αναφέρεται στην προέλευση και στις αιτίες. Ο Δαρβίνος τον οποίο αποδέχεται είναι απλώς ο σύντροφος «των ανθρώπων της πράξης». «Ακολουθώ», λέει ο Τσάμπερλαιν «το μεγάλο ερευνητή στο σταύλο των αλόγων και στην αυλή των σκυλιών, που πλησιάζει τον ερασιτέχνη κηπουρό και λέω: εδώ υπάρχει κάτι που δίνει περιεχόμενο στη λέξη «είδος» το οποίο είναι αναμφισβήτητο και προφανές για τον καθένα.».[71] Έτσι διαμορφώνεται η τσαμπερλαιανή   μέθοδος από αλληλοαποκλίνουσες απόψεις.: ο πιο χυδαίος εμπειρισμός  και η μυστική διαισθητική  (ενορατική)  φιλοσοφία  παρακολουθούν όλες τις αναλύσεις του. Βέβαια, αυτή η διττότητα δεν είναι κάτι το νέο στη γερμανική αντιδραστική φιλοσοφία. Ήδη ο Σέλιγκ ονόμασε την αποκαλυπτική ιρρασιοναλιστική  ενορατική  φιλοσοφία φιλοσοφία  του «φιλοσοφικού  εμπειρισμού» που ο Εντουάρτ Χάρτμαν, αργότερα, πάσχισε να τη βγάλει από την αφάνεια  και να την εκσυγχρονίσει. Τώρα, αν ο Τσάμπερλαιν γνώριζε αυτούς τους προκατόχους του, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Πάντως, εδώ έγκειται η ουσία των φιλοσοφικών του επιτυχιών. Μιλά σε «σύγχρονους» ανθρώπους. Γι’ αυτό οφείλει να κρατήσει τα επιτεύγματα της υφιστάμενης καπιταλιστικής βιομηχανίας και της τεχνικής που την υπηρετεί και να δώσει τη φιλοσοφική τους δικαίωση. Ακόμα, η νέα φιλοσοφία πρέπει να εμφανίζεται έτσι ωσάν να υπερασπίζεται αυτή τη σύγχρονη  φυσικοεπιστημονική πράξη με έναν ριζοσπαστικό εμπειρισμό ενάντια στις απαράδεκτες υπερβολές της αφηρημένης φιλοσοφίας. Και ακριβώς, πάνω σ αυτή τη βάση αναπτύσσεται ο φυλετικός μυστικισμός και η αξίωση των γερμανών για παγκόσμια κυριαρχία.
Η τσαμπερλαιανή φιλοσοφία, λοιπόν, λικνίζεται μια εδώ και μια εκεί  σε ένα υποτιθέμενο εμπειρικό προφανές και στον πιο άγονο και τον πιο σκοταδιστικό μυστικισμό. Ο Τσάμπερλαιν επικαλείται τις εμπειρίες των κτηνοτρόφων και των κηποκόμων. Αυτοί γνωρίζουν τι είναι το «είδος», και προσθέτει: «γιατί να είναι ο άνθρωπος εξαίρεση;».[72]Άλλοτε μιλά για τις εξαιρετικές ικανότητες των ιππευτικών αλόγων και των κυνηγετικών σκυλιών και συνεχίζει : «΄Οποιος γνωρίζει τα επιτεύγματα της κτηνοτροφίας δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι όλα μπροστά  μας και γύρω μας στην ανθρώπινη ιστορία υποτάσσονται στους ίδιους νόμους.».[73]Κι εδώ μπορεί να δει κανείς καθαρά το ρόλο της δαρβινιστικής κοινωνιολογίας, την τάση να απομακρύνει  ως ασήμαντο κάθε κοινωνικό στοιχείο. Ο Τσαμπερλαιν γνωρίζει καλά ότι οι αντικειμενικές διακριτές ιδιότητες στο προσδιορισμό του είδους δεν σημαίνουν τίποτα για τον άνθρωπο. Όταν ο γνωστός γερμανός επιστήμονας  Steinmetz, προβάλλει αυτή την ένσταση, ο Τσάμπερλαιν απαντά ως εξής: «Μα όλα αυτά είναι σωστά και καλά [….] Όμως η ίδια η ζωή που από κάθε άποψη δείχνει ότι το είδος είναι σημαντικό για κάθε  ύπαρξη […] η ζωή δεν μπορεί να περιμένει, ενώ οι επιστήμονες […]  λένε τον τελευταίο λόγο.».[74] Επομένως, πρέπει να γίνει το άλμα από την ιρρασιοναλιστική ενόραση στην εσωτερικότητα: «Είναι άμεσα πιστευτό όπως τίποτα άλλο ότι το «είδος» είναι κτήμα της συνείδησής μας. Όποιος πρόδηλα ανήκει στο καθαρό είδος , αυτό το αισθάνεται καθημερινά.».[75] Αυτό το επιχείρημα από την άποψη του μέλλοντος έχει μεγάλη σημασία διότι ο Τσάμπερλαιν  αντιστρέφει το ερώτημα : Η ενόραση  δεν πρέπει να αποφασίζει αν ένα αντικειμενικό γεγονός είναι ή δεν είναι αληθές. Η διαίσθηση   καθορίζει τη φυλετική ποιότητα του ατόμου. Όποιος δεν έχει αυτή τη διαίσθηση αυτό αποδεικνύει ότι είναι μείγμα, ότι είναι μπάσταρδος. Ο Τσάμπερλαιν λέει με περηφάνια για την ουσία αυτής της μεθόδου του :  «  Αντί να έχω ασχοληθεί με την ενοιολόγηση κατέδειξα ότι το είδος (η φυλή) είναι μέσα στο στήθος μου, στα μεγάλα έργα της ιδιοφυίας, στις φωτεινές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας.».[76] Εδώ έχουμε να κάνουμε με την πιο ολοκληρωμένη αυθαιρεσία του Τσάμπερλαιν στη δημιουργία της «μεθόδου» του. Και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τη στενή μεθοδολογική συγγένεια του Τσάμπερλαιν από τη μια με εκείνη του Νίτσε, από την άλλη με τη  διαισθητική και φαινομενολογική  «ουσιώδη αντίληψη» της «περιγραφικής ψυχολογίας» του Ντίλτευ. Αυτή η σκοταδιστική τάση βρίσκει τη σύνοψή της στο μύθο.
Η ροπή προς το μύθο είναι γενικό φαινόμενο στην ιμπεριαλιστική εποχή, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Ο αγνωστικισμός περνά στο μυστικισμό. Εδώ ο μυστικισμός και ο μύθος , όπως και στο Νίτσε, έχει διπλή λειτουργία. Με τη βοήθεια τους κάθε αντικειμενική  γνώση υποβιβάζεται στο επίπεδο  του απλού  μύθου. Ο εμπειριοκριτικισμός «Als ob» των νεοκαντιανών στον τομέα της γνωσιολογίας δουλεύει αδιάλειπτα με αυτή τη μέθοδο. Ο Τσαμπερλαιν χρησιμοποιεί  όλα τα επιτεύγματα των σημαντικότερων εκπροσώπων του νεοκαντιανισμού, όπως ο Cohent  ή ο Σίμμελ. Παρά την εβραϊκότητά τους ξανά και ξανά τους γεμίζει με επαίνους και με ριζοσπαστικό τρόπο οδηγεί ως το τέλος αυτή τη γραμμή του μυστικισμού. Σ αυτό το πνεύμα δηλώνει  για τη θεωρία του Δαρβίνου ότι « απλά είναι ένα ποίημα είναι ένας χρήσιμος και ευχάριστος εφιάλτης.».[77] Πρέπει να παραδεχτούμε, λέει ο Τσάμπερλαιν, ότι «ο Αριστοτέλης αντικατέστησε έναν μύθο με ένα άλλο μύθο [..] διότι καμιά κοσμοαντίληψη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μύθους, έτσι που ο μύθος δεν είναι ένα συμπληρωματικό μέσο που καλύπτει ρωγμές εδώ κι εκεί, αλλά βασικό στοιχείο που διακατέχει το όλο.».[78]Η αληθινή θέση της φιλοσοφίας, κατά τον Τσάμπερλαιν, είναι η θέση ότι ο άνθρωπος έχει συνείδηση του μυθικού χαρακτήρα της σκέψης. Η πρώτη εποχή της άνοιξης της φιλοσοφίας, η παλαιο-ινδική φιλοσοφία το είχε ξεκάθαρο αυτό. Οι Ινδοί φιλόσοφοι «γνώριζαν ακριβώς  ότι οι μύθοι τους ήταν μύθοι».[79] Αυτή η σοφία χάθηκε αργότερα στην πορεία της ευρωπαϊκής εξέλιξης και μόνον ο Καντ πέτυχε να βάλει ξανά  τα πράγματα στη θέση τους .   «Μόνο στον Καντ  ξυπνά η συνείδηση του ανθρώπου για τη δημιουργία του μύθου του.».[80] Αυτή είναι, κατά τον Τσάμπερλαιν, η «κοπερνίκια πράξη» του Καντ.Έτσι, ο Τσάμπερλαιν καθησυχάζει τους σύγχρονους αγνωστικιστές του ότι η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών (η ειδική επιστημονική έρευνα, στα επιμέρους θέματα) δεν αναιρεί τη θέση ότι θα πρέπει να αναληφθεί αγώνας  εναντίον της αξίωσης για αντικειμενική αλήθεια. Διότι, εξηγεί ο Τσαμπερλαιν, η αξία της επιστήμης «δεν είναι το περιεχόμενο της αλήθειας- αφού αυτή είναι άκρως συμβολική-  αλλά η μεθοδική ωφελιμότητά της στην πράξη και η φαντασία – καθώς και η σημασία της για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα.». [81]Ο Νίτσε και ο Ντίλτευ έχουν αναφερθεί στην πράξη. Έχουμε ήδη μιλήσει γι αυτό. Και είναι βέβαιο ότι πρόκειται για μια πραγματική κοινωνική ανάγκη. Ωστόσο, στον Τσάπμπερλαιν αυτή η σωστή σκέψη παραλείπει να αναφερθεί στα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας. Έτσι, εξαφανίζεται κάθε σχέση της έννοιας πράξη με την ανθρώπινη πράξη. Η οικουμενική επιστήμη και η φιλοσοφία χωρισμένες σε ειδικές επιστήμες, με διαρκώς αυξανόμενη εξειδίκευση, που επιβάλλει ο καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας , καθώς και ο κυρίαρχος αγνωστικισμός, καθιστά αδύνατη, με βάση τη δική του μεθοδολογία, την ικανοποίηση αυτής της  πραγματικής ανάγκης. Έχουμε δει ότι μια εξέχουσα προσωπικότητα αυτής της εποχής, ο Μαξ Βέμπερ – με δεδομένη την κρίση της (αστικής) επιστήμης  όπως αυτή διαμορφώθηκε  στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης-  δεν μπόρεσε  να θέσει με έλλογο τρόπο αυτά τα προβλήματα. Πολύ λιγότερο μπόρεσε να απαντήσει σ’ αυτά. Η εμμένεια αυτής της ανάγκης τον έκανε να ωθήσει αυτού του είδους την ερωτηματοθεσία και τις απαντήσεις της  στο πεδίο μιας κατ’ αρχή ιρρασιοναλιστικής «πίστης». Αυτό που ο Μαξ Βέμπερ κάνει με πολύ επιφύλαξη το κάνει ο Τσάμπερλαιν όπως το είχε κάνει νωρίτερα ο Νίτσε- το πάει μέχρι το τέλος χωρίς αναστολές. Δημιουργεί το μύθο ως το έδαφος πάνω στο οποίο  αυτές οι απαντήσεις μπορούν να αναπτυχθούν με φυσιολογικό τρόπο. Γι’ αυτό θα πρέπει να υποβιβαστεί η επιστήμη σε ασυνείδητο, ενστικτώδη μύθο. Ο ακραίος ρελατιβισμός (σχετικισμός) της ιμπεριαλιστικής εποχής παρέχει διάφορα αφετηριακά σημεία κίνησης για τέτοιου είδους ερμηνείες.
Ήδη ο Σίμμελ, όπως έχουμε δει, θέλησε, σε μια ρελατιβιστική αντίληψη να καταργήσει την επιστημονική πρόοδο. Έβαλε στο ίδιο επίπεδο τη δημιουργία του μύθου με την επιστήμη. Η επιστήμη, λοιπόν, ακόμα και στον Σίμμελ, έχει ένα ασυνείδητο μυθικό χαρακτήρα.Ο Τσάμπερλαιν θα έπρεπε να κάνει ένα βήμα πιο πέρα   για να ερμηνεύσει τη γνωσιοθεωρία του Καντ ως τη συνειδητοποίηση της μυθικής  θεμελιακής ουσίας κάθε κοσμοαντίληψης. Εδώ μπορούμε να δούμε  ότι οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι διανοητές  που με δρυμήτητα στρέφονται κατά του «δογματικού» χαρακτήρα του υλισμού είναι ιδιαίτερα ανεκτικοί, ακόμα και συναισθηματικά συγκαταβατικοί  απέναντι στα σκοταδιστικά διανοητικά ρεύματα της εποχής και ότι ο ρελατισβισμός τους αντικειμενικά προλειάνει το έδαφος για την ανάπτυξη της φασιστικής ιδεολογίας. Επίσης, είναι εύκολο, αν θελήσει κανείς, σε ιμπεριαλιστική βάση, να αναζητήσει έναν κοσμοθεωρητικό δρόμο προς την πράξη, να προσφύγει στη θεωρία του μύθου και στη μυθοπλασία. Αυτή είναι η καλύτερη οδός. Διότι, όπως ήδη έχουμε πει   η οδός των εξειδικευμένων επιστημών δεν προσφέρεται γι αυτό το σκοπό. Όμως, η αστική φιλοσοφία  της ιμπεριαλιστικής εποχής, στο βαθμό που δεν μετατρέπεται σε μυθική, γίνεται επίσης ειδική επιστήμη και μαζί περισσότερο αυτονόητη, ενώ οι παλιές  κληρονομημένες θρησκευτικές κοσμοαντιλήψεις  αδυνατούν να υποδείξουν έναν τέτοιο δρόμο.                
Η κοσμοαντίληψη  και η πράξη που προκύπτει από αυτή, συνδέεται   πολύ λιγότερο με τα προβλήματα της εποχής καθιστώντας αδύνατη τη δημιουργία αυτής της σχέσης. Κι ακριβώς αυτό διαφοροποιεί τη νέα αντίδραση από την παλιά, έτσι που ενώ εκείνη προσπαθούσε να συνταιριάξει το κληρονομημένο κοσμοείδωλο των θρησκειών και την  ηθική τους με τις σύγχρονες κοσμοθεωρητικές ανάγκες, αυτή αναγνωρίζοντας τη νέα κατάσταση, καθαγιάζει νοησιαρχικά το σχίσμα το οποίο έχει δημιουργηθεί. στην πράξη. Θέλει να ανανεώσει στο μύθο  τη φιλοσοφία και να δημιουργήσει ένα σύγχρονο θρησκευτικό υποκατάστατο. Όμως, η  μυθολογία έχει και τη θετική της πλευρά  : τη δικαίωση της απλής εσωτερικής εμπειρίας, την αναγωγή του ιρρασιοναλισμού και του ιντουισιονισμού σε  κοσμοαντίληψη.. Εδώ εμφανίζεται η τσαμπερλιανή ανακαίνιση της θρησκείας, με σημείο αναφοράς την κριτική της σημερινής κουλτούρας. Και ο Τσάμπερλαιν ξεκινά από την αποφασιστικής σημασίας αντίφαση πολιτισμού (civilization) και κουλτούρας  που έχει γίνει μόδα στην ιμπεριαλιστική φιλοσοφία της ζωής. Η κουλτούρα είναι έννοια γερμανική και μαζί αριστοκρατική. Αντίθετα, ο σκέτος πολιτισμός  είναι κάτι το επιφανειακό, το εβραϊκό, το δημοκρατικό. Όμως, πέρα από την όποια υπεροχή της κουλτούρας έναντι του σκέτου πολιτισμού, η γερμανική φυλή, ο γερμανισμός έχει ένα θανάσιμα αδύνατο σημείο απέναντι στις φυλές μειωμένης αξίας. Δεν  έχει φυλετική θρησκεία. Την ανάκληση και την αποκατάσταση αυτού του κενού θεωρεί ο Τσάμπερλαιν ως κεντρικό καθήκον του. Εδώ είναι συνεχιστής του έργου  του Λαγκάρντ.
 Η πραγματική τσαμπερλαιανή γραμμή της άρια-νής  γερμανικής θρησκείας είναι η οδός που οδηγεί από την παλιά ινδική θρησκεία  στο Χριστό και από το Χριστό στον Καντ. Η παλιά Ινδία, πριν καταστραφεί εξαιτίας της φυλετικής μείξης, ήταν από αυτή την άποψη σε πολύ καλύτερη κατάσταση: «Παράλληλα, η  θρησκεία ήταν συγχρόνως φορέας της επιστήμης [… ] Σε μας από τους αρχαίους χρόνους κάθε πραγματική επιστήμη βρισκόταν σε αγώνα με τη θρησκεία.».[82]Αυτός ο διαχωρισμός θρησκείας και επιστήμης αποτελεί την «αναγνώριση ενός επίσημου ψέματος. Αυτό το ψέμα που δηλητηριάζει τη ζωή κάθε ανθρώπου και της κοινωνίας […] προέρχεται αποκλειστικά  από το ότι εμείς οι ινδοευρωπαίοι […] είμαστε τόσο υποτακτικοί που αποδεχόμαστε ως βάση της υποτιθέμενης ¨θρησκείας μας¨  την εβραϊκή ιστορία, με κορωνίδα τη συριανή – αιγυπτιακή μαγεία.».[83] Η υπεροχή της αρχαιο – ινδικής κοσμοαντίληψης συνίσταται στο ότι είναι «α-λογική», στο ότι «η λογική δεν κυριαρχεί τη σκέψη, παρά μόνο την υπηρετεί, όταν υπάρξει ανάγκη.». Η ινδική κοσμοαντίληψη είναι εσωτερική γνώση, πέρα από κάθε «ενασχόληση με επιχειρήματα».[84]
Είναι προφανές από πού ξεκινά ο Τσάμπερλαιν και που καταλήγει. Ξεκινά από το γεγονός της αποξένωσης από τις θρησκείες που παρακολουθείται από την εξάπλωση του σύγχρονου θρησκευτικού αθεϊσμού.  Συναντιέται με αυτούς που θέλουν να ξεπεράσουν αυτή την αποξένωση, με τη δημιουργία μιας νέας, «αποκαθαρμένης» θρησκείας .Έτσι αναπτύσσει παραπέρα το Νίτσε και το Λαγκάρντ. Η λύση του είναι θαυμαστά απλή : αυτή η ρήξη με το νου, με την επιστήμη την οποία διακηρύττει η φιλοσοφία της ζωής είναι η νέα θρησκεία. Αυτή η απλή –εξαιρετικά απλή- λύση  την εποχή πριν από τον πόλεμο σήμαινε, από τη μια, τη ρήξη με κάθε επιστημονικότητα  και από την άλλη την  υπερβολικά ασυγχώρητη υποχώρηση απέναντι στην «τραγική» στάση του θρησκευτικού αθεϊσμού. Αυτός είναι ο λόγος που αυτή την περίοδο ο Τσάμπερλαιν  παρέμεινε ξένος για τη διανόηση και που «χάρη» σ΄αυτό μπορούσε να γίνει  ο κλασικός του κατεξοχήν φασισμού. Ο Τσάμπερλαιν αναπτύσσει τη φιλοσοφία της ζωής στο επίπεδο που αυτό το χρειαζόταν ο ίδιος.
 Από τα όσα έχουμε πει ως τώρα μπορεί κανείς να δει πως συνδέεται αυτό το θέμα με τη φυλετική θεωρία. Διότι, κατά το Τσάμπερλαιν, στην Ευρώπη το μεγάλο βήμα προς την ανανέωση της άρια κοσμοαντίληψης το είχε κάνει ο Χριστός με τη φράση: Ο κόσμος του Θεού είναι απόλυτα εσωτερικός.  Με  το θεό «εμφανίστηκε ένα νέο ανθρώπινο είδος», «μέσα από το Χριστό η ανθρωπότητα απόκτησε ηθική κουλτούρα.».[85] Όμως, εδώ εμφανίζεται μια δυσκολία για τον Τσάμπερλαιν. Πρέπει  να αποδείξει ότι ο Χριστός δεν είχε καμιά σχέση με την εβραϊκή φυλή. Επινοεί τη θέση ότι η διδασκαλία του Χριστού δηλητηριάστηκε από τον εβραϊσμό και από το λαϊκό χάος της Ρώμης. Ο Κάντ ήταν εκείνος που επανάκτησε την άρια- γερμανική άποψη. Ήταν εκείνος που απέδειξε ότι η θρησκεία είναι «δημιουργία της θεϊκής ιδέας από τα βάθη της ψυχής.».[86] Η τσαμπερλαιανή ερμηνεία του Καντ κινείται, γενικά, σε μια καθαρά αγνωστικιστική γραμμή του ιμπεριαλιστικού νεοκαντιανισμού. Μόνο που σ΄αυτή την ερμηνεία περισσεύει ο μυστικισμός. Να τι λέει ο Τσάμπερλαιν για το πράγμα καθαυτό: «Το πράγμα δεν γίνεται να το μελετάς ανεξάρτητα από το εγώ. Το απομονωμένο από το νου ¨πράγμα καθαυτό¨, δηλαδή , με μια ακριβέστερη διατύπωση, ένα ανύπαρκτο πράγμα είναι για τον όποιον νου, πολύ περισσότερο μια απίθανη σκέψη, παρά ένα πράγμα , αφού μόνο το πνεύμα, ο νους μπορεί να δημιουργήσει. την ενότητα στην πολλαπλότητα.. Άρα μόνο ο νους  μπορεί να δημιουργήσει ¨πράγμα¨. Όχι επειδή δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το νου, αλλά μόνο επειδή μόνον ο νους φτιάχνει.».[87]
Αυτή η ερμηνεία της καντιανής διδασκαλίας  μπορεί, κατά τον Τσάμπερλαιν, να δώσει μια φυλετική θρησκεία, μια αληθινή θρησκευτική κουλτούρα στο γερμανικό κόσμο. Από αυτή την άποψη, λέει, επικρατεί μια τρομακτική καθυστέρηση στην Ευρώπη. «Εμείς οι Ευρωπαίοι βρισκόμαστε ,σχετικά με τη θρησκεία, περίπου εκεί που ήταν οι χότεντοτ σχετικά με την επιστήμη. Αυτό που ονομάζουμε θρησκεία είναι ένα εμπειρικό συνονθύλευμα. Η θεολογία μας (όλων των θρησκειών),σύμφωνα με την κρίση του Καντ, είναι ένα «θαυματουργό φεγγοβόλημα  φαντασιώσεων.».[88] .Αυτή την καθυστέρηση οφείλουμε να την ξεπεράσουμε. Έτσι, όταν πια στην Ευρώπη θα έχει κυριαρχήσει αυτός ο μυστικιστικός σκοταδισμός  τότε, κατά τον Τσάμπερλαιν, θα ανοίξει η προοπτική του μέλλοντος για την άρια φυλή.
