Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ, Δημήτρης Βακαλιός, ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Από το αντιστασιακό εαμικό κίνημα στις Σέρρες (1943 -1945)

(Εισαγωγή, Επιμέλεια Θανάσης Βακαλιός)


Το βιβλίο αυτό είναι μία σπάνια προσωπική μαρτυρία ενός από τους πρωταγωνιστές στην ανάπτυξη του εαμικού κινήματος στο νομό Σερρών. Για τον ιστορικό, αλλά και για τον κοινωνιολόγο παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία η αποτύπωση και η ερμηνεία των αλλαγών που επήλθαν στη συνείδηση του κόσμου, που με τις πράξεις του, έφερε το ΕΑΜ, αλλά και  με την προβολή του αγωνιστικού, πατριωτικού και ανθρώπινου παραδείγματος των πρωταγωνιστών του. Από αυτή την άποψη πρόκειται για μία, και ηθικά, ανεκτίμητη προσωπική μαρτυρία για όσους από τους μελετητές των καταστάσεων, των εξελίξεων αλλά   και των πεπραγμένων του εαμικού κινήματος  αυτής της περιόδου, ενδιαφέρονται για το ρόλο του προσωπικού παραδείγματος σε καταστάσεις που το πατριωτικό και το κοινωνικό καθήκον συνθέτουν την ηθική προσωπικότητα του αγωνιστή. Ιδιαιτερότητα αυτής της «μαρτυρίας» είναι ότι επιχειρεί να παρουσιάσει με αντικειμενικό τρόπο και με κριτικό πνεύμα την πατριωτική  στάση και τη συμπεριφορά των αγωνιστών - στο βαθμό που οι αναμνήσεις ενός αγωνιστή, με έμφαση στα βιώματά του, μπορούν να αποφύγουν την υποκειμενική εκτίμηση και κρίση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος που, με το λόγο του ο πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου, ο Δημήτρης Βακαλιός, κερδίζει την υποστήριξη και στράτευση στο πατριωτικό και κοινωνικό έργο του ΕΑΜ ανθρώπων με αντιλήψεις εντελώς ξένες προς την ιδεολογία του και τους σκοπούς του. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στο διωγμό των αγωνιστών (1945 – 1948), με έμφαση στη δική του περίπτωση.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 Από την αξιόλογη βιβλιογραφία για την εαμική αντίσταση οι Σέρρες υστερούν. Λείπει όχι μόνον το ιστορικό βιβλίο αλλά και οι γραπτές μαρτυρίες των πρωτεργατών της στην περιοχή μας.

Έχουν φύγει από τη ζωή τόσοι και τόσοι πρωτοπόροι και ωραίοι αγωνιστές του κινήματος χωρίς να έχουν αφήσει για τις επόμενες γενιές της περιοχής μας ειδικότερα, μα και ολόκληρης της Ελλάδας, τις πολύτιμες μαρτυρίες τους για το εαμικό κίνημα και για τη δική τους προσφορά σ αυτό, γενικότερα στην εθνική αντίσταση.

Ο άγριος διωγμός των αγωνιστών μετά τη Βάρκιζα, η και η αδίστακτη αντικομουνιστική και αντιεαμική προπαγάνδα, η ιδεολογική και πολιτική χειραγώγηση και πλύση εγκεφάλων που ασκήθηκε με όλους τους τρόπους και τα μέσα στον πληθυσμό της περιοχής μας από την πρώτη μέρα της μετά -εαμικής περιόδου, από όλες τις δυνάμεις της αντίδρασης και του αστικού κατεστημένου, συνοδευόμενα από την πάντα απροκάλυπτη φυσική, ηθική και ψυχική τρομοκρατία σε βάρος των αριστερών, το γενικότερο κλίμα φοβίας που ήταν κυρίαρχο στην περιοχή, ακόμα και τη δεκαετία του 1970 στα χωριά αλλά και στην πόλη των Σερρών, είχε σκοπό να κάνει τους ανθρώπους να ξεχάσουν την ιστορία τους ή να μην θέλουν να μιλήσουν για την εθνική αντίσταση  ή και να τη γνωρίσουν.

