Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ


­Η αλλοτρίωση δεν έχει ανθρωπολογική καταβολή


Η αλλοτρίωση είναι κοινωνικό φαινόμενο, δεν έχει ανθρωπολογική καταβολή. Υπήρχε σε όλες τις μορφές πολιτισμικής οργάνωσης της ζωής του ανθρώπου. Ωστόσο οι άνθρωποι στην προκαπιταλιστική εποχή δεν το βίωναν ως κεντρικό πρόβλημα της κοινωνίας και δεν το είχαν συνειδητοποιήσει ως τέτοιο. Υπήρχε, βέβαια, το φαινόμενο της αλλοτρίωσης και στην προβιομηχανική εποχή και μάλιστα σε καθολική βάρβαρη μορφή για το δούλο, και για το δουλοπάρικο, αλλά και για το κυρίαρχο στρώμα, με τη μορφή της θρησκευτικής αλλοτρίωσης, ειδικότερα στο μεσαίωνα, όμως οι άνθρωποι δεν το βίωναν ως κεντρικό πρόβλημα της ζωής, εκτός από περιπτώσεις ατόμων. Ο καπιταλισμός αποτέλεσε  το παραγωγικό –εργασιακό και το κοινωνικό - πολιτισμικό πλαίσιο που έκανε το φαινόμενο της αλλοτρίωσης κεντρικό πρόβλημα της ζωής. Η αλλοτρίωση, λέει ο Έριχ Φρομ, στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία είναι σχεδόν ολοκληρωτική. «Διαποτίζει τη σχέση του ανθρώπου προς την εργασία, προς τα πράγματα που καταναλώνει, προς το κράτος, προς τους συνανθρώπους του και προς τον εαυτό του».[1] Στη σχέση του με την εργασία, τους θεσμούς και τους ανθρώπους διαμεσολαβεί το πράγμα: το χρήμα και το εμπόρευμα. Η κοινωνική αξία του ανθρώπου δεν μετριέται με την ανθρωπιά, τη δημιουργικότητα και την προσφορά στην ανύψωση της ανθρώπινης και της κοινωνικής ζωής, αλλά με το ποσοστό κέρδους και οφέλους που φέρνει στο φορέα της οικονομικής και της πολιτικής εξουσίας. Μέτρο όλων των ανθρώπινων  ιδιοτήτων και αξιών (η ρώμη, η ανδρεία, η αρετή, η τιμιότητα, η αλληλεγγύη, κ.λ.π.) είναι η ικανότητα κτήσης. Αξιότερος είναι εκείνος που τα καταφέρνει να αυξάνει την οικονομική του δύναμη και εξουσία. Πάνω σ αυτή τη βάση στηρίζεται όλο το  θεσμικό και ιδεολογικό οικοδόμημα της κοινωνίας. Η αξία του συναισθηματικού και πνευματικού πλούτου του ανθρώπου εκμηδενίζεται μπροστά στον υλικό πλούτο και την εξουσία.

Η αλλοτρίωση του εργάτη

Η αλλοτρίωση στην πιο καθαρή μορφή της εμφανίζεται στη σχέση του εργάτη με την εργασία. Οι μορφές έκφρασής της και οι συνέπειες της που ανέδειξε ο Μαρξ είναι και σήμερα  οι ακόλουθες, με ορισμένες παραλλαγές, που δεν αλλάζουν την ουσία:
- Αλλοτρίωση του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του το οποίο οικειοποιείται ο εργοδότης (το κεφάλαιο) και το διαθέτει όπως αυτός θέλει, ανάλογα με το συμφέρον του ή με αυτό που εκτιμά ως συμφέρον του. Ο εργάτης δεν έχει καμιά σχέση με το προϊόν, δεν το εξουσιάζει και δεν ελέγχει τη χρήση του. Ούτε ενδιαφέρεται γι αυτό κι ούτε του χρειάζεται να ενδιαφερθεί, ενώ ο εργοδότης αισθάνεται καλύτερα  αν ο εργάτης (το συνδικάτο) δεν έχει τέτοια ενδιαφέροντα. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση του εργάτη απέναντι στο προϊόν της εργασίας του  είναι σχέση προς ένα ξένο αντικείμενο. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, παράγει για το κεφάλαιο.
-Ο εργάτης παράγοντας για το κεφάλαιο ενισχύει  την εξουσία που αυτό ασκεί  απάνω του, το οποίο μπορεί να  τον «διαχειρίζεται» σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι για το κεφάλαιο ο εργάτης δεν μετρά ως άνθρωπος παρά μόνο ως φορέας εργατικής δύναμης που παράγει κέρδος. Το κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα, αλλά και το δικαίωμα από τους νόμους του αστικού κράτους, να καταργήσει τον άνθρωπο - εργάτη, να τον αχρηστέψει κοινωνικά στέλνοντάς τον στην ανεργία.  Ο εργοδότης (το κεφάλαιο) μπορεί   να  αντικαταστήσει τον εργάτη-άνθρωπο, με μηχανές, με τη σύγχρονη τεχνολογία, εφόσον  κρίνει ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του- την οποία τεχνολογία παράγει ο  ίδιος ο εργάτης!
- Αυτό σημαίνει ότι μετατρεπόμενη η εργασία  σε υλική πραγματικότητα (τεχνολογία, υποδομές) λειτουργεί απέναντι στον εργάτη ως αυτόνομη δύναμη, ξένη προς αυτόν. Η δύναμη της τεχνολογίας δεν μπορεί να γίνει δύναμη απελευθερωτική. Μάλιστα, με την εργαλειοποίηση του ανθρώπου μπορεί να γίνει  εμπόδιο στην προσπάθεια για την απελευθέρωσή του.[2] Σημαίνει ακόμα ότι η δημιουργικότητα, που αποτελεί ουσιώδη ιδιότητα του ανθρώπου, είναι περιπτωσιακή, τυχαία. Αυτό αφορά και τα άτομα με  ανώτερη ειδίκευση και παιδεία, ειδικότερα σε  καταστάσεις με μεγάλα τα ποσοστά ανεργίας.
Δεχόμενοι ότι εργάτης είναι καθένας που κάνει μισθωτή εξαρτημένη εργασία, καθένας που για να ζήσει πουλά την εργατική του δύναμη (τις γνώσεις του, τις δεξιότητές του), οφείλουμε να δεχτούμε ότι στην εποχή μας η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων με ανώτερη ειδίκευση και παιδεία ανήκουν στην κατηγορία του εργάτη, εκτός από  την ελίτ που  αντί μεγάλων αμοιβών και προνομίων είναι ταυτισμένη με το σύστημα.
- Εξαιτίας και της ανεργίας ο ανταγωνισμός, γνώρισμα της οικονομίας της αγοράς,  μεταφέρεται και μέσα στην επιχείρηση, πλήττει το συνεργατικό πνεύμα που είναι στη φύση της ανθρώπινης εργασίας, φέρνει τους εργάτες αντιμέτωπους μεταξύ τους. Ενάντια σ αυτήν την τάση αποξένωσης εργάτη προς εργάτη οι συνειδητοί εργάτες αντιστέκονται. Προτάσσουν τη συνδικαλιστική αλληλεγγύη η οποία όμως δεν ανατρέπει  την ουσία της κεφαλαιοκρατικής εργασίας. Δεν ανατρέπει το καθεστώς εξάρτησης του εργάτη από τον κεφαλαιοκράτη, από το κεφάλαιο. Η εξαρτημένη εργασία εξακολουθεί να την αναπαραγει!
- Υπό αυτές τις συνθήκες δημιουργείται μια κατάσταση  διπλής αλλοτρίωσης- αποξένωσης  του ανθρώπου : α) αποξένωση από την εργασία που αποτελεί τη βάση και την ουσία του ανθρώπου ως ειδολογικού όντος (η εργασία δεν αποτελεί εσωτερική ανάγκη του εργάτη)  και β) αποξένωση του ανθρώπινου ατόμου από τα άλλα ανθρώπινα άτομα (ο καθένας εργάζεται για την επιβίωσή του). Αυτό προσβάλει  την ουσία του ανθρώπου ως κοινωνικού – κοινοτικού  όντος. Στο επίπεδο αυτό μιλούμε για την αυτοαλλοτρίωση του ανθρώπου.[3] Ο εγωισμός υποκαθιστά τον κοινοτισμό και επικυριαρχεί επί του κοινοτισμού, επί της συλλογικότητας. Στο όνομα της καθολικής λογικής  πλήττεται  η ελευθερία του ατόμου, μιας από τις βασικές ιδιότητες του ανθρώπου ως ειδολογικού όντος. Η συγκρότηση του κράτους (δηλαδή ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας  της κοινωνίας) στη βάση μιας αντίληψης που παραπέμπει στη θεωρία του Χομπς, συνηγορεί υπέρ της εξάρτησης του πολίτη από το κράτος.
Ο Τόμας Χομπς (1588-1679)  στο έργο του  Λεβιάθαν, υποστήριξε ότι ο  άνθρωπος  είναι εκ φύσεως εγωιστής και ηδονιστής, δεν έχει αγαθή φύση και ότι  στις πράξεις του οδηγείται από τη δυναμική του προσωπικού του συμφέροντος. Αναπτύσσοντας τη λογική αυτής της θεώρησης ο Χομπς οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ανεξέλεκτοι οι άνθρωποι μπορεί να οδηγηθούν στην αλληλοκαταστροφή.  Σ΄αυτή την αντίληψη η δημιουργία του κράτους, δηλαδή ενός καθολικού συστήματος απόλυτης εξουσίας (που έχει και  το μονοπώλιο της βίας), μαζί και του καθολικού  φαινόμενου της αλλοτρίωσης, βρίσκει στη θεωρία του τη φιλοσοφική ή ακόμα και την «επιστημονική» του «δικαίωση»..[4] Σ΄αυτή την αντίληψη η ελευθερία δεν πρέπει να λογίζεται ως ειδολογική ιδιότητα του ανθρώπου και το φαινόμενο της αλλοτρίωσης ως ξένο προς τη φύση του.