Όμως, πως εξηγούνται αυτές οι μεγάλες αποστάσεις; Το Χριστό από την  αρχαία Ινδία  και τον Καντ  από το Χριστό  τους χωρίζουν πολλές εκατονταετίες. Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται το ουσιαστικό περιεχόμενο της τσαμπερλιανής φιλοσοφίας – ο αγώνας των φυλών. Ο αγώνας των άρια – γερμανών, του λαού του φωτός με τις δυνάμεις του σκότους, με τον εβραϊσμό και τη Ρώμη.  Η φιλοσοφία του Τσάμπερλαιν, η οποία, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, πολύ λίγο διαφέρει  από το μέσο επίπεδο της φιλοσοφίας της ζωής  της ιμπεριαλιστικής εποχής, εδώ φτάνει στο σημεία στροφής προς το «γνήσιο» φασιστικό μέλλον. Μεθοδολογικά και περιεχομενικά, και ο Τσαμπερλαιν απορρίπτει  την παγκόσμια ιστορία. Γράφει: «Άπαξ και αρχίσουμε να μιλάμε γενικά για την ανθρωπότητα, άπαξ και πιστέψουμε  ότι στην ιστορία βλέπουμε την ανάπτυξη της ανθρωπότητας, την πρόοδό της, την αγωγή της κλπ, εγκαταλείπουμε το σταθερό έδαφος των γεγονότων και μένουμε στο επίπεδο αυθαίρετων αφαιρέσεων. Διότι η ανθρωπότητα για την οποία έχουν φιλοσοφήσει τόσο πολύ υποφέρει από τη βαριά αρρώστια ότι δεν υπάρχει.».[89] Μόνο οι φυλές υπάρχουν. Η θεωρία της ανθρωπότητας «εμποδίζει κάθε σωστή εκτίμηση  της ιστορίας», «πρέπει να την ξεριζώσουμε όπως τα αγριόχορτα με κόπο […] πριν φτάσουμε να μπορέσουμε να πούμε την προφανή αλήθεια (με την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να την κατανοήσουμε) ότι ο σημερινός πολιτισμός  και η κουλτούρα μας είναι ιδιότυπα γερμανική, είναι αποκλειστικό έργο του γερμανισμού.».[90] Εδώ ο Τσάμπερλαιν διατυπώνει καθαρά τη θέση του: πρέπει να καταργήσουμε κάθε προηγούμενη φαντασίωσή μας για την ανθρωπότητα και τον ουμανισμό για να μπορέσει να αναδειχθεί   η «προφανής αλήθεια» που αναφέρεται στην παγκόσμια κυριαρχία των γερμανών. Ο Τσάμπερλαιν, όπως και ο Γκομπινώ και ο κοινωνικός δαρβινισμός, μόνο για ορισμένες φυλές αναγνωρίζει την πρόοδο και την παρακμή. Ωστόσο, ο Τσάμπερλαιν διαφέρει από τους προκατόχους του. Συνδέει τη φυλετική  θεωρία με την ιστορική προοπτική. Έτσι, ξεπερνά τον φυλετικό πεσιμισμό του Γκομπινώ και άλλων γάλλων οπαδών του, καθώς και το φυσικοεπιστημονικό μονισμό των σοσιαλδαρβινιστών, από τη θεωρία των οποίων προκύπτει μια απέλπιδη προοπτική για την απεριόριστη κοσμική διαδικασία. Είναι προφανές ότι εδώ γίνεται λόγος για την εξύμνηση εκατό τοις εκατό  του γερμανισμού και για την απόρριψη, επίσης εκατό τοις εκατό  ό,τι δεν είναι γερμανικό.Σ’ αυτό το σκηνικό του μέλλοντος ο Τσάμπερλαιν είναι πολύ κοντά προς τη αγοραία πανγερμανική προπαγάνδα. Τον διαφοροποιεί από αυτή πρώτα η κοντινή σχέση του με τη φιλοσοφία της ζωής, με δεδομένο ότι η άποψη του πανγερμανισμού  ήταν φιλοσοφικά πιο καθυστερημένη, ασυγχρόνιστη. Έτσι, που αν και η θεωρία της ιστορίας του Τσάμπερλαιν και η προοπτική της είναι επίσης αντιδραστική, είναι το ίδιο αντιπροοδευτική, όπως των πανγερμανών, ωστόσο είναι λιγότερο ανοικτά προσδεδεμένη  στο πρωσο- γερμανικό γιουγκερικό στάτους κβο. Και αυτό ήταν ένα στοιχείο που   καταδίκασε τον Τσάμπερλαιν να παίξει ένα ιδιότυπο ρόλο  πριν από το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όμως, ακριβώς αυτός ο ιδιότυπος ρόλος τον φέρνει σε άμεση σχέση με την αντιδραστική δύναμη της εποχής, με το φασισμό. Χαρακτηριστική είναι η θέση του για την κουλτούρα. Γράφει: « ό,τι δεν είναι στην κουλτούρα γερμανικό….είναι κάτι το αρρωστημένο  ή ξένο προϊόν που κυματίζει κάτω από γερμανικό λάβαρο […]και θα κυματίζει ώσπου δεν θα έχουμε βουλιάξει αυτά τα πειρατικά πλοία.».[91] Γιατί «το πιο ιερό καθήκον […] είναι να υπηρετείς το γερμανισμό.».[92]Αυτή η κοσμοθεωρητική μαρτυρία υπέρ του γερμανικού ιμπεριαλισμού συνοδεύεται από τον πιο βάρβαρο κυνισμό : «Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι η κυριαρχία του γερμανισμού  είναι καλότυχη για όλους τους λαούς της γης. Εξαρχής και μέχρι τώρα βλέπουμε ότι οι γερμανοί κατέσφαξαν ολόκληρες φυλές και λαούς [… ] για να φτιάξουν χώρο για τον εαυτό τους.».[93]
Ο Τσάμπερλαιν ακολουθεί εδώ  τη νιτσεϊκή απολογητική γραμμή του ιμπεριαλισμού, τη γραμμή του «ξανθού κτήνους», την οποία πολλοί φιλελεύθεροι θαυμαστές του Νϊτσε θέλουν να τη θεωρούν μη – υπαρκτή γι αυτόν ή ανούσια. Κι΄ όμως, ακριβώς εδώ φαίνεται καθαρά  πόσο αναγκαία και πόσο κεντρικής σημασίας ήταν αυτή η γραμμή και για τους δυο, όχι μόνο για τον Τσάμπερλαιν αλλά και για το Νίτσε. Όμως –παρά τις διαφορές τους, παρά τη μεγάλη διαφορά επιπέδου ανάμεσα στο στυλίστα και ψυχολόγο της κουλτούρας (  culturpsicholog) Νίτσε και τον Τσάμπερλαιν-  και οι δυο τους διαφέρουν από του άλλους βιοφιλόσοφους και θεωρητικούς της φυλής - έναντι της  πεσιμιστικής πολιτιστικής πολιτικής,  θέλουν να δώσουν μια ιστορική προοπτική για την ιμπεριαλιστική εποχή. Όμως, μπορεί να είναι άλλη από ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα αυτή η προοπτική;  Αν δεν είναι τέτοια, τι άλλο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της, η ουσία της, από το μύθο της ιμπεριαλιστικής επιδρομής και  της εχθρότητας απέναντι στον ανθρωπισμό;  Όπου λείπει αυτή η προοπτική μόνο αμφιβολία μπορεί να υπάρξει που φτάνει ως το μηδενισμό – η παραίτηση μπορεί να είναι  «ο τελευταίος λόγος της σοφίας», όπως δείχνει η φιλοσοφία της ζωής, από τον Ντίλτευ και το Σίμμελ, ως το Χάιντεγκερ και τον Κλάγκες (Klages). Αντικειμενικά η ιμπεριαλιστική εποχή  έχει μόνο δυο διεξόδους:  κατάφαση του ιμπεριαλισμού με παγκόσμιο πόλεμο, με την καθυπόταξη, την εκμετάλλευση των αποικιακών λαών και των δικών τους  λαϊκών στρωμάτων, ή την πρακτική άρνηση του ιμπεριαλισμού, την εξέγερση αυτών των μαζών, την ανατροπή του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Αν ένας διανοητής δεν παίρνει καθαρά και αποφασιστικά θέση υπέρ του ναι ή του όχι η ζωή του – ανεξάρτητα από το αν συμπαθεί ή αντιπαθεί τον ιμπεριαλισμό και το φασισμό- θα καταλήξει σε μία κατάσταση αμφισβήτησης χωρίς προοπτική. Έχουμε ήδη μιλήσει για τη θετική υπηρεσία – αντικειμενικά- της φιλοσοφίας της αμφισβήτησης στο φασισμό.
Βέβαια, ο Νίτσε και ο Τσάμπερλαιν διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς το επίπεδο που εκπροσωπεί ο καθένας, αλλά και από την άποψη της εγγύτητας στη συγκεκριμένη πραγματικότητα του ιμπεριαλισμού. Ο Νίτσε είναι μόνο προφήτης του ιμπεριαλισμού.[94] Από δω η γενική «ποιητική» μορφή του μύθου για τον ιμπεριαλισμό. Ο Τσάμπερλαιν ήδη είναι ενεργός. Μετέχει άμεσα στην ιδεολογική προετοιμασία του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Γι αυτό σ’ αυτόν μπορεί να δει κανείς καθαρά το περίγραμμα του  κτηνώδους ιμπεριαλισμού, όπως στους Ρόζεμπεργκ – Χίτλερ.Η φυλετική θεωρία, ήδη από τον Τσάμπερλαιν, υπάρχει για να καθησυχάσει τη συνείδηση των ανθρώπων γι αυτή την κτηνωδία. Αφού οι άνθρωποι που ανήκουν στις άλλες φυλές  κυριολεκτικά δεν είναι άνθρωποι. Ακόμα κι’ εκεί που ο Τσάμπερλαιν μιλά σε ένα αφηρημένο επίπεδο  για κοσμοθεωρητικά θέματα, προσθέτει ότι η αλήθεια υπάρχει αποκλειστικά για τους εκλεκτούς: «Όταν λέω αποκλειστική αλήθεια σημαίνει αποκλειστική αλήθεια γι αυτούς, για τους γερμανούς.».[95]
Ο αποκλεισμός της υπόλοιπης  ανθρωπότητας  από κάθε δικαίωμα ζωής και πολιτισμικής ύπαρξης διαπερνά όλη τη λεγόμενη κοσμοαντίληψη του Τσάμπερλαιν.Το να ανήκεις στην καθαρή φυλή αποτελεί την καταληκτική βιολογικο- αριστοκρατική  αρχή επιλογής. Να τι λέει ο Τσάμπερλαιν για την ινδική φιλοσοφία : « Η ινδική φιλοσοφία είναι καθ’ ολοκλήρου αριστοκρατική […] Γνωρίζει ότι η ύψιστη γνώση είναι προσβάσιμη  μόνο για τους διαλεκτούς
Και ξέρει ότι ο διαλεκτός μόνο υπό καθορισμένες φυσικές προϋποθέσεις μπορεί να ανατραφεί.».[96] Το ότι ο εβραϊσμός και ο μωαμεθανισμός αναγνωρίζουν τη «δημοκρατία της απόλυτης ισότητας»,[97] είναι ένδειξη της φυλετικής μειονεξίας των φορέων τους.
΄Ετσι διαμορφώνεται στον Τσάμπερλαιν  το κοσμοϊστορικό υποκατάστατο της ρατσιστικής θεωρίας. Μαζί με την απόρριψη της ιστορίας της ανθρωπότητας απορρίπτει και την παλιά περιοδολόγησή της :  αρχαιότητα, μεσαίωνας, νέα εποχή. Κατά τον Τσάμπερλαιν είναι φαντασιακή και η εικόνα που έχουμε για την Αναγέννηση.  Γι αυτόν υπάρχουν μόνο μερικές φυλετικές κουλτούρες (πολιτισμοί) : Ινδία, Περσία, Ελλάδα, Ρώμη, γερμανικές αυτοκρατορίες του μεσαίωνα, η σημερινή Γερμανία . Η παρακμή τους ήταν αποτέλεσμα της φυλετικής ανάμειξης, της διασταύρωσης. Οι αντίπαλες δυνάμεις που πολεμούσαν τη σημαντικότερη έννοια του Τσάμπερλαιν, την κυριαρχία των άρια λαών, είναι στη δική του άποψη το «χάος των λαών» που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εδώ πραγματοποιήθηκε μια γενικευμένη φυλετική ανάμειξη. Αυτό δημιούργησε τον κίνδυνο κατάρρευσης του πολιτισμού. Τον διέσωσαν οι γερμανικοί λαοί. Κάθε τι μεγάλο και καλό , κάθε τι που εκπροσωπεί την υψηλή κουλτούρα  είτε στην Ιταλία, είτε στην Ισπανία  είναι έργο των απογόνων των κατακτητών γερμανών. Ό,τι είναι επικίνδυνο ή κακό , απολίτιστο, έχει αποδειχτεί ότι είναι  ποιόν του εβραϊσμού και του χάους των λαών σ ΄αυτό τον αγώνα. Οργανωτής  του χάους των λαών και ιδεολογικός τους φύλακας είναι, κατά τον Τσάμπερλαιν, η ρωμαϊκή καθολική εκκλησία. Έτσι, όλη η ιστορία από την καταστροφή  της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ο αγώνας των φωτοφόρων γερμανών εναντίον των δυνάμεων του σκότους, την Ιεροσαλήμ και τη Ρώμη. Στην αντίληψη του Τσάμπερλαιν αυτός ο αγώνας παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του δεσμού της θρησκείας με τις φυλετικές θεωρίες. Η δημιουργία της θρησκείας από τον ίδιο είναι η πιο ισχυρή άρνηση της εβραϊκής θρησκείας. Η εβραϊκή θρησκεία είναι «αφηρημένος ματεριαλισμός», «ειδωλολατρεία.».[98] Το μεγάλο έργο του Καντ συνίσταται ακριβώς στο ότι «ανέτρεψε για πάντα το νου του Ιεχωβά.».[99] Με αυτόν τον τρόπο πέτυχε ο Τσάμπερλαιν να συγχωνέψει  τις τάσεις του ιρρασιοναλισμού στη φυλετική του θεωρία που η ιμπεριαλιστική αντίδραση είχε χωρίσει. Εδώ η κατάργηση του εβραϊσμού , των εβραϊκών παραδόσεων στην κοσμοαντίληψή του είναι μία πράξη διάλυσης του νου. ¨Ετσι, η βιοφιλοσοφική – ιρρασιοναλιστική  φαλκίδευση της σκέψης, του νου αποκτά μια εύληπτη καθολική μορφή. Η φιλοσοφία αρχίζει  να εγκαταλείπει το στενό πεδίο  της ακαδημαϊκής έδρας. Όμως, μ’ αυτό η φυλετική  θεωρία βγαίνει από τα χωρίς συναίσθημα επιτηδευμένα θετικιστικά- επιστημονικά όρια. Δημιουργείται το πνευματικό και ηθικό κλίμα στο οποίο  λειτουργεί ως το θρησκευτικό υποκατάστατο των απογοητευμένων και φανατισμένων μαζών. Βέβαια, εδώ ο Τσάμπερλαιν είναι μόνο ο «προφήτης», μόνο ο ντελάλης του επερχόμενου μεσσία. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται περιεχομενικά και μεθοδολογικά  να προσθέσει κανείς κάτι το καινούργιο στη διδασκαλία του Τσάμπερλαιν. Απλά πρέπει να αναπλάσει, να ανασκευάσει αυτή τη θεωρία για τις μάζες.
Το μεγάλο αρια – νό  έργο του Χριστού και της χριστιανοσύνης  παραμορφώθηκε ολοκληρωτικά από το μισοεβραίο Παύλο, ειδικότερα από τον Αυγουστίνο, το γιο του λαϊκού χάους. Στη ρωμαϊκή εκκλησία δημιουργήθηκε παράλληλα με τον αφηρημένο ματεριαλισμό τον εβραϊσμό ο «μαγικός ματεριαλισμός.»,[100] που είναι το ίδιο επικίνδυνος  για την αυθεντική γερμανική κοσμοαντίληψη.Ο Τσάμπερλαιν είναι ο άμεσος προκάτοχος του Χίτλερ και του Ρόζεμπεργκ, που κάθε διαβολικό (κάθε τι εβραϊκό, κάθε τι που είναι προϊόν φυλετικής μείξης)  το απορρίπτει ως υλιστική ύβρη. Και αυτό δείχνει ότι όλες αυτές οι πολεμικές στρέφονται πρώτα απ’ όλα, ενάντια στο διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό ως το σημαντικότερο εχθρό της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας, και κατά δεύτερο λόγο αυτή η εμφανιζόμενη ως αυτονόητη, μα άλλο τόσο ατεκμηρίωτη,  θέση είναι δυνατή μόνο στη βάση των προεργασιών  του αντιμαρξιστικού αγνωστικισμού της ιμπεριαλιστικής εποχής. Γράφει ο Τσάμπερλαιν: «Η σύζευξη του  αριανού  πνεύματος με το εβραϊκό  πνεύμα  και αυτών των δύο με το α- εθνικό και το ά- πιστο λαϊκό χάος είναι ο μεγάλος κίνδυνος». «Αν είχαν πάρει το εβραϊκό πνεύμα στην καθαρότητά του αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει πολύ μικρό κακό […]  όμως, όπως έχουν γίνει τα πράγματα  το εβραϊκό πνεύμα έχει εισχωρήσει στον  ινδο-ευρωπαικό συμβολισμό  και στον υψιπετή κόσμο των ποικίλων ελεύθερων δημιουργικών δυνάμεων. Το ευρωπαϊκό πνεύμα έχει εισχωρήσει ως δηλητηριώδες λατινοαμερικανικό βέλος μέσα σε ένα οργανισμό η ζωή και η μορφή του οποίου υπάρχει μόνο σε μια  αναγεννητική εναλλαγή […]  Μόνο αυτό το δογματικό πνεύμα μπόρεσε  να στερεώσει για πάντα στη θρησκεία  την πιο βλακώδη και την πιο αποκρουστική δεισιδαιμονία στις καρδιές των δούλων. Ό,τι ήταν νωρίτερα καλό για τον “κοινό άνθρωπο” (όπως πίστευε ο Ωριγένης) ή για τους δούλους (όπως ειρωνεύονταν ο Δημοσθένης) , τώρα πρέπει να πιστεύουν οι ηγεμόνες για χάρη των ψυχών τους.».[101]
Η παραμόρφωση της άρια θρησκείας του Χριστού σε ρωμαϊκή εκκλησία του λαϊκού χάους καθόρισε την ευρωπαϊκή ιστορία από τη μετανάστευση  ως τις μέρες μας. Αυτή αποτελεί «τη βάση του 19-ου αιώνα», επειδή αυτόν τον αγώνα δεν τον διεξήγαγαν ριζοσπαστικά ως το τέλος. Η οργή του γερμανικού βορά ενάντια στο λαϊκό χάος του νότου δεν έχει οδηγήσει ως τώρα σε πραγματική νίκη.  Οι γερμανοί παρά το ότι είναι οι νόμιμοι «κύριοι του κόσμου» ως η τελευταία άρια φυλή, ωστόσο, ως προς τις  κυριαρχικές επιδιώξεις και δυνατότητές της βρίσκονται σε  μια προβληματική κατάσταση.  Κατά τον Τσάμπερλαιν οι επιδιώξεις τους θα μπορέσουν να πραγματωθούν  μόνο με τη ριζική νίκη εναντίον των εβραϊκών στοιχείων  και των στοιχείων του χάους στη θρησκεία, μόνο με τη δημιουργία μιας γερμανικής αριανής  θρησκείας. ΄Ετσι, η φυλετική θεωρία του γίνεται «οικουμενική κοσμοαντίληψη», ιδεολογικό μέσο των επιθετικών αξιώσεων για παγκόσμια κυριαρχία του βιλχελμιανού ιμπεριαλισμού.
Από όσα έχουμε πει παραπάνω είναι εύκολο να καταλάβει κανείς  γιατί ο Τσάμπερλαιν, ο οποίος πριν από τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο ήταν ένθερμος προπαγανδιστής της πανγερμανικής προπαγάνδας, μετά την ήττα της Γερμανίας προσκολλήθηκε στο Χίτλερ. Οι πολλαπλές πολεμικές μπροσούρες του εκφράζουν το νέο προσανατολισμό του. Τονίζουν πιο έντονα τον αντιδημοκρατισμό του απ’ ότι αυτός υπήρχε στα θεωρητικά του κείμενα. Όμως, ακόμα πριν από τον πόλεμο συμβούλευε το Βίλμος το 2-ο να ανατινάξει την αυτοκρατορική  Βουλή, για να ανοίξει ο δρόμος για τα σχέδιά του. Σ αυτές τις μπροσούρες πρόβαλε πιο έντονα, με πιο αιχμηρό τρόπο τον προορισμό των γερμανών για παγκόσμια κυριαρχία, απ’ ότι στα προηγούμενα κείμενά του. Βέβαια, και τώρα αντιμετωπίζει το πρόβλημα του θρησκευτικού φυλετισμού ως κεντρικό εσωτερικό πρόβλημα  τονίζοντας την ανάγκη κατάργησης των εμποδίων για την επίτευξή του. Παράλληλα προβάλλει με μεγαλύτερη δύναμη την ανάγκη κατάργησης της δημοκρατίας, της κυριαρχίας των λίγων. Επίσης, είναι ποιο ισχυρός ο τονισμός του θετικού ρόλου των γιούγκερς. Στην πολεμική του κατά της αντιπαράθεσης Βειμάρη – Πότσδαμ, που ήταν  ιδιαίτερα διαδεδομένη στους δημοκρατικούς κύκλους της Αγγλίας, γράφει : «Ο ξένος που λέει  ότι αγαπά τη Γερμανία χωρίς την Πρωσία είναι  βλάκας, είναι ένας κουφιοκέφαλος.».[102] Φυσικά σ’ αυτά τα κείμενα η τάση του να προβάλλει τις πλευρές του γερμανικού ιμπεριαλισμού είναι γυμνή από «φιλοσοφικά» φτιασιδώματα. Σ΄αυτά ο Τσάμπερλαιν μιλά ανοιχτά για την παγκόσμια κυριαρχία των γερμανών, τονίζοντας ότι ο αγώνας δεν τελειώνει  με την ευρωπαϊκή κυριαρχία τους, θα πρέπει να νικηθεί και να υποδουλωθεί όλος ο κόσμος. Κατά τον Τσάμπερλαιν το ερώτημα είναι : παγκόσμια κυριαρχία ή καταστροφή. Η Γερμανία την οποία έχει στο νου του ο Τσάμπερλαιν μπορεί να υπάρξει μόνο ως επιθετική ιμπεριαλιστική χώρα: «Αν η Γερμανία δεν κυριαρχεί πάνω στον κόσμο […] τότε θα εξαφανιστεί από το χάρτη. Το ερώτημα είναι: είτε - είτε.».[103] Έτσι κορυφώνεται η φυλετική θεωρητική κοσμοαντίληψη  του Τσάμπερλαιν  με συνέπεια ως προς την πανγερμανική προπαγάνδα του πιο επιθετικού και του πιο αντιδραστικού τμήματος  των γερμανών ιμπεριαλιστών της εποχής.
 

        5. Η εθνικο- σοσιαλιστική κοσμοαντίληψη  ως δημαγωγική σύνθεση της φιλοσοφίας του ιμπεριαλισμού


 Όπως βλέπουμε είναι έτοιμο το περίγραμμα της «εθνικο-σοσιαλιστικής κοσμοαντίληψης»  με τη μορφή της λεγομένας φιλοσοφίας για την παρακμασμένη αντιδραστική διανόηση και με τη μορφή  προπαγάνδας για τους εξαγριωμένους μικροαστούς σοβινιστές. Το θέμα είναι να βγει από τα σολόνια, τα καφενεία και  τα δωμάτια των επιστημόνων στο δρόμο. Αυτό το τελευταίο βήμα  στην εξέλιξη τη αντιδραστικής Γερμανίας το έκανε ο Χίτλερ και οι άνθρωποί του. Από αυτή την άποψη εξήραν τις αρετές του Τσάμπερλαιν. Ο Ρόζεμπεργκ έγραψε ειδικό βιβλίο για τον Τσάμπερλαιν, ενώ σε μια άλλη στιγμή, μετά την κατάληψη της εξουσίας, δήλωσε, θέλοντας να επιστήσει  την προσοχή των «συνοδηπόρων» του φασισμού ότι ο εθνικοσοσιαλισμός αναγνωρίζει ως αληθινούς      προγόνους του μόνο τους Ρίχαρτ Βάγκνερ, Νίτσε, Λαγκάρτ και Τσάμπερλαιν[104]..
Μ΄αυτό δεν θέλουμε να υπερβάλουμε τη σημαντικότητά του Τσάμπερλαιν. Ο Τσάμπερλαιν εκπροσωπεί μόνο την προτελευταία φιλολογική σύνοψη  των αντιδραστικών διανοητικών τάσεων της γερμανικής (και της διεθνούς) εξέλιξης. Ο ίδιος ο γερμανικός φασισμός αποτελεί την εκλεκτική σύνθεση όλων των αντιδραστικών τάσεων οι οποίες, ως αποτέλεσμα της ιδιότυπης εξέλιξης της Γερμανίας, αναπτύχθηκαν πιο δυνατά και πιο αποτελεσματικά απ΄ ότι σε άλλες χώρες. Ο αριθμός αυτών των τάσεων είναι τεράστιος, οι διαφορές τους -παρά την κοινή αντιδραστικότητά τους- ενίοτε είναι μεγάλες.
Οι ειδικές συνθήκες ανάπτυξης της Γερμανίας για τις οποίες έχουμε μιλήσει και μπορούμε εδώ να αναφερθούμε σ’αυτές επιγραμματικά (:τριακονταετής πόλεμος,  μικροκρατικός απολυταρχισμός, καθυστερημένη ανάπτυξη του  καπιταλισμού, δημιουργία της αυτοκρατορίας με τον Μπίζμαρκ, με την κυριαρχία των πρώσων γιούγκερς, ψευδοκοινοβουλευτισμός, διατήρηση της προσωπικής διακυβέρνησης των Hohenzollern, κλπ.) είχε ως συνέπεια την ανυπαρξία αστικής ιδεολογικής τάσης, η οποία είχε  προσαρμοστεί, με κάποιο τρόπο, στη γερμανική πραγματικότητα και προσπαθούσε να   συμφιλιωθεί με την αντιδραστική της πλευρά. Έτσι, που όταν στην ιμπεριαλιστική εποχή είχαν επαναφέρει στο προσκήνιο τους φιλοσόφους της κλασικής εποχής (Καντ, Φίχτε, Σέλιγκ, Χέγκελ) οι αστοί διανοούμενοι με το σίγουρο ταξικό ένστικτο, οικειοποιήθηκαν τις αντιδραστικές πλευρές  τους, τις πρόβαλαν και τις «καθάρισαν» από τις προοδευτικές τους βάσεις και τάσεις.
Έτσι, «καθάρισαν» τον Καντ  από την ταλάντευσή του μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού (Λένιν), έτσι η αντιδραστική νεοκαντιανή σχολή του Ρίκερτ (Rickert) χρησιμοποίησε τον όψιμο ιρρασιοναλισμό του Φίχτε για την ανάπτυξη του νεοκαντιανισμού, έτσι, ο Έντουάρντ Χάρτμαν ανακαίνισε την όψιμη φιλοσοφία του Σέλιγκ, που με την ύστερη επίδραση του Κίρκεγκωρ, εκφράστηκε πιο δυνατά και αποφασιστικά  ο αντιδραστικός της χαρακτήρας.