Κι όμως, αυτή η ιστορία υπάρχει παντού. 'Οχι μόνον στα βουνά του Μπόζ- Νταγ και του Λαιλά ή της Καρά Μπαίρα, αλλά και στα χωριά και μέσα στην πόλη των Σερρών. Είναι μια ιστορία που γράφτηκε από τους Έλληνες πατριώτες, από τον λαό της περιοχής, με πρωτεργάτες επώνυμους αγωνιστές. Οι μαρτυρίες αυτών των αγωνιστών αποτελούν τα σημαντικότερα τεκμήρια πατριδογνωσίας της πρόσφατης ιστορίας της περιοχής. Είναι μαρτυρίες οι οποίες μπορούν να δείξουν στις νεότερες γενιές τι είναι αληθινά πατριωτικό και μεγάλο, κρινόμενο με τα μέτρα όχι μόνον μιας «εθνικής» ηθικής, αλλά μιας πανανθρώπινης ηθικής , στο βαθμό που επιτρέπουν να δει κανείς το βάθος και το ύψος του ανθρώπου που αγωνίζεται ανιδιοτελώς για το καλό των συνανθρώπων του, για το καλό του λαού και του κόσμου που υποφέρει.

Τους βοηθούν ν’ αποκτήσουν αληθινά ανθρώπινο ηθικό και ιστορικό ανάστημα διδασκόμενοι από το πατριωτικό απελευθερωτικό έργο των παπούδων και των γιαγιάδων τους, από το έργο της γενιάς της αντίστασης. Μέσα από αυτές τις μαρτυρίες μπορεί να αναδειχτεί η δράση του λαού της περιοχής σε μια ιστορική στιγμή που ήταν ελεύθερος, χάρη στον απελευθερωτικό λόγο και το απελευθερωτικό έργο του ΕΑΜ (του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου) , να επιλέξει τον αληθινό εαυτό του και να τον πραγματώσει μέσα από τις οργανώσεις του εαμικού κινήματος και μέσα από τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης, για το σύντομο διάστημα που λειτούργησε.

Πιστεύω ότι το αγωνιστικό έργο του πατέρα μου, ειδικότερα η προσφορά του στην οργάνωση και ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού και κοινωνικού κινήματος στην περιοχή μας (στην ανατολική πλευρά του νομού Σερρών) δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον όχι μόνον για κείνους που τον γνώριζαν ή έχουν ακούσει από τρίτους για τους αγώνες και το έργο του, αλλά για τον ευρύτερο κόσμο της περιοχής.

Ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι του θανάτου χτυπημένος από την επάρατη αρρώστια, όταν η μητέρα μας, που πρωτοστάτησε και αυτή στο εαμικό αντιστασιακό κίνημα του χωριού μας και τον συμπαραστάθηκε σε όλη την αγωνιστική του ζωή, και οι τρεις γιοί του, του ζητήσαμε να γράψει για την πλούσια αγωνιστική ζωή του. Επέλεξε να γράψει για την εαμικη περίοδο της δράσης του. Αυτή θεωρούσε ως την πλέον γνήσια αγωνιστική προσφορά στην πατρίδα, το λαό της περιοχής μας και τη χώρα. Αισθανόταν ότι αυτό το έργο τον καταξίωνε απόλυτα ως άνθρωπο.

Καθηλωμένος στο κρεβάτι, εξαντλημένος από την ασιτία και την αρρώστια, να δέχεται με τη «βία» ένα ποτήρι τσάι και ένα μπισκότα από τη μαμά που του παραστεκόταν, έγραφε μια ολόκληρη εβδομάδα. 'Οταν είχε τελειώσει το γράψιμο δεν υπήρχε πλέον καιρός να ξαναδούμε μαζί το κείμενο. Μερικές μέρες μετά πέθανε. Μου έδωσε όμως τη συγκατάθεσή του να εκδόσω τις «Αναμνήσεις» του αν κρινόταν ότι παρουσιάζουν ευρύτερο ενδιαφέρον - προβαίνοντας στις τυχόν αναγκαίες δικές μου παρεμβάσεις στο κείμενο, σεβόμενος το δικό του λόγο, αλλά και το ύφος της γραφής του.