Η αλλοτρίωση πλήττει τη φύση του ανθρώπου

Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο άνθρωπος  δεν μπορεί να είναι έρμαιο  καταστάσεων, που δημιουργεί η ατομική αυθαιρεσία και βία, που καταργεί και την αρχή της συλλογικότητας, αλλά και την αρχή της καθολικής ελευθερίας
 Από μια γενική φιλοσοφική ανθρωπολογική προσέγγιση η οποία βασίζεται και σε έγκυρες ψυχολογικές μελέτες και έρευνες, αλλά και σε διαπιστώσεις και θέσεις μεγάλων στοχαστών, μεγάλων φιλοσόφων (Καντ, Χέγκελ, Μαρξ) προκύπτει ότι η ελευθερία είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου. Μάλιστα, σύμφωνα με το Χέγκελ, αλλά και το Μαρξ είναι εσωτερική ανάγκη τοy ανθρώπου. Την ψυχολογική θεμελίωση αυτής της θέσης τη βρίσκουμε στο βιβλίο του Ούγγρου ψυχολόγου Λάσλο Γκάραη Η δυναμική της προσωπικότητας και το κοινωνικό είναι.[5] Και βέβαια τη βρίσκουμε και στο φιλοσοφικό έργο του Σαρτ. Η ελευθερία για τον Σαρτρ, όπως και για το Μαρξ, για το μαρξισμό, ως συγκεκριμένη έκφραση της ζωής του ανθρώπου, είναι ελευθερία «εν καταστάσει», δηλαδή εξαρτάται από την ιστορικά- κοινωνικά οριοθετημένη κατάσταση  αποτελούμενη από συνθήκες και όρους που προηγούνται της ελεύθερης δράσης. Όμως, ο Μαρξ στην φιλοσοφία του για τον άνθρωπο μιλά για την ελευθερία ως ειδολογική ιδιότητα του ανθρώπου. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Σαρτρ: «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν εδημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί από τη στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει».  Ο Σαρτ εντάσσει την έγνοια της ελευθερίας στη γενικότερη θεωρία του για το Μηδέν.[6]
Οι φιλόσοφοι στις αναλύσεις τους για τον άνθρωπο αναδεικνύουν το λογικό, τη νοημοσύνη ως βασική ιδιότητα του ανθρώπου, που του επιτρέπει να φτιάξει έναν κόσμο χωρίς το φαινόμενο της αλλοτρίωσης. Ο άνθρωπος, λένε είναι ένα λογικό ον. Κι’ όμως αυτό το «λογικό ον» στην πολιτισμική ιστορία του, διαχρονικά, αναπαράγει το φαινόμενο του παράλογου! Με το θέμα αυτό  έχω ασχοληθεί στα βιβλία μου α) Η ιδανική και η πραγματική εικόνα του ανθρώπου και β) Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου.[7] Σε ό,τι λέγω για το θέμα σ΄αυτά τα βιβλία μου θα προσθετα ότι εδώ το παράλογο μπορεί να ερμηνευθεί ως μία μορφή νοηματικής αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου.
Είναι αδύνατο στα περιθώρια ενός άρθρου να αναπτύξω αυτό το σύνθετο πρόβλημα. Περιορίζομαι να πω ότι το θέμα   άπτεται και του προβλήματος της ιδεολογικής χειραγώγησης, που στοχεύει στην αδρανοποίηση ιδεών, που καταξιώνουν τον άνθρωπο, ή τις στρέφουν εναντίον του. Στην εποχή μας, ειδικότερα στις μέρες μας, ίσως όμοια με τη δεκαετία του 1930, είμαστε μάρτυρες της μαζικότητας  του φαινόμενου ιδέες που προβάλλει η φιλοσοφία ,  (: ελευθερία, ανθρωπισμός, δημοκρατία, αλληλεγγύη, κ.α.) να χρησιμοποιούνται από τους ιδεολόγους του συστήματος   κατά τρόπο που ανασκευάζουν το πραγματικό τους περιεχόμενο και την πραγματική παιδευτική και κοινωνική τους λειτουργία. Πρόκειται για το φαινόμενο της εργαλειακής χρήσης ιδεών και αξιών με θετικό ανθρωπολογικό, πολιτισμικό, ηθικό  ή και ιστορικό πρόσημο  για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων που καθιστούν αναποτελεσματική την πραγματική τους λειτουργία.
Σε μια προσπάθειά  γενικότερης θεώρησης του φαινόμενου ο Ζύγκμουντ Μπάουμαν αναφέρεται στην ύπαρξη ενός ενοιολογικού  μηχανισμού «δια του οποίου οι προνομιούχες τάξεις μιας κοινωνίας οικειοποιούνται το κύρος ορισμένων αρετών που σέβεται η κοινωνία, χωρίς να χρειάζεται να μπουν στον κόπο να τις ακολουθήσουν".[8]  Σκοπός αυτού του μηχανισμού είναι  η άσκηση "κοινωνικού ελέγχου" στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων.  Αυτό είναι δυνατό, λέει ο Μπάουμαν,  και "μέσω της χρησιμοποίησης παράλογων, αμφίσημων, ασυνεπών και ακατανόητων δογμάτων". Σ’ αυτή την προσπάθεια τα ΜΜΕ παίζουν το δικό τους, ιδιαίτερα σημαντικό, έως αποφασιστικό ρόλο, για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.

Η καθολίκευση του φαινόμενου  

Από μια γενική θεώρηση της ιστορίας του ανθρώπου ως πολιτισμικού όντος, προκύπτει ότι το φαινόμενο της αλλοτρίωσης παρακολουθεί τη ζωή του (ή και τη σκέψη του)  σε όλες τις βαθμίδες της πολιτισμικής του εξέλιξης, με αποκορύφωμα την καθολίκευσή  του στον καπιταλισμό. Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στον καπιταλισμό υπάρχει, περισσότερο ή λιγότερο, σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και συμπεριφοράς του ατόμου. Αναπαράγεται καθημερινά  «εμπλουτιζόμενου»  με διαρκώς νέα στοιχεία τα οποία  έχουν να κάνουν με την ολοένα και περισσότερη τεχνικοποίηση της ζωής, επηρεάζοντας καθοριστικά ακόμα και τις  διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Εδώ θα μπορούσα να αναφερθώ εκτενώς στην οργιώδη εξάπλωση του κινητού τηλέφωνου και του ιντερνέτ, το οποίο μόνο για ένα μικρό τμήμα του πληθυσμού λειτουργεί  πολιτισμικά  θετικά. Σταθεροί συντελεστές αναπαραγωγής του φαινόμενου της αλλοτρίωσης – συνεπικουρουμένης από τους μηχανισμούς της  χειραγώγησης- είναι  η  ακατάσχετη λειτουργία της «βιομηχανικής κουλτούρας», της «καταναλωτικής κοινωνίας», της «μαζικοποίησης της δημοκρατίας» και του φαινόμενου της εργαλειακής χρήσης της.
Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με τις επενέργειες των χειραγωγικών ιδεολογικών παρεμβάσεων στη συνείδηση του κόσμου, εξηγεί το γεγονός ότι για το φαινόμενο της αλλοτρίωσης υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν και με τη θεωρητική αφετηρία του μελετητή του. Για τους σοβαρούς μελετητές του αυτός είναι ο σημαντικότερος συντελεστής προσέγγισής του. Ενδεικτικά, η θεολογική προσέγγιση «εξηγεί»  τη «διάδοση» του φαινόμενου της αλλοτρίωσης με  την «απομάκρυνση του ανθρώπου από το θεό». Θεωρητική αφετηρία της θεολογικής προσέγγισης είναι η  σχέση του ανθρώπου με το θεό, δηλαδή η σχέση του με την αποστασιωμένη φαντασίωσή του. Αυτή η προσέγγιση επικουρείται από το «πραγματικό» επιχείρημα ότι αιτία του καθολικού φαινομένου της αλλοτρίωσης είναι η επικράτηση του «υλιστικού τρόπου ζωής». Η διανοητική αυθαιρεσία, που αυτονομεί την πνευματικότητα από την υλικότητα, είναι ίδιον αυτής της θεωρητικής προσέγγισης.