Έτσι, ο νεοχεγκελιανισμός χρησιμοποίηση τη συμφιλίωση του Χέγκελ με την πρωσική πραγματικότητα, εμφανίζοντάς τον ως τον προάγγελο του Μπίζμαρ, και γενικότερα τη φιλοσοφία του – που την «καθάρισαν» εκ θεμελίων από τη διαλεκτική του-  με σκοπό την κονσερβοποίησή της σε κοσμοαντίληψη της γερμανικής καθυστέρησης, συμπεριλαμβάνοντας όλες τις  αντιδραστικές τάσεις. Σ΄αυτό, ως προς τις βασικές τάσεις τους, συμβάλλουν εξαρχής   αντιδραστικοί διανοητές, όπως ο Σοπενχάουερ, ο ρομαντισμός (πρώτα απ όλα ο Ádam Müller,ο Görres κλπ.) και ο Νίτσε. Ο φασισμός μπαίνει στη διαδικασία της αντιδραστικής εξέλιξης της Γερμανίας με όλη την κληρονομιά του  και αυτό το χρησιμοποιεί για τη θεμελίωση του κτηνώδους ιμπεριαλισμού προς τα μέσα και προς τα έξω. Ο εθνικοσοσιαλισμός εκμεταλλεύεται τα πιο χειρότερα   ένστικτα του γερμανικού λαού, πρώτα απ’ όλα τις κακές ιδιότητές του οι οποίες διαμορφώθηκαν κατά τους αιώνες υπό το βάρος  των αποτυχημένων επαναστάσεων και από την έλλειψη δημοκρατικής γερμανικής εξέλιξης. ( Ο Ένγκελς  αναφέρεται στη «δουλικότητα που είχε εισχωρήσει στην εθνική συνείδηση από την προσβολή του τριακονταετούς πολέμου»[105] )Η σύγχρονη μορφή έκφρασης αυτής της δουλικότητας  έχει να κάνει με την πλήρη παραγνώριση του γεγονότος  ότι παρά  την ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού, παρά το εκπρωσσισμό   της εξωτερικής στρατηγικής ισχύος της γερμανικής αυτοκρατορίας, εσωτερικά διατηρήθηκε σχεδόν εξολοκλήρου η «γερμανική μιζέρια». Βέβαια, στους περισσότερους ιδεολόγους πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από την ανικανότητα να δουν τα πράγματα όπως έχουν. Αντίθετα, επιδίδονται στην κατασκευή ιδεολογιών  που στοχεύουν στη δημιουργία μιας ανώτερης μορφής κοινωνικού σχηματισμού  και πολιτείας ανάλογο με εκείνο  που δημιουργήθηκε στη Δύση ως αποτέλεσμα της αστικής επανάστασης- σε συνθήκες διατήρησης της «γερμανικής μιζέριας», της  αντισυνταγματικότητας της μπισμαρκικής αυτοκρατορίας, της κυριαρχίας του αντιδραστικού πρωσισμού,  της γιουγκερικής κυριαρχίας, του πρωσικού μιλιταρισμού, με άθικτη την πρωσική γραφειοκρατία.
Είναι γνωστό ότι στην ιμπεριαλιστική εποχή η όξυνση των αντιφάσεων της αστικής δημοκρατίας στις δημοκρατικές  χώρες της Δύσης προκαλούν τη διευρυμένη κριτική  εναντίον της δημοκρατίας γενικά. Όμως, ενώ αυτή η κριτική που ασκούσαν  στη Ρωσία οι  δημοκράτες επαναστάτες,  πρώτα απ΄όλα ο  Τσερνισέφσκι, οδήγησε στην εξουδετέρωση της φιλελεύθερης ιδεολογίας, με το μπολσεβίκο Λένιν, αργότερα, εφαρμόζοντας με συνέπεια τη μαρξιστική κριτική της αστικής δημοκρατίας και την ανάπτυξη της μαρξικής διδασκαλίας για τη δικτατορία του προλεταριάτου και της προλεταριακής δημοκρατίας, να συγκεκριμενεοποιεί   τη θεωρία της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, όπως είχε κάνει και ο Μαρξ, στη Δυτική Ευρώπη, η κριτική της αστικής δημοκρατίας ασκείται από την πιο ακραία αντίδραση, ενώ το εργατικό κίνημα κινείται ανάμεσα στους ακραίους και ψεύτικους πόλους του αναρχισμού και του συνδικαλισμού.
Οι γερμανοί ιδεολόγοι της ιμπεριαλιστικής εποχής καλοσωρίζουν με ενθουσιασμό αυτή την κριτική, όμως εδώ τη χρησιμοποιούν για να εμφανίσουν τον εκπρωσισμό της Γερμανίας ως έναν κοινωνικό και κρατικό σχηματισμό που ξεπερνά τις αντιφάσεις της δημοκρατίας και δείχνει προς το μέλλον. Από αυτό το δάνειο κριτικής της αστικής δημοκρατίας προέρχεται, λοιπόν, η ιδεολογία του επιθετικού γερμανικού ιμπεριαλισμού, η θεωρία ότι ο γερμανός είναι «προορισμένος» να δείξει στην ανθρωπότητα το δρόμο για το μέλλον, διατηρώντας όλους τους αντιδραστικούς θεσμούς της «γερμανικής μιζέριας».
Αυτή η ιδιαίτερη μορφή του γερμανικού «προορισμού» δημιουργεί μεγάλη σύγχυση στη σκέψη των διανοητικών τάσεων με προοδευτικές επιδιώξεις ή έστω εκείνων στους οποίους υπάρχει η πρόθεση να αγωνιστούν κατά της ακραίας αντίδρασης. Η τυφλή, δουλική, άκριτη υπόκλιση μπροστά στην εκάστοτε αυθεντία, σε συνδυασμό με την πολιτική και κοινωνική εξύμνηση της γερμανικής καθυστέρησης, εμποδίζει την εξέλιξη της Γερμανίας σε αστική δημοκρατία, την οδηγεί σε λάθος δρόμους, συμβάλλει (συχνά άθελα) στην ιδεολογική ενίσχυση των αντιδραστικών τάσεων, για τις οποίες η εξύμνηση της γερμανικής καθυστέρησης ανταποκρίνεται  στα φυσικά ταξικά τους συμφέροντα.  Αυτή η αντιφατικότητα της γερμανικής εξέλιξης φάνηκε πολύ έντονα ήδη στο μεταρρυθμιστικό κίνημα  του Stein, ιδιαίτερα στον ίδιο το  Stein. Εμφανίζεται στη θεωρία του κράτους του όψιμου Χέγκελ, στη θέση για τη γραφειοκρατική τάξη, όπου η σωστή άποψη σύμφωνα με την οποία η μεταρρύθμιση εκπροσωπεί ένα είδος αστικής επανάστασης στη Γερμανία, αναστρέφεται κατά τρόπο που να δημιουργείται η εντύπωση ωσάν με τη μεταρρύθμιση η δημοκρατική επανάσταση να είχε εκπληρώσει τα καθήκοντά της στη Γερμανία.. Αυτή η άποψη επηρέασε ακόμα και το εργατικό κίνημα με τη λασσαλική θεωρία του κράτους, και σ’ αυτό το βαθμό, εδώ όπως πουθενά αλλού, δημιούργησε τον οπορτουνιστικό λεγκαλισμό, τη λατρεία του κράτους ως τέτοιου. 
Έτσι, η ακραία αντιδραστική ιδεολογία η οποία αρχικά  είχε εμφανιστεί στη σκέψη της δεξιάς πτέρυγας του ρομαντισμού, σε στενή σχέση με τους πιο αντιπροοδευτικούς, αντιδραστικούς γιουγκερικούς  κύκλους της Πρωσίας, απόκτησε τεράστια δύναμη, στο βαθμό που η δημοκρατική- κριτική αντίδραση  των αντίπαλων δυνάμεων ήταν πολύ πιο αδύνατη, απ’ ότι σε οποιασδήποτε άλλη χώρα του κόσμου. Αυτό, με εξαίρεση την περίοδο της άμεσης επιρροής του Μαρξ και του Ένγκελς, αφορά και το εργατικό κίνημα. Ο Ένγκελς στην κριτική του προγράμματος της Ερφούρτης προειδοποιεί σοβαρά τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που στον αγώνα της κατά της αντίδρασης , για τον εκδημοκρατισμό της Γερμανίας, ξεχνά τα σημαντικότερα καθήκοντά της. Μάλιστα, αναπτύσσει  φαντασιώσεις  σαν να ήταν δυνατό «το παλιό κουμάσι να περάσει, με φρέσκο- αγαθό- εύθυμο- ελεύθερο (Frisch –fromm- frölich –frei) τρόπο, στη σοσιαλιστική κοινωνία».[106] Η κριτική του Ένγκελς στρεφόταν  κατά εκείνων που φανταζόταν και ήλπιζαν ότι η τότε  Γερμανία, μια χώρα η οποία ακόμα δεν είχε εκδημοκρατιστεί, θα μπορούσε να περάσει στο σοσιαλισμό, μια χώρα στην οποία πρόβαλλε ως επαναστατικό καθήκον όλο το φάσμα των καθηκόντων εκδημοκρατισμού της, συμπεριλαμβανομένης και της πραγματικής γερμανικής εθνικής ενότητας, μαζί και  του κεντρικού καθήκοντος δημοκρατικής αναμόρφωσης της Γερμανίας. Αυτή η ερωτηματοθεσία που αφορά το δρόμο προς το σοσιαλισμό  αποστρέφει την προσοχή από τα μεγάλα καθήκοντα του επαναστατικού εκδημοκρατισμού της Γερμανίας, είπε ο Ένγκελς, τονίζοντας ότι ο αγώνας γι’ αυτά τα καθήκοντα είναι, αντικειμενικά και υποκειμενικά, η μοναδικά σωστή προετοιμασία για το σοσιαλισμό στη Γερμανία. Αυτή η κριτική του Ένγκελς δεν είχε γίνει καταληπτή από το γερμανικό εργατικό κίνημα. Δημιουργηθήκαν δυο ψεύτικα άκρα:  από τη μια η «συμφιλίωση» με τη μη – δημοκρατική ιμπεριαλιστική Γερμανία  και από την άλλη μια αφηρημένη εξαγγελία ενός αφηρημένου σοσιαλισμού, αφηρημένη υπερπήδηση των επαναστατικών δημοκρατικών καθηκόντων. Στην ιμπεριαλιστική εποχή  ανάμεσα στους κορυφαίους ιδεολόγους της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας  ο Μέριγκ ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε,  ο μόνος με ζωντανές μέσα του πραγματικά, τις επαναστατικές παραδόσεις του αγώνα εναντίον της πρωσικής αντίδρασης.
Αυτή την εξέλιξη την είχε αντιληφθεί έγκαιρα ο Λένιν και την είχε κριτικάρει έντονα. Ο Λένιν έγραψε: «Στους σοσιαλιστές της Ευρώπης έχει αδυνατίσει πολύ η δημοκρατική παράδοση […]  η εξασθένιση της δημοκρατικής προπαγάνδας δε σημαίνει την επίσπευση, γενικά, της πλήρους νίκης του προλεταριάτου. Δεν επέστησε   άδικα, με όλη τη δύναμή του ο Ένγκελς, στην κριτική του για το προσχέδιο του προγράμματος της Ερφούρτης, το 1891, την προσοχή την γερμανών εργατών μιλώντας για τη συνέχιση του αγώνα για τη δημοκρατία, λέγοντας ότι ένας τέτοιος  αγώνας θα καταστεί επίκαιρος και στη Γερμανία».[107]
Υπό αυτές τις συνθήκες συμβαίνει όλη η αστική ιδεολογία να διαχέεται   πλήρως από τις αντιδραστικές μορφές και τα αντιδραστικά περιεχόμενα. Ο αγνωστικισμός και ο μυστικισμός κυριαρχούν ακόμα και στη σκέψη αστών οι οποίοι, κατά κύριο λόγο,  πολιτικά παίρνουν θέση υπέρ της προόδου. Η φυλετική θεωρία εισβάλλει ακόμα και σ’ αυτούς του κύκλους. Αναφερόμαστε στο Rathenaura  που αργότερα είχε γίνει θύμα των φασιστών φονιάδων. Παράλληλα με αυτά προχωρεί, όπως έχουμε δει, ο εκσυγχρονισμός της γιουγκερικής- αντιδραστικής ιδεολογίας. Και αυτή η διαδικασία δεν είναι ενιαία. Οι παλιές μορφές, τα παλιά συνθήματα (για το Θεό!, για το βασιλιά και την πατρίδα!, «η γερμανική ουσία θα θεραπεύσει τον κόσμο»,η στήριξη στην προτεσταντική ορθοδοξία κλπ.)  στη δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι ζωντανά και  ενεργά σε ένα ορισμένο κύκλο του μικροαστισμού. Ας σκεφτούμε την προπαγάνδα των «γερμανών- εθνικοφρόνων» του Stahlhelme. Όμως, παράλληλα εμφανίζεται με ολοένα και μεγαλύτερη δύναμη η ανάγκη μορφοποίησης των πιο ακραίων περιεχομένων του γερμανικού ιμπεριαλισμού και των ποιο επιθετικών σκοπών του, κατά τρόπο που να μπορούν να κερδιθούν  οι πλατιές μάζες των μικροαστών, των αγροτών, των διανοουμένων και των εργατών για τις εσωτερικές και τις εξωτερικές επιδιώξεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Η ήττα της Γερμανίας στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο ανέδειξε δυο συναφή μεταξύ τους προβλήματα που επιτρέπουν αυτή την ανασύσταση  της ακραίας αντιδραστικής ιδεολογίας, αυτόν τον «εκσυγχρονισμό» της, αυτή την αποτελεσματικότητάς της στις πλατιές λαϊκές μάζες της Γερμανίας. Το πρώτο πρόβλημα είχε να κάνει με τη γενικευμένη εθνική πικρία εξαιτίας  της ειρήνης των Βερσαλλιών.  Ο οπορτουνισμός της σοσιαλδημοκρατίας και η αδυναμία των κομμουνιστών δεν επέτρεψαν, ακολουθώντας το δρόμο της ριζοσπαστικής συνεπούς επανάστασης, όπως συνέβηκε στη Ρωσία, να απαλλάξουν το λαό από τα προσβλητικά βάρη του παρελθόντος που δημιούργησαν οι συνέπειες του πολέμου. Συνεπεία της ήττας της επανάστασης του 1918  οι μάζες στα θέματα των εθνικών αξιώσεών τους περνούν  ολοένα και περισσότερο υπό την ηγεσία της αντίδρασης : ο «αγώνας ενάντια στην ειρήνη των Βερσαλλιών!», αυτό το σύνθημα εθνικής απελευθέρωσης παραποιείται, εμφανιζόμενο ως σύνθημα επαναστατικής-δημοκρατικής ενότητας  του γερμανικού έθνους, και μετατρέπεται ακόμα περισσότερο σε σύνθημα ανανέωσης  του επιθετικού γερμανικού ιμπεριαλισμού.  
Το άλλο πρόβλημα, το οποίο είναι συνυφασμένο σε όλα τα σημεία  με το πρώτο και ενισχύει την αποτελεσματικότητά του, έχει να κάνει με την απογοήτευση των μαζών  από τα κοινωνικά αποτελέσματα της επανάστασης του 1918.     Οι προσδοκίες των μαζών, μαζί και  μαζών του μικροαστισμού και της διανόησης, ήταν πολύ μεγάλες. Γι αυτό κατ’ ανάγκη ήταν εξαιρετικά  μεγάλη η απογοήτευση των μαζών επειδή  η κυριαρχία της συνεργασίας γιούνκερς και μεγαλοκαπιταλιστών εξακολουθούσε, υπό της αιγίδα της βεϊμαριανής δημοκρατίας, να πιέζει τις μάζες όπως και προηγούμενα. Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 , η αντιδραστική κοινωνική και οικονομική πολιτική την οποία συνέχιζε να ασκεί η δημοκρατία της Βαϊμάρης την περίοδο της κρίσης, είχε κάνει ακόμα περισσότερο έντονη αυτή την απογοήτευση. Συγχρόνως φαινόταν ότι τα κινήματα τα οποία ζητούσαν  την επιστροφή  στην κατάσταση πριν από τον πόλεμο  (την αποκατάσταση Hohenzollern)δεν είχαν μαζική ανταπόκριση. Έτσι, εμφανίστηκε στο στρατόπεδο της ακραίας αντίδρασης  η ανάγκη κοινωνικής δημαγωγίας, το φτιασίδωμα του επιθετικού ιμπεριαλισμού ως «εθνική και κοινωνική επανάσταση».Ο Χίτλερ και οι συμμορίτες συνεργάτες του  με το έργο τους έσπευσαν να ικανοποιήσουν  αυτή την υπαρξιακή ανάγκη του γιουνκερισμού  και των πιο αντιδραστικών κύκλων του καπιταλισμού. Το έκαναν αυτό μεταφέροντας στο δρόμο την εκσυγχρονισμένη ακραία αντιδραστική ιδεολογία.  Η ιδεολογία του Χίτλερ δεν είναι τίποτα άλλο από μια εξαιρετικά επιδέξια, κυνικά ραφιναρισμένη  χρησιμοποίηση αυτής της κατάστασης.
Στο  παρελθόν ο Χίτλερ και οι συνεργάτες  του είχαν προετοιμαστεί γι’ αυτό το καθήκον.  Στη Βιέννη ο Χίτλερ μαθήτευσε την  αντισιμητική κοινωνική προπαγάνδα  του Lauger.   Αργότερα, στη Γερμανία έγινε χαφιές  του Reichswehr. Ό κορυφαίος ιδεολόγος του ναζισμού, ο Ρόζεμπεργκ,   ήταν μαθητής της Μαύρης Εκατονταρχίας της Ρωσίας και αργότερα επίσης γερμανός χαφιές. Κι οι δυο, όπως και άλλοι ηγέτες του γερμανικού φασισμού, ήταν αδίστακτοι μισθοφόροι  του πιο αντιδραστικού γερμανικού ιμπεριαλισμού,  πρωταγωνιστές στη δημαγωγία υπέρ της πρωσο- γερμανικής επιθετικής και καταπιεστικής πολιτικής. Γι’ αυτό δεν υπάρχει σ΄ αυτούς ακόμα και η σκιά της ιδεολογικής καλοβουλίας. Αντιμετωπίζουν εντελώς κυνικά, χωρίς πίστη, αδιάφορα τη δική τους διδασκαλία  και τη χρησιμοποιούν παίζοντας ως βιρτουόζοι με τις εκφυλισμένες ιδιότητες του γερμανικού λαού που διαμορφώθηκαν μέσα σε μια ιστορική διαδρομή  στην οποία αναφερθήκαμε προηγούμενα. Η δράση τους αποσκοπεί στην  εξυπηρέτηση των επιδιώξεων του  γερμανικού ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, των συμφερόντων της κυριαρχίας των μεγαλοκαπιταλιστών και των γιούγκερς, στη διατήρηση του εκπρωσισμού της Γερμανίας, στην επέκταση της Γερμανίας με απώτερο σκοπό την παγκόσμια κυριαρχία της. 
Οι φασίστες ηγέτες στον προφορικό και το γραπτό λόγο διοχετεύουν, με ψεύτικο πάθος,   στις συνειδήσεις την  εθνική και κοινωνική τους δημαγωγία.   Στις δημόσιες ομιλίες κάθε δεύτερη λέξη  είναι η λέξη τιμή, πίστη, αφοσίωση, θυσία  κλπ., ενώ στις κλειστές  συναντήσεις τους  μιλούν με τον πιο κυνικό τρόπο και με πονηρά μειδιάματα  για τις διακηρύξεις και τις δηλώσεις τους. Αυτό το απόρρητο υλικό  των φασιστών πολύ λίγο το γνωρίζουμε. (τις σημειώσεις που ακολουθούν τις έγραψα κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκόσμιου πολέμου). Ο ηγέτης του Ντάνσιγκ, o Rausching, που είχε φύγει στο εξωτερικό, δημοσίευσε ένα μέρος από το υλικό των απόρρητων συζητήσεων με το Χίτλερ και    με  άλλους φασίστες  ηγέτες  που επιτρέπει να σχηματίσουμε  μια συγκεκριμένη εικόνα  για το θέμα. 
Παραθέτω μόνο μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο  Rausching  συζητά με το Χίτλερ. Στην κουβέντα γίνεται λόγος και για   το κεντρικό δόγμα των ρατσιστικών θεωριών. Για το θέμα αυτό ο Χίτλερ λέει τα εξής: «Το “έθνος”  είναι μια πολιτική έκφραση της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού. Πρέπει να απαλλαγούμε από αυτή την ψεύτικη αντίληψη και πρέπει να την αντικαταστήσουμε με το κονσέπτ της φυλής που πολιτικά δεν έχει ακόμα φθαρεί […] Γνωρίζω καλά ότι με την επιστημονική έννοια δεν υπάρχει φυλή […] Εγώ ως πολιτικός έχω ανάγκη από ένα κονσέπτ που επιτρέπει την κατάργηση των ιστορικών  θεμελίων που ισχύουν ως τώρα για να βάλουμε στη θέση τους μια εντελώς νέα τάξη  και να δώσουμε σ ‘ αυτή μια διανοητική θεμελίωση.   Το καθήκον: Η κατάργηση  των εθνικών συνόρων». «Με το ρατσιστικό κονσέπτ ο εθνικο-σοσιαλισμός μπορεί να κάνει πράξη την επανάσταση και να ανατρέψει τον κόσμο».[108] Είναι προφανές ότι ο Χίτλερ, με πρόφαση τη φυλετική θεωρία  επιχειρεί να διακαιολογήσει την κατάκτηση και υποδούλωση ολόκληρης της Ευρώπης, καθιστώντας για τις μάζες των γερμανών   ελκυστική και αποδεκτή την εθνική εκμηδένιση των ευρωπαϊκών λαών.
Είναι γνωστό ότι η έρευνα για την καταγωγή  του γερμανικού λαού συνδέεται  στενά  με τη φυλετική θεωρία. Αυτό είναι για  τους φασίστες  ένα από τα σημαντικότερα  μέρη της ιδεολογίας τους. Μάλιστα, δημιούργησαν και μια ξεχωριστή επιστήμη για την έρευνα της καταγωγής των γερμανών. Τη σχέση τους απέναντι σ’ αυτή την ιδιότυπη επιστήμη φωτίζει η συζήτηση την οποία είχε ο αρχηγός της Γκεστάπο Χίμλερ με τον Rausching: «Είναι εντελώς αδιάφορο αν αυτή ή μια άλλη είναι η πραγματική αλήθεια σχετικά με την αρχαία ιστορία των γερμανικών φυλών. Η επιστήμη περνά από μια υπόθεση στην άλλη και κάθε δεύτερο χρόνο αλλάζουν αυτές οι υποθέσεις. Έτσι, δεν υπάρχει πραγματικός λόγος που να αποτρέπει  στο κόμμα να μην ορίσει τη δική του υπόθεση ως αφετηριακό σημείο ακόμα κι αν αυτή αντιβαίνει στις κυρίαρχες επιστημονικές απόψεις. Το μόνο σημαντικό δεδομένο είναι να έχουμε σκέψεις για την ιστορία  που ενισχύουν το λαό μας στην αναγκαία εθνική περηφάνια του. Γι’ αυτό πληρώνει το κράτος αυτούς τους ανθρώπους (τους καθηγητές- L.Gy.)».[109]
Είναι επίσης γνωστό πόσο σημαντικός είναι ο κεντρικός ρόλος  του αντισιμητισμού στην «κοσμοαντίληψη του εθνικοσοσιαλισμού»  και στη χιτλερική προπαγάνδα.  Όμως, όταν ο Rausching σε μια συζήτηση με το Χίτλερ  τον ρώτησε αφελώς αν σκοπεύει να εξοντώσει τους εβραίους , ο Χίτλερ απάντησε: «Όχι. Γιατί τότε θα χρειαστεί να τους ξαναβρούμε. Είναι ουσιαστικό να υπάρχει πάντα ένας ορατός  και όχι απλώς ένας αφηρημένος αντίπαλός μας.».Και όταν σ’ αυτή την κουβέντα είχε γίνει αναφορά στα «περιβόητα πρωτόκολλα των σοφών της  Cion», [110] που έπαιζαν κεντρικό ρόλο στη χιτλερική διαφώτιση, κατά την οποία ο Rausching είπε ότι αμφιβάλλει για την πιστότητά της, ο Χίτλερ απάντησε : «Στα παλιά μου τα παπούτσια αν είναι ιστορικά αληθινή αυτή η συζήτηση. Αν δεν είναι [….]  είναι περισσότερο πειστική.».[111]Αυτά τα παραδείγματα θα μπορούσαν κατά βούληση να πολλαπλασιαστούν. Όμως πιστεύω ότι είναι υπεραρκετά  για να φωτίσουν τη σχέση του Χίτλερ και της συμμορίας του  απέναντι στη δική τους «θεωρία».Αλλά, ας προσθέσω  σ΄αυτά ακόμα ότι ο Χίτλερ στη συζήτηση με τον Rausching ονόμασε την κεντρική θέση της κοινωνικής του δημαγωγίας, το λεγόμενο «πρωσικό σοσιαλισμό», ανοησία και βλακεία.[112] Απ’ όλα αυτά μπορεί να δει κανείς καθαρά τις βάσεις της ενικοσοσιαλιστικής «μεθοδολογίας»
Τα παραπάνω μπορούν εύκολα να συμπληρωθούν με αναφορά και σε κείμενα του Χίτλερ. Εδώ αναφερόμαστε σε μερικά κύρια σημεία από τα οποία προκύπτει ότι στην περίπτωση του Χίτλερ και των ανθρώπων του δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μία ψεύτικη και επικίνδυνη θεωρία  η οποία πρέπει να διαψευσθεί  με διανοητικά επιχειρήματα, αλλά  και με μία ανέντιμη  δημαγωγία που συναπαρτίζεται αυθαίρετα από τις πιο διαφορετικές αντιδραστικές δοξασίες τις οποίες οι φασίστες κρίνουν με γνώμονα κατά πόσο μπορούν να βοηθήσουν το Χίτλερ στην αποχαύνωση των μαζών.