Το κείμενο είναι γραμμένο με αφηγηματικό τρόπο. Περιγράφεται σ' αυτό η δράση του «κεντρικού ήρωα» στο εαμικό κίνημα, που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του. αλλά και οι οδύνες και οι κατατρεγμοί του αργότερα, στην μεταβαρκεζιανή περίοδο. Το κείμενο έχει έντονο τον προσωπικό τόνο. Όμως, ακριβώς επειδή ο συγγραφέας του ήταν ταυτισμένος με το εαμικό κίνημα της εθνικής και της κοινωνικής απελευθέρωσης του λαού, διαβάζοντας κανείς τις Αναμνήσεις μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη του ίδιου του κινήματος με τις ανθρώπινες διαστάσεις του στην ανατολική πλευρά του νομού Σερρών πάνω από το Στρυμώνα ποταμό. Και αργότερα σε διάφορες φυλακές και στο στρατόπεδο της Γυάρου (στα Γιούρα, όπως αναφέρεται εξακολουθητικά στο κείμενο).

Το κείμενο ανοίγει ένα παράθυρο στην ιστορία του εαμικού κινήματος στο νομό Σερρών. Μάλιστα, δεν περιορίζεται μόνο στην καθολική υποστήριξη του εαμικού κινήματος από το σεραϊκό πληθυσμό, αναφέρεται και σε αντιδράσεις ανθρώπων με αντικομμουνιστικές και εθνικιστικές ιδεολογικές και πολιτικές καταβολές που αντιδρούσαν στον εαμικό και στον κομμουνιστικό λόγο. Όμως γενικότερα ο συγγραφέας των «Αναμνήσεων»  αποτυπώνει το σκίρτημα των ψυχών, τα γνήσια πατριωτικά και απελευθερωτικά   αισθήματα των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για τους σκοπούς του ΕΑΜ.

Στο κείμενο μπορεί να παρακολουθήσει κανείς ανάγλυφα τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε το ΕΑΜ, μέσα από έναν ουσιαστικό διάλογο με το λαό και χάρη στο προσωπικό παράδειγμα των κομμουνιστών, που λειτουργούσαν στο πνεύμα της πολιτικής κουλτούρας του ΕΑΜ, να κατακτήσει τις καρδιές και το μυαλό του κόσμου - των αγροτών για το χώρο όπου λειτούργησε ο πατέρας μου και τον οποίο εκφράζει με γνήσιο πειστικό τρόπο.

Στο κείμενο παρουσιάζουν ενδιαφέρον τα επιχειρήματα και ο τρόπος οργάνωσης των επιχειρημάτων με τα οποία απωθούνται τα μεθοδευμένα ιδεολογικά αντικομμουνιστικά ενσταλλάγματα στις συνειδήσεις των αγροτών (Από αυτή την άποψη είναι ενδεικτική η επιχειρηματολογία και ο συλλογισμός υπέρ του κομμουνιστικού συμβόλου του σφυροδρέπανου). Όπως επίσης και οι αντιδράσεις των αγροτών σε λάθη του ΕΑΜ, της λαϊκής εξουσίας, που αμέσως διορθώνονται γιατί υπάρχει το στοιχείο της άμεσης επαφής με το λαό.

Όλα αυτά δίνονται στο κείμενο στα μέτρα του συγγραφέα, των συνθηκών κάτω από τις οποίες γράφτηκαν οι Αναμνήσεις, αλλά και του είδους της γραφής, που έχει επιλέξει ο συγγραφέας τους , ύστερα από τη δική μου προτροπή, αλλά και κατά έναν αυθόρμητο τρόπο - αφού ο πατέρας μου δεν ήταν ούτε συγγραφέας, ούτε ιστορικός. 'Ηταν όμως ένας άνθρωπος με αυξημένη παρατηρητικότητα, με μεγάλη γνώση και ευαισθησία για τα προβλήματα του λαού, των αγροτών, με διαμορφωμένη πολιτική και ιδεολογική προσωπικότητα, με γνώσεις όχι μόνον πολιτικές, αλλά και ευρύτερες και με ακόμα μεγαλύτερη αγωνιστική εμπειρία, και με ακλόνητη πίστη για την ορθότητα των ιδεών τις οποίες πρέσβευε.