Το θεωρητικό καταστάλαγμα

Υποστηρίζω ότι,  σε θεωρητικό επίπεδο, στο θέμα της αλλοτρίωσης υπάρχει μια κατασταλαγμένη  και καλά τεκμηριωμένη μαρξιστική άποψη. Εκτιμώ ότι  αυτή η άποψη αναπτύσσεται με τον πλέον σαφή και αντιπροσωπευτικό τρόπο στο βιβλίο του Ίστβαν Μέσαρος Η θεωρία του Μαρξ  για την αλλοτρίωση .[9] Υπάρχουν βέβαια και άλλα έργα μαρξιστών μελετητών του φαινόμενου.  Ανάμεσα σ αυτά  το σχετικό έργο των πρωταγωνιστών της Σχολής της Φρανκφούρτης (Χορκχάιμερ, Αντόρνο και κυρίως Μαρκούζε), καταλαμβάνει μία ξεχωριστή θέση, με έμφαση κυρίως στο θέμα της χειραγώγησης που αποτελεί μια μορφή έκφρασης της αλλοτρίωσης.[10] Σε ότι με αφορά έχω αφιερώσει στο θέμα της αλλοτρίωσης ειδικό κεφάλαιο στο βιβλίο μου Η ιδανική και η πραγματική εικόνα του ανθρώπου[11] Θα πρέπει να πω ότι  η σοβαρή βιβλιογραφία στο θέμα της αλλοτρίωσης έχει ως θεωρητικό φιλοσοφικό πλαίσιο και βάση αναφοράς  τα Οικονομικά- φιλοσοφικά χειρόγραφα1844 -1848, Αυτό το έργο του Μαρξ (με αναφορές και σε άλλα έργα του, κυρίως τη «Γερμανική ιδεολογία») αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Τη συνολική παρουσίαση και ανάλυση αυτής της θεωρητικής παρακαταθήκης του Μαρξ την έχει  δώσει ο Ούγγρος φιλόσοφος Γκεοργκ Μάρκους  με το   έργο του Μαρξισμός και "ανθρωπολογία".[12]

Στα καθ’ ημάς

Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας τα Οικονομικά-φιλοσοφικά χειρόγραφα έχουν γίνει αντικείμενο ανάγνωσης ενός ευρέως φάσματος φοιτητών και διανοουμένων, ενώ ένα στενότερο φάσμα καθηγητών έχει προχωρήσει στη μελέτη τους και στη μελέτη ενός μέρους της σχετικής μαρξιστικής βιβλιογραφίας.  Σπεύδω να πω ότι αυτή είναι μια εκτίμηση η οποία δεν βασίζεται σε ειδική μελέτη του θέματος. Πάντως, είναι ευρύ το φάσμα των πανεπιστημιακών οι οποίοι γνωρίζουν το έργο των κορυφαίων διανοουμένων της Σχολής της Φρανκφούρτης, (αρκετοί και το διδάσκουν) και που έχουν εμβριθήσει πάνω στο θέμα, ειδικότερα στο θέμα των μηχανισμών χειραγώγησης του κόσμου. Έτσι, επιχειρώντας μια γενικότερη θεώρηση της κατάστασης στη χώρας μας  που εδώ μας ενδιαφέρει , θα μπορούσα να πω ότι, , ενώ σε φιλοσοφικό επίπεδο το πρόβλημα είναι η περαιτέρω θεωρητική επεξεργασία της μαρξικής- μαρξιστικής άποψης για τον άνθρωπο και για το φαινόμενο της αλλοτρίωσης, στο επίπεδο της κοινωνιολογίας είμαστε  τελείως ακάλυπτοι.  Απ΄ ότι γνωρίζω, στην Ελλάδα δεν υπήρξε μέχρι τώρα κοινωνιολογική έρευνα για το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στο χώρο της εργασίας. Μια σχετική με το θέμα δική μου ερευνητική πρόταση η οποία εγκρίθηκε από επιστημονική επιτροπή την περίοδο που εργαζόμουν στη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας,(ΓΓΕΤ - δεκαετία του 1980) ως επιστημονικός συνεργάτης, τελικά δεν μπόρεσε να προχωρήσει - με την παρέμβαση των συνδικαλιστών της ΓΓΕΤ! [13]
Υπάρχουν   έρευνες  για  τις σχέσεις εργασίας, που παρεμπιπτόντως αναφέρονται και σε φαινόμενα αλλοτρίωσης, όμως έρευνα για την αλλοτρίωση στην εργασία δεν υπάρχει. Μπορεί να υπήρξε και δεν το γνωρίζω. Πάντως απ' ότι γνωρίζω (ή θυμάμαι)  οι ετήσιες εκθέσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ  με τον τίτλο " Οι εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα", δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στην εργασία. Αυτό νομίζω ότι ισχύει και για το Πανεπιστήμιο Πειραιώς  και για το Πανεπιστήμιο Πατρών όπου τα Τμήματα Διοίκησης Επιχειρήσεων δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τις εργασιακές σχέσεις. Μάλιστα, το Τμήμα  Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών  έχει μεταπτυχιακό πρόγραμμα, και παράγει διπλωματικές εργασίες με θέμα : εργασιακές σχέσεις και εργασιακή ικανοποίηση. Υπάρχει διπλωματική εργασία με αυτό το θέμα για την Περίπτωση του ΟΤΕ, χωρίς την ειδική μελέτη του φαινόμενου  της αλλοτρίωσης στην εργασία. Και δε νομίζω να έπεφτα έξω αν έλεγα, με απόλυτο τρόπο, ότι  στο χώρο  του κράτους και της διοίκησης υπάρχει έλλειψη κοινωνιολογικής έρευνας με θέμα την αλλοτρίωση στην  εργασία.  Ενώ σε ότι αφορά  το στρατό και τα σώματα ασφαλείας «κατ’ αρχή»  δεν μπορεί να γίνει  λόγος για τη μελέτη του φαινόμενου της αλλοτρίωσης και της ιδεολογικής χειραγώγησης.
Καλύτερη είναι η κατάσταση στον τομέα της επικοινωνίας ,ειδικότερα σε ότι αφορά τα ΜΜΕ. όπου έχουμε και τα σχετικά ετήσια συνέδρια των δημοσιογράφων στη Σαμοθράκη. Αναφέρομαι εδώ ενδεικτικά στη μελέτη της Χριστίνας Κωνσταντινίδου  "Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η παραγωγή νοήματος. Θεωρητικές προσεγγίσεις και προοπτικές" [14] Η Κωνσταντινίδη (επίκουρος καθηγήτρια)  στην εργασία της παραθέτει μια μεγάλη βιβλιογραφία για το θέμα, ανάμεσά της και 14 εργασίες Ελλήνων.
Υπάρχουν ψυχολόγοι (κυρίως γυναίκες ) που δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα φαινόμενα της αλλοτρίωσης με αναφορά σε φεμινιστικά θέματα. Εδώ έχω υπόψη μου μια ομάδα ψυχολόγων που είχε συγκεντρώσει γύρω της η  καθηγήτρια Μίκα  Χαρίτου - Φατούρου, που πρόσφατα πέθανε. Όμως μεγαλύτερη και βαθύτερη είναι η ευαισθησία και το ερευνητικό ενδιαφέρον ψυχολόγων και ψυχιάτρων που ασχολούνται με τους τοξικομανείς. Εδώ ξεχωρίζει το έργο της Κατερίνας Μάτσας, διευθύντριας για πολλά χρόνια του 18 ΑΝΩ. Αναφέρω εδώ ενδεικτικά το βιβλίο της "Ταπείνωση και ντροπή. Οι γυναίκες τοξικομανείς".[15] .
Με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια ,ειδικότερα , το θέμα της αλλοτρίωσης έχει πάρει καθολικές κα ακραίες εκφράσεις, ακόμα και βάρβαρες. Στο βιβλίο μου  Είναι ο καπιταλισμός συμβατός με την  ηθική; πραγματεύομαι το φαινόμενο του φυλετικού ρατσισμού ως την απόλυτη μορφή αλλοτρίωσης.[16]
Πάντως, πρέπει να γίνει πολύ δουλειά για την κατανόηση της θεωρίας  της αλλοτρίωσης, πρώτα απ’ όλα στο πανεπιστήμιο, στον τομέα των κοινωνικών, ανθρωπιστικών και πολιτισμικών επιστημών, αλλά και με άλλους τρόπους: ειδικά σεμινάρια, δημοσιεύσεις γραμμένες σε μια γλώσσα καταληπτή   από ένα ευρύ φάσμα διανοουμένων και σπουδαστών, σε εκπαιδευτικούς και συνδικαλιστές, αλλά και σε εργάτες και ευρύτερα σε νέους. Οι τρόποι μπορούν να βρεθούν  αρκεί να υπάρξει πραγματική ζήτηση. Βέβαια αυτό έχει να κάνει και με  την παιδεία του κόσμου  στα θέματα της φιλοσοφίας του ανθρώπου, της  φιλοσοφικής ανθρωπολογίας.  Νομίζω ότι δεν θα ήμουν μακριά από την πραγματικότητα αν έλεγα ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει παιδεία στα θέματα της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Είναι νομίζω μικρός ο αριθμός των διανοουμένων της Αριστερές που έχουν αυτή την παιδεία για την κατανόηση σε όλο του το βάθος του φαινόμενου της αλλοτρίωσης ως του σημαντικότερου συνειδησιακού αναχώματος στις απελευθερωτικές ιδέες  του μαρξισμού, με τις κοινωνικές του προεκτάσεις και τις φιλοσοφικές καταβολές του καθώς  και τις ιρρασιοναλιστικές ή/και επιπόλαιες ερμηνείες του.
Από την  άλλη, είναι ευρέως διαδεδομένες οι ερμηνείες των θεολόγων, ακόμα και κληρικών του φαινόμενου της αλλοτρίωσης που συνήθως το συνδέουν με την απομάκρυνση των ανθρώπων από το "λόγο του θεού", προτείνοντας ως τρόπο υπέρβασής του την "εν Χριστώ ζωή". Πρόταση κοινωνικά μη λειτουργική -  κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά αστήρικτη ως τρόπος ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Εξάλλου, αυτή η πρόταση μας απομακρύνει από την ουσιαστική (και όχι την επιπόλαιη) μελέτη του φαινόμενου της αλλοτρίωσης.
Κάνω αυτές τις αναφορές για να τονίσω ότι δεν υπάρχει άλλη σοβαρή θεωρία για το φαινόμενο της αλλοτρίωσης πέραν  του μαρξισμού,  ικανή να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στις αιτίες του , που κατά κύριο λόγο είναι κοινωνικές, όμως έχουν να κάνουν και με την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων και με τον τρόπο που οι άνθρωποι προσλαμβάνουν τα φαινόμενα της αλλοτρίωσης και την ίδια τη ζωή.