Αυτού του είδους η προπαγάνδα στο Χίτλερ υποκινείται από την υπεροπτική απέχθειά  του προς το λαό. Νά τι λέει: «Ο λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι θυληπρεπής. Τις σκέψεις του και τις πράξεις του δεν τις καθορίζει η φρόνηση, αλλά περισσότερο το αίσθημα».[113] Βλέπουμε ότι ο Χίτλερ μεταφράζει  στη γλώσσα της πρακτικής δημαγωγίας τα πορίσματα της «αριστοκρατικής κοσμοαντίληψης» και της «κοινωνικής φιλοσοφίας» της ιμπεριαλιστικής εποχής της «μαζικοποίησης». Με βάση αυτή την αρχική θέση επεξεργάζεται την προπαγανδιστική του μέθοδο. Η υποβολή πρέπει να πάρει τη θέση της πειθούς. Πρέπει, με κάθε μέσο, να δημιουργηθεί ένα καφτό κλίμα υστερίας για την τυφλή πίστη απογοητευμένων ανθρώπων. Και εδώ, η εναντίωση της φιλοσοφίας της ζωής κατά του νου  - ανεξάρτητα από το τι γνωρίζει γι’ αυτή ο Χίτλερ-  αποτελεί την κοσμοθεωρητική βάση  της τεχνικής της καθαρής δημαγωγίας. Η «πρωτοτυπία» του Χίτλερ  έχει να κάνει με το ότι είναι ο πρώτος που εφαρμόζει την αμερικανική τεχνική της διαφήμισης στη γερμανική πολιτική και την προπαγάνδα, με σκοπό την αποβλάκωση και την εξαπάτηση των μαζών. Στο κύριο έργο του(Mein Kampf) αναγνωρίζει ότι σκοπός της δημαγωγίας του είναι  το τσάκισμα της ελεύθερης βούλησης και της διανοητικής ικανότητας των ανθρώπων. Το μόνο ερώτημα που τον απασχολεί είναι  ο τρόπος που αυτό μπορεί να επιτευχθεί, τον οποίο ο Χίτλερ μελετά σε βάθος και συνειδητά.  Ασχολείται με το ζήτημα της υποβολής με όλα τα δυνατά εξωτερικά μέσα, με τη δυνατότητα χειραγωγιμότητας των μαζών. Εδώ  αναφερόμαστε μόνο σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του: «Σε όλε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για τον περιορισμό της ελεύθερης βούλησης των ανθρώπων. Φυσικά αυτό αφορά περισσότερο τις συγκεντρώσεις στις οποίες συμμετέχουν άνθρωποι με αντίθετες βουλητικές νοοτροπίες. Όλους αυτούς τώρα πρέπει να τους κερδίσει η νέα βούληση. Το πρωί, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, η δύναμη της θέλησης των ανθρώπων αντιστέκεται με τη μεγαλύτερη ενέργεια – αν επιχειρήσουν να τους επιβάλουν μια ξένη βούληση, μια ξένη άποψη. Το βράδι είναι πιο εύκολο να τους κατανικήσει  η κυρίαρχη δύναμη μιας ισχυρότερης βούλησης. Διότι, πράγματι, σε κάθε τέτοια συγκέντρωση αναμετριούνται δυο αντίθετες βουλήσεις.  Είναι πιο εύκολο η  κυρίαρχη, αποστολικής φύσης κορυφαία μορφή της τέχνης του λόγου, να κερδίσει υπέρ της νέας βούλησης τους ανθρώπους, που και οι ίδιοι με τον ποιο φυσιολογικό τρόπο διαπιστώνουν την εξασθένιση της δύναμής τους για εναντίωση, καθώς και κείνους που διατηρούν ακόμα  την πνευματική και τη βουλητική τους ευελιξία.».[114]
Με τον ίδιο κυνισμό δηλώνει ο Χίτλερ και για το πρόγραμμα του κόμματός του. Δέχεται ότι μπορεί να υπάρξει ανάγκη αλλαγών. Όμως, κατ’ αρχή απορρίπτει τις αλλαγές: «Πάντως, κάθε τέτοια προσπάθεια αποδεικνύεται  καταστροφική. Αφού έτσι καθιστούμε συζητήσιμο ό,τι θα πρέπει να είναι ακλόνητα σταθερό [….] Γιατί, πως μπορούμε να θέλουμε να γεμίσουμε  τους ανθρώπους με τυφλή πίστη για την ορθότητα μιας διδασκαλίας αν κι εμείς διαδίδουμε την αβεβαιότητα και την αμφιβολία, αλλάζοντας διαρκώς το εξωτερικό οικοδόμημα αυτής της διδασκαλίας;».[115]
Αυτή η προπαγανδιστική τεχνική του Χίτλερ έχει να κάνει  με ένα από τα λίγα ειλικρινή σημεία της «κοσμοαντίληψης» του. Ο Χίτλερ είναι παθιασμένος αντίπαλος της αντικειμενικότητας Ο ίδιος αισθάνεται ως πράκτορας μιας καπιταλιστικής έκθεσης προϊόντων όπου με ανελέητα έξυπνη προπαγανδιστική τακτική  επιδιώκει συνειδητά να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις της, ανεξάρτητα από κάθε αντικειμενική αλήθεια ή ορθότητα. Από αυτή την άποψη είναι πραγματικά έξυπνος μαθητής της αμερικανικής διαφημιστικής τεχνικής. Στις αναλύσεις του για την προπαγανδιστική τεχνική, ενίοτε  άθελά του, εκφράζει με γκροτέσκο τρόπο αυτή την εσωτερική φύση του. Εδώ αναφερόμαστε  μόνο σε ένα τέτοιο δείγμα: «Τι θα έλεγαν οι άνθρωποι π.χ. για ένα πλακάτ που διαφημίζει ένα νέο σαπούνι, όμως παράλληλα λέει ότι υπάρχουν και άλλα καλά σαπούνια [….].Έτσι έχει το πράγμα και με την πολιτική διαφήμιση».[116] Δεν είναι τυχαία αυτή η συγκόλληση της γερμανικής φιλοσοφίας της ζωής με την αμερικανική διαφημιστική τεχνική. Και οι δυο είναι μορφές έκφρασης της ιμπεριαλιστικής εποχής. Και οι δυο βασίζονται την εκτίμηση ότι οι άνθρωποι αυτής της εποχής είναι χαμένοι, παραστράτησαν, μπερδεύτηκαν σε ένα φετιχιστικό κατηγοριακό σύστημα  του μονοπωλιακού καπιταλισμού, γι’ αυτό υποφέρουν βαριά, και δεν μπορούν να απελευθερωθούν από αυτό το βάσανο. Μόνο που το αμερικανικό διαφημιστικό σύστημα απευθύνεται στον μέσο άνθρωπο, μάλιστα, το κάνει αυτό  μέσα από τις αμεσότατες ζωτικές  του ανάγκες όπου αναμειγνύονται  η κανονικότητα  που δημιουργεί ο μονοπωλιακός καπιταλισμός  και η θολή επιθυμία της «προσωπικότητας».  – σ’ αυτό το πλαίσιο- για τη διατήρηση της. Αντίθετα, η φιλοσοφία της ζωής απευθύνεται στη διανοητική ελίτ μέσα από περίπλοκους ατραπούς όπου ο εσωτερικός αγώνας  εναντίον της κανονικότητας, είναι πολύ περισσότερο παθιασμένος, αν και –από αντικειμενική άποψη-  είναι το ίδιο μάταιος. Γι’ αυτό, η τεχνική της διαφήμισης εξαρχής, ως άμεση μορφή έκφρασης του μονοπωλιακού καπιταλισμού, είναι κυνική – δημαγωγική, ενώ για πολύ καιρό καλοπροαίρετα ή τουλάχιστον με έμμεσο τρόπο, ψευτοεπιστημονικά, ψευτολογοτεχνικά, καλλιεργούν τη φιλοσοφία της ζωής. Όμως, η απόκλιση από την αντικειμενικότητα, η μονομερής  επίκληση στα αισθήματα , στα βιώματα κλπ., η προσπάθεια αποκλεισμού, κατάργησης  του νου, της αυτόνομης διανοητικής κρίσης   είναι -πέρα από τις όποιες διαφορές τους – αντικειμενικά κοινό γνώρισμά τους.
Υπάρχει, λοιπόν, μια αντικειμενική αναγκαιότητα για το ότι η έξοδος στο δρόμο των αποτελεσμάτων και μεθόδων της φιλοσοφίας της ζωής πραγματοποιείται με τα μέσα της αμερικανικής διαφημιστικής τεχνικής. Όταν η φιλοσοφία της ζωης και ο μονοπωλιακός καπιταλισμός ενώνονται στο πρόσωπο του Χίτλερ, η πιο αναπτυγμένη τεχνική του μονοπωλιακού καπιταλισμού συναντιέται  με την πιο αναπτυγμένη  μονοκαπιταλιστική - αντιδραστική ιδεολογία της ιμπεριαλιστικής εποχής, τη γερμανική. Ήδη, η δυνατότητα αυτού του παραλληλισμού, αυτής της ενότητας δείχνει ότι οι βαρβαρότητες, ο κυνισμός κλπ. της εποχής- Χίτλερ  είναι κατανοητά και καταδικαστέα μόνο με αναφορά στη οικονομική ζωή, στην κοινωνική δομή, στην κοινωνική αναπτυξιακή τάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Η προσπάθεια για την εξήγηση του χιτλερισμού  ως αναβίωση κάποιας παλιάς βαρβαρότητας  αγνοεί, κατ’ ανάγκη, ακριβώς  αυτό το ιδιαίτερα αποφασιστικό, ουσιαστικό γνώρισμα  του γερμανικού φασισμού.
Μόνο μέσα από την κυνικά αδίστακτη χρησιμοποίηση της διαφημιστικής τεχνικής μπορεί να δει κανείς σωστά τη λεγόμενη ιδεολογία των χιτλερικών. Διότι, όλοι αυτοί θέτουν κάθε φορά το ερώτημα: σε τι μπορεί να χρειαστεί μια ιδέα; σε τί ωφελεί; - ανεξάρτητα από την αντικειμενική αλήθεια. Μάλιστα, απορρίπτουν με πάθος και με περιφρόνηση την αντικειμενική αλήθεια(στο θέμα αυτό βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με τη σύγχρονη  φιλοσοφία από το Νίτσε, μέσα από τον πραγματισμό, ως τις μέρες μας).Όμως, εδώ αυτή η βίαιη και άγαρμπη διαφημιστική τεχνική συναντιέται με τα επακόλουθα της ιμπεριαλιστικής φιλοσοφίας της ζωής, συναντιέται με την κοσμοθεωρία της  «εκλεπτισμένης» διανόησης της εποχής. Διότι ο αγνωστικισμός, ο ιρρασιοναλισμός, που στη Γερμανία αναπτύχθηκε παραπέρα, από το Νίτσε, τον Ντίλτευ και Σίμμελ, ως τον Κλάγκες, Χάιντεγκερ και Γιάσπερ, σε τελική ανάλυση, απορρίπτει  με το ίδιο πάθος την αντικειμενική αλήθεια όπως ο Χίτλερ – με άλλα κίνητρα και με άλλη αιτιολόγηση. Η συνάντηση, λοιπόν, του ιρρασιοναλισμού, της φιλοσοφίας της ζωής με τη φασιστική «κοσμοαντίληψη» δεν έχει να κάνει με κάποια γνωσιοθεωρητικά κατασταλάγματα, επειδή αυτά, λόγω της λεπτότητάς τους είναι δυσνόητα, προορίζονται μόνο για το στενό κύκλο της διανόησης. Εδώ  έχουμε να κάνουμε με ένα γενικό πνευματικό κλίμα όπου οι άνθρωποι αμφιβάλλουν ριζικά  για τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης, που πιστοποιεί την αξία του νου, της νόησης. Πρόκειται για ένα πνευματικό κλίμα  των ενορατικών, ιρρασιοναλιστικών, αντιφατικών «διακηρύξεων». Κοντολογίς εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ιστορικό –δεισιδαιμονικό κλίμα  ευπιστίας. Εδώ ο αγώνας εναντίον της αντικειμενικής αλήθειας, εναντίον του νου και της νόησης, εμφανίζεται ως η τελευταία λέξη  της σύγχρονης επιστήμης, ως η τελευταία λέξη  της πιο «προοδευτικής» κοσμοαντίληψης. Αυτό το πνευματικό κλίμα  καθιστά δυνατή την ανάπτυξη και επικράτηση της φασιστικής ηλιθιότητας. Ο κορυφαίος ιδεολόγος του εθνικοσοσιαλισμού, ο Ρόζεμπεργκ, διάκειται από μια ορισμένη συμπάθεια απέναντι στους πιο δεξιούς εκπροσώπους της ιρρασιοναλιστικής φιλοσοφίας της ζωής (το Σπέγκλερ και τον Κλάγκες). Αναφέρεται σ’ αυτούς με επαίνους, αν και απορρίπτει το συγκεκριμένο περιεχόμενο των θεωριών τους. Πιστεύει ότι με τη δημιουργία του εθνικοσοσιαλισμού όλη η δράση τους πρέπει να θεωρείται ξεπερασμένη. Διότι αν και ο βιοφιλοσοφικός ιρρασιοναλισμός είναι απαραίτητος  για το πνευματικό κλίμα του φασισμού, όμως, είναι πολύ εκλεπτισμένος, αιθέριος, εύθραυστος, συνδέεται πολύ πιο έμμεσα με τους σκοπούς του γερμανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, έτσι που είναι δύσκολο να χρησιμοποιηθεί  άμεσα για τους χοντροκομένους δημαγωγικούς σκοπούς του Χίτλερ. Γι αυτό χρειάζεται ακριβώς η σχέση φιλοσοφίας της ζωής και φυλετικής θεωρίας, που συναντήσαμε στον Τσάμπερλαιν. Εδώ βρίσκουν ο Χίτλερ και ο Ρόζεμπεργκ  τα διανοητικά εργαλεία άμεσης χρήσης  για τις δημαγωγικές τους επιδιώξεις. Εδώ βρίσκουν από τη μια την «κοσμοαντίληψη» για τη διαλυμένη γερμανική διανόηση, και από την άλλη τη βάση για μια χοντροκομμένη και βάναυση δημαγωγία, για μια, γενικότερα, φαινομενικά κατανοητή διδασκαλία με την οποία μπορούν να προχωρήσουν στην αποβλάκωση των απογοητευμένων που ζητούν να πιαστούν από κάπου.
Από τον Τσάμπερλαιν οι ναζί πήραν την «εσωτερική» φυλετική θεωρία, τη θέση του για τα φυλετικά γνωρίσματα, με βάση την ενόραση, τη διαίσθηση. Φυσικά, στην προπαγάνδα δουλεύουν πολύ με τα λεγόμενα φιλοσοφικά γνωρίσματα (μορφή του εγκέφαλου, χρώμα των μαλλιών, μάτια, κλπ.). Αυτό που κυρίως μετρά είναι η ενόραση, η διαίσθηση. Ένας από τους επίσημους φιλοσόφους του χιτλερισμού, ο Ernst Krieck, μιλά ευθέως για τη σχέση της φυλής με τη βιολογία: «η “βιολογική κοσμοαντίληψη” ,όμως, σημαίνει ουσιαστικά  κάτι άλλο από την κοσμοαντίληψη που στηρίζεται στην ειδική επιστήμη της “βιολογίας”»[117] Γι’ αυτό ο Ρόζεμπεργκ στα προγραμματικά του κείμενα μιλά περισσότερο για την ψυχή, παρά για τα φυλετικά αντικειμενικά γνωρίσματα. Και δικαιολογεί αυτή τη θέση του λέγοντας «Ψυχή […] σημαίνει φυλή ιδωμένη εσωτερικά.».[118] Αυτό αποτελεί άμεση συνέχεια της φυλετικής θεωρίας του Τσάμπερλαιν. Και από άλλες τοποθετήσεις του διαπιστώνουμε ότι ο Ρόζεμπεργκ είναι συνειδητός μαθητής του Τσάμπερλαιν. ‘Οπως κι’ εκείνος αρνείται την αιτιότητα, όπως κι’ εκείνος αποδοκιμάζει κάθε γενετική έρευνα. Το ίδιο όπως και ο δάσκαλός του αρνείται τη γενική ιστορία της ανθρωπότητας. Ιστορία έχουν μόνο κάποιες φυλές, ιδιαίτερα οι άριες, οι γερμανοί. Όμως, και αυτή η ιστορία είναι φαινομενική. Στην πραγματικότητα ό,τι είναι καλό για μια φυλή είναι αμετάβλητο, λέει ο Ρόζεμπεργκ : «Το πρώτο μεγάλο μυθικό επίτευγμα  ουσιαστικά δεν τελειοποιείται., μόνο αλλάζει μορφές. Η αξία που εμφυσάτε στο θεό ή στον ήρωα είναι αιώνια στο καλό και το κακό [….] Μια μορφή της Odin έχει πεθάνει. Όμως, ο Odin, ως απεικόνιση της ψυχικής δύναμης του ανθρώπου του βορρά, ζει το ίδιο και σήμερα όπως και πριν από 5.000 χρόνια».Και συνοψίζει ως εξής ο Ρόζεμπεργκ τα συμπεράσματα αυτής της θέσης του: «Η δυνατή έσχατη “συνείδηση” μιας φυλής εμπεριέχεται ήδη στον  πρώτο μύθο.».[119] Με αυτά κλείνει η εσωτερική διαπάλη στη φιλοσοφία της ζωής ανάμεσα στην αντι-αντικειμενική – αντιιστορική ανθρωπολογική τυπολογία και την απόπειρα να οικοδομηθεί  πάνω σ αυτή τη βάση μια αντινομοτελειακή, ιρρασιοναλιστική θεωρία της ιστορίας. Ό Τσάμπερλαιν και, από άλλο δρόμο,ο Σπέγκλερ, ο Κλάγκες, ο Χάιντεγκερ κλπ. προετοίμασαν τη νίκη του αντιιστορισμού και τη νοητική κατάργηση της ιστορίας. Εδώ φαίνεται πεντακάθαρα ότι αντικειμενικά – θεωρητικά ο αποκλεισμός της ιδέας της προόδου καθιστά αδύνατη τη σύλληψη της ιστορίας. Αν και ο Ρόζεμπεργκ ριζοσπαστικά βάζει τέλος σε κάθε ψευτοιστορισμό της ιμπεριαλιστικής εποχής , ωστόσο, περιορίζεται στην εξαγωγή των συμπερασμάτων αυτής της κατάστασης τα οποία ενυπάρχουν ήδη π,χ, στις προσεγμένες αντινομίες του Ντύλτευ. Αυτή η άποψη για τη φυλή, που είναι σύμφωνη  με την άποψη όχι μόνο του  Τσάμπερλαιν, αλλά και του  Γκομπινώ, είναι αναγκαία συνέπεια του ότι  ερμηνεύουν κάθε αλλαγή ως εκφυλισμό που προέρχεται από τη φυλετική μείξη, από τη φυλετική διασταύρωση. Γι’ αυτό ο Ρόζεμπεργκ αποδέχεται με ενθουσιασμό τη σκέψη του Τσάμπερλαιν για το «χάος των λαών», θεωρώντας το ως κύριο κίνδυνο για τον οποίο ευθύνονται η Ρώμη και ο εβραϊσμός. Θεωρεί, όπως και ο Τσάμπερλαιν, ως κεντρική αδυναμία του γερμανισμού το ότι δεν έχει φυλετική θρησκεία. Επειδή ο Ρόζεμπεργκ είναι ως διανοητής ασημαντότατος, γι’αυτό δεν είναι αδιάφορο να δούμε σε ποια σημεία αντιγράφει κατά λέξη τις αντιδραστικές μεγαλοστομίες του Τσάμπερλαιν και πως τις ανασκευάζει. Είναι σημαντικό να δούμε τον τρόπο που μεταφέρει τον αντιδραστικό λογοτεχνικό  βερμπαλισμό του Τσάμπερλαιν στην εθνική και κοινωνική δημαγωγία του προγράμματος δράσης δίνοντας έμφαση στην ακτιβιστική θεωρία του Τσάμπερλαιν έναντι του φαταλισμού του Γκομπινώ και του σοσιαλδαρβινισμού.
Ο Χίτλερ και ο Ρόζεμπεργκ πήραν από το Τσάμπερλαιν τρεις κύριες θέσεις : Πρώτο, την έννοια του χάους των λαών και την καταπολέμησή της. Δεύτερο, την ιδέα για την ικανότητα αναγέννησης των φυλών. Τρίτο, τη φυλετική θεωρία ως θρησκευτικό υποκατάστατο. Αυτές τις τρεις θέσεις τις οξύνουν  και τις απλοποιούν για την εξυπηρέτηση της γερμανικής ιμπεριαλιστικής επιθετικής πολιτικής. Σχετικά με την πρώτη θέση ο Ρόζεμπεργκ όπως και ο Τσάμπερλαιν, θεωρεί ότι κύριοι αντίπαλοι   του αγώνα  είναι η Ρώμη και ο εβραϊσμός. Όμως αυτόν τον αγώνα  δεν τον κάνουν μόνο με λογοτεχνικό τρόπο, όπως το έκανε ο Τσάμπερλαιν, ιδιαίτερα στην αρχή, υποκλινόμενος διαρκώς   μπροστά σε κάποιους «διάσημους» εβραίους και καθολικούς, αλλά ασυνάρτητα, με μια πογκρομικη δημαγωγία, χωρίς αναστολές., Ήδη στον Τσάμπερλαιν, οι εβραίοι είναι φορείς της «θανάσιμης» ιδέας της ισότητας. Τώρα, συνδέουν αυτή την ιδέα με τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, τους ταυτίζουν και τους πολεμούν ως παροντικά φαινόμενα του λαϊκού χάους. Εδώ, στη σοσιαλιστική δημαγωγία του χιτλερισμού κορυφώνεται μια αντιδραστική παράδοση. Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια του 19-ου αιώνα οι αντιφάσεις του καπιταλισμού είχαν προκαλέσει παντού ένα ρωμαλέο αντικαπιταλιστικό κίνημα και είχαν σχετικά σημαντικά επιστημονικά επιτεύγματα ως αποτέλεσμα της έξυπνης κριτικής, που στην περίπτωση του Σισμόντι ανέδειξε την αναγκαιότητα των κρίσεων στον καπιταλισμό. Σε κοινωνικό επίπεδο παρόμοια θέση συναντούμε και στον Καρλύλ (Carlyl). Η επανάσταση του 1848, η οικοδόμηση του επιστημονικού σοσιαλισμού, η ένωσή του με το επαναστατικό προλεταριάτο, είχε αλλάξει το πρόσωπο του ρομαντικού αντικαπιταλισμού.
Αυτός ο αντικαπιταλισμός ως ιδεολογία του μικροαστισμού, εξαρχής κοιτάει προς τα πίσω. Ο Σισμόντι αντιπαραβάλλει στην καπιταλιστική αναρχία την προκαπιταλιστική απλή εμπορευματοπαραγωγή και ο νεαρός Καρλύλ το μεσαίωνα ως «νοικοκυρεμένη οικονομία». Αυτός ο αναχρονισμός διατηρείται  ως καθαρό ιδεολογικό στοιχείο  στην ανάπτυξη του ρομαντικού αντικαπιταλισμού, πολύ περισσότερο επειδή η συγγενής με αυτόν τάση  αντιπαράθεσης πολιτισμού (civilisation) και κουλτούρας (culture) αναπόφευκτα περιείχε την κριτική του απολίτιστου καπιταλισμού, σε σχέση με τις παλιές μεγάλες κουλτούρες. Όμως, η αναγκαιότητα τοποθέτησής τους και ενάντια στο σοσιαλισμό, ως τάση υπέρβασης του καπιταλισμού, οδήγησε σε ουσιαστική αλλαγή κατεύθυνσης. Ψάχνουν  και βρίσκουν ότι  στον καπιταλισμό λειτουργεί σε αυξημένο βαθμό  η αρχή της «τάξης». Βέβαια, αυτό το κάνουν χωρίς να απορρίπτουν την κριτική της καπιταλιστικής  κουλτουράς, αντλώντας το μέτρο  από το παρελθόν. Πάντως, τώρα ψάχνουν στον ίδιο το μεγαλοκαπιταλισμό να βρουν τη δύναμη που θα  μπορούσε να οδηγήσει στην έξοδο από την αναρχία. Αυτή είναι η θέση του Καρλύλ, μετά την επανάσταση του 1848. Όπως έχουμε δει, αυτή τη διττή αντιφατική τάση ο Νίτσε, στο κατώφλι της ιμπεριαλιστικής εποχής,  τη φορμάρει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.
Από αυτή την κοινωνική και πνευματική κατάσταση προέκυψαν  δυο επακόλουθα: Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να προχωρήσουν στο διαχωρισμό των «καλών πλευρών» και των «κακών πλευρών» του καπιταλισμού. Αυτό υπάρχει στον Προυντόν, ενώ η αγοραία-φιλελεύθερη απολογητική  φροντίζει να εμφανίσει τις «κακές» πλευρές του καπιταλισμού ως παροδικές τυχαίες πλευρές. Όμως, αυτή η τάση γίνεται συστατικό στοιχείο του ρομαντικού αντικαπιταλισμού όταν αρχίζει  η έμμεση απολογητική, που υπερασπίζεται τον καπιταλισμό ακριβώς  από τη μεριά των «κακών πλευρών» του καπιταλιστικού συστήματος , από την εξέλιξη του οποίου ελπίζει την υπέρβαση της αναρχίας του αγοραίου- φιλελεύθερου καπιταλισμού, ελπίζει τον ερχομό της νέας «τάξης», κοντολογίς όταν ο ρομαντικός αντικαπιταλισμός  έχει μετατραπεί σε ιδεολογία του ιμπεριαλισμού. Δεύτερο- σε στενή σχέση με αυτή τη στροφή – υπερασπίζονται το σοσιαλισμό χωρίς να υπερβαίνουν τα όρια του καπιταλισμού, συνδέοντάς τον με τον καπιταλισμό. Ο σοσιαλισμός τώρα εμφανίζεται ως συνέχιση και οικοδόμηση των τάσεων της αντικουλτούρας που απειλεί την προσωπικότητα του ανθρώπου. Πολεμούν αυτές τις τάσεις σα να πολεμούν τις ιδιότητες του καπιταλισμού και περιμένουν την πραγματική υπέρβασή τους από τον ιμπεριαλισμό, από το «ρυθμισμένο καπιταλισμό».