Το κείμενο αυτό, αν θέλαμε να το χαρακτηρίσουμε θα λέγαμε ότι είναι αναμνήσεις ενός πρωτοπόρου Σερραίου αγωνιστή, ενός αγρότη κομμουνιστή για το εαμικό εθνικοαπελευθερωτικό και κοινωνικό κίνημα στην περιοχή, δοσμένες με έναν αφηγηματικό τρόπο, φορτισμένες με έντονα προσωπικά βιωματικά στοιχεία, όπως αυτά διατηρήθηκαν ολοζώντανα μετά από 35 χρόνια από την εποχή για την οποία γράφτηκαν οι «Αναμνήσεις», από τα οποία τα 29 τα είχε ζήσει στην ξενιτιά. Αυτός ο αφηγηματικός τρόπος, παρακολουθείται από μια ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, περιγραφή των καταστάσεων που συνάντησε και έζησε στη περίοδο του διωγμού των αντιστασιακών στη μεραβαρκεζιανή περίοδο από το «επίσημο» κράτος και το «ανεπίσημο» παρακράτος. Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας επέλεξε από την 46χρονη θητεία του στο εργατικό, στο αριστερό κίνημα να γράψει για τη  δράση και ζωή του στην περίοδο !943 – 1948, με έμφαση  στη βαθιά εντυπωμένη στη συνείδηση του εαμική περίοδο 1943-1945.

Ο Δημ. Βακαλιός εντάχθηκε το 1932  στο επαναστατικό εργατικό κίνημα της χώρας μας, συμμετείχε σ’αυτό αδιάλειπτα, και είχε υποστεί τις γνωστές ταλαιπωρίες των αριστερών αγωνιστών: φυλακές Σερρών ,Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, Ακροναυπλίας, Αγροτικές φυλακές Κασσάνδρας , εξορίες: Σίφνο,  Γιάρος, ενεργός πρωτοπόρος συμμετοχή στο εαμικό κίνημα, συμμετοχή στους αγώνες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και μετά πολιτικός πρόσφυγας στη Βουλγαρία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, συνολικά για 29 χρόνια στην υπερορία  με τη νοσταλγία της επιστροφής στην Ελλάδα, που δεν πραγματοποιήθηκε. Μια ιστορία που η παρουσία των συνολικών εμπειριών της είναι ευδιάκριτη στις Αναμνήσεις του για την πενταετία 1943 -1948, που μόνος επέλεξε να γράψει.