 Σκέψεις για το χώρο της παιδείας, της αγωγής  και της κουλτούρας

Η θεωρητική σαφήνεια στα θέματα της αλλοτρίωσης είναι σημαντική ιδιαίτερα  για όσους  εργάζονται στο χώρο της παιδείας. Η γνώση και η θεωρητική σαφήνεια στα θέματα της αλλοτρίωσης είναι απαραίτητη  όχι μόνο για τους δασκάλους των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά και για  τους δασκάλους των φυσικών επιστημών. Αφορά, θα έλεγα, και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο αλλά  και τα ΤΕΙ. Γενικότερα, οι τεχνολογικές σχολές  έχουν ιδιαίτερο λόγο να ενδιαφέρονται για το φαινόμενο της αλλοτρίωσης, πολύ περισσότερο που από τη σχέση ανθρώπου με άνθρωπο στην παραγωγή περνούμε στην κατ ιδίαν σχέση ανθρώπου- μηχανής ή και μηχανής με μηχανή (αυτοματισμός, ρομπορτοποίηση), με τη περιθωριοποίηση του ανθρώπου από την άμεση παραγωγική διαδικασία. Το θέμα ενδιαφέρει, βέβαια, και την παιδαγωγική, με αναφορά και στη χρήση του ελεύθερου χρόνου από τους νέους και τα παιδιά, με δεδομένο το γεγονός ότι στη θέση των άμεσων διαπροσωπικών σχέσεων μπαίνει το Ιντερνετ και το κινητό τηλέφωνο. Και πρέπει να πω (αυτό δείχνουν οι σχετικές έρευνες και τα γκάλοπ)  ότι στο θέμα αυτό οι εκπαιδευτικοί και ένα σημαντικό μέρος των γονιών είναι αρκετά ευαισθητοποιημένοι σχετικά με το πρόβλημα, χωρίς να έχουν, οι περισσότεροι, την αναγκαία παιδεία για να παρέμβουν ουσιαστικά. Το θέμα της αλλοτρίωσης ενδιαφέρει, βέβαια, και το χώρο της κουλτούρας.
Θα τολμούσα να πω ότι στο χώρο της τέχνης : λογοτεχνία ,κυρίως ποίηση, θέατρο, οι αριστεροί συγγραφείς και καλλιτέχνες είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στο φαινόμενο της αλλοτρίωσης και της χειραγώγησης. Αυτό αφορά  και στο πολιτικό τραγούδι, που αυτή η ευαισθησία εκφράζεται πιο έντονα και συνοδεύεται και με τη λογική. Εδώ προβαίνω σε μια απλή αναφορά στο άρθρο του Φώντα Λάδη με τον τίτλο "Το πολιτικό τραγούδι"[17], χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό. Ξεχωρίζω και τονίζω μόνο την αναφορά του στο Μπρεχτ, που θεωρητικά και έμπρακτα ασχολήθηκε (και) με το πολιτικό τραγούδι. Πολύ εύστοχα αναφέρεται ο Φώντας στο ποίημα  «Τρίτος Παγκόσμιος» του Γιάννη Νεγρεπόντη, μελοποιημένο από το Μάνο Λοΐζο, που με τον καλύτερο τρόπο εκφράζει  το πνεύμα του Μπρεχτ. Γράφει: Κι αν ακόμα δεν προσέξουμε τις λεπτομέρειες του τραγουδιού, για παράδειγμα το ότι οι τρεις φίλοι – ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς – δούλευαν ανέμελα στη φάμπρικα φτιάχνοντας τανκς, όμως δεν μπορεί  να μας διαφύγει το γεγονός ότι " έπεσαν σαν ήρωες κάτω από τα τανκς" ή ότι ίσως να μην πήγαιναν στον πόλεμο αν είχαν διαβάσει Μαρξ. Κι όλα αυτά σε ένα τραγούδι! Σπεύδω όμως να πω ότι οι εκτιμήσεις μου για το χώρο της τέχνης ή οι εντυπώσεις μου  χρειάζονται μια ολοκληρωμένη τεκμηρίωση, από την οποία μπορεί να προκύψει και μια πιο ακριβής εκτίμηση. Πάντως, πιστεύω πως ό,τι λέγεται εδώ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως  ερέθισμα για μελέτη και έρευνα. Αυτή η έρευνα μπορεί να δώσει αποτέλεσμα με τον όρο ότι οι ερευνητές θα έχουν χωνέψει τη θεωρία της αλλοτρίωσης ως κεντρικού στοιχείου της μαρξιστικής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, γενικότερα της κοινωνικής φιλοσοφίας  που στοχεύει στη χειραφέτηση του ανθρώπου. Αυτό προέχει σ αυτή την πρώτη φάση μιας τέτοιας προσπάθειας.

Δυο λόγια για την κοινωνιολογική έρευνα

Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιδιωχθεί η κοινωνιολογική έρευνα από ανθρώπους που έχουν τα θεωρητικά ή και τα ερευνητικά φόντα να το πράξουν. Eκτιμώ ότι ο αριθμός τους είναι περιορισμένος. Όμως, νομίζω ότι  μπορεί να αυξηθεί. Μπορεί να υπάρξει μια προκαταρκτική θεωρητική κατάρτιση για όσους, κυρίως νέους επιστήμονες, θα θελήσουν (και νομίζω με καλή δουλειά είναι πολλοί αυτοί που θα θελήσουν) να πάρουν μέρος σε τέτοιες έρευνες, στις οποίες  προέχουν οι συνεντεύξεις.
Συνεντεύξεις για το φαινόμενο της αλλοτρίωσης  μπορούν να γίνουν μόνο από ανθρώπους με καλή κατάρτιση και ερευνητική εμπειρία. Αυτό αφορά περισσότερο το χώρο της κουλτούρας, της τέχνης. Σε μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσαν να προτιμηθούν  πρωτίστως άτομα από τους ίδιους του καλλιτέχνες - ύστερα από την αναγκαία σχετική προετοιμασία. Όμως, σπεύδω να πω ότι  στο χώρο της τέχνης,  δεν μπορεί να λειτουργήσει μια γενική κατεύθυνση, όπως στο χώρο  των εργασιακών σχέσεων, στην παραγωγή. Γενικά, σ΄αυτές τις έρευνες, με κύριο όχημα τη συνέντευξη, θα πρέπει να υπερισχύσουν τα ποιοτικά στοιχεία. Βέβαια, παντού χρειάζονται τα ποσοτικά στοιχεία που μπορούν να παίξουν έναν υποστηρικτικό ρόλο, μαζί και ένα ρόλο ελέγχου σχετικά με τα αποτελέσματα από τις συνεντεύξεις ή και από προσωπικές μαρτυρίες, που στο χώρο της τέχνης, της κουλτούρας έχουν την ιδιαίτερη δική τους αξία. Εξάλλου,  οι στατιστικές και τα ποσοτικά μεγέθη έχουν τον δικό τους αυτόνομο ρόλο για την έρευνα  που αφορά στην πολιτιστική πολιτική. Οι εκτιμήσεις  της, το έργο της  προϋποθέτει  τη στατιστική απεικόνιση της πραγματικότητας : βιβλιοθήκες, επισκεψιμότητα, εκδοτική δραστηριότητα, αναγνωστικό κοινό - προτιμήσεις του, ΜΜΕ - πολιτιστικά προγράμματα, ελεύθερος χρόνος- διάθεσή του, τηλεόραση- διάθεση χρόνου για την  παρακολούθηση διαφόρων προγραμμάτων, Ιντερνέτ -  νέοι και παιδιά, κινηματογράφος, τρόποι ζωής, πρότυπα ζωής, κλπ. Για όλα αυτά υπάρχουν στον κόσμο ερευνητικά κέντρα με διαμορφωμένες μεθόδους, δίκτυα με διεθνή εμβέλεια για τη δημοσίευση και διάδοση των αποτελεσμάτων τους (και για δημοσιογραφική ή και ιδεολογική χειραγωγική εκμετάλλευση!) Υπάρχουν πολλά περιοδικά και πάμπολλες δημοσιεύσεις. Αυτά τα παρακολουθούν Έλληνες ερευνητές που προβαίνουν και σ έρευνες στον ελλαδικό χώρο. Αυτού του είδους οι έρευνες με τα έγκυρα στατιστικά τους στοιχεία και την κοινωνιολογική στατιστική ερμηνεία τους είναι σημαντικές για την ενδεχόμενη δική μας προσπάθεια, με σκοπό την επεξεργασία πρότασης για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της κουλτούρας. Βιβλία όπως της Κούλας Κασιμάτη  "Κοινωνικός σχεδιασμός και αξιολόγηση. Μέθοδοι και πρακτικές",[18]μπορούν να λειτουργήσουν ως οδηγός σε μια τέτοια προσπάθεια, αλλά και για όλο το φάσμα των θεμάτων που ανάφερα παραπάνω - λαμβάνοντας υπόψη και άλλες έρευνες, κυρίως των επικοινωνιολόγων.