Αυτή η αλλαγή διευκολύνεται από το γεγονός  ότι μετά την κατάρρευση της κλασικής οικονομικής επιστήμης στη διανόηση αυτού του τομέα είχε εξαφανιστεί κάθε κουλτούρα, κάθε γνώση. Έτσι η αντίθεση καπιταλισμού και σοσιαλισμού είχε τεθεί εκτός του πεδίου της σκέψης τους, και διότι ο σοσιαλισμός στόχευε στο μέλλον να υπερβεί τον καπιταλισμό (σε μια φάση προχωρημένης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων).Ακόμα, διότι αυτό το στρώμα (της διανόησης – Θ.Β.)  με τον όρο οικονομική επιστήμη (οικονομολογία) εννοούσε μόνο την τεχνική και  έναν ανώτερο σύστημα καταμερισμού της εργασίας. Αυτή η ταύτιση καθιστούσε εύκολη την ταύτιση  του «κακούργου» καπιταλισμού και σοσιαλισμού.   Πρώτος ο Ντοστογιέφσκι φορμάρει με εντυπωσιακό τρόπο  αυτή την ταύτιση (στο έργο του «Από το θάμπος της μεγαλούπολης»).Φιλοσοφικά και πάλι ο Νίτσε ήταν ο κήρυκας αυτής της σκέψης, με τη μεγαλύτερη επιρροή, στο βαθμό που ό,τι είναι απορριπτέο στον καπιταλισμό το συνδέει με τη δημοκρατία. Το ίδιο κάνει και ο Σπέγκλερ και άλλοι. Ο Ρόζεμπεργκ, λοιπόν, και εδώ μπαίνει ως κληρονόμος μιας μακράς εξέλιξης λαθεμένων τοποθετήσεων, γι’ αυτό μπορεί εύκολα να τους χρησιμοποιήσει για τους δημαγωγικούς του σκοπούς. Έτσι, ξεκινά αγώνα «ενάντια στα τελευταία έσχατα χαοτικά πλοκάμια  του φιλελεύθερου οικονομικού μπακάλικου ιμπεριαλισμού του οποίου τα εκμεταλλευτικά υποκείμενα πάνω στη σύγχυσή τους τα βρίσκουν με το μπολσεβίκικο μαρξισμό  για να αποτελειώσουν αυτό που είχε αρχίσει η δημοκρατία: την εξολόθρευση της φυλής και του λαού.».[120]Και σε άλλο σημείο: «Το ά- φυλο κύρος απαιτούσε την ελευθερία της αναρχίας. Ρώμη και γιακοβινισμός στην παλιά τους μορφή, και αργότερα, στην καθαρότερη έκφρασή τους, στο Μπαμπέφ και το Λένιν, εσωτερικά προϋποθέτουν αμοιβαία η μία  τον άλλο.».[121]
Αυτή η ιστορική αντίληψη στο Ρόζεμπεργκ αποτελεί την ιδεολογική  βάση της κοινωνικής δημαγωγίας του. Η πάλη του μαρξισμού εναντίον του κεφαλαίου, κατά τον Ρόζεμπεργκ, αλλοιώνει την πραγματική ερωτηματοθεσία και δουλεύει για λογαριασμό του εβραϊσμού. Η φυλετική θεωρία θα πρέπει μάλλον να ρωτά: «σε ποιανού τα χέρια είναι αυτό  το κεφάλαιο  και ποιες αρχές το κατευθύνουν, το διευθύνουν ή το ελέγχουν. Αυτό το τελευταίο είναι το σημαντικότερο.».[122]Η φυλετική θεωρία επιτρέπει την απλοποίηση κάθε περίπλοκου σκεπτικού του ρομαντικού αντικαπιταλισμού στο ερώτημα: σε ποια φυλή ανήκει η ιδιοκτησία;
Η κοινωνική δημαγωγία του φασισμού θέλει να διατηρήσει το γερμανικό αντιδραστικό μονοπωλιακό καπιταλισμό, θέλει να τον απαλλάξει από την επαναστατική απειλή. που δημιούργησε η μεγάλη οικονομική κρίση. Από δω αυτή η διαφοροποίηση του Ρόζεμπεργκ, από δω η λεγόμενη διαφορποίηση- Fedor ανάμεσα στον καπιταλισμό του χαρατσιού και το δημιουργικό κεφάλαιο (raffendes und schaffends capital). Με τη βοήθεια της κοινωνικής δημαγωγίας στρέφουν τη δυσαρέσκεια  των πλατιών μαζών για την εκμετάλλευση του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε αντισημιτικούς δρόμους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι μη προλεταριακές μάζες βλέπουν άμεσα τους εκμεταλλευτές τους στο χρηματικό και το εμπορικό κεφάλαιο. Συνάμα το τσαμπερλαινικό κονσέπτ  για το λαϊκό χάος αξιοποιείται για τη θεμελίωση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Τα κράτη προς τα οποία κατευθύνεται η κατακτητική επιθυμία του γερμανικού ιμπεριαλισμού εμφανίζονται ως χώροι του «φυλετικού χάους».Πρώτα απ’ όλα η Ρωσία, αλλά και η Γαλλία ως εκπρόσωπος ενός τέτοιου λαϊκού χάους: «Σήμερα είναι ζήτημα αν μπορεί να θεωρηθεί ως ευρωπαϊκό κράτος. Είναι μάλλον μια προέκταση της Αφρικής με εβραϊκή ηγεσία.».[123]Και ο Χίτλερ έτσι ονομάζει τη  Γαλλία: «αφρικανικό κράτος σε ευρωπαϊκό έδαφος».
Βλέπουμε πως Χίτλερ και Ρόζεμπεργκ «αιτιολογούν» θεωρητικά  τους επιθετικούς σκοπούς του γερμανικού ιμπεριαλισμού με βάσει τις αρχές της φυλετικής θεωρίας. Ίσως δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να σημειώσουμε  ότι η λεγόμενη «κοσμοαντίληψη» των φασιστών και εδώ είναι  ένα διαφημιστικό τέχνασμα, που μπορεί να αντικατασταθεί με τελείως αντιφατικά διαφημιστικά πλακάτ, όταν χρειαστεί να πουλήσουν ένα άλλο εμπόρευμα. Έτσι, ο Ρόζεμπεργκ εκείνη την περίοδο, όταν   οι ναζί έλπιζαν ότι με τη βοήθεια  της «τετραμερούς συμφωνίας»  μπορούν να δημιουργήσουν μια συμμαχία  εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ξαφνικά είχαν «ξεχάσει» ό,τι έγραφαν για τη «νεγροποίηση», το «φυλετικό εκφυλισμό» της Γαλλίας  την οποία σκόπευαν να την κερδίσουν  ως περιστασιακό σύμμαχο. Αίφνης η Γαλλία δεν ήταν «μπασταρδεμένη», αλλά αγροτική χώρα με βασικό γνώρισμα τη «λατρεία του χωραφιού.».[124],δηλαδή  μια χώρα που  στα μάτια της «εθνικιστικής κοσμοαντίληψης» ήταν κάτι το θετικό.
Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα της φυλετικής αναγέννησης ο Χίτλερ εμφανώς αναγνωρίζει την ύπαρξη «μιας αργής αλλά φυσικής αναγεννητικής διαδικασίας που απαλλάσσεται αργά- αργά και πάλι από τα φυλετικά παράσιτα ώσπου τελικά δημιουργείται το καθαρό φυλετικό κεφάλαιο και τώρα πλέον δεν υπάρχει περαιτέρω διασταύρωση.».[125]Με αυτή τη θέση ο φασισμός  ταυτίζεται με τους οπτιμιστές θεωρητικούς της φυλής, σαν τον Τσάμπερλαιν και τον Woltmann.Όμως, σ’ αυτούς η σωτηρία της καθαρής φυλής ήταν μόνο ένα σύνολο ενεργειών φυλετικής υγιεινής. Ο φασισμός αποδέχεται αυτά τα μέτρα (έλεγχος του γάμου, οικογενειακές απαγορεύσεις κλπ.) όμως, τα διαχειρίζεται κατά τρόπο που   να μπορεί να τα χρησιμοποιεί ως ένα φοβερό και αυταρχικό μέσο. Ο Χίτλερ γνωρίζει καλά ότι όσον αφορά τις μετρήσεις εγκεφάλων, οικογενειακών δένδρων κλπ., μπορεί κανείς να τα αποδείξει όλα και τα αντίθετα. Γι αυτό  το σύστημα αυτών των μέτρων το χρησιμοποιεί ως μέσο εξαναγκασμού και εκβιασμού. Ο Ernst Krieck γράφει: «Το μέτρο της φυλής είναι ο τρόπος και ο βαθμός ικανότητας προσφοράς για το φυλετικό- λαϊκό όλο».[126]Αυτό σημαίνει ότι   στο καθεστώς αυτό ο εκφασισμός είναι προϋπόθεση για την εξέλιξη του καθενός ή ακόμα και για την εξασφάλιση μιας μισο- υποφερτής ζωής. Όμως, από την άλλη μεριά  αυτοί που νέμονται την εξουσία αποφασίζουν  για το αν κάποιος ανήκει ή δεν ανήκει στην καθαρή φυλή. Έτσι, που ενώ σε μια περίπτωση ο Γκέμπελς κρίνει ότι δε μετρά η εξωτερική εμφάνιση του ατόμου και το οικογενειακό του δένδρο, σε μια άλλη όχι. Και αν κάποιος τολμήσει να εκφράσει τις αμφιβολίες του για ένα θέμα θεωρείται, και λέγεται δημόσια, ότι είναι νοθευμένο άτομο και καταδικάζεται ως πνευματικά και χαρακτηρολογικά  ως «εξεβραϊσμένο» στοιχείο. Εδώ μπορούμε να δούμε γιατί αποδέχτηκε ο φασισμός τον «εσωτερικό» ενορατικό, διαισθητικό ορισμό της φυλής. Το να προπαγανδίζει κανείς τη φυλετική θεωρία σε μια μεγάλη μαζική συγκέντρωση, αυτό είναι μια καλή πράξη, αντικειμενικά λειτουργεί  εμφανώς ως άτομο με φυλετικά χαρακτηριστικά. Όμως, τα εσωτερικά κριτήρια του Krieck που εφαρμόζει το εξουσιαστικό κατεστημένο της φασιστικής τυραννίας είναι καταλληλότερα επειδή επιτρέπουν την αυθαιρεσία. Έτσι το θέμα της αναγνώρισης και της διατήρησης της φυλετικής καθαρότητας  λειτουργεί ως μέσο για το κράτημα ολόκληρου του γερμανικού λαού σε κατάσταση δουλικής υποταγής, για την ανάπτυξη της αυθαιρεσίας, της υποτέλειας, την έλλειψη θάρρους του πολίτη, που από αρχαίους χρόνους ήταν  γνώρισμα της γερμανικής μιζέριας, όμως ποτέ δεν είχε φτάσει  στο επίπεδο που, με την πολιτική του Χίτλερ, έφτασε στο φασισμό.
Η ανάπτυξη της φασιστικής ηθικής χαρακτηρίζεται από το ότι η πίστη, ακόμα και στον Τσάμπερλαιν, εμφανίζεται ως ξεχωριστή ιδιότητα του γερμανού ανθρώπου. Και εδώ ο Τσάμπερλαιν –και πάλι πολύ χαρακτηριστικά- αναφέρει ως υπόδειγμα τους μισθοφόρους που σε όλη την Ευρώπη είχαν αναπτύξει μια επαίσχυντη, ανελέητη, πάντα αντεπαναστατική, αντιπροοδευτική δράση. Οι παλιοί γερμανοί δημοκράτες καταδίκασαν αυτή την εποχή των μισθοφόρων ως όνειδος της Γερμανίας. Αυτό στον Τσάμπερλαιν εμφανίζεται ως ηθικά καίρια ιδιότητα της φυλής. Και όταν ο Krieck μιλά για τον ήρωα άνθρωπο να πως ορίζει την ουσία του : «Η μοίρα αξιώνει από τον ηρωικό άνθρωπο  να υποτάσσεται σε κάθε διαταγή.».[127]
Όμως, με αυτά δεν εξαντλείται η σημασία αυτού του σύνθετου θέματος για το χιτλερισμό. Οι φασίστες όλα αυτά  τα χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν και να στερεώσουν την άκρατη κυριαρχία μιας μειοψηφίας στη Γερμανία. Ο Ρόζεμπεργκ επαναλαμβάνει, μετά τον Τσάμπερλαιν, με το δικό του τρόπο, ότι δεν υπάρχει λαός ο οποίος να είναι φυλετικά ενιαίος, ούτε ο γερμανικός λαός. Από αυτό έπεται ότι θα πρέπει με όλα τα μέσα να εξασφαλιστεί η φυλετική κυριαρχία της πιο αξιόλογης, της πιο καθαρής βόρειας φυλής. Ο Ρόζεμπεργκ υποστηρίζει ότι στη Γερμανία υπάρχουν τουλάχιστον πέντε φυλές, όμως «πραγματικό πολιτιστικό καρπό φέρνει μόνο η φυλή του βορρά». Και συνεχίζει : «Η ανάδειξη της βόρειας φυλής δε σημαίνει ότι σπέρνουμε το “φυλετικό μίσος” στη Γερμανία. Αντίθετα, σημαίνει τη συνειδητή αναγνώριση της ύπαρξης ενός αιματώδους συνδετικού υλικού  μέσα στο λαό μας
[ ]. Τη μέρα που θα έπεφτε οπωσδήποτε το βόρειο αίμα  η Γερμανία θα διαλύονταν, θα καταστρέφονταν στο απρόσωπο χάος.».[128] Φορείς αυτού του βόρειου αίματος, κατά τον Ρόζεμπεργκ, αυτονόητα, είναι το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Το 80%  της «νεοαριστοκρατίας» αποτελείται από ανθρώπους που ανήκουν στη βόρεια φυλή. Η «βεβαίωση» ότι κάποιος ανήκει  σ’ αυτή τη φυλή αξίζει περισσότερο από την οποιαδήποτε μέτρηση εγκεφάλου..[129]Εδώ φαίνεται αμέσως ο εκσυγχρονισμός  της  αντίδρασης μέσα από τη φυλετική θεωρία. Ο φασισμός σώζει την κυριαρχία των πρώσων γιούγκερς. Όμως, μόνο ένα μέρος από αυτούς τους ενέταξε στη  νέα αριστοκρατία. Οι γιουγκερς πρέπει να χωρίσουν τους παλιούς παρασιτικούς από τους  νέους, από το ανώτερο στρώμα του ναζιστικού κινήματος. Όμως,  για να μη μειωθεί ούτε ένα κομμάτι  αυτής της φυλετικής αριστοκρατίας γι’ αυτό ο φασισμός  θέλει να διευρύνει την εκμετάλλευσή του και στα δυο τμήματα. Έτσι, ο Ρόζεμπεργκ στη βάση του αίματος, της φυλετικής καθαρότητας, θέλει να δημιουργήσει την «αριστοκρατία του αίματος και της απόδοσης».
Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τους περαιτέρω κατεξοχήν σκοπούς του γερμανικού φασισμού, με το θέμα της κυριαρχίας των γερμανών σε όλο τον κόσμο. Ο φασισμός παίρνει από το χειρότερο γερμανικό σοβινισμό  την κυριαρχική του φαντασία και τις κυριαρχικές του αξιώσεις ξεπερνώντας τες πολλαπλασιαστικά. Η προσέγγιση αυτού του ζητήματος σε συνάρτηση με την «εθνικοσοσιαλιστική κοσμοαντίληψη» απαιτεί τη μελέτη του αριστοκρατικού του χαρακτήρα και της ψευτοβιολογικής του θεμελίωσης. Ο Χίτλερ λέει για τη φυλετική θεωρία ότι  αυτή ξεκινά από τη μεγαλύτερη ή τη μικρότερη αξία που δίνουμε στις διάφορες φυλές. Και «όποιος έχει αυτή τη γνώση αισθάνεται υποχρεωμένος, σύμφωνα με τη αιώνια βούληση, που κυριαρχεί στο σύμπαν, να ενισχύσει τη νίκη του καλύτερου, του ισχυρότερου και να αξιώσει την υποταγή του  χειρότερου, του πιο αδύνατου. Έτσι κατ΄αρχή υποκλίνεται μπροστά στην θεμελιακή αριστοκρατική σκέψη της φύσης, και πιστεύει σ’ αυτή τη νομοτέλεια ως και την τελευταία ατομική ύπαρξη.».[130]
Η βιολογική αιτιολόγηση της κυριαρχίας των εκμεταλλευτριών τάξεων και των αποικιοκρατικών λαών υπήρχε ήδη στο Νίτσε  και στον κοινωνικό δαρβινισμό με τη μορφή της ιδεολογίας του απανθρωπισμού, που εμφάνιζε τον καταπιεσμένο ως κατ΄ αρχή    αλλιώτικο, ως «βιολογικά» γεννημένο για την   εκμετάλλευσή του και για δουλειά. Ο Χίτλερ πάει πιο πέρα αυτή την τάση. Γράφει : «Έτσι, μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ανώτερων πολιτισμών ήταν η ύπαρξη  ανώτερων ανθρώπων […] είναι μάλλον βέβαιο  ότι η πρώτη ύπαρξη της ανθρωπότητας δεν στηρίζεται στην εξημέρωση των ζώων, αλλά περισσότερο στη χρησιμοποίηση των κατώτερων ανθρώπων.».[131] Στη γερμανική φυλετική θεωρία ο άρια  είναι μια ύπαρξη η οποία από κάθε άποψη διαφέρει ποιοτικά από τις άλλες ανθρώπινες φυλές. Σε κανένα τομέα της κοινής δράσης δεν μιλούν κοινή γλώσσα μ΄αυτές. Είναι ,κατ’ αρχή αδύνατη  η μεταξύ τους κατανόηση ή το αποτέλεσμα θα είναι η εξόντωση ή η σπίλωση της ακάθαρτης φυλής. Και το παραμικρότερο αίσθημα ανθρωπιάς απέναντι στους εχθρούς του φασισμού – που σύμφωνα με την  «εσωτερική» φυλετική θεωρία (φυσικά) ανήκουν στις κατώτερες φυλές-  αποτελεί ένδειξη ότι αυτός που αισθάνεται τέτοια ανθρωπιά  ανήκει στην ακάθαρτη φυλή. Έτσι ο φασισμός διαπαιδαγωγεί ολόκληρο το γερμανικό λαό κατ’αρχή στην απανθρωπιά ή για να το πούμε καλύτερα –αναφερόμαστε στις προηγούμενες αναλύσεις μας- θέτει ολόκληρο το λαό υπό την τυραννική πίστη που εξαναγκάζει τον καθένα  στην κτηνώδη απανθρωπιά, προκηρύσσει την απονομή βραβείων για την απανθρωπιά .Πράξεις ανθρωπιάς προκαλούν την απειλή εξόδου  από τη «λαϊκή κοινότητα», προκαλούν τη θέση (του ατόμου) εκτός νόμου. Ο ποιοτικός διαχωρισμός των ανθρώπων σε ανώτερες και κατώτερες φυλές διαπερνά όλη την «εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία».Αυτή η άποψη υπάρχει, σε φιλοσοφικό επίπεδο, στον Τσάμπερλαιν. Ο Ροζεμπεργκ συνείδητα εφαρμόζει αυτές τις  παραινέσεις  σε όλα τα επίπεδα της γνωσιοθεωρίας, της αισθητικής κλπ. Αυτά  αποτελούν την ιδεολογική θεμελίωση του εθνικοσοσιαλισμού, της σημερινής φρικτής πρακτικής, την οποία – η ανθρωπότητα διαπιστώνει με τρόμο, απέχθεια και μίσος- που εξαρχής εφάρμοσε ο χιτλερισμός απέναντι στους καλύτερους γερμανούς και απέναντι στους λαούς από την αρχή του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Είχε δίκιο, λοιπόν, ο Ρόζεμπεργκ όταν έλεγε –αφού πρώτα είχε εκθειάσει την προσφορά του Τσάμπερλαιν - ότι : «η παγκόσμια ιστορία ως φυλετική θεωρία αποτελεί την άρνηση της φθίνουσας  ουμανιστικής διδασκαλίας, με τα σημερινά χαρακτηριστικά της.».[132] Αυτή η ιδεολογία οδηγεί στο να βλέπει ο γερμανός στη χώρα του ως ζώο  αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά και εκείνον που ανήκει  πέρα από τα σύνορα της χώρας, αυτόν που   ανήκει σε άλλο λαό, να τον βλέπει, ανάλογα με τις συνθήκες, ως υποζύγιο ή ως βόδι προς σφαγή. Ο χιτλερικός – ροζεμπεργκικός τύπος  του γερμανικού επιθετικού ιμπεριαλισμού, λοιπόν, δημιουργεί με τη μορφή  της φυλετικής θεωρίας έναν εκσυγχρονισμένο κανιβαλισμό, ως αποτέλεσμα της κοσμοαντίληψης που προκύπτει  από την αντιδραστική ιδέα της ανισότητας της φυλετικής θεωρίας ως το βάρβαρο αποτέλεσμα που το πηγαίνουν   ως την έσχατη κτηνωδία. Έτσι εξηγείται η συχνή κριτική του Χίτλερ και του Ρόζεμπεργκ στον παλαιού τύπου σοβινισμό και εθνικισμό. Αυτή η κριτική αποτελεί και μέρος της δημαγωγίας για το κέρδισμα  μαζών οι οποίες ήταν δυσαρεστημένες με το παλιό καθεστώς Hohenzollern και τις οποίες δεν θα μπορούσε κανείς  να τις κερδίσει ποτέ ζητώντας την παλινόρθωση της παλιάς εξουσίας (αυτή ήταν η αδυναμία της προπαγάνδας των γερμανών εθνικιστών). Όμως, αυτή η κριτική πηγαίνει επίσης προς την  κατεύθυνση  ενδυνάμωσης του επιθετικού σοβινισμού. Κατά την άποψη του Ρόζεμπεργκ ο παλαιός εθνικισμός των Hohenzollern δεν ήταν αρκετά επιθετικός, ήταν πολύ ανθρώπινος και αναποφάσιστος.
Ο Χίτλερ στρέφεται κατά των παλαιών αποικιοκρατικών και επεκτατικών σχεδίων των Hohenzollern.Ασκεί ιδιαίτερα οξύα κριτική στην πρόθεση αφομοίωσης των κατακτημένων λαών με τον βίαιο εκγερμανισμό τους. Πιστεύει ότι πρέπει να εξοντωθούν: Οι άνθρωποι, λέει,  «δεν έχουν δει ακόμα ότι μόνο η γη μπορεί να εκγερμανιστεί, οι άνθρωποι ποτέ.».[133]Δηλαδή πρέπει να διευρυνθεί η γερμανική αυτοκρατορία, πρέπει να κατακτηθούν οι παραγωγικές χώρες, πρέπει να διωχτούν οι πληθυσμοί τους ή να εξολοθρεφτούν. Αυτό εμπεριέχεται στο πρόγραμμα της χιτλερικής εξωτερικής πολιτικής πολύ νωρίτερα , πριν από την κατάκτηση της εξουσίας: « Η εξωτερική πολιτική του λαϊκού κράτους πρέπει να εξασφαλίσει τη φυλετική ύπαρξη που διαθέτει το κράτος στην υφήλιο κατά τρόπο που να επιτρέπει τη δημιουργία υγιούς, βιώσιμης,  φυσικής σχέσης, από τη μια, ανάμεσα στο αριθμητικό μέγεθος του λαού και την αύξησή του, και από την άλλη,  ανάμεσα στο μέγεθος της γης και τα αγαθά.».[134]
Αυτή είναι η θεωρητική βάση του φασιστικού «ζωτικού χώρου», είναι η βάση για την εγκληματική επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Από το «Mein Kampf» προκύπτει καθαρά ότι εξαρχής αυτό το πλάνο ήταν η βάση του φασιστικού κινήματος (κι εδώ είναι ενδιαφέρον να δει κανείς  ποια ήταν η σχέση του ηγετικού στρώματος απέναντι στη δική του θεωρία. Έχουμε δει ότι η λεγόμενη θεωρητική βάση της εσωτερικής οικοδόμησης , αλλά και της εξωτερικής  επιθετικότητας ήταν η κυριαρχία του «βόρειου αίματος». Γι αυτό ερωτοτροπεί ο Χίτλερ και ο Ρόζεμπεργκ με τους «φυλοσυγγενικούς» λαούς του βορά. Όμως, όταν στη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου είχε φανεί ότι  αυτοί οι λαοί δεν ήθελαν να ενταχθούν αυτόβουλα  στη «νέα τάξη» της Ευρώπης, ότι δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Κουίσλιγκ, ο Ροζεμπεργκ και ο Χίτλερ, μέσο του γραμματέα του Μ.Μπόρμαν, έστειλαν μία εγκύκλιο που διατύπωσαν μαζί,  με την οποία δήλωναν ότι αυτοί οι λαοί δεν είναι καθαροί αριανοί, αλλά απλώς είναι  ένα λαϊκό συνονθύλευμα αποτελούμενο  από τη διασταύρωση με φινλανδικά, μογγολικά, σλαβικά, κελτικά, γαλλικά κλπ. στοιχεία. Άρα κι εδώ, για το Χίτλερ και το Ρόζεμπερκ,  η φυλετική θεωρία λειτουργεί  ως προπαγανδιστικό εργαλείο, ας απλή «σαπουνορεκλάμα» του επιθετικού γερμανικού ιμπεριαλισμού.
Έτσι, με απόλυτο κυνισμό Χίτλερ και Ρόζεμπεργκ διακηρύττουν την αποκτήνωση του κατακτημένου από τη Γερμανία κόσμου. Στο εσωτερικό της χώρας οι μπότες των  SA (Τάγματα Εφόδου) και των SS  πρέπει να καταπνίξουν κάθε τι που μπορεί να εμποδίσει αυτά τα σατανικά σχέδια, πρώτα απ’ όλα το εργατικό κίνημα, αλλά και κάθε σκιά του νου, της επιστήμης, της ανθρωπιάς, με σκοπό τη δημιουργία του απαραίτητου κλίματος στο οποίο θα μπορέσουν να «διαπαιδαγωγήσουν»  τις μάζες των γερμανών γι’ αυτά τα εγκλήματα, αναβιώνοντας από τα παλιά κάθε τι το αντιδραστικό και απάνθρωπο. Σ αυτή τη συνάρτηση πρέπει να δούμε την τρίτη θεματική ενότητα προβλημάτων, την ανανέωση των τσαμπερλαινικών σχεδίων της φυλετικής γερμανικής θρησκευτικότητας.  Το τυραννικό καθεστώς του εθνικοσοσιαλισμού δεν μπορεί να δεχτεί μια άλλη, δίπλα στη δική του, ιδεολογική εξουσία. Η «εθνικοσοσιαλιστική κοσμοαντίληψη» είχε ανάγκη από ένα θρησκευτικό υποκατάστατο.
Εδώ φαίνεται ξανά, ακόμα στον Τσάμπερλαιν, η παρουσία της εκσυγχρονιστικής  τάσης. Ο Ρόζεμπεργκ που και ο ίδιος είναι ένας παρακμασμένος, έκλυτος διανοούμενος οσφραίνεται την ιδεολογική σύγχυση που υπήρχε στη Γερμανία μετά την κατάρρευσή της  στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, βλέπει ότι ιδιαίτερα στο χώρο της διανόησης  παρατηρείται μια απομάκρυνση από τις παλιές θρησκείες αλλά και μια πρωτάκουστη ανάγκη για νέα πίστη, δυσειδαιμονίες, ευπιστία, σκοταδισμός, θολές αναζητήσεις. Στο πνεύμα αυτό  ο Ρόζμπεργκ    γράφει : «Ανάμεσα στους στρατούς του μαρξιστικού χάους και στους πιστούς των εκκλησιών ταλαντεύονται εκατομμύρια άνθρωποι. Είναι εσωτερικά αναστατωμένοι, έρμαια αμφίβολων δοξασιών και «προφητών» κερδοσκόπων. Όμως, στο μεγαλύτερό τους μέρος είναι άνθρωποι που τους κινεί η σφοδρή ευθυμία για νέες αξίες και νέες μορφές.».[135] Ακόμα και ένας παλαιού τύπου αντιδραστικός, όπως ο πρώην καίσαρας, γράφει: «Η εκκλησία απέτυχε».[136]
Πάντως, αυτή τάση είναι σαφής στα γραπτά του Ρόζεμπεργκ και πριν από την κατάληψη της εξουσίας. Ο Ροζεμπεργκ, όπως έχουμε τονίσει ήδη, αποδέχεται το σχέδιο Λαγκάρτ – Τσάμπερλαιν για τον εκγερμανισμό του χριστιανισμού. Πρέπει να καταργηθεί το θρησκευτικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης.[137]Ο Χριστός ως γερμανός αποτελεί μία από τις θέσεις αυτής της θρησκευτικής καινοτομίας.  Στο Ρόζεμπεργκ ο Χριστός φορά μπότες SA: «Ο Χριστος στεκεται μπροστά μας ως αξιότιμος κύριος.».[138]Συγχρόνως λέει ότι ο «άρια- νός» χριστιανισμός  απαλλαγμένος από τον εβραϊσμό  πρέπει να γίνει άβουλο εργαλείο της ιμπεριαλιστικής πολιτικής του φασισμού: «Όμως, ένα γερμανικό θρησκευτικό κίνημα που θέλει να γίνει κτήμα του λαού οφείλει να δηλώσει ότι το ιδεώδες της αγάπης του πλησίον πρέπει να το υποτάξει στο  ιδεώδες της εθνικής τιμής.».[139]
Τώρα, τι εννοούσαν  Χίτλερ και  Ρόζεμπεργκ με τη φράση «εθνική τιμή» φαίνεται καθαρά από όσα έχουμε πει προηγούμενα. Με σκοπό τη δημιουργία αυτού του φασιστικού θρησκευτικού υποκατάστατου ο Ρόζεμπεργκ κορυφώνει τη φυλετική του θεωρία  στο μύθο του γερμανικού μεγαλείου. Κι εδώ ξανά συνοψίζει με εκλεκτικό τρόπο όλες τις αντιδραστικές τάσεις του αιώνα, από το φεουδαρχικό ρομαντισμό ως την ιμπεριαλιστική φιλοσοφία της ζωής. Να τι λέει γι’ αυτή του την επιδίωξη : «Ο πόθος της φυλετικής ψυχής του βορρά δίνει, στο όνομα του λαϊκού μύθου, τη μορφή της γερμανικής εκκλησίας, αυτό είναι μαζί το μεγαλύτερο καθήκον του αιώνα μας.».[140] Ο ίδιος ο Χίτλερ το 1932 δηλώνει στον Rausching : «Ο άνθρωπος μπορεί να είναι είτε γερμανός είτε χριστιανός. Δεν μπορεί να είναι και τα δύο. Δεν μπορείς να κάνεις από το Χριστό άρια, αυτό είναι αδύνατο.». (και πάλι, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πως σκέφτονται οι αγαπημένοι φιλόσοφοι του Χίτλερ, ο Τσαμπερλαιν και ο Ρόζεμπεργκ για τις φυλετικές θεωρητικές τους προσπάθειες),και συνεχίζει  : «Τι μπορούμε να κάνουμε; Ό,τι έκανε η καθολική εκκλησία όταν επέβαλε την πίστη της στους ειδωλολάτρες. Να κρατήσουμε ό,τι αξιοποιήσιμο και να αλλάξουμε το πνεύμα τους.».[141]
Όλες αυτές, δημαγωγικές στη μορφή, στο περιεχόμενο και στην ουσία, αυθαίρετες τυραννικές τάσεις συμπικνώνονται στη θεωρία και την πρακτική του κράτους. Γνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη της Γερμανίας στη νέα εποχή ακολούθησε άλλους δρόμους από εκείνους της Δυτικής Ευρώπης και της Ρωσίας. Σωστά είχε πει ο Λένιν ότι  το κεντρικό πρόβλημα της αστικής επανάστασης στη Γερμανία  ήταν η δημιουργία της εθνικής ενότητας. Αυτή η κατάσταση στη γερμανική εξέλιξη είχε τις δικές της  ιδιοτυπίες, με  δυσάρεστες, πάντα, συνέπειες, που συνοδεύονταν από  την ενίσχυση της αντίδρασης. Πρώτο, ο ολοκληρωτισμός στη Γερμανία δεν έχει τα προοδευτικά γνωρίσματα που υπάρχουν παντού όπου λειτουργεί ως όργανο της κρατικής ενότητας του έθνους. Δεύτερο, αυτό το γνώρισμα έχει να κάνει με την καθυστερημένη και ασθενή ανάπτυξη της αστικής τάξης, με τη διατήρηση για πολύ καιρό των φεουδαρχικών κατάλοιπων, με την πολιτική κυριαρχία της αριστοκρατίας. Τρίτο, η αστική επανάσταση ήταν πιο ασθενής και μπερδεμένη, ήταν υποταγμένη περισσότερο στην αντιδραστική θολούρα απ’ ότι αλλού, επειδή κύριο καθήκον της ήταν  η δημιουργία κεντρικής εξουσίας και όχι  ο προοδευτικός δημοκρατικός μετασχηματισμός της. Αυτά τα γνωρίσματα κυριαρχούν και στη γερμανική ιδεολογική  εξέλιξη. Ο Μαρξ γράφει τα εξής σχετικά με τις επιπτώσεις αυτής της καθυστερημένης εξελικτικής τάσης στη  ταξική εξέλιξη στη Γερμανία : « Αναγκαία συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ότι την εποχή της απόλυτης μοναρχίας – η οποία εδώ εμφανίστηκε με την πιο άθλια, μισοφεουδαρχική μορφή- ο τομέας που, στα πλαίσια του καταμερισμού εργασίας, είναι επιφορτισμένος με τη διεύθυνση του κοινού συμφέροντος, απόκτησε μια ανώμαλη ανεξαρτησία, την οποία η σύγχρονη γραφειοκρατία  την πήγε πιο πέρα! Το κράτος καθιερώθηκε ως μια φαινομενικά αυτόνομη εξουσία, έτσι που αυτό που σε άλλες χώρες ήταν μια πρόσκαιρη κατάσταση – σε μεταβατικό επίπεδο, στη Γερμανία διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.».[142] Ενώ λοιπόν σε άλλες χώρες η ιδεολογία του ολοκληρωτισμού, μολονότι δημιουργεί το κράτος «Λεβιάθαν», σαφώς –αν και ολοκληρωμένα και συνειδητά-  αντικατοπτρίζει τους ταξικούς αγώνες και τα ταξικά συμφέροντα, τη θέση και το ρόλο του κράτους  σ’ αυτούς τους αγώνες, στη Γερμανία το κράτος ως η ενσάρκωση της απόλυτης ιδέας, εξαιτίας της καθυστέρησης για την οποία εδώ μιλάμε, αναπτύσσεται μια θεωρία η οποία εκφυλίζεται σε κρατικό μυστικισμό και θεοποίηση του κράτους (αυτό φαίνεται καθαρά και στην εγελιανή φιλοσοφία του δικαίου).
Οι αντιδραστικές τάσεις του 19-ου και του 20-ου αιώνα κινούνται πολλαπλασιαστικά σ’ αυτή τη γραμμή. Η θεοποίηση του κράτους είναι αναμφίβολα η ιδεολογική βάση της αντιδραστικής  κριτικής των δυτικών δημοκρατιών, εξύμνησης της γερμανικής καθυστέρησης για την οποία έχουμε μιλήσει επανειλημμένα. Ο ιμπεριαλιστικός νεοχεγκελιανισμός  εκμεταλλευόμενος και τονίζοντας τις ανολοκλήρωτες πλευρές της εγελιανής φιλοσοφίας, παίζει ένα όχι ασήμαντο ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη. Όμως, ο φασισμός δεν αποτελεί απλή συνέχιση των κοινότυπων αντιδραστικών τάσεων, αλλά το ποιοτικά κορυφαίο σημείο της αντιδραστικής εξέλιξης στη Γερμανία. Είχε δίκαιο ο Δημητρόφ όταν είπε ότι με το φασισμό δεν αντικαθίσταται  απλά μία αστική κυριαρχία από μια άλλη, συντελείται  αλλαγή συστήματος.Μ’ αυτή την κατάσταση είναι στενά δεμένη η φασιστική δημαγωγία στο θέμα του κράτους. Όπως σε όλους τους τομείς, έτσι κι΄εδώ ο Χίτλερ παίρνει μια δημαγωγική – ψευτοεπαναστατική θέση την οποία χρησιμοποιεί στην προπαγάνδα που αναφέρεται στις απογοητευμένες μάζες από τη μέχρι τώρα πολιτειακή ανάπτυξη στη Γερμανία, καθώς  και στην αποξένωσή τους από το κράτος. Η στάση του Χίτλερ απέναντι στους υποστηρικτές του υφιστάμενου κρατικού συστήματος είναι ριζοσπαστική ή ακόμα και «επαναστατική». Λέει: «Το κρατικό κύρος ως αυτοσκοπός δεν είναι εφικτό, διότι σ’ αυτή την περίπτωση κάθε τυραννία είναι στο απυρόβλητο και καθαγιασμένη. Εξάλλου, γενικά ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι   ο σημαντικότερος σκοπός της ζωής των ανθρώπων δεν είναι η διατήρηση του κόμματος ή της κυβέρνησης, αλλά η διατήρηση της φυλής τους. Αν αυτή είναι σε κίνδυνο επειδή την καταπιέζουν ή τη βάζουν στην άκρη, τότε το θέμα της νομιμότητας παίζει δευτερεύοντα ρόλο [….]Το ανθρώπινο δίκαιο είναι ισχυρότερο από το κρατικό δίκαιο…».[143] Ορμώμενος από αυτές τις θέσεις ο Χίτλερ συμπεραίνει «ότι το κράτος δεν είναι σκοπός, αλλά μέσο. Είναι ,βέβαια, όρος για την ανώτερη κουλτούρα, όμως δεν είναι αιτία. Αυτό υπάρχει αποκλειστικά μέσα στη φυλή που είναι κατάλληλη για την κουλτούρα.».[144] Με αυτή την «επαναστατικά» καλυμμένη δημαγωγία  ο Χίτλερ εκφράζει τον ακραίο αντιδημοκρατισμό του. Φυσικά και πάλι με ψεύτικο δημαγωγικό τρόπο, ενώ στο μεταξύ χρησιμοποιεί κάθε αντιδραστική ανοησία  που οι ιδεολόγοι του ιμπεριαλισμού είχαν μαζέψει από δω κι’ από κει για να δικαιολογήσουν τη θέση ότι η καθυστερημένη Γερμανία έχει μεγαλύτερη αξία από τις δυτικές δημοκρατίες. Ο Χίτλερ, βέβαια, όπως και στον ορισμό του κράτους βάζει στο κέντρο της διαφωτιστικής του δουλειάς, με πονηρό τρόπο, τη ρατσιστική  δημαγωγία. Η δημοκρατία, όπως και στον Τσαμπερλαιν, είναι εξεβραϊσμένος θεσμός:  «Μόνο εβραίος μπορεί να εξυμνεί έναν σχηματισμό που είναι τόσο βρομερός και ψεύτικος, όπως και ο ίδιος.».[145] Ο Χίτλερ απορρίπτει τη «δυτική εβραϊκή δημοκρατία», όμως δεν αντιπαραθέτει σ’ αυτή την παλιά μοναρχία της Γερμανίας, όπως  έκαναν οι κοινοί αντιδραστικοί με το παλαιό στυλ, αλλά επινοεί ένα νέο σύνθημα για τη σχεδιασμένη   τυραννική αυταρχική εξουσία του : τη γερμανική δημοκρατία! Απέναντι στην εβραϊκή δημοκρατία «ορθώνεται η αληθινή γερμανική δημοκρατία της ελεύθερης εκλογής του αρχηγού στην οποία ο αρχηγός υποχρεώνεται να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για όλες τις πράξεις του. Σ’ αυτή τη δημοκρατία δεν θα υπάρχει πλειοψηφική ψηφοφορία σχετικά με κάποια ζητήματα. Μόνον ένας αποφασίζει, ό οποίος και πρέπει να ανταποκριθεί  επάξια με ρίσκο την περιουσία του και τη ζωή του.».[146] Και το περιεχόμενο αυτής της δημαγωγίας έχει μακρά ιστορία. (Υπαινισσόμαστε μόνο τη συνομιλία του Μαξ Βέμπερ με τον Ladendorff)  Σε άλλο σημείο ο Χίτλερ δίνει ένα πιο σαφή  ορισμό για την ουσία της «γερμανικής δημοκρατίας»:  «Το κύρος κάθε ηγέτη προς τα κάτω και η ευθύνη του προς τα πάνω.».[147] Για όποιον γνωρίζει τη γερμανική ιστορία ξέρει  ότι αυτή η λεγόμενη    αρχή της γερμανικής δημοκρατίας δεν είναι άλλο από την εκσυγχρονισμένη παραλλαγή του στρατιωτικο –οργανωτικού αξιώματος του βασιλιά Φερδινάρδου του 2-ου, σύμφωνα με το οποίο  οι στρατιώτες πρέπει να φοβούνται περισσότερο τους αξιωματικούς από τον εχθρό! Γενικά δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι αυτή η λεγόμενη  χιτλερική θεωρία του κράτους έχει βαθιές ρίζες στην εξέλιξη του πρωσικού κράτους και στην ιδεολογία του. Αφού το χιτλερικό ηγεμονικό κονσέπτ δεν είναι τίποτα άλλο από μια εκσυγχρονισμένη δημοψηφισμιακή παραλλαγή της παλιάς πρωσικής βασιλικής αντίληψης, δηλαδή της άποψης για την «προσωπική κυριαρχία» του βασιλιά που ευθύνεται για τις πράξεις του μόνο απέναντι στο θεό. Ακόμα είναι συνυφασμένη με την αναβίωση της θεωρίας  του Haller, που αντιλαμβάνονταν το κράτος ως προσωπική ιδιοκτησία, που διαθέτει ο βασιλιάς με βάση το κύρος. Επίσης, είναι συνυφασμένη  με τη θεωρία του κράτους του Stahl, του θεωρητικού των πρώσων συντηρητικών ο οποίος φιλοσοφικά ήταν εξαρτημένος από τον όψιμο Σέλιγκ, καθώς και με την άποψη του  Φερδινάρδου Βίλμος του 4-ου, του ρομαντικού –αντιδραστικού πρώσου βασιλιά, που ήταν επηρεασμένος από τον Haller και τον Stahl και ο οποίος δεν ανεχόταν  να υπάρχει μια κόλα χαρτιού (το σύνταγμα) ανάμεσα στο βασιλιά και το λαό που να επηρεάζει την εμπνευσμένη από το θεό  αυτόνομη, ελεύθερη δράση του ,κλπ,κλπ.
Είναι προφανές ότι η «γερμανική δημοκρατία» αποτελεί τη βίαιη άρνηση της ισοτιμίας των ανθρώπων. Ο Χίτλερ λέει : «Σ’ αυτόν τον ανήθικο, διεφθαρμένο αστικό κόσμο δεν υπάρχει η παραμικρή αναλαμπή της σκέψης, πραγματικά πρόκειται  για έγκλημα κατά του νου.Είναι εγκληματική τρέλα  να θέλεις να εξημέρωσες έναν γεννημένο ημιπύθηκα, ενώ  οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μεγαλώνεις ένα δικηγόρο, ενώ εκατομμύρια είναι εκείνοι που ανήκουν στην υψηλή κουλτούρα και πρέπει να μένουν σε ευτελείς γι αυτούς κατώτερες θέσεις.».[148] Με ακόμα βάρβαρο κυνισμό φορμάρει ο Ρόζεμπεργκ, το1932, αυτή τη διδασκαλία της φυλετικής θεωρίας.   Δηλώνει  σχετικά με τη δίκη –Totempa, που το δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο  κάποιους φονιάδες εργατών:  « Αυτό καθιστά προφανή την απύθμενη  διαφορά  που υπάρχει ανάμεσα στη δική μας νοοτροπία, το δικό μας αίσθημα δικαίου που μας χωρίζει μια για πάντα από το φιλελευθερισμό και την αντίδραση. Χαρακτηριστικό γνώρισμα  του κυρίαρχου σήμερα «δικαίου» είναι ότι καλύπτουν το υγειές ένστικτο αυτοσυντήρησης του λαού, ότι  θέλουν όλοι οι άνθρωποι να είναι ίσοι.».[149]
Από μια πρώτη ματιά εδώ φαίνεται ότι  έχουμε να κάνουμε με μια απλή, φωνακλού, κενή δημαγωγία, με το ότι εκμεταλλευόμενοι την απογοήτευση των μαζών  από τη βεϊμαρινή δημοκρατία επιδιώκουν να τους εξεγείρουν για μια ψευτοεπαναστατική – στην πράξη αντεπαναστατική δράση. Όμως, εδώ πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο. Είναι γεγονός ότι το κράτος του Χίτλερ πραγματοποιεί τρομακτικά όλα τα αντιδραστικά όνειρα για την «παντοδυναμία» του κράτους. Όμως, ποτέ δεν υπήρξε κράτος τόσο απεριόριστα εξουσιαστικό, ποτέ ένα κράτος δεν μπορούσε να παρεμβαίνει με τόσο τυραννικό τρόπο σε όλες τις μορφές έκφρασης της ζωής των ανθρώπων. Εδώ δεν πρόκειται απλά για αυθαίρετες υπερβολές, αλλά για τη δαιμονική – τυραννική ουσία  του φασιστικού κράτους. Η εθνικοσοσιαλιστική τάξη του λαού, λέει ο κυβερνητικός γραμματέας Stuckart, «αδράχνει με συνολικό τρόπο την κοσμική ζωή του γερμανού ανθρώπου» Αυτό σημαίνει ότι το κράτος έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει κατά βούληση  σε όλες τις μορφές έκφρασης της ζωής του ατόμου. Ο χιτλεροφασισμός κατ’ αρχή απορρίπτει κάθε προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου, κάθε νομική προστασία. Αυτό θα ήταν επίσης φιλελευθερισμός. Η φιλελεύθερη αντίληψη για το κράτος, συνεχίζει ο Stuckart, «έβαλε  το άτομο και την κοινωνία απέναντι στο κράτος[…] στο βαθμό που πίστεψε ότι πρέπει να φροντίζει για την απελευθέρωση του πολίτη από τα δεσμά μιας πανίσχυρης κρατικής εξουσίας και να υπερασπιστεί τα προσωπικά του δικαιώματα  έναντι της κρατικής παρέμβασης.».[150] Ο γερμανικός φασισμός καταργεί  την προσωπική νομική προστασία του ατόμου.
Αυτή η ψευτοεπαναστατική  δημαγωγική πολεμική κατά των παλιών  θεωριών του κράτους, μετά την κατάκτηση της εξουσίας από το Χίτλερ, η κλίκα του Χίτλερ τη χρησιμοποίησε για τη θεμελίωση του άκρατου αυταρχισμού της. Το «κρατικό μάθημα» υπάρχει πρώτα απ’ όλα για να παράσχει «θεωρητική» βάση γι’ αυτή την άκρατη αυθαίρετη τυραννία και για να εξολοθρεύσει  θεωρητικά  και στην πράξη  το δίκαιο και την ατομική ασφάλεια στο φασιστικό κράτος. Ο Ρόζεμπεργκ φορμάρει τη φασιστική θεωρία του δικαίου βασιζόμενος σε μια υποτιθέμενη αρχαία ινδική δικαιακή αρχή : «Δίκαιο είναι ό,τι θεωρούν δίκαιο οι άριοι άνδρες.».[151]
Ο Χίτλερ ακόμα πριν από την κατάκτηση της εξουσίας, με αναφορά στο κράτος, προγραμματικά πήρε θέση κατά της ισονομίας. Μιλώντας για το μελλοντικό κράτος αναφέρθηκε στους φυλετικά  καθαρούς πολίτες (Staatsbürger) και σε κείνους που εντελώς άδικα ανήκουν στο κράτος (Staatsangehörige). Αυτή η αρχή εφαρμόστηκε στο φασιστικό κράτος με βάση την «εσωτερική» φυλετική θεωρία. Ο κυβερνητικός γραμματέας Stuckart, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, εξηγεί ότι η παροχή δικαιώματος στον πολίτη σε κάθε περίπτωση «γίνεται με βάση την ατομική μελέτη για το αν το αξίζει. Όμως, το ερώτημα  «ποιος μπορεί αιματολογικά  να θεωρηθεί ότι ανήκει στη μία ή στην άλλη φυλή,  αυτό οι  νόμοι δεν το λένε καθαρά.».[152] Η άκρατη αυθαιρεσία της χιτλερικής κλίκας αποφασίζει για τον τρόπο που αυτό γίνεται. Ο φασισμός δικαιολογεί και «θεωρητικά» την αυθαιρεσία επικαλούμενος και πάλι, με δημαγωγικό τρόπο την πικρία που δημιούργησε στις πλατιές μάζες η εξοργιστική υλική ανισοτιμία σε ένα δημοκρατικό κράτος που διακήρυττε την τυπική ισότητα των πολιτών. Η νέα αυτοκρατορία, λέει ο Stuckart, «ήδη δεν είναι κράτος δικαίου […] αλλά ένα κοσμοθεωρητικό κράτος το οποίο βασίζεται στη γερμανική ηθικότητα». Ο Stuckart εξηγεί ότι στη γραμμή εξέλιξης του χιτλερικού κράτους όλες οι παλιές κατηγορίες  είναι χωρίς αντίκρισμα, μαζί και το σύνταγμα. «Το σύνταγμα είναι μια τυπική έννοια […] έχει χάσει τη σημασία της για τη γερμανική αυτοκρατορία.».[153]
Αυτή την κατάσταση ανομίας, αυτή την  χωρίς όρους υποταγή του λαού στην αυθαιρεσία  της, η  χιτλερική κλίκα τη δικαιολογεί με το «επιχείρημα»  ότι το εθνικοσοσιαλιστικό κράτος ξεκόβει  από την παλιά «αστική»  ουδετερότητα και  αντικειμενικότητα του κράτους. Και πάλι θέλουν να εκμεταλλευτούν την αγανάκτηση του κόσμου  για την υποκριτική υπερκομματική στάση  του προηγούμενου κράτους, με σκοπό να τον πείσουν ότι το φασιστικό αυταρχικό  καθεστώς αποτελεί ένα βήμα  προς τα μπροστά. Ένας άλλος φασίστας κρατικός γραμματέας, ο Roland Freisler , γράφει : Το κράτος «συνειδητά κάνει τον ίδιο το γερμανικό λαό στρατιώτη της εθνικοσοσιαλιστικής κοσμοαντίληψης. Αρχικό κίνητρο και τελικός σκοπός κάθε ενέργειας δεν είναι μόνο το άτομο, αλλά ο λαός στην αιώνια γεναιοολογική του συνέχεια.».[154]                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                  
Έτσι, σύμφωνα με τη φασιστική προπαγάνδα έγινε πράξη  η «γερμανική δημοκρατία».Είναι προφανές ότι στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει την κατάργηση  κάθε επιρροής του λαού στη λήψη των αποφάσεων του κράτους. Αυτό προκύπτει αβίαστα  από τα παραπάνω. Ωστόσο, η ναζιστική προπαγάνδα αυτή την κατάσταση της δουλείας, της δουλοφροσύνης θέλει να την εμφανίσει ως πράξη πολιτικοποίησης όλου του λαού. Ο αυτοκρατορικός εκπρόσωπος τύπου Otto Dietrich, δίνει μια καθαρή εικόνα για το πώς θέλουν οι ναζί να εμφανίσουν τη «γερμανική δημοκρατία» ως «πολιτικοποίηση του λαού».Λένε ότι ο εθνικοσοσιαλισμός δεν ζητά από τον καθένα  να κάνει πολιτική. Αυτή η τέχνη είναι καθήκον των λίγων εντεταλμένων , των εκλεκτών .Όμως, ο γερμανικός λαός ζητά από τα τέκνα του να σκέφτονται και να αισθάνονται πολιτικά. Αυτή η πολιτική σκέψη δεν είναι περίπλοκη, δε δημιουργεί σύγχυση και δεν είναι επιστημονικά προβληματική. Είναι απλή, σαφής και ενιαία. Ο Dietrich εξηγεί πως το αντιλαμβάνεται αυτό. Διότι, λέει, ο «αρχηγός» είναι «εκτελεστής της λαϊκής βούλησης», όμως όχι ως ηγέτης που προέκυψε μέσα από εκλογές, αλλά «ως αποτέλεσμα της εσωτερικής βουλητικής του αυτοκατάφασης, που αιματολογικά υπάρχει σε κάθε λαό.».[155] Όλο αυτό το  προσωπείο της «γερμανικής δημοκρατίας» δεν είναι τίποτα άλλο από την απεριόριστη δικτατορία του Χίτλερ (δηλαδή την απεριόριστη δικτατορία του γερμανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, με τη διαμεσολάβηση του Χίτλερ), την ανήκουστη δουλεία και την χωρίς αρχές δουλοφροσύνη που δημιουργείται μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτά προκύπτουν από την ανάγνωση του συλλογικού έργου των Stuckart, ,Freisler, Dietricht. Στην εισαγωγή αυτού του έργου, λοιπόν, διαβάζουμε: Πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται από το Φύρερ. Αν αποφασίσει διαφορετικά απ’ ότι  υπάρχει σ’ αυτό το –επίσημο- συλλογικό έργο, τότε «δεν είναι ο εθνικοσοσσιαλισμός αυτός που άλλαξε   άποψη για το θέμα, αλλά ότι ο συγγραφέας έκανε λάθος σχετικά με την πραγματική θέση  του εθνικοσοσιαλισμού σ’ αυτό το θέμα».[156]
Αυτή η αρχηγική δικτατορία μπορεί να φτιάξει μόνο λακέδες και χρησιμοθήρες του ποιο ακραίου τμήματος της  γερμανικής ιμπεριαλιστικής αντίδρασης Η «γερμανική δημοκρατία τους» διαπαιδαγωγεί, φτιάχνει τον πιο αποκρουστικό τύπο  ανθρώπου ο οποίος είναι απεριόριστα δουλικός προς τα πάνω το ίδιο όπως είναι απεριόριστα και ανελέητα τυραννικός προς τα κάτω.  Η «γερμανική μιζέρια» παρήγαγε αδιάλειπτα τα στοιχεία αυτού  του τύπου στο γερμανικό λαό. Μελετώντας με προσοχή  την προοδευτική γερμανική λογοτεχνία αποκαλύπτεται μπροστά μας αυτός ο τύπος, (βλέπε π.χ. το έργο του Ένριχ Μανν «Ο υποτακτικός» στο οποίο με συντριπτική σάτιρα αναπαριστά αυτόν τον βιλχελμικό τύπο).Όμως, αν μέχρι τώρα αυτός ο τύπος είχε αναδειχθεί εθελούσια μέσα από τη γερμανική καθυστέρηση και την ιδεολογική  εξύμνησή της, τώρα είναι προϊόν του συνειδητού χιτλερικού «παιδαγωγικού έργου».Δεν ασχολούνται τυχαία αναλυτικά Χίτλερ και Ρόζεμπεργκ στα βασικά έργα τους  – από την άποψη της φασιστικής κοσμοαντίληψης – με το πρόβλημα της ηθικής και της αγωγής. Όπως στον Τσαμπερλαιν στο επίκεντρο της άρια- γερμανικής ηθικής είναι  η πίστη, έτσι στο Ροζεμπεργκ είναι η τιμή. Οι μέχρι τώρα αναλύσεις μας δείχνουν καθαρά τι εννοούν με τον όρο «τιμή». Η υψιπετής ροζεμπουργκική έννοια της «τιμής» είναι κενός λόγος για την κάλυψη του απόλυτου αμοραλισμού των χιτλερικών. Γι αυτόν τον αμοραλισμό δηλώνει, επίσης με σαφήνεια, ο Χίτλερ στη συνομιλία του με τον Rauschning: «Οι μάζες έχουν ανάγκη από ηθικές κοινοτυπίες. Ο πολιτικός δεν μπορεί να κάνει μεγαλύτερο λάθος από το να εμφανίζεται στην ανήθικη πόζα του Übermensch (υπεράνθρωπο).  Για μένα είναι αυτονόητο ότι δεν πρόκειται να κάνω θέμα αρχής το να δρω ανήθικα, με τον παραδοσιακό τρόπο. Σε ότι με αφορά δεν τηρώ καμιά αρχή – αυτό είναι όλο.».[157] Για το πώς αντιλαμβάνεται ο Χίτλερ συγκεκριμένα  το «παιδαγωγικό έργο»το δηλώνει επίσης με αναμφισβήτητη σαφήνεια  στη συνομιλία του με τον Rauschning. Ο Rauschning τον μαλώνει για την κακή συμπεριφορά απέναντι στους έγκληστους που κυριαρχεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Χίτλερ απαντά: «Τη βαναυσότητα την εκτιμούν [….] Ο απλός μέσος άνθρωπος δεν τιμά τίποτα άλλο περισσότερο από τη βάναυση δύναμη και την ασυνειδησία […]. Το λαό πρέπει να τον κρατάς σε καλόβουλο φόβο. Θέλει να φοβάται από κάτι […]. Γιατί φλυαρούμε για τη βαναυσότητα και αγανακτούμε για τους βασανισμούς; Οι μάζες το θέλουν αυτό. Ζητούν κάτι που τους δημιουργεί φόβο και τρόμο.».[158]
Όμως, αυτή είναι μόνο μία πλευρά  του «παιδαγωγικού έργου», η πλευρά που απευθύνεται στις πλατιές μάζες. Για το ανώτερο φασιστικό στρώμα  το σύνθημα του Χίτλερ είναι η άκρατη διαφθορά: «Πλουτίστε!» Στη συνομιλία του με τον Rauschning δηλώνει κυνικά: « Στους δικούς μου δίνω πλήρη ελευθερία […] Κάντε ότι θέλετε, μόνο να μη σας πιάσουν […].Δημιουργήσαμε το καθεστώς για να στείλουμε τους εαυτούς μας στα σπίτια με άδεια χέρια;».Όμως, το σύνθημα «Πλουτίστε!» ήταν και ένα ακόμα «παιδαγωγικό» πλεονέκτημα για το Χίτλερ. Αν γνωρίζουμε τα εγκλήματα των αφερέγγυων μπορούμε καλύτερα να τους κρατάμε στα χέρια .Έτσι, στο χώρο της «κομματικής ελίτ» δημιουργείται  ένα καθεστώς αμοιβαίου χαφιεδισμού, πληροφοριοδότησης και ρουφιανιάς. Καθένας είναι υπό την εξουσία του άλλου και κανείς δεν είναι πλέον κύριος του εαυτού του. Αυτό είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα του «Πλουτίστε!».[159] 
Επειδή τώρα πλέον ολόκληρο το «Τρίτο Ράιχ» (η Τρίτη Αυτοκρατορία)  στηρίζεται πάνω στην ιεραρχία του Φύρερ και στην πίστη σ’ αυτόν, και επειδή αυτή η δομή απλώνεται από τον οικιακό επιστάτη ως την αυτοκρατορική καγκελαρία, γι΄ αυτό η κυνική χιτλερική μέθοδος, συνυφασμένη με τη διαφθορά και τη βαναυσότητα, μπορεί  να οδηγήσει στη διαφθορά και  στον ηθικό εκφυλισμό ευρύτερων στρωμάτων του λαού. Το καθεστώς βάζει μπροστά στους ανθρώπους το δίλημμα : να γίνουν διεφθαρμένοι δήμιοι ή αντικείμενα της βαναυσότητάς του. Από αυτή τη συστηματική πίεση διαμορφώνεται ο βάρβαρος τύπος του χιτλερικού στρατιώτη, που όλη η Ευρώπη είχε υποστεί τα φριχτά του εγκλήματα, ώσπου οι νίκες του Κόκκινου Στρατού δεν έβαλαν τέλος στις θηριωδίες του.
Την περίοδο της σύγκρουσης με τους νηρευβεργιανούς εθνικιστές ο Χίτλερ δηλώνει στον Rauschning σχετικά με τη βαρβαρότητα των χιτλερικών: «Αυτοί με θεωρούν ανάγωγο, βάρβαρο […] Ναι, είμαστε βάρβαροι. Θέλουμε να είμαστε βάρβαροι. Αυτό μας τιμά. Εμείς θα ανανεώσουμε τον κόσμο.».[160](Όπως θυμόμαστε αυτή η σκέψη η οποία εφαρμόστηκε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αρχικά ειπώθηκε από το Νίτσε). Για το τι σημαίνει αυτή η «ανανέωση» μαρτυρούν τα φρικτά έργα της χιτλερικής κυριαρχίας στη Γερμανία και του χιτλερικού στρατού σε όλα τα μέρη της Ευρώπης. Όμως αυτά τα έργα – κάτι που δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά- δεν ήταν κάποια παραπτώματα, αλλά αναγκαία επακόλουθα της κυριαρχίας του Χίτλερ. Ήταν αυτό που ο Χίτλερ ήθελε να δημιουργήσει. Γι’ αυτή την επιδίωξή του δήλωσε  σε συνομιλία του με τον Rauschning: «Η δική μου δοξασία είναι σκληρή. Πρέπει να διώξουμε από μέσα μας κάθε αδυναμία (αναφερόταν στη νεολαία- L.Gy.). Στα κάστρα του δικού μου συστήματος θα αναπτυχθεί μια νεολαία, που θα τρομάξει ο κόσμος από αυτή. Σφόδρα ενεργητική, προστακτική, βάναυση νεολαία. Αυτή είναι η επιδίωξή μου. Μέσα της δεν πρέπει να υπάρχουν συναισθηματισμοί και μαλθακότητα.. Θέλω να δω μια φορά στα μάτια της τη  λάμψη της περηφάνιας και της ανεξαρτησίας των αρπακτικών. Μ’  αυτόν τον τρόπο θα εξαφανίσω χιλιάδες χρόνια ημέρευσης  της ανθρωπότητας. Τότε θα έχω στη διάθεση μου  ένα καθαρό, άριστο ανθρώπινο υλικό. Μ’ αυτό θα μπορέσω να δημιουργήσω τη νέα τάξη.». Φυσικά όχι με το δρόμο του πνεύματος, διότι «η γνώση χαλάει τους δικούς μου νέους ανθρώπους».[161] Οι νέοι «έχουν ανάγκη από πειθαρχία, δεν πρέπει να γνωρίζουν το φόβο του θανάτου.».[162] Εδώ ο Χίτλερ αποκαλύπτει ποιο είναι το πραγματικό περιεχόμενο της δημαγωγικής φλυαρίας του Ρόζεμπεργκ περί της «τιμής».
Σ’ αυτόν τον τομέα ο Χίτλερ πράγματι εφαρμόζει στη ζωή τους  πραγματικούς σκοπούς του. Παρότι το τυχοδιωκτικό του σχέδιο να επιβάλλει τη γερμανική κυριαρχία σε όλο τον κόσμο υπέστη ντροπιαστικό ναυάγιο, ωστόσο κατάφερε να φέρει σε πέρας  τη διαφθορά και την κτηνωδία σε ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού λαού. Παράλληλα, όπως έχουμε δει, με δημαγωγικό κυνισμό έξυπνα αξιοποίησε όλες τις σκοταδιστικές κι αντιδραστικές θεωρίες  που αναπτύχθηκαν στην καθυστερημένη Γερμανία ανταποκρινόμενες στις ανάγκες της εκάστοτε πραγματικότητας. Ο Χίτλερ καλλιέργησε συνειδητά τα δουλικά και κτηνώδη ένστικτα τα οποία αναπτύχθηκαν στις εκάστοτε συνθήκες για να δημιουργήσει τις ορδές με τις οποίες κατέκτησε την Ευρώπη. Διότι, «κι αν ακόμα δεν μπορέσουμε να την κατακτήσουμε, θα παρασύρουμε μαζί μας στην καταστροφή το μισό πλανήτη και δεν θα επιτρέψουμε το θρίαμβο πάνω στη Γερμανία . Δεν θα υπάρχει νέο 1918. Δεν θα παραδοθούμε.».[163]
                                                 *
Το ίδιο κάνει αν πιστεύουμε  ή όχι ως  παράδοση την αυτοκτονία το Χίτλερ, αυτού του εγκληματία που κατάστρεψε τον κόσμο. Πάντως, είναι βέβαιο ότι το 1945 δεν ήταν το 1918. Η κατάρρευση της Γερμανίας του Χίτλερ δεν ήταν μια απλή, αν και τόσο βαριά, ήττα. Δε σήμαινε απλώς αλλαγή συστήματος, αλλά το τέλος μιας ολόκληρης αναπτυξιακής γραμμής. Έβαλε τέλος στην ψεύτικη θεμελίωση της γερμανικής ενότητας, που είχε αρχίσει αμέσως μετά την ήττα της επανάστασης του 1848 και τελείωσε το 1870 -1871. Αυτό το κεντρικό πρόβλημα του γερμανικού έθνους τίθεται εκ νέου. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλη η λαθεμένη ιστορία της Γερμανίας επιδέχεται αναθεώρηση. Ο Αlexander von Humbolt, αυτός ο όχι πολύ ριζοσπάστης, πριν από εκατό χρόνια  είδε ότι η Γερμανία της ήττας του πολέμου των χωρικών πήρε λάθος δρόμο. Πρέπει να γυρίσει εκεί πίσω για να ξαναβρεί τη σωστή κατεύθυνση. Αυτό που έγινε από τότε ήταν αναγκαίο επακόλουθο. Όμως, όχι με την οντολογική έννοια ενός άχρονου συμβάντος, αλλά μιας πολύ συγκεκριμένη γερμανικής εξέλιξης. Και, μ’ αυτή τη σκέψη οδηγούμαστε, τελικά,  στην πνευματώδη διαπίστωση του Φρανς Μέριγκ, που είπε ότι η μάχη της Ιένας, είναι η γερμανική έφοδος της Βαστίλης, που– θα προσθέταμε εμείς- το ίδιο αναποτελεσματικά.  Επαναλήφθηκε το 1918. Η επανάληψή του το 1945  έθεσε σε όλους όσοι μπορούν να σκεφθούν, και σε κάθε τίμιο σκεπτόμενο Γερμανό το συγκεκριμένο ερώτημα, καλώντας τους να βγάλουν τα πολιτικά, κοινωνικά και κοσμοθεωρητικά συμπεράσματα, και να συμβάλουν στην ολοκλήρωση της εφόδου της Βαστίλης, που είχε επιβληθεί απέξω, να διώξουν με ριζοσπαστικό τρόπο από το δρόμο του μέλλοντος του γερμανικού λαού την επιζήμια κληρονομιά του μεσαίωνα.. Αυτό δεν είναι καταστροφή, όπως διακήρυττε, με δημαγωγικό τρόπο, ο Χίτλερ, αλλά η αρχή της αναγέννησης.
Σ αυτό το βιβλίο ασχοληθήκαμε με τα ιδεολογικά προβλήματα αυτής της εξέλιξης, ειδικότερα με τις φιλοσοφικές- κοσμοθεωρητικές πλευρές της. Από αυτή την άποψη το 1945 σημαίνει πρώτα απ’ όλα τα εξής:  Ο ιρρασιοναλισμός- η κατάλυση του νου κατ΄ αρχή και απόλυτα- . είχε γίνει σε μια μεγάλη χώρα επίσημη κοσμοαντίληψη. ¨Όταν αυτή η χώρα σε πολεμικό επίπεδο συγκρούστηκε με τον κοινωνικό και ιδεολογικό εχθρό της, με το σοσιαλισμό, υπέστη συντριπτική ήττα. Και καθώς ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός, ολοκληρωτική ήταν και η ήττα. Στη μορφή που είχε εξελιχθεί ο χιτλερισμός δεν πρόκειται να αναστηθεί. Κανείς δεν αρνείται  ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που τον ανάθρεψαν  είναι και σήμερα ενεργές, μάλιστα, σε αυξημένο βαθμό (παράλληλα με τις οικονομικές, κοινωνικές τάσεις, που συνεχίζουν να λειτουργούν, η κατάσταση παρουσιάζει βασικές διαφορές. Γι’ αυτό θα μιλήσουμε στον Επίλογο). Εδώ περιγράψαμε τη μετάβαση του γερμανικού ιρρασιοναλισμού  από τη θεωρία στη πράξη, περιγράψαμε την αναγκαία  κατάρρευση της δαιμονικής- κοσμοϊστορικής κορύφωσης μιας φιλοσοφικής κατεύθυνσης. Απομένει να καταδείξουμε ότι - αυτό είναι το καθήκον ολόκληρου του βιβλίου -   και αυτό το αποκορύφωμα και η κατάρρευσή του  επίσης ήταν ιστορικά αναγκαία – φυσικά όχι σε μια φαταλιστική αντίληψη. Όπως ο Χίτλερ, πολιτικά και στρατιωτικά, δεν υπέστη ναυάγιο εξ αιτίας  κάποιων λαθεμένων – δηλαδή αποφευκτέων-  αποφάσεων, αλλά εξ αιτίας της ουσίας του συστήματος, έτσι και ο ιρρασιονισμός, που  στο χιτλερισμό βρήκε την αρμόζουσα  γι’ αυτόν πρακτική μορφή, καταστράφηκε εξαιτίας αυτής της αρμόζουσας μορφής του. Οι αναλύσεις μας αποκάλυψαν το μηδενιστικό κυνισμό του Χίτλερ και των συνεργατών του, έδειξαν ότι και οι ίδιοι δεν πίστευαν στη δοξασία τους την οποία διακήρυτταν, δημαγωγικά.  Η μεταφορά αυτής της δοξασίας, αυτής της διδασκαλίας στην πραγματικότητα, δεν διαψεύδει  , αντίθετα βεβαιώνει αυτή τη διαπίστωσή μας. Διότι ακριβώς εδώ (στην πράξη- Θ.Β.)  εκφράζεται με απόλυτο τρόπο η διαλεκτική ενότητα  του κυνικού μηδενισμού και της τυχοδιωκτικής, άκριτης ευπιστίας, της προκλητικής προκατάληψης που κάθε ιρρασιοναλισμός κουβαλά μέσα του. Όλα αυτά βρήκαν στο Χίτλερ  την κατάλληλη προσωπικότητα. Υποτιμούμε την ιστορική σημασία της γερμανική μοίρας (μέσα σ αυτή και τη μοίρα της ιρρασιοναλιστικής φιλοσοφίας) αν στην εκτίμησή μας για το Χίτλερ τονίζουμε αποκλειστικά το χαμηλό πνευματικό και ηθικό του επίπεδο. Βέβαια, καθαυτή είναι σωστή μια τέτοια κρίση. Όμως η πτώση του επιπέδου  επίσης έχει να κάνει με την ιστορική αναγκαιότητα. Από το Σελίγκ και τον Σοπενχάουερ –μέσα από το Νίτσε. Ντύλτευ κλπ. – ο δρόμος οδηγεί κατευθείαν προς τα κάτω, στο Χίτλερ και το Ρόζεμπεργκ. Κι’ ακριβώς αυτός ο δρόμος με κατεύθυνση προς τα κάτω, εκφράζει με ενάργεια την ουσία του ιρρασιοναλισμού, την αναγκαιότητα της εξέλιξής του.
Σ’ αυτή την αναγκαιότητα  συμπεριλαμβάνεται και ο αντίπαλος – η σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση- από τον οποίο ο εθνικοσοσιαλισμός στην πράξη, πολιτικά – στρατιωτικά υπέστη ναυάγιο. Εδώ μας ενδιαφέρει μόνο η φιλοσοφική πλευρά του ζητήματος. Ο Χίτλερ ως ο έμπρακτος εκφραστής του ιρρασιοναλισμού  είναι ο εκτελεστής της διαθήκης  του Νίτσε και της φιλοσοφικής εξέλιξης η οποία προέκυψε μέσα από αυτόν.  Αποδείξαμε, στο σχετικό χωρίο, πόσο νομοτελειακά συνέβηκε αυτό, δηλαδή  ότι ο ιρρασιοναλισμός στο Νϊτσε στράφηκε κατά του σοσιαλισμού. Καταδείξαμε ότι βρέθηκε αντιμέτωπος  με έναν αντίπαλο άγνωστο και αγνώσιμο γι’ αυτόν, απροσπέλαστο για τη δική του σκέψη. Όσο μεγάλη κι΄αν ήταν η διαφορά ανάμεσα στο πνευματικό – καλλιτεχνικό επίπεδο του φιλόσοφου Νίτσε και του δημαγωγού Χίτλερ –τονίζουμε : κι σ’ αυτό εκφράζεται  η αναγκαιότητα της ιστορικής εξέλιξης- στο κρίσιμο θέμα της γνώσης και της κατανόησης του αντιπάλου είναι ασήμαντη η διαφορά επιπέδου. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε  σ’ αυτό το θέμα ότι η διαφορά ήταν ίση με το μηδέν και ότι στην πολιτική του Χίτλερ μπορούμε να δούμε τη μεταφορά της ιρρασιοναλιστικής φιλοσοφίας στην πράξη. Η κατάργηση του νου και η αποκατάστασή του δεν είναι ακαδημαϊκό ζήτημα των ειδικών φιλοσόφων. Σ’ αυτό το βιβλίο παντού προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι οι τοποθετήσεις για το νου, η τάση κατάφασής του ή απόρριψής  του, η αναγνώρισή του  ως γεγονότος έχει περάσει από τη ζωή στη φιλοσοφία και όχι από τη φιλοσοφία στη ζωή.  Αρνούνται το νου ή διακηρύττουν την ανικανότητά του (Scheler) όταν η ίδια η πραγματικότητα, η ζωή που υπάρχει ως διάνοια δεν παρουσιάζει κίνηση προς τα μπροστά, προς ένα άξιο σημαντικό μέλλον, δεν δείχνει μια προοπτική του μέλλοντος που ξεπερνά το παρόν. Αιτία λοιπόν της οποιασδήποτε τοποθέτησης που είναι αντίθετη στο νου υπάρχει –από αντικειμενική άποψη-  μέσα στη διαδικασία της κοινωνικο- ιστορικής εξέλιξης, ενώ από υποκειμενική άποψη έχει να κάνει με τη στάση του συγκεκριμένου ατόμου υπέρ ή κατά των δυνάμεων που πεθαίνουν ή που αναδύονται.(επανειλημμένα η λεγόμενη υπερκομματικότητα, η λεγόμενη υπέρβαση των κομμάτων, δηλαδή το ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος αισθάνεται πως είναι πάνω από αυτά, αποτελεί πάντα τοποθέτηση υπέρ των δυνάμεων που πεθαίνουν). Γι’ αυτό -είτε το θέλει κανείς είτε όχι, είτε το ξέρει είτε όχι-  κάθε τοποθέτηση υπέρ ή κατά του νου είναι άρρητα δεμένη με τη στάση του και την άποψή του για το σοσιαλισμό. Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι. Μέχρι το 1848 το κύριο περιεχόμενο της πνευματικής διαπάλης ήταν : από τη μια μεριά ο αγώνας για την αστική δημοκρατική πρόοδο που ανέδειξε η γαλλική επανάσταση και από την άλλη ο αγώνας για το στάτους κβο του φεουδαρχικο- γερμανικού ολοκληρωτισμού. Μετά τη μάχη του Ιούνη 1848, ιδιαίτερα μετά την Παρισινή Κομμούνα, και ακόμα περισσότερο μετά  το μεγάλο οκτώβρη του 1917 έχουν αλλάξει τελείως τα μέτωπα. Είτε ξέρει κανείς είτε όχι, είτε θέλει είτε όχι, πρέπει να αποφασίσει αν είναι υπέρ του σοσιαλισμού ή υπέρ του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Και όλα όσα εκφράζονται μέσα από την κοσμοαντίληψή του – όποια κι’ αν είναι η αφηρημένη  γνωσιολογική ή οντολογική της μορφή- αυτά, σε τελική ανάλυση, καθορίζονται από αυτή  τη στάση του.  Είναι τώρα σαφές ότι η    κοσμοϊστορική ετυμηγορία  του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο όποιον παίρνει σοβαρά τα ζητήματα της δικής του κοσμοαντίληψης. Μιλώ για κείνον που δεν θέλει να κοιμίσει τον εαυτό του με συναισθηματικές θολούρες ή με λογικά τεχνάσματα. Δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι σ’ αυτόν τον πόλεμο  η ιαρρασιοναλιστική κοσμοαντίληψη που είχε γίνει πράξη, υπέστη, σχεδόν ύστερα από ένα αιώνα, και θεωρητικά καταλυτική ήττα. Δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η σοσιαλιστική κοσμοθεωρία που τόσες φορές αποσιωπήθηκε και άλλες τόσες  -δήθεν οριστικά- διαψεύσθηκε, οι σοβιετικοί λαοί – θεωρητικά και πραγματικά εμπνεόμενοι από αυτή την κοσμοθεωρία- , με τις ηρωικές πράξεις τους πέτυχαν κοσμοϊστορική νίκη. Αυτό ήταν μια νίκη του νου πάνω στους μύθους του ιρρσοναλισμού που είχε μετατραπεί σε φάντασμα και δαίμονα.
Αυτός ο κοσμοθεωρητικός προβληματισμός για κάθε τίμια σκεπτόμενο άνθρωπο προκύπτει από τη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει την προσκόλησή του  στα κόμματα που εκπροσωπούν το μαρξισμό – λενινισμό και θέλουν να τον κάνουν πράξη. Εδώ πρόκειται για ένα θέμα που δεν είναι άμεσα πολιτικό. Είναι περισσότερο θέμα το οποίο έχει σχέση με  τη γενικότερη πληροφόρηση κάθε ανθρώπου για την παρουσία του μέσα στον κόσμο. Όσο λιγότερο είχαν συλλάβει οι περισσότεροι φιλόσοφοι της εποχής την οποία περιγράψαμε, το πρόβλημα, και –αντίθετα- όσο πιο πολύ συνέβαλαν με όλες τις δυνάμεις τους στη συσκότισή του, άλλο τόσο αυτό παρέσυρε πιο βαθιά στο δικό του ρεύμα  τους καλλίτερους καλλιτέχνες και συγγραφείς. Από τότε που ο Εμίλ Ζολά δήλωσε ότι όσες φορές αγγίζει ένα πραγματικό πρόβλημα  συναντά πάντα μπροστά του το σοσιαλισμό, αυτό το κίνημα δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει Χωρίς την ελαχιστότατη αξίωση πληρότητας μπορούμε να αναφερθούμε σε μερικά από αυτά τα ονόματα , όπως, Courbet και Wlliam Morris,  Anatole France και Romain Rolland,  Shaw και   Dreiser,  Heinrich και Thomas Mann. Στο μεγαλύτερο μέρος τους ποτέ δεν ήταν  κοσμοθεωρητικά σοσιαλιστές. Όμως, όσον αφορά τα έργα τους, από τους πίνακες του  Courbet ως τον «Δόκτορα Φάουστ», του βαθιά αστού Τόμας Μάν, ο καθένας τους αναδεικνύει μέσα από την πεσιμιστική – μηδενιστική παρακμή των σύγχρονών τους αυτό πάνω στο οποίο εδράζεται η εσωτερική υγεία των έργων τους. Το κάνουν αυτό χωρίς φόβο, χωρίς να έχουν γίνει – από απογοήτευση και μίσος - θύματα των παραμορφωτικών μύθων  και δραπέτευσής τους από την πραγματικότητα, τόλμησαν να αναμετρηθούν ανιδιοτελώς  με το σοσιαλισμό, με τη μεγάλη προοδευτική δύναμη του παρόντος, τόλμησαν να αναμετρηθούν με το μέλλον μας. Αυτό είναι διεθνές φαινόμενο. Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία για τη γερμανική κουλτούρα, όχι μόνο επειδή από το 1945 και μετά στη Γερμανία αυτή η αναμέτρηση έχει γίνει ένα ιδιαίτερα επίκαιρο ζήτημα, αλλά επειδή – φυσικά, σε στενή σχέση με τη σημερινή γενική πνευματική κατάσταση-  ο λόγος αφορά  τη μοίρα της μακροχρόνιας ασθένειας  της γερμανικής κουλτούρας, που στη χιτλερική περίοδο και στην περίοδο προετοιμασίας της  είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο και ζητούσε άμεση παρέμβαση : οι γερμανοί δεν ήξεραν τι να  κάνουν με το δικό τους μεγάλο παρελθόν, δεν ήξεραν αυτό το παρελθόν να το κάνουν παραγωγικό για τις σημερινές τους δημιουργίες , όπως το κάνουν άλλοι μεγάλοι λαοί. Δεν μπορούσαν να το κάνουν γιατί  είχαν γκρεμίσει την κορυφή της δικής τους κλασικής εξέλιξης την οποία  υποβίβασαν από τη μια σε μισοχαμένο παρελθόν, σε ακαδημαϊκό μνημειακό θόλωμα, και από την άλλη, με τις αντιδραστικές παραμορφώσεις,  παραποιήσεις ενίσχυσαν τα δηλητήρια που επηρεάζουν το παρόν.
Κοντολογίς: εδώ ο λόγος αφορά το έργο του  Καρλ Μαρξ και το Φρίντρίχτ¨Ενγκελς που αποτελούν τη ζωντανή δύναμη της πραγματικής γερμανικής κουλτούρας. Από ιστορική – αντικειμενική άποψη αυτό το έργο – το περιεχόμενό του και η μέθοδός του αποτελούν ποιοτικό άλμα έναντι όλων των προγενέστερων – συνιστά πνευματική κορύφωση όλων των προοδευτικών τάσεων που δημιουργήθηκαν με σκοπό τη χειραφέτηση του γερμανικού λαού, την εξέλιξή του σε έθνος. Το γεγονός ότι η πνευματική προετοιμασία της αστικής δημοκρατικής επανάστασης  στη Γερμανία – από το Λέσιγκ ως το Χάινε – κορυφώθηκε στην κλασική σύνοψη της θεωρίας της προλεταριακής επανάστασης, από αντικειμενική- ιστορική άποψη αποτελεί  μια τέτοια κορυφή που όλοι οι λαοί οφείλουν να θαυμάσουν στη γερμανική εξέλιξη. Όμως, από υποκειμενική άποψη αυτή η κορυφή  πέρασε απαρατήρητη για τη γερμανική κουλτούρα.  Ο Μαρξ δεν είχε γίνει ενεργός παραγωγικός συντελεστής της γερμανικής κουλτούρας. Έτσι, αυτό το βουνό στην εξέλιξη  της γερμανικής κουλτούρας, αυτό το μεγάλο παρελθόν, από τη μια,  υπέστη ακαδημαϊκή δυσκαμψία, μετατράπηκε σε ακαδημαϊκή φλυαρία, και από την άλλη, με την ομίχλη την οποία δημιούργησε  η παρακμή –ψεύτικη και επιβλαβής- ενσωματώθηκε  στο αντιδραστικό όλο. Η εξελικτική  γραμμή της γερμανικής κουλτούρας όπως η γραμμή:  Γκαίτε- Σοπενχάουερ – Βάγκνερ – Νίτσε, στο όνομα της μεγάλης γερμανικής παράδοσης , έδειξε στο Χίτλερ.
Για να έχουμε μπροστά μας αυτή την αντίφαση ας σκεφτούμε την πολιτιστική ανάπτυξη της Ρωσίας. Μετά τον Πούσκιν και τον Γκόγκολ ακολουθούν οι μεγάλοι επαναστάτες θεωρητικοί: Μπιελίνσκι και Χέρσεν, Τσερνισέφσκι και Ντομπρολιούμποφ Η δική τους δράση κατέστησε δυνατό η χώρα του Τολστόι να δεχθεί το Λένιν ως μεγάλη παραγωγική μορφή της εθνικής κουλτούρας. Για τους ρώσους η περισυλλογή για τη σχέση σοσιαλισμού και της δικής τους κουλτούρας αποτελεί μια οργανική ενότητα  και όχι μια πονεμένη αντίθεση, που τον περασμένο αιώνα ήταν για πολλούς από τους καλύτερους γερμανούς.
Επαναλαμβάνουμε: δεν πρέπει να είναι κανείς σοσιαλιστής για να αισθάνεται ως επίκαιρο αυτό το πρόβλημα  και με πρακτική θετική δράση να συμβάλλει στη λύση του. Ο Τόμας Μαν, ακόμα στη δεκαετία του 1920 είχε γράψει. « Έχω πει ότι τα πράγματα  της Γερμανίας θα πάνε καλά και η Γερμανία θα βρει τον εαυτό της αν ο Καρλ Μαρξ είχε διαβάσει τον Φρίντριχ Χέντερλιν – αυτή είναι μια συνάντηση η οποία, κατά τα άλλα, προετοιμάζεται .Ξέχασα να προσθέσω ότι η μονόπλευρη ανάγνωση πρέπει να μείνει στείρα.».[164] Με αυτό, ήδη πριν τη χιτλερική καταστροφή της Γερμανίας και της γερμανικής κουλτούρας, με πλήρη σαφήνεια έδειξε το δρόμο της εξόδου. Είναι απαραίτητη αυτή η κριτική θεώρηση του γερμανικού παρελθόντος στο όνομα του μέλλοντος, αν θέλουν οι γερμανοί η τρίτη έφοδος της Βαστίλης, που ήρθε απ’ έξω, να μετατραπεί, τελικά, σε δικό τους έργο.
Εδώ μιλήσαμε και μιλούμε για το πρόβλημα μόνο από  πολιτιστική άποψη, πρώτα απ΄ όλα από  φιλοσοφική άποψη. Προσπαθήσαμε να καταδείξουμε τον τρόπο που αυτά τα προβλήματα αναδεικνύονται (και με τον πιο αφηρημένο τρόπο) μέσα από την κοινωνική ζωή και γίνονται ιδιαίτερα σοβαρά στοιχεία  της ανάπτυξης. Χωρίς την προοπτική του μέλλοντος δεν υπάρχει εγνωσμένο παραγωγικό παρελθόν για το παρόν, χωρίς σωστά φωτισμένο  παρελθόν δεν υπάρχει συγκεκριμένη εθνική πολιτική που δείχνει προς το μέλλον.
Αυτό το βιβλίο προσδοκά να λειτουργήσει ως έκκληση για δουλειά, για την οριστική κατάργηση της επιζήμιας  κληρονομιάς  της γερμανικής μιζέριας και – παράλληλα με την κριτική επεξεργασία της προοδευτικής κληρονομιάς, που πολύ απέχει από το να είναι πλήρως γνωστή- ,είναι έκκληση για την οικοδόμηση ενός πραγματικού, αληθινού  γερμανικού μέλλοντος:  γκρέμισμα, επαναστατική αναμόρφωση και οικοδόμηση. Αυτό δεν είναι εύκολο έργο. Αντιδραστικές ιρρασιοναλιστικές παραδόσεις  για περισσότερο από έναν αιώνα  δεν είναι δυνατό να ηττηθούν σε μέρες ή σε μήνες, ακόμα και με την καλύτερη πρόθεση. Όμως, διαφορετικά δεν γίνεται η στροφή προς τη θεραπεία. Το χαμένο, διαλυμένο νου μπορούμε να τον βρούμε στην ίδια την πραγματικότητα , και μόνο σε αλληλεπίδραση  με αυτή είναι δυνατή η αποκατάσταση του. Όμως, για να πάμε στην πραγματικότητα  είναι απαραίτητη η ρήξη με το ιρρασιοναλιστικό παρελθόν. Αυτό είναι δύσκολο, όμως όχι ακατόρθωτο. Ο Γκαίτε βάζει το Φάουστ να πει:

Δεν αισθάνονται μόνο πνευματικές δυνάμεις
Στο άπειρο, άπειρη εμπιστοσύνη[165]
(δική μου μετάφραση από τα ουγγρικά- Θ.Β.)





. 









































[1]             Lukács György, Az ész trófosztása.z irracionalista filozófia kritikája Η εκθρόνιση του νου. Κριτική της ιρρασιοναλιστικής φιλοσοφίας. Akadémia kiadó,budapest, Τρίτη έκδοση 1965.


[2]               Lukáts György, Az ész trófosztása,1965, σελ.  4
[3]               Η έκδοση (Brambauer kiadó) περιέχει τις εισηγήσεις με αντικείμενο το έργο του Λούκατς  Η εκθρόνιση του νου. Επιμέλεια  János Boros, 2005
[4]           Εκδόσες Ψηφίδα /Αρμός, 2002.

[5]                 Ο Erich Friedrich Wilhelm Ludendorff (γεννήθηκε το 1865, πέθανε το 1937)ήταν εξέχων γερμανός στρατηγός. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο διεύθυνε τις μάχες στο Τένενμπουργκ και στο Μαζούρ. Ήταν το δεξί χέρι του αρχιστράτηγου Χίντενμπουρκ. (βλέπε ολόκληρο το βιογραφικό του με την πλούσια στρατιωτική και πολιτική δράση στη μεριά της αντίδρασης ενάντια  στη δημοκρατία της Βαϊμάρης  και υπέρ του χιτλερισμού. Βλέπε στην Ουγγρική Wikipédia).
[6]               Για περισσότερα βλέπε   Jürgen Habermas, «Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας»  (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 197- 202)μαζί με τις «εξηγήσεις» του γι αυτή την επιλογή του.
[7]               Βλέπε αναλυτικά σχετικές αναφορές στο βιβλίο του Ιωάννη Λουκά «Εθνικοσοσιαλισμός και ελληνισμός» εκδόσεις Γρηγόρης, 1996.
[8]               Ι. Λουκάς, σελ. 33- 34.
[9]               Βλέπε, Λουκάς, όπ.π. σελ. 107
[10]          Socialism or Barbarism: Alternative To Capital's Social Order: From The American Century To The Crossroads (2001).

[11]             Εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, 2010.
[12]             A.Thierssy,Cinsiderations,sur l’histore de France.Thierry,Oeuvres.Garnier,RarisVII, σελ. 65 κ.ε.
[13]             Όπ.π. σελ. 71.
[14]             Volney,Les ruines κεφ. 15
[15]             S.Sieyes,On-est-ce gue le tiers état? II
[16]             Correspondenceentre Tocqueville et Gobineau.Paris,1909,σελ. 291.
[17]             Όπ.π. σελ. 194,245 και 306.
[18]             Gobineau,Die Ungleichheit der Manschenrassen.Berlin,1935,  σελ. 744
[19]             Όπ.π. σελ. 27
[20]             όπ.π. σελ. 753
[21]             Όπ.π. σελ. 755
[22]             Chamberlain,   Wehr und Gegenwehr,Münhen,1912, σελ 14                                                                                                                                                                                                                                         
[23]             Gobineau, Die Ungleichcheit., der Menschenrassen, σελ. 153-4.
[24]             Όπ.π. σελ. 241 και 247
[25]             όπ.π.σελ. 154
[26]             ΄οπ.π. σελ. 166
[27]             όπ.π. σελ. 66
[28]             όπ.π. σελ. 356 -7.
[29]             Όπ.π. σελ. 163- 165
[30]             Γράμμα το Ένγεκλς στο Μαρξ, 1.12. 1859
[31]             Γράμμα το Μαρξ στον Ένγκελς,19.12. 1860.
[32]             Γράμματα του Μαρξ στον  Kungelman,  Μαρξ – Ένγκελς Επιστολές ,εκδόσεις  Szikra,Budapest,1959,σελ. 280.
[33]             L.Gumplowicz, Grundrissder Soziologie,Insbruck, 1926,σελ. 265
[34]             G, Rantzehofer,Die soziologische Erkenntniss, Λιψία,1898,σελ. 8.
[35]             Novikow.Ctitiquedu darvinisme social,Παρίσι,1910, σε΄λ. 1.
[36]             Toennies,Soziologische Studien uns Kritiken, Jena, 1925, σελ. 204
[37]             Gumplowicz,Die Siciologische,Staatsides,Graz,1892, σελ. 5
[38]             Ratzenhofer,Die Sociologische,ERkenntriss, σελ. 91.
[39]             Gumplowicz, Der Rasselkampf,Innsbruck, 1928, σελ.  103
[40]             Όπ.π. σελ. 332-333.
[41]             Όπ.π. σελ. 66- 67.
[42]             Gumplowicz,Grundriss der Soziologie,sσελ.. 255
[43]             Όπ.π.σελ.249.
[44]             όπ.π. σελ.252.
[45]             Ratzehofer,Grundriss de Soziologie, Leipzig, 1907σελ. 165 – 166.
[46]             Gumplowicz,Rassenkampf, σελ. 295.
[47]             Ratzehofer,Grundriss de Soziologie,σελ. 93 και 95.
[48]             Gumplowicz, Die Soziologie Staatsidee,Staatsidee, sel. 48
[49]             Gumplowicz,Soziologische,Essay,Insbruck, 1928, σελ. 180- 181
[50]             Gumplowicz, Rassenkampf,σελ. 189 και 194.
[51]             Ratzenhofer, Grondriss der Soziologie, σελ. 296.
[52]             Gumplowicz,Rassenkampf,sel. 296.
[53]             D. Woltmann,POlitische nthropologie, EisenachLeipzig,1903,σελ. 191
[54]             . όπ. π. σελ. 192.
[55]             όπ.π. σε΄λ. 198.
[56]             Όπ.π., σελ. 287
[57]             Όπ.π΄.,σελ.159
[58]             Όπ.π. σελ. 324
[59]             G.Vacher de Lapouge,L’ arien, Paris, σε.495.
[60]             Woltmann,Polische Anthropologie,σελ. 294.
[61]             Δεν μπόρεσα να βρω τα απομνημονεύματα της κυρίας  Lagarde.Το γεγονός αναφέρεται σε ένα αρθρο του Μέριγκ στη Neue Zeit.XIII,σελ. 225
[62]             Chamberlain,Briefe,Münhen,1928,σελ. 143
[63]              Όπ.π.
[64]             Όπ.π. σε΄λ. 126
[65]             Chamberlain, Politische ideales, τρίτηέκδοση,Münhen, σελ. 114
[66]             Chamberlain, Wehr  und Gegenwehr, σελ. 61-62

[67] Δυναστεία, κυριάρχησε από το 1640 μέχρι το 1918. Έδωσε πολλούς βασιλιάδες και αυτοκράτορες της Πρωσίας και Γερμανίας. Βλέπε για περισσότερα: Ο οίκος των Χοεντσόλερν. Βικιπαίδεια, από την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια- Θ.Β.


[68]               Όπ. π. σελ. 14
[69]             Chamberlain, Briefe,σελ. 84
[70]             Chamberlain, Wehr und Gegenwehr, σελ, 61-62.
[71]             Chamberlain, Wehr und Gegenwehr, σελ, 61-62.


[72]             Chamberlai,Die Grundlager, des XIX,Jahrhunderts, δεύτερη έκδοση, Münhen,1900,σελ. 265
[73]             Όπ.π΄. σελ. 285.
[74]             Chamberlain,Wehr und Gegenwehr,σελ. 40.
[75]             Camberlain,Die Grunydlager, des XIXJahrhunderts, σελ. 271-272.
[76]             Όπ.π. σελ. 290
[77]             Chamberlain, Briefe, σελ. 26-27.
[78]             Chamberlain, Kant,Munhen,δεύτεη έκδοση, 1909, σελ. 282-283.
[79]             Όπ.π. σελ. 300.
[80]             ¨Οπ.π.
[81]             Όπ.π.
[82]             Chamberlain,Arische Weltanschauung Μόναχο, δεύετη έκδοση ,1912, σελ. 73.
[83]             Όπ.π. σελ. 74-75.
[84]             Όπ.π. σελ. 51.
[85]             Chamberlain,Die Grundllagen    des XIX.Jahrhundertsσε.σελ. 204.                
[86]             Camberlain, Kant, σελ. 746.
[87]             Όπ.π. σελ. 667.
[88]             Όπ.π.,σελ. 749.
[89]             Chamberlain,Die Grundllagen des XIX,Jahrhunderts,II, σελ. 703.
[90]             Όπ.π.
[91]             Όπ.π.
[92]             Όπ.π.
[93]             Όπ.π.
[94]             Παρόμοια ή  ταυτόσημη είναι η άποψη του Χαράλαμπου Θεοδωρίδη για  το Νίτσε, γενικότερα, για τη σχέση του ιρρασιοναλισμού με την «φιλοσοφία του εθνικοσοσιαλισμού» και τη φυλετική φιλοσοφία.  Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».Δεύτερη έκδοση. Ξαναδουλεμένη και εκσυγχρονισμένη,. Βλέπε σελ.76- 79 και 415-419. Αναφερόμενος στο Νίτσε ο Θεοδωρίδης γράφει : «Ο Νίτσε έγινε ο αναγνωρισμένος απολογητής του ιμπεριαλισμού»,σελ. 416. – Θ.Β.
[95]             ¨Οπ.π.,ΙΙ, σελ 77
[96]             Chamberlain,Arische Weltanschauung,σελ. 17.
[97]             Όπ.π..
[98]             Chamberlain,Die Grundllagen des XIX.  σελ. 230.
[99]             Ψηαμβερλαιν, Καντ,σελ. 303.
[100]            Chamberlai, Die Grundlagen des XIX Jahhunderts.II.,σελ. 644.
[101]            Όπ.π., σελ. 592-593.
[102]            Chamberlain, Kliegsaufsatze,Μόναχο, 1915, σελ. 76.
[103]            Chamberlain, Politische ideale, σελ. 39
[104]            Rozenberg, Gestalten der Idee, 2-η έδοση ,Μόναχο, 1936, σελ. 18
[105]            Ένγκελς, Αντι- Ντίρινγκ,Μαρξ- Ένγκελς, Έργα, 20-ος τόμος εκδόσεις Κόσσουτ, Βουδαπέστη, 1963, σελ. 180.
[106]            Γράμμα του Ένγκελς στον Καούτσκυ, 29.5.1891. Marx- Engels, Valogatott levelek, εκδόσεις Szikra , Βουδαπέστη,1950, σελ. 507.
[107]            Λένιν, Έργα, τ.12, σελ. 151 (ρωσικά) 
[108]            Rausching.The Voice of Destruction, New York, 1940, σελ. 232.
[109]            όπ.π.
[110]            Τα Πρωτόκολλα των Πρεσβύτερων (Σοφών) της Σιών, γνωστά συνήθως ως Τα Πρωτόκολλα της Σιών (Ρωσικά: "Протоколы Сионских мудрецов" ή "Сионские Протоколы"), είναι ένα κείμενο που πιθανώς έχει την αφετηρία του στην Ρωσία των αρχών του 20ού αιώνα και παρουσιάζει ένα υποτιθέμενο σχέδιο κυριαρχίας του κόσμου από τους Εβραίους. Αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα πλέον διαδεδομένα κείμενα έκφρασης αντισημιτισμού και αντισιωνισμού. Αρκετές ανεξάρτητες έρευνες έχουν επανειλημμένα δείξει ότι τα πρωτόκολλα αποτελούν απάτη και σχεδόν καθολικά αναγνωρίζονται ως προϊόν πλαστογραφίας, δημιούργημα της Οχράνα.  Για περισσότερα βλέπε  Βικιπαίδεια,ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια – Θ.Β.
[111]            όπ.π. σελ. 237/8.
[112]            .όπ. π.σελ. 132
[113]            Hitler, Mein Kampf, Münhen, 1934, σελ. 201.
[114]            Όπ.π. σελ. 531.
[115]            Όπ.π. σελ. 511.Αυτή ηπροπαγανδιδτική τεχνική του Χίτλερ
[116]            Όπ.π.σελ. 200.
[117]            E.Krieck,Volkisch-polirische Anthropologie,Λιψία ,1936, σελ. 2.
[118]            Rozenberg,Der Mythus des XIX.Jahhunders, 2-η έκδοση, μ¨οναχο, 1931, σελ. 22.
[119]            .οπ.π. σελ.636 και 641.
[120]            Όπ.π. σελ. 433.
[121]            Όπ.π. σελ. 499
[122]            Ό.π. σελ. 747/8.
[123]            Όπ.π. σελ. 606.
[124]            Rosenberg,Krisis undNeubau Europas. Berlin,1934,σελ.10-11.
[125]            Ηιτλερ,Μειν Καμπφ,ΙΙ,σελ.443.
[126]            Krieck,Volkischpolititische Anthropologie, σελ. 544.
[127]            ΄όπ.π. σελ. 59.
[128]            Rosenberg,Der Mythus des XIX. Jahrhunderts, σελ. 544.
[129]            Όπ.π. σελ. 559.
[130]            Ηιτλερ,Μειν Καμπφ,ΙΙ.σελ.421.
[131]            όπ.
[132]            Rozenberg,Der Mythus des XX jehrhunderts,σελ. 588.
[133]            Όπ.π. ΙΙ,σελ. 728.
[134]            Όπ.π. σελ. 728
[135]            Rosenberg,Der Mythus, des XIX jahrhunderts,σελ. 564.
[136]            Chamberlain, Briefe,II, σελ. 265
[137]            Rosenberg,Der Mythus, des XIX jahrhunderts,σελ.566
[138]            Όπ.π.
[139]            ΄οπ.π. σεελ. 560
[140]            Όπ.π. σελ. 575-6
[141]            Rausching,The Voice of Destruction,σελ.49
[142]            Μαρξ – Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, Μαρξ-Ένγκελς , Έργα ,εκδόσεις Κόσσουτ, Βουδαπέστη, 1960, σελ. 180.
[143]            Hitler,Mein Kampf, 104 -5.
[144]            Όπ.π. ΙΙ. Σελ. 431
[145]            Όπ.π. σελ. 99
[146]              Όπ.π.
[147]            Όπ.π. σελ. 501
[148]            Ι. όπ.π.
[149]            Rosenberg,Blut und Ehre, Μόναχο, 1934, σελ. 71
[150]            Gundlagen,Aufban und Wittsschaftsordnung des nationalsozialischen States.Herausgegeben von HH.Lammers Staatssekretar und Chef der Reichskanzei und H Pfundtner,Staatssekretar im Ministerium des Innern, Berlin 1936,σελ. 15, τετράδιο 16 κ.ε.
[151]            Rosenberg,The Mythus…σελ. 539
[152]            Grundlagen, φυλλάδιο 15, σελ.25
[153]            Όπ.π. σελ. 18
[154]            Όπ.π. Φυλλάδιο 17, σελ. 6-7.
[155]            Όπ .π. φυλλάδιο 9, σελ. 1.
[156]            Εισαγωγή, σελ. 9
[157]            Rauschning:,The Voice of Destruction,σελ. 281.
[158]            Όπ.π. σελ. 83.
[159]              Όπ. π., σελ. 94.
[160]            Όπ.π., σελ. 86.
[161]            Όπ.π. σελ. 252.
[162]            Όπ.π., σελ. 121.
[163]              Όπ. π. Τ.h
[164]            Thomas Mann, Die Forderung des Tages,Berlin,1930, σελ. 196.
[165]            Drum fassen Geister,würding grosszu schauen
                      Zum Grenzenlosen grenzelos Vertrauen (Faust. II)