Στις «Αναμνήσεις» υπάρχουν κενά, ελλείψεις ,ίσως και ανακρίβειες για ορισμένα γεγονότα, όπως συνήθως συμβαίνει μ’ αυτό το είδος γραφής. Έγραψε ότι θυμόταν και όπως τα θυμόταν, πιεζόμενος από το λίγο χρόνο της ζωής που είχε ακόμα και τις ισχνές φυσικές δυνάμεις του. Δεν είναι δουλειά μου να καλύψω αυτά τα κενά. Αρχικά είχα επιλέξει να το κάνω.Τελικά, ύστερα από σκέψη εγκατέλειψα αυτή την ιδέα. Πρώτο γιατί οι ανακρίβειες δεν έχουν κανένα ειδικό βάρος σχετικά με την αξιοπιστία της αφήγησης η οποία  έχει μια εντυπωσιακή εγκυρότητα. Δεύτερο -κυρίως γι αυτό-  επειδή έκρινα ότι μια τέτοια παρέμβαση μου στο κείμενο θα νόθευε το είδος της γραφής. 'Ετσι, που ενώ θα έχανε ο αφηγηματικό λόγος την αυθεντικότητά του, δεν θα αποκτούσε τα χαρακτηριστικά ενός κειμένου με επιστημονική -ερευνητική εγκυρότητα, πράγμα που θα απαιτούσε ειδικές αναλύσεις και ειδική μεθοδολογία. Τελικά, απέρριψα την ιδέα μιας τέτοιας παρέμβασης στο κείμενο, ακόμα και για τα μέρη στα οποία υπάρχουν αναφορές σε πολιτικές εξελίξεις και πολιτικά γεγονότα κρίσιμης σημασίας και επειδή αυτές οι αναφορές είναι συμβατές με τις εκτιμήσεις της αριστερής βιβλιογραφίας που διαμόρφωσε τη γνώση του πατέρα μου οι οποίες γνώσεις κρινόμενες με τις νεότερες μελέτες δεν είναι αυθαίρετες, δεν είναι καθαρά υποκειμενικές. Μάλιστα, θα έλεγα ότι οι εκτιμήσεις του για τη μεταβαρκεζιανή περίοδο είναι μέσα στο πνεύμα των εκτιμήσεων της αριστερής ιστοριογραφίας - στο βαθμό που οι γνώσεις και οι εκτιμήσεις αυτές μπορούν να λειτουργήσουν μέσα από έναν αφηγηματικό τρόπο γραφής. Τα παραπάνω αφορούν και την ιστορία του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή μας.

Κρίνω όμως απαραίτητο να αναφερθώ εδώ σε μια πληροφορία που μου έδοσε ο Παρίσης Κατσαρός σύμφωνα με την οποία η οργανωμένη αντίσταση κατά των βουλγάρων κατακτητών στις Σέρρες άρχισε από την πρώτη στιγμή της κατοχής - το 1941. Σύμφωνα με τον Παρίση Κατσαρό στις Σέρρες υπήρχε οργάνωση του ΚΚΕ (ασύλληπτη κατά την 4η Αυγούστου), που από την πρώτη  μέρα της εισβολής των βουλγάρων , ύψωσε τη σημαία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Πρωτεργάτες στην πόλη των Σερρών σ αυτόν τον αγώνα ήταν ο Φυσέκας, ο Γιάννης Κατσαρός,ο Μήτσος Εσκιζόπουλος και πολλοί άλλοι. Δυστυχώς δεν είχα το χρόνο να ψάξω αυτήν την τόσο σημαντική πλευρά του εαμικού κινήματος στις Σέρρες. Έτσι, τα ονόματα αυτών των πρωτοπόρων πατριωτών είναι γνωστά μόνο σε ένα στενό κύκλο αθρώπων που συνεργάστηαν μαζί τους. Αυτή είναι μια σημαντική έλλειψη που την καταλογίζω στον εαυτό μου . Επίσης, ως σημαντική έλλειψη θα μπορούσε να καταγραφεί και ο πολύ περιορισμένος αριθμός επώνυμων αγωνιστών που πρωτοστάτησαν στο εαμικό κίνημα της περιοχής μας ή/ και αγωνιστών που έπεσαν θύματα σ αυτόν τον αγώνα. Αν υπάρξει ανταπόκριση από αναγνώστες αυτού του βιβλίου ή και ιστορικούς μελετητές του αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή, αυτή η έλλειψη θα μπορούσε στο μέλλον να καλυφθεί με δημοσίευση ή δημοσιεύσεις σε τοπικά περιοδικά ή και σε μια ενδεχόμενη  έκδοση του βιβλίου - αν αυτό ευτυχίσει να συμβεί.

Προβαίνω λοιπόν στην κοινοποίηση  του κειμένου «Αναμνήσεις» του πατέρα μου με τις επιβαλλόμενες διορθώσεις, πρόσθετες εξηγήσεις και πληροφορίες έτσι ώστε να είναι περισσότερο προσιτό για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Ο γενικός τίτλος του βιβλίου, οι τίτλοι και οι μεσότιτλοι, καθώς και η οργάνωση του υλικού, αλλά και η επιμέλεια του κειμένου  είναι έργο δικό μου.