Σεβασμός της αυτονομίας στην τέχνη

Στο χώρο της τέχνης δεν μπορεί να λειτουργήσει  κάποια θέση- οδηγός , ούτε σε θεωρητικό επίπεδο. Μπορεί, όμως,  να υπάρξει, και υπάρχει για πολλούς καλλιτέχνες  ένα γενικό φιλοσοφικό- θεωρητικό πλαίσιο με αναφορά στο οποίο καθένας μπορεί να διαμορφώσει τη  δική του αντίληψη για την τέχνη, τη δική του αισθητική, ειδικότερα για την τέχνη την οποία ασκεί. Την άποψή μου για το θέμα - περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένα - την έχω αναπτύξει στο βιβλίο μου '"Τέχνη και πολιτική, Επιστήμη και τέχνη"[19].Εδώ θέλω να προσθέσω ότι η αυτονομία στους διάφορους τομείς της τέχνης είναι διαφορετική, με τους εικαστικούς να έχουν τη μεγαλύτερη αυτονομία και ως προς το τί θέλει να πει ο καλλιτέχνης με το έργο του, αλλά και ως προς την τεχνοτροπία του. Στο θέατρο  η αντίληψη  του ηθοποιού για το έργο του περνά μέσα από την άμεση σχέση του με τον (θεατή- ) άνθρωπο. Ο ηθοποιός  απευθύνεται άμεσα στον άνθρωπο και δέχεται με άμεσο τρόπο τις αντιδράσεις του. Γι αυτό το θέατρο μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά, ανάλογα με την περίπτωση και τις καταστάσεις, τη διαμόρφωση της φιλοσοφίας της ζωής του ατόμου ή και της στάση του απέναντι στη ζωή, απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζει. Βέβαια, αυτό μπορεί να το κάνει το θέατρο που εκφράζει την πραγματική πραγματικότητα και τον πραγματικό άνθρωπο. Το θέατρο  που απευθύνεται στον πραγματικό άνθρωπο με τις αντιφάσεις του στη σκέψη και στη ζωή, και με τα προβλήματά του. Από αυτή την άποψη νομίζω ότι ο Μπέρτολντ  Μπρεχτ  είναι το πρότυπο για όλο το χώρο  των ανθρώπων του θεάτρου που ανήκουν στην Αριστερά, ακόμα και πιο πέρα, για κάποιες περιπτώσεις. Όμως, ο Μπρεχτ παρά το τεράστιο ταλέντο του δεν θα δημιουργούσε το έργο που δημιούργησε χωρίς την φιλοσοφική του παιδεία και την κριτική σκέψη του προς όλες τις κατευθύνσεις.[20] Έτσι, με αυτή την περιουσία προχώρησε σε μια από τις μεγαλύτερες τομές στο σύγχρονο θέατρο, απομακρίνοντάς το από  τις συμβάσεις του θεάτρου της ψευδαίσθησης. Ανάπτυξε και εφάρμοσε ένα είδος θεάτρου  το οποίο δίνει  μια αφτιασίδωτη εικόνα για την πραγματικότητα, για την ιστορία.[21] Εισήγαγε  την τεχνική (την αντίληψη)    της αποστασιοποίησης που του  επιτρέπει  να αναδείξει το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη ζωή των ανθρώπων, τις αιτίες και τη λογική του, κατά τρόπο που να μπορεί ο θεατής με αναφορά και στη δική του εμπειρία, στα δικά του βιώματα  να δει κριτικά τον εαυτό του μέσα στον κόσμο, ως αυτόνομο άτομο και ως τέτοιο να αντιδράσει.  Ο Λούκατς τονίζει ότι αξίωμα του Μπρεχτ ήταν, απευθυνόμενος με το έργο του στον (ενεργό) θεατή,  στον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο, η προτροπή  : «Άλλαξε τη ζωή σου!». Αυτό το αξίωμα, αυτή την επιδίωξη,   πίστευε ο  Μπρεχτ, ότι πρέπει να υπηρετεί η τέχνη, που βέβαια η λειτουργία της είναι αδιανόητη χωρίς την ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος απέναντι στην πραγματικότητα  και στις πρακτικές που αλλοτριώνουν τον άνθρωπο. Στο πνεύμα αυτό εφάρμοζε ο Μπρεχτ και την «καθαρτήριο» ρήση του «γνώθι σ αυτόν», που χαρακτηρίζει, λέει ο Λούκατς, όλους τους ποιητές και συγγραφείς  «από τον Όμηρο ως τον Γκόρκι»,οι οποίοι ξεκινούν πάντα από τους συγκεκριμένους ανθρώπους, από τις συγκεκριμένες ανθρώπινες σχέσεις..[22]  

Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης ως κοινωνικό- πολιτισμικό πρόβλημα