Τέλος, θεωρώ απαραίτητο να προσθέσω στα παραπάνω και τα εξής: Ο πατέρας μου , όπως θα μπορέσει να το διαπιστώσει και ο κάθε αναγνώστης, στο κείμενό του αναφέρεται διεξοδικά στο ρόλο του χωριού μας, του Εμμανουήλ Παπά (Δοβίστα) στην αντίσταση και στη δράση του ίδιου στο χωριό. Αυτό είναι κάτι που του «βγήκε» αυθόρμητα μέσα από την εναγώνια αποτύπωση των αναμνήσεων του τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και ανάγεται μάλλον στους εξής λόγους: 1) Στο γεγονός ότι από εδώ άρχισε και εδώ κορυφώθηκε η δράση του στο εαμικό κίνημα, 2) Με την απελευθέρωση από τους βουλγάρους κατακτητές έγινε πρόεδρος του χωριού. Στη Δοβίστα εφάρμοσε, στο βαθμό που ο χρόνος το επέτρεψε, τις αρχές της αυτοδιοίκησης και της κοινωνικής δικαιοσύνης στις οποίες πίστευε και για τις οποίες πάλευε, 3) Η Δοβίστα λειτουργεί στην αφήγηση του ως πρότυπο αναφοράς για τη δράση του στα άλλα χωριά, στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής πλευράς του νομού Σερρών. Επομένως, όσα λέγονται σχετικά με τη Δοβίστα και με το έργο του Δημήτρη Βακαλιού στη Δοβίστα επιτρέπουν, περισσότερο από άλλες περιπτώσεις χωριών και οργανώσεων που συνθέτουν το χώρο στον οποίο έδρασε ως ηγετικό πρόσωπο του κινήματος, να οδηγηθεί κανείς σε συμπεράσματα με γενικότερη σημασία για το εαμικό κίνημα της περιοχής.

Είναι όμως πέρα από αυτά η Δοβίστα ο τόπος όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, μόχθησε, έκανε οικογένεια, έδρασε πολιτικά και κοινωνικά, ζυμώθηκε στο επίπεδο της καθημερινότητας με τους ανθρώπους και με το χώρο : τα σπίτια, τους δρόμους, το τοπίο, τα πάντα. Γι αυτό η αμεσότητα του λόγου του από την αρχή του γραπτού είναι παρούσα όταν μιλά για τη Δοβίστα και αυτό είναι κάτι που συνοδεύει όλη την αφήγηση. Αυτό εκφράζεται και με την αναφορά σε ονόματα συγχωριανών του, χωρίς καμιά ιδιαίτερη παρουσίαση, αφού πρόκειται για άτομα , που όποιον και αν ρωτήσεις στο χωριό από τους παλιούς, τα γνωρίζουν!
Ο Δημήτρης Βακαλιός (ο Μητρούσης Μπακαλιός, όπως ήταν γνωστός στους συγχωριανούς του) ήταν πρώτα απ’ όλα δοβιστιανος αγωνιστής και κομμουνιστής και σαν τέτοιος συμμετείχε οργανικά στο ευρύτερο κίνημα - το αντιστασιακό, το εαμικό. Αυτό εξάλλου, είναι γνώρισμα των αγωνιστών με τέτοιου είδους καταβολές στα χωριά τους.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος που η Δοβίστα είναι θα μπορούσαμε να πούμε, ο άξονας αναφοράς των αναμνήσεων του από τη δράση του στην κατοχή.