  Η αντιμετώπιση του φαινόμενου της αλλοτρίωσης δεν είναι απλώς ζήτημα κουλτούρας, ζήτημα παιδείας. Είναι κατά βάση ζήτημα του χαρακτήρα των κοινωνικών δομών, των κοινωνικών σχέσεων, των εργασιακών σχέσεων, του χαρακτήρα της ίδιας της εργασίας. Είναι ζήτημα αλλαγής του μοντέλου της σημερινής κοινωνίας και του πολιτισμικού της μοντέλου. Καθολική αντιμετώπιση και υπέρβαση του φαινόμενου της αλλοτρίωσης  μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια κοινωνία στην οποία οι βασικές ειδολογικές ιδιότητες του ανθρώπου ( εργασία- δημιουργικότητα, ελευθερία, νόηση, καθολικότητα, κοινωνικότητα, ηθική) μπορούν να βρουν την αυθεντικά ανθρώπινη, δηλαδή τη γνήσια έκφρασή τους. Μόνο σε   μια τέτοια κοινωνία μπορεί  να γίνει λόγος για την   ολοκληρωμένη αυτοπραγμάτωση του ατόμου, στη βάση της μη αλλοτριωμένης εργασίας.
Μη αλλοτριωμένη εργασία είναι η δημιουργική εργασία που λειτουργεί ως βάση και μορφή αυτοπραγμάτωσης του ατόμου ως ελεύθερης οντότητας, με θετικό  κοινωνικό πρόσημο. Αυτή η εργασία λειτουργεί καθ’ ολοκληρία  ως εσωτερική ανάγκη του ατόμου, την οποία το άτομο τη βιώνει ως αυθεντική καταξίωση της ειδολογικής του ταυτότητας. Με απλά λόγια, το άτομο αισθάνεται κυριολεκτικά άνθρωπος, πολύ περισσότερο που σε μια τέτοια κοινωνία η αυθεντικότητά του (η γνησιότητά του) μπορεί να εκφραστεί στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους ή ακόμα και με την ανθρωπότητα. Σε μια τέτοια κοινωνία δημιουργικότητα και ελευθερία πάνε μαζί, σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον όπου η δημιουργικότητα και η ελευθερία δεν βιώνονται από το άτομο εγωιστικά.. Πρόκειται για μια κοινωνία στην οποία «η ελευθερία του ενός δεν είναι εμπόδιο αλλά προϋπόθεση για την ελευθερία των άλλων» (Μαρξ). 
 Στον καπιταλισμό, η εργασία ως εσωτερική ανάγκη δημιουργικής αυτοπραγμάτωσης του κοινωνικού ατόμου μπορεί να βιωθεί  εγωιστικά χωρίς  την ανάγκη σύζευξής της με την ανάγκη για ελευθερία. Ακόμα, το άτομο μπορεί να διαθέσει συνειδητά τη δημιουργικότητά του, την επιστήμη του  στην υπηρεσία ενός καθεστώτος που αναπαράγει το καθολικό φαινόμενο της αλλοτρίωσης και της ανελευθερίας ή ακόμα να τη θέσει  στην υπηρεσία ενός κατεξοχήν βάρβαρου καθεστώτος. Από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις θα μπορούσαν εδώ να αναφερθούν οι περιπτώσεις του  Γερμανού φον Μπράουν  και του Αμερικανού (- Ούγγρου) Edward Teller. Ο επιστήμονας-ερευνητής Βέρνερ φον Μπράουν (ονομαζόμενος από τους Αμερικανούς ως   « Πατέρας της Πυραυλικής»),  υπηρέτησε με το ίδιο δημιουργικό πάθος τους Ναζί και τους Αμερικανούς, μετά τον πόλεμο, όπου στη ΝΑΣΑ έκανε πράξη το όνειρό του, που ήταν και το στίγμα της ζωής του. Το 1969 ο πύραυλος του φον Μπράουν, Saturn V, που έφερε το διαστημόπλοιο Απόλλων 11, μετέφερε στο διάστημα τους αμερικανούς αστροναύτες οι οποίοι στις 20 Ιουνίου, προσεδαφίστηκαν και περπάτησαν στην Σελήνη. Η διαφορά του από τον Τέλλερ ήταν ότι  δεν ενδιαφέρθηκε να παίξει κάποιο ρόλο στο χώρο της εξουσιαστικής ελίτ, ούτε στη χιτλερική Γερμανία. Εντάχθηκε  στα Ες Ες για να μπορεί να έχει τη στήριξη του καθεστώτος, και του ίδιου του Χίτλερ,  στην πραγμάτωση του δημιουργικού του ονείρου. Ο Μπράουν ήταν απολιτικός. Γι’  αυτό και δεν του χρειάστηκε κάποιο άλλοθι για την  ηθική δικαίωση της προσφοράς του στο σύστημα.    « Βέβαια», δεν δυσανασχέτησε και δεν αντέδρασε στη χρησιμοποίηση από τα Ες Ες σκλάβων εργατών, αιχμαλώτων,  στη δημιουργία των υπογείων για τη διεξαγωγή των πειραμάτων της ερευνητικής του ομάδας, όπου πέθαναν εκατοντάδες από αυτούς.  Το «σημαντικό» και αποφασιστικό γι αυτόν ήταν μόνο ό,τι είχε να κάνει με  την πραγμάτωση του ονείρου του ως επιστήμονα - την  κατάκτηση του διαστήματος. Και είχε βραβευτεί από την αμερικανική κυβέρνηση. Εξάλλου, προηγούμενα  είχε βραβευτεί από το Χίτλερ για το  σχεδιασμό και την κατασκευή του πυραύλου Α4 (Aggregat-4),που έγινε γνωστός  ως V2 (Vergeltungswaffe 2, στα γερμανικά σημαίνει «όπλο της εκδίκησης») που  χρησιμοποιήθηκε  στον πόλεμο (2-ο παγκόσμιο) της Γερμανίας κατά της Αγγλίας. Και ήταν «ευτυχής» για κάθε επιτυχία του.
Ο Τέλλερ ανήκε συνειδητά και στοχευμένα πολιτικά στην επιστημονική ελίτ των ΗΠΑ, στην ελίτ του συστήματος. Συνδύαζε σε όλες τις ενέργειές του το δημιουργικό εθισμό του, το δημιουργικό επιστημονικό ερευνητικό του πάθος, με το «χρέος» του απέναντι στις ΗΠΑ, τη δεύτερη πατρίδα του (ο Τέλλερ ήταν Ούγγρους). Γι’ αυτό και δεν είχε ηθικές αναστολές  στη συνέχιση των ερευνών για την κατασκευή της βόμβας υδρογόνου,  και μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Είναι ενδιαφέρον, για την περίπτωση του Τέλλερ, και όσων εργαζόταν υπό τη δική του διεύθυνση για  την κατασκευή της βόμβας υδρογόνου, ότι δεν θέλησε (ή δεν μπορούσε;) να ανταποκριθεί στις εξωτερικές ηθικές «πιέσεις», στις ηθικές νουθεσίες να πράξει όπως ο Οπενχάιμερ, ο οποίος  μπροστά στη φρίκη της Χιροσίμα αρνήθηκε τη συμμετοχή του  στο ερευνητικό πρόγραμμα για την περαιτέρω ανάπτυξη του πολεμικού πυρηνικού εξοπλισμού των ΗΠΑ.
 Αναφέρομαι στον Τέλλερ ως ενδεικτική περίπτωση ηθικής αναλγησίας του επιστήμονα,  που όταν βρεθεί μπροστά στο δίλημμα (αν μπορεί αυτό να εκληφθεί ως ηθικό δίλημμα): δημιουργική αυτοπραγμάτωση του εαυτού του  ή ανταπόκριση στην ηθική ευθύνη, επιλέγει το πρώτο, υπακούοντας ή υποκύπτοντας στην δύναμη της εσωτερικής ανάγκης για δημιουργική αυτοπραγμάτωση, που σε κάθε περίπτωση παρακολουθείται από τη σαγήνη της διανοητικής ηδονής, που συνήθως συνοδεύεται  με τη αίσθηση ή και το αίσθημα της ευτυχίας. Πράγμα που σημαίνει ότι σ’ αυτή την περίπτωση το άτομο ζει την πληρότητα της αυθεντικής ανθρώπινης αυτοπραγμάτωσής του.
Είναι προφανής η αλλοτρίωση ενός τέτοιου επιστήμονα. Ή για να το πω αλλιώς, είναι προφανής η κατάφορη παραβίαση του ανθρωπισμού που αποτελεί  τη βάση της ηθικής συνείδησης του ανθρώπου. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το  ερευνητικό του έργο μπορεί  να αξιοποιηθεί για την κοινωνική πρόοδο ή ακόμα και για θετικούς σκοπούς υπέρ του ανθρώπου, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως άλοθι για τη καθησύχαση της ενδεχόμενης υποβόσκουσας τύψης στην ηθική του συνείδηση. Αυτό μπορεί να συμβεί στις περιπτώσεις που η εφαρμογή και διάδοση του ερευνητικού αποτελέσματος αποφασίζεται από την πολιτική ηγεσία της χώρας. Το δεδομένο αυτό χρησιμοποιήθηκε από τους ναζιστές επιστήμονες ως ηθικό άλοθι στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Ακόμα και ο Άιχμαν χρησιμοποίησε αυτή την «επιχειρηματολογία» στη Δίκη Αίχμαν.[23]Πρόκειται για μια «δικαιολογία», κενού ηθικού περιεχομένου, αφού το να είσαι ναζί σημαίνει ότι πιστεύεις στο φυλετικό ρατσισμό και λειτουργείς σύμφωνα με την ιδεολογία του φυλετικού ρατσισμού. Αυτό συνιστά απόλυτη άρνηση της αρχής του ανθρωπισμού, επομένως αποτελεί την απόλυτη αλλοτρίωση του ατόμου ως ηθικά ορισμένης ανθρώπινης ύπαρξης.

    Η απόλυτη αλλοτρίωση

 Πρόκειται για μια μορφή ηθικής αλλοτρίωσης του ατόμου  (ή μιας ομάδας ατόμων, ακόμα και ενός ολόκληρου λαου!) η οποία βασίζεται στην ψευδή ανθρωπολογική καταβολή, που διαφοροποιεί το φυλετικό ρατσισμό από το θρησκευτικό και τον εθνικιστικό ρατσισμό. Με το θέμα ασχολούμαι στο βιβλίο μου Είναι ο καπιταλισμός συμβατός με την ηθική;.[24]  Το κοινό ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις μορφές έκφρασης του ρατσισμού (συμπεριλαμβανομένου και του πολιτιστικού ρατσισμού) είναι η κατάφορη παραβίαση του ανθρωπισμού, που αποτελεί τη βάση και το πλαίσιο της ηθικής. Είναι λοιπόν μορφές έκφρασης της ηθικής αλλοτρίωσης του ατόμου. Το άτομο απορρίπτει την ανθρώπινη ακεραιότητα, ή και την ύπαρξη, άλλων ανθρώπων. Καταργείται η ιδέα- αρχή της ενότητας του ανθρώπινου είδους. Αυτό είναι το κοινό στοιχείο των τριών μορφών του ρατσισμού.
Η διαφορά μεταξύ τους μπορεί να αναδειχτεί αν τις προσεγγίσουμε και τις κρίνουμε με ανθρωπολογικούς όρους. Το επιχειρώ αυτό στο βιβλίο μου χωρίς να προχωρώ  σε ειδικότερες αναλύσεις. Γράφω λοιπόν σ’ αυτή την εργασία μου: « η ιστορία διδάσκει ότι οι μονοθεϊστικές θρησκείες  επιχείρησαν και επέβαλλαν, συχνά στο παρελθόν, το δικό τους δόγμα με τη βία, προχωρούσαν  ακόμα και στη μαζική εξόντωση ανθρώπων ή και μικρών λαών. Όμως αυτό το έκαναν, συνήθως, στις περιπτώσεις που αποτύχαινε η προσπάθεια προσηλυτισμού των αλλόπιστων ή εξαναγκασμού τους. Έτσι, στο παρελθόν, η  αποδοχή του θρησκευτικού δόγματος του ισχυρού έσωσε λαούς. Π.χ. οι  Πομάκοι σωθήκαν ως λαός αποδεχόμενοι το δόγμα του Ισλάμ. Διαφορετικά θα εξοντώνονταν. Και δεν είναι η μόνη περίπτωση στην ιστορία της ανθρωπότητας, που ανθρώπινες κοινότητες ή και λαοί σώθηκαν  αποδεχόμενοι το ξένο θρησκευτικό δόγμα. Ήταν ,βέβαια, αυτή μια  ταπεινωτική επιλογή». Και ο εθνικιστικός- πολιτισμικός ρατσισμός δεν στοχεύει οπωσδήποτε στη φυσική εξόντωση του διαφορετικού.  «Ικανοποιείται» με την πολιτιστική αφομοίωση της μειονότητας ή ενός ολόκληρου λαού,  στην περίπτωση της αυτοκρατορίας. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι Έλληνας θεωρείται όποιος αποδέχεται την ελληνική παιδεία. Είναι προς συζήτηση αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μία (ήπια) μορφή ηθικής αλλοτρίωσης του ατόμου, αφού η αποδοχή της ελληνικής (της αθηναϊκής) παιδείας σήμαινε και αλλαγή της πολιτισμικής του ταυτότητας.
Αυτοί οι ρατσισμοί δεν είχαν και δεν έχουν να κάνουν με την υποτιθέμενη, επινοούμενη διαφορά αίματος από λαό σε λαό, που «λογικά» πάει κατευθείαν στο φυλετικό ρατσισμό και στη φυσική εξόντωση όσων θεωρείται ότι δεν έχουν το ίδιο «καθαρό» αίμα.  Στο φυλετικό ρατσισμό, ειδικότερα με τη μορφή του ναζιστικού ρατσισμού, υπάρχει μόνο η φυσική εξόντωση του διαφορετικού. Δεν υπάρχουν περιθώρια εξαναγκαστικού «διαλόγου», περιθώρια προσηλυτισμού ή πολιτιστικής αφομοίωσης. Στην  αντίληψη του φυλετικού ρατσισμού μετρά το «είδος» του αίματος. Το άτομο ή ένας ολόκληρος λαός  «κρίνεται»  από το «είδος» του αίματός του. Αυτή είναι μια «αντικειμενική» κρίση, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Κατά την αντίληψη   του φυλετικού ρατσιστή, του ναζιστή,  ή είσαι  «καθαρόαιμος» ή είσαι προς εξόντωση  ή «απλώς» αντιμετωπίζεσαι ως «υπάνθρωπος». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη οι μη «καθαρόαιμοι» δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν ως μειονότητα στα πλαίσια ενός οργανωμένου «καθαρόαιμου» έθνους -φυλής,  μιας «καθαρόαιμης» κοινωνίας. Ο «βέβαιος» κίνδυνος οι μη καθαρόαιμοι να «μολύνουν» τη φυλή επιβάλλει την εξόντωσή τους. Αυτή η αντίληψη, ενισχυμένη από την ιδεολογία της άριας φυλής, του περιούσιου λαού, μπορεί να αποκτήσει μια επίπλαστη ανθρωπολογική ή και ηθική «λογική» υπόσταση. Όταν και εκεί όπου αυτή η αντίληψη γίνεται κυρίαρχη, η αλλοτρίωση διέπει όλα τα επίπεδα της συνείδησης του φυλετικού ρατσιστή, μαζί και το συναισθηματικό του κόσμο, καθώς  και τις συμπεριφορές του, στο επίπεδο των διανθρώπινων σχέσεων. Τίποτα δεν είναι αληθινά ανθρώπινο. Ο ανθρωπισμός καταργείται στο όνομα της ιδέας της «άριας» (ευγενούς), «ανώτερης», αυθεντικά ανθρώπινης φυλής.
Το φαινόμενο του ναζισμού  μπορεί να πάρει ευρύτατες διαστάσεις εγκλωβίζοντας τη συνείδηση μεγάλων τμημάτων του λαού σ’ αυτή την αντίληψη,  μαζί και ενός μέρους  ανθρώπων με ανώτερη μόρφωση, που επηρεάζονται από θεωρίες που συνδυάζουν τον ευγονισμό με τον φιλοσοφικό ιρασιοναλισμό. Βέβαια, σε όλη αυτή τη διαδικασία παίζουν ρόλο και τα ατομικά συμφέροντα.[25] Το ερώτημα είναι αν πραγματικά ο φυλετικός ρατσισμός έχει ανθρωπολογική καταβολή. Αυτό υποστηρίζουν οι ιδεολόγοι του.[26]  Θα πρέπει, βέβαια, να πω ότι η σοβαρή ανθρωπολογική βιβλιογραφία  πιστοποιεί  ότι η αιματολογική φυλετική θεωρία είναι επιστημονικά ανυπόστατη. 
Το ερώτημα είναι πως  στην εποχή μας, με την επιστήμη να διαχέεται και να καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, το σύγχρονο πολιτισμό, να υπάρχουν και  να ανανεώνονται  διαρκώς όλες  οι μορφές του ρατσισμού και μαζί οι αντίστοιχες μορφές της αλλοτρίωσης. Γενικότερα, τίθεται το ερώτημα γιατί με την ανάπτυξη της παιδείας, της επιστήμης, της «κοινωνίας της γνώσης» (όπως λέγεται) δεν υποχωρεί το φαινόμενο της αλλοτρίωσης, γιατί εξακολουθεί να είναι ένα καθολικό  φαινόμενο.   Μόνο οι άνθρωποι  με κριτική συνείδηση, που αγωνίζονται  για την κατάργηση των κοινωνικών αιτίων της αλλοτρίωσης και για την κοινωνική και ιδεολογική χειραφέτηση, μπορούν να αντισταθούν αποφασιστικά στους επηρεασμούς της ιδεολογικής χειραγώγησης και στις καταστάσεις της ζωής οι οποίες υποχρεώνουν τους ανθρώπους σε ηθικές και συμπεριφορικές υποχωρήσεις, που  «τελικά»  εμπεδώνονται στον τρόπο της ζωής τους, με μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης επηρεασμό στη φιλοσοφία της ζωής. Σ’ αυτή την προσπάθεια ο ρόλος της τέχνης, γενικότερα ο ρόλος της κουλτούρας, μπορεί να είναι ουσιαστικός, με τον όρο, βέβαια, ότι οι φορείς της επιμένουν στις απελευθερωτικές ιδέες και αξίες της. Πάντως, με δεδομένο το σημερινό καπιταλιστικό μοντέλο πολιτισμού, στη βάση του οποίου είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και ζωής, το φαινόμενο της αλλοτρίωσης θα αναπαράγεται διαρκώς χωρίς καμία προοπτική υπέρβασής του, ριζικής αντιμετώπισής του. Πολύ περισσότερο, που η  εξουσιαστική ελίτ, που είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου, κάνει ότι μπορεί για την αναχαίτιση, την αποτροπή κάθε χειραφετητικής προσπάθειας υψώνοντας και πολιτισμικούς φραγμούς στην κοινωνική πρόοδο και στο  πολιτισμικό μέλλον της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ριζική υποχώρηση της αστικής τάξης.  Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιστημονική και η τεχνολογική πρόοδος, και γενικότερα η δημιουργικότητα του ανθρώπου δεν λειτουργεί ως δύναμη απελευθερωτική της κοινωνίας.

Η χειραφέτηση στον αντίποδα της αλλοτρίωσης.     Το πολιτισμικό πρόβλημα του ανθρώπου της εποχής μας


 Παρήλθε η εποχή που η διαλεκτική τεχνολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης, κοινωνικής προόδου και εξέλιξης του πολιτισμού καθόριζε τον ιστορικό ρόλο της αστικής τάξης στον κόσμο. Τεχνολογική εξέλιξη και κοινωνική πρόοδος λειτουργούσαν στη σκέψη της ως δυο πλευρές μιας ενιαίας κοινωνικό-ιστορικής διαδικασίας, παρακολουθούμενες από τη γενικευμένη παιδεία, που θα δημιουργούσε τον ολοκληρωμένο άνθρωπο, ως το  φορέα και εκφραστή του νέου πολιτισμού. Κρίνοντας με τη λογική αυτής της αντίληψης η ανθρωπότητα θα έπρεπε να είχε φτάσει το ανώτατο στάδιο του ανθρώπινου πολιτισμού. Τα πράγματα εξελίχθηκαν κατά έναν  τρόπο που σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Στην εποχή της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και της πληροφορικής, στην εποχή μας, η επιστήμη και η τεχνολογία, ακόμα και η εκπαίδευση  είναι ταγμένες να υπηρετήσουν  (και υπηρετούν) πολιτικές αναχαίτισης κάθε προσπάθειας που εκφράζει την αναγκαιότητα μετάβασης σε ένα νέο, προοδευτικό και αληθινά αυθεντικό μοντέλο ανθρώπινου πολιτισμού. Ο 20-ος αιώνας ήταν καταλυτικός. Ο «μαζικοδημοκρατικός πολιτισμός του 20-ου αιώνα» και η αποτυχία του σοσιαλιστικού πειράματος, που στο κοινωνικό του όραμα, όπως αυτό διατυπώθηκε από το Μαρξ, είχε ενσωματώσει  βασικές ιδέες και αξίες  της κοινωνικής και ανθρωπολογικής φιλοσοφίας του αστισμού (Διαφωτισμός και Φιλελευθερισμός) σήμαιναν το «τέλος του αστικού πολιτισμού». Αυτό «το παράδοξο των παραδόξων» επιχειρεί να εξηγήσει ο Παναγιώτης Κονδύλης στο βιβλίο του Από τον 20-ο στον 21-ο αιώνα. [27]
Μάλιστα, αυτή την ιστορική στιγμή η κατάσταση επιδεινώνεται. Η δημιουργικότητα του ανθρώπου  ολοένα και περισσότερο διοχετεύεται σε πράξεις και επιλογές που στοχεύουν στην ακύρωση κάθε προσπάθειας δρομολόγησης μιας τέτοιας προοπτικής. Το μοντέλο ενός αυθεντικά ανθρώπινου πολιτισμού δεν είναι το μέτρο της ασκούμενης από την αστική τάξη  πολιτιστικής πολιτικής.
Στην επιδείνωση αυτής της κατάστασης «συμβάλλει» και το γεγονός ότι στη νέα αυτή πραγματικότητα   η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν συμμετέχει οργανικά  στην εξέλιξη του πολιτισμού, ενώ είναι ανύπαρκτη η συμμετοχή τους στη συνθετική προσπάθεια διαμόρφωσης των νέων πολιτιστικών αξιών. Μόνο ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας, οι άνθρωποι που συγκροτούν την ελίτ (τεχνολογική, επιστημονική, εκπαιδευτική, επικοινωνιακή, καλλιτεχνική)  έχει τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαμόρφωση του πολιτισμού, με το σκληρό  πυρήνα της  να  πρωτοστατεί ή «έστω» να προσαρμόζει το βηματισμό της προς  τις ανάγκες και τις απαιτήσεις αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος[28], με κυρίαρχο το ρόλο του  κερδοσκοπικού κεφαλαίου ακόμα και στον τομέα του πολιτισμού.[29]. Οι δομές του συστήματος παραμένουν ανέπαφες. Τα οράματα που προσφέρει στους ανθρώπους η τέχνη δεν λειτουργούν κοινωνικά. Ο τρόπος ζωής των ανθρώπων  παραμένει ο ίδιος ή αλλάζει  σύμφωνα με τους νόμους, τους κανόνες και τις ανάγκες αναπαραγωγής του συστήματος.
Αυτός είναι ένας από τους κύριους λόγους που, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα αναζητούν ερείσματα, σταθερές αξίες στο παρελθόν, στη θρησκεία, στην εκκλησία- που θεωρείται από αυτούς  τους ανθρώπους ως    θεματοφύλακας  τέτοιων αξιών. Αυτή είναι, επίσης, μια από τις συνθήκες  αλλοτρίωσης των συνειδήσεων.
Σ’αυτό, μάλλον, συμβάλει και ο περιρρέον φόβος από την άκρατη εφαρμογή – με τους όρους και τη λογική του κεφαλαίου- της άποψης : «ό,τι είναι εφικτό στην επιστήμη και στην τεχνολογία είναι θεμιτό και επιτρεπτό».Η δυναμική αυτής της σκέψης, μετουσιωμένη σε πολιτική πρακτική,   εγκυμονεί τον κίνδυνο να οδηγηθεί η ανθρωπότητα στην καταστροφή.[30]
Το πρόβλημα στην εποχή μας εμφανίζεται πλέον ως ζωτικό ανθρωπολογικό πρόβλημα  και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται - και πολιτισμικά. Προβάλλει η ανάγκη  δρομολόγησης μιας κοινωνικό-ιστορικής διαδικασίας η οποία θα στοχεύει στην οικοδόμηση ενός αυθεντικά ανθρώπινου πολιτισμού που θα βασίζεται στο συνδυασμό  των αρχών  της ελευθερίας, του ανθρωπισμού και του ορθολογισμού, με καθολικό εκφραστή του τον πολιτισμικά και κοινωνικά χειραφετημένο άνθρωπο. Αυτό εκφράζεται και με τη γνωστή πρότασή του Μαρξ για  την οικοδόμηση μιας  «κοινωνίας  των ελεύθερα συνεταιριζόμενων ανθρώπων».[31] Σε μια τέτοια κοινωνία ο άνθρωπος μπορεί να βρει την αυθεντική του καταξίωση. Το κρίσιμο ερώτημα το οποίο εμφανίζεται  ξανά και ξανά  στη σχετική βιβλιογραφία είναι: μπορεί ο άνθρωπος να φτιάξει μια άλλη κοινωνία που να τον καταξιώνει; Το ερώτημα αυτό είναι το αντικείμενο του σχετικού κεφαλαίου (με αυτόν τον τίτλο) στο βιβλίο μου Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου.[32]



                                                  ΤΕΛΟΣ



[1] Έριχ Φρομ, Η υγιής κοινωνία, εκδ. Μπουκουμάνη, 1973, σελ. 160
[2] Βλέπε σχετική ανάλυση στο έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος»,εκδόσεις Παπαζήση, σελ.  167 κ.ε., όπου και διατυπώνει την κρίσιμη θέση για τη  φιλοσοφική ανθρωπολογία, τη θέση   ότι «η καθαρή μορφή σκλαβιάς  του  (ανθρώπου- Θ.Β.) είναι να υπάρχει σαν εργαλείο, σαν πράγμα» (όπ.π. σελ. 60)
[3] Όπ.π.σελ. 31
[4] Hobbes T., Λεβιάθαν, (μτφρ. Γ. Πασχαλίδης - Α. Μεταξόπουλος), Γνώση, Αθήνα,1989
[5] Garai Laslo, A semélyiség dinamika és a társadalmi lét, Akadémiai kiadó ,Budapest, 1969.
[6] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, (μτφρ. Κ.Σταματίου), Αρσενίδης, Αθήνα χχ, 306.βλέπε και ΤΖαν Πωλ Σαρτρ, Το Είναι και το Μηδέν.Δοκίμιο φαινομενολογικής οντολογίας. μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης,Εκδόσεις Παπαζήση, 2007
975 σελ.Τ

[7]  Α) εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα και β) εκδόσεις Ψηφίδα, 2004.
[8]               Zygmunt Bauman, ) Ο πολιτισμός ως πράξη, εκδόσεις Πατάκη, 1994, σελ. 31.Αναφορά στον Άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Ερνέστ Γκέλλερ.
[9] Εκδόσεις Ράππα,1981
[10] Η πλέον αντιπροσωπευτική  άποψη της Σχολής στο θέμα της αλλοτρίωσης νομίζω ότι εκτίθεται και αναπτύσσεται στο βιβλίο του Χέρμπερτ Μαρκούζε Ο μονοδιάστασος άνθρωπος, εκδόσεις Παπαζήση, όπου  αναπτύσσει και την αυθεντικά δική του άποψη..
[11]  Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα,1999
[12]   Markus Gyorgy,   Marxizmus és  "antropologia", Akadémiai kiadó, Budapest, 1966).
[13] Βλέπε σχετική αναφορά στο βιβλίο μου Έγινα αυτός που είμαι, εκδόσεις Επίκεντρο,,2012.
[14] Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 108 -109, 2002,σελ. 139 -188.
[15] Εκδόσεις Άγρα, 2013
[16]  Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και εκδόσεις  Νήσος, 2014)
[17] Εργατικός Αγώνας 10/11/20130
[18]             Κούλα Κασιμάτη, Κοινωνικός σχεδιασμός και αξιολόγηση. Μεθοδοι και πρακτικές, εκδόσεις, Γκούτεμπεργκ, 2002. Το βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε συνάρτηση με το άλλο βιβλίο της Δομές και Ροές.Το φαινόμενο της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας, εκδόσεις Γκούτεμπεργκ, 2001.
[19]  Εκδόσεις  Προσκήνιο,Άγγελος Σιδεράτος, 2008
[20]             Βλέπε, Μπέρτολντ Μπρεχτ, Για τη φιλοσοφία και το μαρξισμό, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα, 2006
[21] Ο Μπρεχτ χρησιμοποίησε διάφορες ονομασίες για να ορίσει το είδος του θεάτρου του: επικό, μη αριστοτελικό… Προς το τέλος της ζωής του χρησιμοποίησε την ονομασία διαλεκτικό θέατρο. Βλέπε  τη μεγάλη μελέτη του Ούγγρου  Ungvari Tamas, Az elidegenetés elméletének eredete (Η καταβολή της θεωρίας της αποστασιοποίησης  - αποξένωσης), Ουγγρική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 1978 τεύχος 1.
[22]             Θανάσης Βακαλιός, Τέχνη και πολωτική, επιστήμη και τέχνη, εκδώσεις Προσκήνιο, Άγγελος Σιδεράτος, 2008, σελ. 29
                                                                
[23] Για τη Δίκη Άιχμαν βλέπε αναλυτικά στο βιβλίο της Χάννα Άρεντ , Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Για την κοινοτοπία του κακού. Μετφ. Β. Τομανάς, εκδόσεις  Νησίδες, 2009.
[24] Εκδόσεις Νήσος + Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2014
[25] Θανάσης Βακαλιός , Είναι ο καπιταλισμός συμβατός με την ηθική, όπ. π. σελ.121- 122
[26] Για το θέμα βλέπε αναλυτικά στο Ο  Λούκατς  για το φυλετικό ρατσιsμό.  Θεωρία και πράξη. Εισαγωγή – μετάφραση Θανάσης Βακαλιός.Thanasisvakalios.blogspot.gr
[27]  Παν. Κονδύλης, Από τον 20-ο στον 21-ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, εκδόσεις Θεμέλιο, 1998.σελ. 34 – 38. Περισσότερα για την ελέλιξη ή την κατάληξη του αστικού πολιτισμού βλέπε Π.Κονδύλης    "Η παρακμή του αστικού πολιτισμού" Αθήνα: Θεμέλιο, 1991
[28]Αναλυτικά για το θέμα αυτό βλέπε στο βιβλίο μου Τεχνολογία, Κοινωνία, Πολιτισμός, εκδόσεις Αρμός/ Ψηφίδα, 2000, σελ. 130 -137.
[29] Βλέπε Τέοντορ Αντόρνο , Σύνοψη της πολιτιστικής βιομηχανίας, , εκδόσεις Αλεξάνδρειαα, 1989.
[30] Αυτή η προβληματική είναι στο επίκεντρο του νέου (ανέκδοτου) βιβλίου μου  «Ο άνθρωπος ως υπερβατικό όν και το πρόβλημα του μέτρου»..

[31] Αναλυτικά γι αυτόν τον προβληματισμό βλέπε στο άρθρο- ομιλία μου  στην παρουσίαση του βιβλίου «Νέα Ανθρωπολογία και Μοντέρνα Τέχνη» (επιστημονική επιμέλεια Βασίλης Φιοραβάντες), έκδόσεις ΖΗΤΗ,, 2014.
[32] Εκδόσεις Ψηφίδα (Αρμός) , 2004, σελ. 211- 252.