Η κυρίαρχη αναφορά στο χωριό του έχει να κάνει και με τη νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα, που  είναι στο επίκεντροτης σκέψης για όλους τους αγρότες που είναι στην ξενιτιά. Διάπυρος πόθος του είναι να μπορέσει να επισκεφτεί, έστω, το χωριό του, να δει τους ανθρώπους του, να περπατήσει στα σοκάκια του, όμως γνωρίζει ότι αυτό δεν θα το μπορέσει. Είναι λίγες μέρες πριν από το θάνατο. Γράφοντας τις αναμνήσεις του για τη δράση του στο εαμικό αντιστασιακό και κοινωνικό κίνημα κυριαρχείται, προφανώς, από το νόστο, από την επιθυμία να έρθει σε επαφή, έστω και μέσα από το γραπτό λόγο για το χωριό του, όπως αυτό εμφανίζεται μέσα από τη συμμετοχή του στο κίνημα σε όλες τις φάσεις της εξέλιξής του.  Η αφήγηση  έχει απάνω της την αμεσότητα της ζωντανής αγωνιστικής μνήμης. Έτσι αποτυπώνεται στο χαρτί., Η δουλειά η δική μου ήταν να βάλω να λειτουργήσουν μέσα από το κείμενο, όσο γίνεται καλύτερα, αυτά τα στοιχεία και όχι να γράψω ένα άλλο κείμενο. Αυτό και έκανα ή προσπάθησα να κάνω. Αυτά όσον αφορά το πρώτο μέρος του βιβλίου.
Από το δεύτερο μέρος του βιβλίου ξεχωρίζει η παραστατική περιγραφή του εφιαλτικού τοπίου του στρατοπέδου της Γυάρου ως ένας χώρος του παραλόγου στην υπηρεσία μιας πολιτικής λογικής που λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, με εκτελεστές ταγματασφαλίστες καθάρματα (του τύπου Γλάστρα, υποδιευθυντή των φυλακών της Γυάρου, πρώην διευθυντή των φυλακών Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη επί γερμανικής κατοχής), που ικανοποιούν τις εξουσιαστικές και σαδιστικές ορέξεις τους πάνω στους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης ως καταξιωμένοι λειτουργοί του ελληνικού κράτους!

Η περιγραφή της κατάστασης και της «ζωής» των κρατουμένων στη Γυάρο, στον 4° όρμο, είναι αληθινή. Δεν έχει υπερβολές. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις περιγραφές και άλλων κρατουμένων της Γυάρου για την περίοδο που «έζησε» εκεί ο πατέρας μου. Αυτή η ακραία μορφή διωγμού των αγωνιστών -που στη Γυάρο και στη Μακρόνησο έχει το χαρακτηριστικό της φυσικής εξόντωσης ή «έστω" της φυσικής αχρήστευσης πολιτικών αντιπάλων- είναι η λογική εξέλιξη του διωγμού των ανυπόταχτων γενναίων αγωνιστών που αρχίζει μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, με την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων. Το κλίμα του διωγμού δίνεται  παραστατικά και μέσα από τις περιγραφές των γεγονότων και των καταστάσεων που συνοδεύουν και χαρακτηρίζουν τη διαδρομή του πατέρα μου, μετά την απόλυση του, από τη Γυάρο στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στη διαδρομή ως το χωριό του, τη Δοβίστα. Στο κομμάτι αυτό της διήγησης υπάρχουν περιγραφές με κοινωνιολογική αξία για την καθημερινότητα της ζωής εκείνη την περίοδο, ακόμα και με γνήσια στοιχεία λογοτεχνίας, χωρίς βέβαια να μπορεί να κριθεί το κείμενο του πατέρα μου με τα κριτήρια της  λογοτεχνίας,  του μυθιστορήματος. Το κείμενο διατηρεί από την αρχή ως το τέλος το χαρακτήρα των αναμνήσεων ενός αγωνιστή, ενός ανθρώπου με δυνατή μνήμη, που έχει -στο μέτρο το δικό του- το χάρισμα της περιγραφής, με τα χαρακτηριστικά που ανάφερα παραπάνω, χωρίς να απομακρύνεται από την αρχή του σεβασμού της πραγματικότητας ως έχει, χωρίς ωραιοποιήσεις (και για το εαμικό κίνημα ) ή παραμορφωτικές υπερβολές για το όργιο του διωγμού των αγωνιστών της εθνικής αντίσταση/ του εαμικού κινήματος γενικότερα για την περίοδο 1945 -1948.


Ηλιούπολη 2001,
Θανάσης (Σάκης) Βακαλιός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου