Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Ανανέωση και ριζοσπαστισμός στην Αριστερά

Ανανέωση και Ριζοσπαστισμός στην Αριστερά (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Στο προηγούμενο άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στην ΕΠΟΧΗ με τον τίτλο Ανανέωση: μια τομή χωρίς συνέχεια ( Η ΕΠΟΧΗ,11.22.2005) αναφερόμενος στο ερώτημα «Τι είναι τελικά η Ανανεωτική Αριστερά;», διατύπωσα την άποψη ότι ιστορικά, αλλά και ουσιαστικά η οποιαδήποτε προσπάθεια για την απάντηση αυτού του κρίσιμου ερωτήματος, η οποία εκκρεμεί, οφείλει να καταπιαστεί με τη μελέτη της ιστορίας του ΚΚΕ εσωτερικού, με αιχμή το καινούριο που έφερε στη σκέψη του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος στη χώρα μας, με κορύφωση την υιοθέτηση των ιδεών του ευρωκομμουνισμού.

Μετά τη διάλυση του ΚΚΕ εσωτερικού αυτή η προσπάθεια έμεινε μετέωρη. Σε συλλογικό επίπεδο παρακολουθείται σταθερά μόνον από την ΕΠΟΧΗ (επομένως και την ΑΚΟΑ), κυρίως με τη δημοσίευση κειμένων που κινούνται στο πνεύμα της ριζοσπαστικής ανανεωτικής αριστε-ράς, που εκπροσωπούσε το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα. Για την άλλη αριστερά που αυτο-προσδιορίζεται ως ανανεωτική ακολούθησε μια περίοδος ασάφειας που κρατά ως τα τώρα, η οποία έχει να κάνει με την αποκοπή της έννοιας της ανανέωσης από την κομμουνιστική, τη μαρξιστική εν γένει, καταβολή της, γινόμενη έτσι μια έννοια που στις συνειδήσεις πολλών έφτασε σήμερα να σηματοδοτεί την αντιπαράθεσή της προς τη ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό μαζί με το γεγονός πως ό,τι έγινε συνήθεια να ονομάζεται ανανεωτική αριστερά στη χώρα μας κινηματικά δεν μπόρεσε να αποδώσει τα προσδοκώμενα, καθιστά αναγκαία την ανάδειξη του πραγματικού νοήματός της, του ριζοσπαστικού περιεχομένου της. Και είναι αυτό ακριβώς το ζητούμενο. Στη δρομολόγηση αυτής της πολυσύνθετης διαδικασίας, στην οποία θα πρέπει να συγκλίνουν, περισσότερο ή λιγότερο κατασταλαγμένες προσπάθειες και άλλων, προσδοκώ να συμβάλλω με το κείμενο που ακολουθεί
Εξαρχής θα πρέπει να πω ότι το εύρος αυτού του κειμένου διαμορφώθηκε ύστερα και από την τοποθέτηση των συνταχτών του άρθρου Ο διάβολος της κριτικής και της ενότητας (Χ. Γεωργούλας, Π. Κλαυδιανός, ΕΠΟΧΗ 24 -25, 12. 2005), στο οποίο με εξαιρετική ευστοχία σχολιάζουν το περίεργο, ας το πω έτσι, άρθρο του Άγγελου Ελεφάντη Ανανεωτική Αριστερά: Τέρμα; Όχι βέβαια, (Ενθέματα «Αυγής» 11. 12. 2005). Στο άρθρο τους αυτό αναφερόμενοι στην ανανέωση στο χώρο της αριστεράς (συμπεριλαμβάνοντας στο χώρο αυτό και τη σύγχρο-νη μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία – αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα, με το οποίο κρίνω ότι εδώ δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθώ), γράφουν τα εξής : «Η κυρίαρχη σήμερα σοσιαλδημο-κρατία έχει επιλέξει τη δική της ανανέωση, θεωρητική και πολιτική. Η μη σοσιαλδημοκρατική αριστερά είναι που έχει το πρόβλημα και οφείλει να το λύσει με διαφορετικό τρόπο από τον τρόπο που συνιστά ο “τρίτος δρόμος“ του μπλερισμού, της θεωρητικής και πολιτικής παρά-δοσης στο νεοφιλελευθερισμό». «Για την ώρα, γράφουν, υπάρχει μόνον μια σχετικά επεξερ-γασμένη στρατηγική, αυτή του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό. Με τη στρατηγική αυτή η ανανεωτική κομμουνιστική αριστερά προσέρχεται στο πεδίο της θεωρίας και της πολιτικής, που είναι πεδίο αντιπαράθεσης και αναζήτησης μιας νέας ενότητας ταυτόχρονα. Αν δεν κριθεί αυτό το στρατηγικής σημασίας ζήτημα με όρους ευνοϊκούς για την ανανεωτική κομμουνιστική αριστερά, η μόνη εναλλακτική λύση που υπάρχει, είναι η διαιώνιση της όλο και πιο δογματικής κυριαρχίας στο χώρο της κομουνιστικής αριστεράς, από τη μια, και της επικυ-ριαρχίας της όλο και πιο συντηρητικής σοσιαλδημοκρατίας κι ευρύτερης αριστεράς, από την άλλη.

Κάθε βήμα που θα κάνει η ανανεωτική – κομμουνιστική και ευρύτερη – αριστερά σ αυτό το δικό της δρόμο, στη δική της ανανέωση, θα αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο πίεσης όχι μόνο προς την ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και προς τις αριστερές δυνάμεις στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας να αντιδράσουν και να αντιταχθούν στην ιδεολογική και πολιτική παράδοση του νεοφιλελευθερισμου».

Θα συμφωνούσα πλήρως με αυτή την εκτίμηση αν πίστευα ότι η «στρατηγική» (εγώ θα έλεγα η ιδέα) του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό είναι ικανή για την αποτελε-σματική αντιπαράθεση στο πεδίο της θεωρίας και της πολιτικής με το δογματικό ΚΚΕ και για την αναζήτηση μιας νέας ενότητας της αριστεράς.

Βασισμένος στην 35- ετή εμπειρία από την δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος , αργότερα, αλλά και στις μελέτες που απεικονίζουν και εκτιμούν αυτή την εμπειρία, μαζί και στις δικές μου μελέτες, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το εύρος αυτής της ιδέας δεν είναι επαρκές για μια αντιπαράθεση, που θα εξασφά-λιζε την υπεροχή των δυνάμεων της ριζοσπαστικής ανανέωσης έναντι του δογματικού ΚΚΕ, και πολύ λιγότερο είναι επαρκές για την ενότητα της αριστεράς. Η αναφορά στη συνιστώσα του δημοκρατικού δρόμου από μόνη της δεν πείθει ότι αποτελεί ικανή βάση για την ανάπτυξη της αναγκαίας επαναστατικής θεωρίας της .σύγχρονης αριστεράς, δηλαδή του σύγχρονου κριτικού μαρξισμού. Εξάλλου, αυτή ήταν μάλλον η σημαντικό-τερη αιτία για το θεωρητικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, με αρνητικές επιπτώσεις και στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας και πρακτικής. Μάλιστα, η δογματική θα μπορούσε να πει κανείς, αξιωματική εμμονή σε αυτή τη βασι-κή, οπωσδήποτε, συνιστώσα της σύγχρονης ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς, από τη μια ακύρωνε την όποια ευρύτερη αντίληψη που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη του σύγχρονου κριτικού μαρξισμού, ενώ από την άλλη οδήγησε πολλούς από το χώρο του ευρωκομμουνισμού, στην αρχή στη λογική της παραδοσιακής σοσι-αλδημοκρατίας, σε μια φάση της ιστορίας της, όταν ήδη είχε αρχίσει η διαδικασία μετάλλαξής της, με κατάληψη τον σημερινό εγκλωβισμό της στη λογική, αλλά και την πολιτική πρακτική του νεοφιλελευθερισμού, στην οποία πολλοί από αυτούς επίσης έχουν εγλωβιστεί.

Το πρόβλημα της ριζοσπαστικής ανανέωσης της αριστεράς συναρτάται με την ικανότητα εκείνων που πιστεύουν σ αυτή να διευρύνουν τον προβληματισμό τους κατά τρόπο που να αγκαλιάζει όλο το φάσμα των θεμάτων που η μελέτη τους κατατεί-νει στον κριτικό θεωρητικό επαναπροσδιορισμό της αριστεράς με αναφορά στη νέα πραγματικότητα, στα νέα προβλήματα και τις νέες δυνατότητες, αλλά και τις νέες δυσκολίες ουσιαστικής παρέμβασής της στο κοινωνικό – ιστορικό γίγνεσθαι. Μια τέτοια συλλογική προσπάθεια προϋποθέτει τη συνολική κριτική θεώρηση του θεωρη-τικού και του πολιτικού μαρξισμού και λενινισμού, πρώτα και κύρια του μαρξικού έργου, και τις διάφορες εκφράσεις που γνώρισε στην μέχρι τώρα ιστορία. του. Από μια τέτοια συλλογική προσπάθεια η σημερινή αριστερά θα πρέπει να αναδείξει τις σταθερές μεταβλητές από το έργο του Μαρξ και των κορυφαίων θεωρητικών του μαρξισμού, να προσδιορίσει τα κενά, τις ελλείψεις που υπάρχουν σε αυτή τη θεωρητι-κή παράδοση, καθώς και τα σημεία που η ιστορία έχει υπερβεί την ισχύ τους, ενώ παράλληλα θα πρέπει να εμπλουτίσει την επαναστατική κριτική μαρξιστική θεωρία και πολιτική φιλοσοφία, με τα αναγκαία νέα λειτουργικά στοιχεία. Αυτό θα πρέπει να γίνει σε μια αντίληψη της συνέχειας και της ασυνέχειας. Ως συμβολή σε μια τέτοια προσπάθεια καταθέτω το κείμενο που ακλουθεί. Και θα πρέπει να πω ότι για πολλά από τα θέματα που μπορούν να ενταχθούν σε μια τέτοια συλλογική και συντονισμένη προσπάθεια, υπάρχει μια ,μεγαλύτερη ή μικρότερη, επάρκεια μελετών. 

*****
Η Αριστερά με το έργο του Μαρξ εμφανίζεται στην θεωρητική σκέψη, αλλά και στην πολιτική σκηνή ως αναγκαία συνιστώσα της ιστορίας. Εκφράζει μιαν αναγκαιότητα η οποία έχει να κάνει με τη διαλεκτική εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας, ειδικότερα με τη διαλεκτική της πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και τις δυνάμεις της εργασίας, που από την υπερίσχυση του δεύτερου σκέλους της θα εξαρτηθεί η πορεία εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, ακόμα και η ίδια η τύχη της ανθρωπότητας. Πρόκειται για αλήθεια η οποία για την αυθεντική μαρξιστική αριστερά λειτουργεί ως αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα, που διέπει τη σκέψη της και τη στάση της απέναντι στο κοινωνικό, το ανθρωπολογικό και το πολιτισμικό πρόβλημα που δημιουργεί η παγκόσμια κυριαρχία του κεφαλαίου. Η αριστερά είναι (οφεί-λει να είναι ) η συνεπής ως το τέλος συνειδητή πολιτική έκφραση των δυνάμεων της εργασίας, γενικότερα των κοινωνικών δυνάμεων τα συμφέροντα των οποίων συνα-ντώνται με το γενικό συμφέρον της ανθρωπότητας που οδηγείται από το σύγχρονο καπιταλισμό, από το Κεφάλαιο, στη βαρβαρότητα, Η εξέλιξη της ανθρωπότητας, του ανθρώπινου πολιτισμού έχει φτάσει σε ένα επίπεδο που η ύπαρξη της εξουσίας του κεφαλαίου αποτελεί την αιτία και τον πυρήνα μαζί του δραματικά οξυμένου κοινωνικού και ανθρώπινου προβλήματος της εποχής μας.

Καμιά ψευτοθεωρία περί της εποχής των αβεβαιοτήτων δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την αλήθεια. Η ύπαρξη κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας, και η ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, πυροδοτεί ξανά και ξανά τους ταξικούς αγώνες των εργαζομέ-νων, και των καταπιεζομένων γενικότερα η έκβαση των οποίων εξαρτάται από το βαθμό που η αριστερά μπορεί να σταθεί επικεφαλής σ αυτούς τους αγώνες ανοίγοντας μπροστά τους την προοπτική της ριζικής υπέρβασης αυτής της αντίθεσης, σε μια προοπτική δημιουργίας της αταξικής κοινωνίας.
Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει άλλη πολιτική δύναμη που να μπορεί αυτόν τον ιστορικό στόχο της αριστεράς να τον μετατρέψει σε έναν ιστορικά αρθρωμένο και πολιτικά λειτουργικό σύγχρονο πρόγραμμα δημιουργικής παρέμβασης στο κοινωικόι-στορικό γίγνεσθαι , παρά μόνον η ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά. Μπορεί να το κάνει μόνον η αριστερά η οποία , μελετώντας κριτικά και τη θεωρητική κληρονομιά του Μαρξ, μπορεί να εκφράσει την πεμπτουσία και το σύγχρονο περιεχόμενο της κοινωνι-κής φιλοσοφίας και της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας του, σε συνάρτηση και με την θεωρία της επανάστασης. .Κάθε άλλη θεωρία είναι αυτοκαταστροφική για την αριστερά και για την υπόθεση της αριστεράς – το σοσιαλισμό. Το ίδιο αυτοκαταστροφική είναι και η δογματική ερμηνεία και εφαρμογή της θεωρητικής κληρονομιάς του Μαρξ, του Έν-γκελς και του Λένιν.

Η αριστερά δεν είναι μια δεδομένη κατάσταση. Υπάρχει μόνον και εφόσον μπο-ρεί να εκφράσει σε θεωρητικό επίπεδο και να μεταφράσει σε πολιτικό λόγο και σε πολιτική πράξη τη δυναμική της ιστορικής κίνησης, με σκοπό την αλλαγή του κόσμου. Με αυτή την έννοια η ανανέωση είναι μέσα στη φύση της αριστε-ράς. Ανανέωση σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές έκφρασής της: στη θεωρία, στην πολιτική, στην οργάνωση και τη λειτουργία της 
Η ανανέωση της σύγχρονης αριστεράς αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία της ως επαναστατικής δύναμης,, που στοχεύει στην ανατροπή του καπιταλισμού και στη δρομολόγηση της ιστορικής διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Αυτό είναι το νόημα, αλλά μαζί και το κριτήριο της ανανέωσης. Αυτό ήταν πάντα το κριτήριο της ανανέωσης της αριστεράς σε όλη την ιστορική διαδρομή της στην ιστορία από το Μαρξ μέχρι σήμερα. Από αυτή την άποψη όλες οι επιτυχίες της ήταν συνάρτηση αυτής της συνθήκης. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία. Αυτό είναι και το πνεύμα το οποίο θα πρέπει να κυριαρχήσει στην αριστερά που αυτοπροσδιορίζεται ως «ανανεωτική».Αυτό είναι το πνεύμα της συνέχειας μέσα από την ασυνέχεια στην ιστο-ρία της. 
Η διαδικασία της ανανέωσης δεν ευνουχίζει τον εγγενή ριζοσπαστισμό της αριστεράς αλλά αντίθετα τον ενισχύσει, τον κάνει πολιτικά, κοινωνικά, αλλά και πολιτιστικά περισ-σότερο λειτουργικό. Αυτό τη συνδέει με όλη την προηγούμενη ιστορία της επαναστατι-κής αριστεράς, με τις πολλαπλές εκφράσεις της, με σταθερή τη συνεπή ως το τέλος στάση της στη μεριά των δυνάμεων της εργασίας εναντίον των δυνάμεων του κεφαλαίου, στη μεριά των καταπιεζόμενων ( ανθρώπων και λαών) εναντίον των καταπιεστών. 

Με βάση τα παραπάνω οι έννοιες «ανανεωτική αριστερά» και «ριζοσπαστική αριστε-ρά» προσδιορίζουν ένα και το αυτό πράγμα.- με την κρίσιμη διευκρίνηση ότι ο λειτουρ-γικός ριζοσπαστισμός είναι το κριτήριο της ανανέωσης και μαζί ο σκοπός της ανανέ-ωσης της αριστεράς. Η ανανέωση δεν μπορεί να οδηγεί στην έκπτωση του ριζοσπα-στιμού της αριστεράς, αλλά στην ενίσχυσή του, καθιστώντας τον πολιτικά αποτελεσμα-τικό στη νέα πραγματικότητα. Ανανέωση με λειτουργικό πλαίσιο τα δυνητικά όρια «βελτίωσης» του καπιταλισμού, συνιστά αναίρεση του ριζοσπαστικού, του επαναστατι-κού πνεύματος της αριστεράς, συνιστά άρνηση του αυτοπροσδιορισμού της ως αρι-στεράς. Συνιστά αυτοάρνηση ακόμα και στην περίπτωση που καλύπτεται πίσω από το ασαφές σύνθημα «σε έναν κόσμο που όλα αλλάζουν, αλλάζει και η αριστερά», που για μια δεκαετία είχε λειτουργήσει στη χώρα μας, για πολλούς, ως το ιδεολογικό άλλοθι της αριστερής αυτοαναίρεσής τους.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η διαδικασία ανανέωσης της αριστεράς περικλείνει το στοιχείο της άρνησης και της αναθεώρησης – με τη σωστή έννοιά της λέξης, δηλαδή της κριτικής θεώρησης και στάσης απέναντι σε ότι πιστεύαμε και σε ότι κάναμε ως αριστερά, σε ότι πίστευε και ότι έκανε το αριστερό επαναστατικό κίνημα, με κορμό το επαναστατικό εργατικό κίνημα που λειτούργησε κάτω από την ιδεολογική σημαία του μαρξισμού, αλλά και του λενινισμού. ως τη συγκεκριμένη έκφρασή του μαρξισμού στον περασμένο αιώνα.

Σκοπός αυτής της διεργασίας είναι η ανάδειξη των θεωριών, των μεθόδων, των αρ-χών και αξιών της αριστεράς με διαχρονική ισχύ, με την παράλληλη τροποποίηση ή και απόρριψη ξεπερασμένων ιδεών και αρνητικών πρακτικών της , καθώς και την ανάδειξη νέων ιδεών και πρακτικών που καθιστούν το ριζοσπαστισμό της σύγχρονης αριστεράς λειτουργικό στα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας (για το σύνθετο αυτό πρόβλημα υπάρχει μια ιδιαίτερα αξιόλογη βιβλιογραφία, η οποία περιμένει τη συνολική εκτίμησή της ή και επανεκτίμησή της από τη σύγχρονη ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά).

Η διεργασία αυτή για να είναι, όπως είπα, αποτελεσματική οφείλει να πραγματοποιηθεί σε μια αντίληψη της συνέχειας και της ασυνέχειας στην ιστορία της επαναστατικής αριστεράς από το Μαρξ μέχρι και σήμερα. 

Με δεδομένη την απόρριψη από το Μαρξ και το κομμουνιστικό κίνημα (αλλά και από την μπερνσταινική έκφραση του εργατικού κινήματος) του αναρχισμού, κύρια μορφή έκφρασης της ασυνέχειας για τη σύγχρονη ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά είναι η απόρριψη του σταλινισμού, με αιχμή την απόρριψη της πολιτικής φιλοσοφίας του και της δικτατορικής διοικητικής πρακτικής του, μαζί με όλες τις εκφράσεις δογματισμού που τον χαρακτήριζε. 

Λειτουργεί διαφορετικά η οπτική της ασυνέχειας απέναντι σε πλευρές της μαρξικής-μαρξιστικής θεωρητικής κληρονομιάς και της μαρξικής- μαρξιστικής πολιτικής φιλοσο-φίας, όπου η συνέχεια αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της σχέσης με το έργο του Μαρξ. Κατ αρχήν αυτή η στάση θα πρέπει να εφαρμοστεί και απέναντι στο θεωρητικό έργο του Λένιν, στο οποίο κυρίαρχο είναι το στοιχείο της αυτόνομης δημιουργικής παρέμβα-σής του στην ιστορία και στην ίδια τη σκέψη της επαναστατικής αριστεράς. Βέβαια, αυτό που προέχει είναι η στάση μας απέναντι στην κληρονομιά του Μαρξ – αφού κρινόμενη με αυστηρά επιστημολογικά κριτήρια δεν υπάρχει αυτόνομη κοινωνική φιλοσοφία του Λένιν, ενώ υπάρχει το περίγραμμα της δικής του πολιτικής φιλοσοφίας.

Η έννοια της συνέχειας αναφέρεται πρώτα απ όλα στη θεωρητική κληρονομιά του Μαρξ (αλλά και στη γνήσια μαρξιστική θεωρητική κληρονομιά) με διαχρονική ισχύ. Επιγραμ-ματικά, στα όρια αυτού του κειμένου, έκρινα ότι η αναφορά στη θεωρητική κληρονομιά του Μαρξ, μπορεί να λειτουργήσει ως έναυσμα για δημιουργική κριτική σκέψη και συζήτηση – με την αξιοποίηση βέβαια της ιδιαίτερα πλούσιας βιβλιογραφίας που υπάρ-χει για το σύνθετο αυτό θέμα.- και συγχρόνως ως βάση για την επεξεργασία της επαναστατικής θεωρίας της σύγχρονης αριστεράς, που δεν μπορεί να είναι άλλη από τον κριτικό μαρξισμό, στην καρδιά του οποίου είναι η διαλεκτική αντίληψη του Μαρξ για την ιστορία και για το επαναστατικό κίνημα.

Έτσι, εφαρμόζοντας την οπτική της συνέχειας και της ασυνέχειας, με κυρίαρχο το σκέλος της συνέχειας, ενδείκνυνται οι εξής επισημάνσεις για τη σύγχρονη ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά, που επιθυμεί να κατασκευάσει τη δική της κοινωνική και πολι-τική φιλοσοφία, η οποία αναφέρεται στην νέα πραγματικότητα, με τις ιδιαιτερότητές της όσον αφορά και τις δυσκολίες, αλλά και τις δυνατότητες ουσιαστικής ριζικής παρέμβα-σής της στο κοινωνικο- ιστορικό γίγνεσθαι:

• Η διαλεκτική του Μαρξ ως μέθοδος ερμηνείας και αλλαγής του κόσμου, ως συ-στατικού στοιχείου της κοινωνικής φιλοσοφίας του, της αντίληψης του για την ιστορία, με προεκτάσεις στην πολιτική φιλοσοφία και την επαναστατική θεω-ρία της αριστεράς.

• Η φιλοσοφία της εργασίας του Μαρξ, με τις προεκτάσεις της για το θέμα της αλλοτρίωσης σε συνάρτηση και με το προτεινόμενο από το Μαρξ μοντέλο κομ-μουνιστικής κοινωνίας που καταργεί τις κοινωνικές αιτίες του σημερινού καθολι-κού φαινομένου της αλλοτρίωσης (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι δυνατό ποτέ σε ατομικό επίπεδο να καταργηθεί παντελώς το φαινόμενο της αλλοτρίωσης), που πέρα και μαζί με την καθοριστική σημασία της για όποιον θελήσει να εξη-γήσει το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στον καπιταλισμό, αποτελεί και τον καθο-ριστικό πυρήνα για τη στοιχειοθέτηση του σύγχρονου οράματος της μελλοντι-κής, αυθεντικά ανθρώπινης κοινωνίας, του αυθεντικά ανθρώπινου πολιτισμού – σε συνδυασμό και με τη θεωρία του για την κατάργηση του φαινομένου (και του συστήματος) της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

• Η θεωρία για την αντίθεση, αλλά και για τη διαλεκτική κεφαλαίου και εργασίας, που αποτελεί την πεμπτουσία της μαρξικής- μαρξιστικής κριτικής του καπιτα-λισμού ως του σύγχρονου εκμεταλλευτικού συστήματος, αλλά και ως τον πυ-ρήνα της επαναστατικής θεωρίας του Μαρξ (και του μαρξισμού) για την ανα-τροπή του, με την επαναστατική παρέμβαση του πολιτικά χειραφετημένου και επαναστατικά οργανωμένου προλεταριάτου- των δυνάμεων της εξαρτημένης μισθωτής εργασίας για την εποχή μας, στις οποίες συγκαταλέγεται και το πα-ραδοσιακό προλεταριάτο που υπάρχει σε όλον τον τρίτο κόσμο, αλλά και στο πρόσωπο των μεταναστών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού.

• Η θεωρία της αξίας της εργατικής δύναμης (και της υπεραξίας),που αποτελεί το κλειδί για την αποκάλυψη των μηχανισμών λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας, του φαινομένου και των μηχανισμών της εκμετάλλευσης των εργα-ζομένων, με προεκτάσεις για τη ζωή τους, με την παρατήρηση ότι με την εμπο-ρευματοποίηση ακόμα και των προϊόντων της τέχνης ο νόμος της προσφοράς και ζήτησης στο χώρο αυτό, γενικότερα στο χώρο της βιομηχανίας της κουλ-τούρας, τροποποιείται ουσιαστικά η λειτουργία του, καθώς υπάρχει μεγάλη α-πόκλιση όσον αφορά τον ορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης ως εμπο-ρεύματος που ισούται με την κοινωνικά αναγκαία ποσότητα εργασίας (χρόνου εργασίας) που χρειάζεται για την αναπαραγωγή της - ενώ συγχρόνως αυτή η εξέλιξη καθιστά καθέναν που λειτουργεί σ αυτό το σύστημα εμπόρευμα, το ο-ποίο και μεταχειρίζεται το κεφάλαιο όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα, πράγμα που συνιστά την κατάργηση της ανθρώπινης υπόστασής του ατόμου ως αυταξίας.

• Η θεωρία του Μαρξ για την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, και με αυτή την έννοια για τη διαδικασία παγκοσμιοποίησης της ανθρωπότητας, η σύνδεσή της με την ιδέα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης και του παγκόσμι-ου σοσιαλισμού, σε συνδυασμό και με τη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλι-σμό, για το παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και για την ανάγκη οργάνωσης του επαναστατικού κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα που το είχε πρά-ξει ο Λένιν με την οργάνωση της Τρίτης (Κομμουνιστικής) Διεθνούς – όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν την κριτική θεώρησή τους, για να μπορέσουν στοιχεία τους να ενσωματωθούν, ανασκευασμένα, στην αναγκαία σύγχρονη θεωρία της αριστεράς που αφορά στη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης του παγκοσμιο-ποιούμενου αντικαπιταλιστικού κινήματος, όπως εμφανίζεται αυτό σήμερα μέ-σα από την κίνηση του παγκόσμιου κοινωνικού φόρουμ, αλλά και με τις προ-σπάθειες για την ανάπτυξη διεθνών οργανωτικών και πολιτικών σχημάτων της αριστεράς, όπως συμβαίνει με την προσπάθεια ανάπτυξης του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, το οποίο πρόσφατα έχει δημιουργηθεί.

• Η σύνδεση της θεωρίας για την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση της ανθρωπό-τητας με τη διεύρυνση της αποικιοκρατίας, που και αυτή θα πρέπει να τη δού-με μέσα από το πρίσμα των νέων μεθόδων αποικιοκρατίας – και για το θέμα αυτό υπάρχει μια αξιόλογη βιβλιογραφία από σύγχρονους μαρξιστές, αλλά και από μη μαρξιστές ερευνητές.

• Η μαρξιστική θεωρία ότι ο πόλεμος είναι στη φύση του καπιταλισμού – ιμπερι-αλισμού, με τις προεκτάσεις της για το ρόλο της πολεμικής βιομηχανίας γενικά στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος του σύγχρονου καπιταλισμού, ειδι-κότερα για το ρόλο του στρατιωτικού- βιομηχανικού συμπλέγματος στη λει-τουργία της οικονομίας των ΗΠΑ που λειτουργεί και ως αποφασιστικός συντε-λεστής στην επιδίωξή της για την κυριαρχία της σε όλον τον κόσμο.

• Με τους όρους της συνέχειας και της ασυνέχειας θα πρέπει να δει η ανανεω-τική αριστερά τη θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, που μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929- 1932 έχει αποφευχθεί η επανάληψή της σε αυτή τη γενικευμένη μορφή της, κυρίως χάρη στην ανάπτυξη της καταναλωτικής κοινωνίας, που εξασφαλίζει τη διάθεση των προϊόντων της διαρκώς αναπτυσσόμενης και διευρυνόμενης παραγωγής, υψώνοντας ένα τεχνητό ανάχωμα στις κρίσεις υπερπα-ραγωγής.. Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την αριστερά να εκτιμήσει και να σταθμίσει και σε πολιτικό επίπεδο το γεγονός ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός, έχει αναπτύξει την ικανότητα (μαζί και τους μηχανισμούς) παρέμβασης στη λειτουργία και την ισχύ νόμων της οικονομίας που τον διέπουν και απειλούν την «κανονική» λειτουρ-γία του ή και την ίδια την ύπαρξή του, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές, αλλά και τις ανθρωπολογικές επιπτώσεις τέτοιων παρεμβάσεων, όπως συνέβηκε με την ανάπτυξη της καταναλωτικής κοινωνίας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής , την εμπορευματοποίηση όλων των αξιών, τον εμπορευματικό φετιχισμό να διαχέεται παντού, με το αναπόφευκτο σύνδρομο της αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου από την ίδια την ουσία του ως λογικού όντος που για την κοινωνική του «καταξίωση» χρειάζεται να παραβαίνει τη χρυσή αρχή του μέτρου, του Αριστοτέλη. Αξίζει να ειπω-θεί εδώ ότι αυτές οι αλλαγές έχουν να κάνουν και με την ικανότητα του συστήματος αναχαίτισης ή και αναστολής της απειλής που σημαίνει για την εξουσία του κεφαλαίου η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής κεφα-λαιοκρατικής ιδιοποίησης των προϊόντων της, στην οποία (αντίφαση) εμπεριέχεται η δυνατότητα αύξησης των κοινωνικών εντάσεων που ευνοούν την ανάπτυξη του αντικα-πιταλιστικού επαναστατικού κινήματος, που απειλή την εξουσία του. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αναιρείται η θεωρία του Μαρξ. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη καθιστά ιδιαίτερα σημαντικό το αίτημα για την αριστερά να σταθμίσει και με τους όρους και τα κριτήρια της πολιτικής το γεγονός της συνειδητής παρέμβασης του συστήματος (με τη χρησι-μοποίηση μεγάλου τμήματος της επιστημονικής διανόησης, με αιχμή την εξαιρετικά καλά αμειβόμενη επιστημονική ελίτ) στην προσπάθειά του να διαχειριστεί αυτή την αντίφαση, ακυρώνοντας στην πράξη (αυτό δείχνει η μέχρι τώρα εμπειρία) την άποψη για την αντικειμενική λειτουργία της βασικής αντίφασης του καπιταλισμού, σε μια αντί-ληψη του ακραίου ντετερμινισμού. Αυτό δεν σημαίνει την ακύρωση του γεγονότος ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με κύριο κριτήριο την αποτελεσματική λει-τουργία της εξουσίας του κεφαλαίου, επιδεινώνει αντί να λύνει το κοινωνικό και το ανθρώπινο πρόβλημα της εποχής μας, σε συσχέτιση και με την διάχυση του παράλο-γου στη λειτουργία της εξουσίας του , που απειλεί δυνητικά την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπινου είδους.

• Η άποψη του Μαρξ και του Ένγκελς για τη μεγάλη τέχνη (ελληνική αρχαιότητα, Αναγέννηση, Ουμανισμός, Διαφωτισμός, τέχνη της εποχής τους) και η αξιοποί-ηση αυτής της πολιτιστικής παρακαταθήκης από μαρξιστές ερευνητές, καλλιτέ-χνες, γενικά διανοούμενους, αλλά και πολιτικούς σε μια προσπάθεια για την ανάδειξη, αλλά και την λειτουργία της τέχνης και της κουλτούρας, οριζόμενης με τους όρους του ανθρωπισμού και της διαλεκτικής στη διαδικασία της κοινωνι-κής προόδου, αλλά και για τη δημιουργία της σοσιαλιστικής τέχνης και κουλ-τούρας Υπάρχει και για τα θέματα αυτά σημαντικό έργο το οποίο οφείλει να α-ξιοποιήσει η ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά, συμπεριλαμβανομένης και της κριτικής θεώρησης για ότι έχει επιτευχθεί στο χώρο του πρώην υπαρκτού σο-σιαλισμού – ανάλογα και με τη χώρα- με σαφή αναφορά και στις αρνητικές πλευρές αυτής της παράδοσης απέναντι στην οποία η στάση μας είναι η κατη-γορηματική απόρριψη (λογοκρισία, κατάργηση της αυτονομίας της τέχνης, κομ-ματικός έλεγχος κλπ).

• Στην κατηγορία της ασυνέχειας ανήκει η θεωρία της δικτατορίας του προλετα-ριάτου, όχι μόνον κατ αρχήν, αλλά και γιατί ιδεολογικά και πολιτικά είναι μη λει-τουργική. Η δικτατορία του προλεταριάτου στην αντίληψη του Μαρξ και του Έν-γκελς δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της επαναστατικής τους θεωρίας για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, αφού δεν απόκλειαν την ειρηνική μετάβαση, την ο-ποία και εξαρτούσαν από τη στάση της αστικής τάξης. Υιοθέτησαν τον επινοη-μένο από τον Μπλανκί όρο της δικτατορίας του προλεταριάτου θεωρώντας «τε-λικά» ως πρότυπο το πρόγραμμα διακυβέρνησης τη; βραχύβιας Παρισινής Κομμούνας.. Η δικτατορία του προλεταριάτου ερμηνεύτηκε από το Μαρξ και τον Ένγκελς ως η πλέον προωθημένη μορφή της (άμεσης) δημοκρατίας. Η ανα-γκαιότητά της για μια σύντομη ιστορική περίοδο, που κατά την άποψή τους α-παιτείται για την κατάργηση του αστικού κράτους και για την δημιουργία του κράτους των εργατών, συναρτήθηκε με τον ιστορικό στόχο για την δρομολόγη-ση της ιστορικής διαδικασίας με σκοπό τη δημιουργία της αταξικής κοινωνίας, που καταργεί μαζί με τις τάξεις και την ταξική πάλη, αλλά και το κράτος ως μορ-φή έκφρασης και ως μέσο για την άσκηση της ταξικής εξουσίας, με την αναπό-φευκτη χρήση και της βίας. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στο Κομμουνιστικό Μα-νιφέστο μιλούν για την «κατάκτηση της δημοκρατίας» από την εργατική τάξη «ως πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση»(Μαρξ- Έγκελς, Διαλεχτά Έργα, 1-ος τόμος, σελ. 42). Αυτή η άποψη υιοθετήθηκε από τον Λένιν, που στις συν-θήκες της ξενικής επέμβασης των δυνάμεων της Ανταντ και του εμφύλίου πολέ-μου, στις συνθήκες της Ρωσίας, στα λίγα χρόνια ζωής που μετά την επανάστα-ση έμελλε να ζήσει, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να αντιληφθεί τους κινδύ-νους που περιέκλεινε η εφαρμογή της για μια μακρά περίοδο – αν και κατ αρχήν είχε αποδεχτεί τις επισημάνσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ακολούθησε η εξου-σία του Στάλιν, η οποία από το 1928, ήταν απόλυτη, που μετέτρεψε το καθε-στώς της δικτατορίας του προλεταριάτου σε σταλινικό ολοκληρωτικό καθεστώς, το οποίο και εμφάνισε ως την πεμπτουσία της θεωρίας μετάβασης στον σοσια-λισμό, ενώ ταύτισετο καθεστώς αυτό με τον ίδιο το σοσιαλισμό. Εξάλλου, ο Λέ-νιν δεν έζησε για να μπορέσει να εκτιμήσει τις εξελίξεις από την έκβαση της ε-φαρμογής της ΝΕΠ που ο ίδιος είχε δρομολογήσει, για να γνωρίζουμε την εξέλι-ξη της άποψής του για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, και για το σοσιαλισμό που επαγγέλονταν το πρόγραμμα του κόμματος των μπολσεβίκων. Για να μπορέ-σουμε επίσης να μάθουμε αν ο Λένιν αποδέχονταν τελικά την άποψη για το ρό-λο της αγοράς και του χρήματος στη φάση μετάβασης στο σοσιαλισμό, δηλαδή αν τελικά θα αποδέχονταν την άποψη για το σοσιαλισμό της αγοράς - θέμα το οποίο από το Μπουχάριν και μετά επανέρχεται στους προβληματισμούς και στις μελέτες των διανυομένων της αριστεράς, και ευρύτερων κύκλων διανοουμένων, κυρίως οικονομολόγων, έτσι, που υποχρεώνει την αριστερά να φέρει και πάλι στο προσκήνιο της σκέψης της το θέμα αυτό.. Και είναι χρήσιμη πιστεύω, για όσους βολεύονται γνωσιακά, νοησιαρχικά με τις απόλυτες απορρίψεις, τις από-λυτες διαχωριστικές γραμμές παρελθόντος και παρόντος, η αναφορά σε μια χαρακτηριστική τοποθέτηση του κατεξοχήν αντιδογματικού και ανανεωτή Λένιν (το έργο του οποίου υπόκειται στη δική μας κριτική) : «Εμείς, είπε ο Λένιν, δεν βλέπουμε καθόλου τη θεωρία του Μαρξ σαν κάτι το τελειωμένο και για πάντα δοσμένο. Απεναντίας έχουμε την πεποίθηση πως η θεωρία αυτή έβαλε μόνον τους ακρογωνιαίους λίθους της επιστήμης εκείνης, που οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να την προωθούν παραπέρα προς όλες τις κατευθύνσεις, αν δεν θέλουν να μείνουν πίσω από τη ζωή».(Λένιν, Το πρόγραμμά μας, Άπαντα, τόμος 4. σελ. 186- 190). Ο Λένιν χρησιμοποίησε σκόπιμα αυτή την υπερβολή αναφερό-μενος στο Μαρξ για να τονίσει την ανάγκη για περαιτέρω δημιουργική σκέψη, γνώρισμα της οποίας είναι το πνεύμα της ανανέωσης.

• Η σύγχρονη ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά έχει να αντιμετωπίσει σε θεω-ρητικό και σε πολιτικό επίπεδο ένα εντελώς καινούργιο πρόβλημα που ο μαρξι-σμός στις προηγούμενες εκδοχές του δεν είχε αντιμετωπίσει, πρώτα γιατί το πρόβλημα αυτό δεν εντάσσονταν οργανικά στην «καθαρή» ταξική δόμηση της επαναστατικής του θεωρίας και δεύτερο γιατί το θέμα αυτό δεν ήταν εξόφθαλμα παρόν στην εξέλιξη του ταξικού αγώνα, και επειδή η διαδικασία παγκοσμιοποί-ησης της ανθρωπότητας δεν ήταν τόσο προχωρημένη όσο είναι τώρα. Πρόκει-ται για το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας του κόσμου, με σαφείς διαχωρι-στικές γραμμές ειδικότερα ανάμεσα στον ισλαμικό, θρησκευτικό κατά βάση, πο-λιτισμό και τον δυτικοευρωπαικό πολιτισμό. Καινούργιο πρόβλημα αποτελεί και η αναζωπύρωση του εθνικισμού, που θέτει εκ νέου το πρόβλημα της σχέσης εθνικισμού και διεθνισμού, εθνικού και διεθνικού, σε μια εποχή που ο διεθνισμός και η παγκοσμιοποίηση του κόσμου αποτελεί κυρίαρχη κατεύθυνση και επιδίω-ξη του κεφαλαίου Πάντως, όλα δείχνουν ότι η μαρξιστική έρευνα και σκέψη στα θέματα αυτά είναι προωθημένη. Απομένει η ένταξη των πορισμάτων της έρευ-νας στην πολιτική φιλοσοφία της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς, ως ορ-γανικού στοιχείου της επαναστατικής της θεωρίας και ιδεολογίας.

• Στη βάση της νέας εποχής στην οποία έχει εισέλθει η ανθρωπότητα είναι η πέ-ρα ως πέρα δυναμική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η διαχείρισή τους από τον καπιταλισμό σύμφωνα με τη λογική του κεφαλαίου, τα δικά του συμφέροντα και επιδιώξεις, σηματοδοτώντας το νέο, διακριτικό γνώρισμα της νέας φάσης εξέλιξης του καπιταλισμού. Αν και υπάρχει σημαντικό ερευνητικό έργο σχετικά με αυτή τη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού, που έχει αρχίσει με τη διαδικασία ανάπτυξης της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης στη δεκαετία του 1950, και η οποία στην τελευταία δεκαετία έχει πάρει καινούργια διάσταση με την ανάπτυξη και την ευρύτατη διάδοση της πληροφορικής (αλλά και της βι-οτεχνολογίας – σε μικρότερο βαθμό), καθώς και με τις επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης στην παραγωγή, στο χαρακτήρα της εργασίας, στη σύνθεση και το χα-ρακτήρα του εργατικού δυναμικού, στον επικοινωνικακό τομέα, γενικότερα στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, σε σχέση και με την παγκοσμιοποίηση του καπι-ταλισμού, με τη λειτουργία του κεφαλαίου, η αριστερά δεν έχει προβεί στην αξι-οποίηση αυτού του ερευνητικού υλικού στην ανάπτυξη της σύγχρονης αριστε-ρής πολιτικής φιλοσοφίας, με προέκταση στις μεθόδους του ταξικού αγώνα και στο περιεχόμενό του, με αναφορά και στις ανακατατάξεις στη σύνθεση του ερ-γατικού δυναμικού, τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο, οι πολιτικές δυνάμεις που το υπηρετούν. Υπάρχουν μόνον οι πρώτες ενδείξεις ότι αυτό το αίτημα έχει αρχίσει να ωριμάζει στη σκέψη της σύγχρονης ριζοσπαστι-κής αριστεράς.

Είναι βέβαιο ότι η επαναστατική αριστερά διανύει έναν τρίτο κύκλο της ιστορίας της, σε στενή σχέση με τον τρίτο κύκλο εξέλιξης του καπιταλισμού. Ο πρώτος κύκλος άρχισε με το Μαρξ και Ένγκελς και τέλειωσε με το θάνατο του Ένγκελς, ο δεύτερος άρχισε με την υπερί-σχυση της άποψης του Λένιν στο διεθνές εργατικό επαναστατικό κίνημα. Σ αυτόν τον κύκλο εξέλιξης της επαναστατικής αριστεράς στο θεωρητικό – ιδεολογικό επίπεδο έβαλε τη σφραγίδα του ο λενινισμός, που μετά την επικυριαρχία του Στάλιν πήρε τη μορφή έκφρασής του μέσα από τα σοβιετικά εγχειρίδια του μαρξισμού – λενινισμού και τους θεωρητικούς και ιδεολόγους που υιοθέτησαν και υπηρέτησαν το σταλινισμό. Στη δεκαετία του 1960 αρχίζει ένας τρίτος κύκλος που σηματοδοτήθηκε από την κίνηση για την Νέα Αριστερά, με την κίνηση για «επιστροφή στο Μαρξ», την «Αναγέννηση του Μαρξ», με κυρίαρχο το ρόλο της Σχολής της Βουδαπέστης, αλλά και της Σχολής της Κόρτσιουλα και του περιοδικού Πράξις. Παρά το σημαντικό έργο αυτής της προσπάθειας (στην οποία, με κάποιες επιφυλάξεις μπορεί να ενταχθεί και η διάδοση του έργου της Σχολής της Φρανκφούρτης) με κορύφωση το έργο των θεωρητικών και ιδεολόγων του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος ,με κυριότερους τους Ιταλούς μελετητές, τελικά αυτή η κίνηση δεν οδηγήθηκε στην επεξεργασία της επαναστατικής θεωρίας του σύγχρονου κριτικού μαρξισμού, ως ερμηνευτικού και μαζί ως πολιτικά λειτουργικού «εργαλείου» της σύγχρονης ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς. Στη σημερινή φάση που διανύει το αριστερό κίνημα διεθνώς, αρχίζει να ωριμάζει αυτό το αίτημα, εκφραζόμενο και μέσα από μελέτες, για την συνειδητή ανάληψη από την πολιτική αριστερά, από την σύγχρονη ανανεωτική ριζοσπαστική αριστερά αυτής της αναγκαίας προσπάθειας – χωρίς να αγνοείται το γεγονός ότι ο λενινισμός είναι ακόμα λειτουργικός .για τις χώρες του τρίτου κόσμου, κυρίως για το χώρο της Λατινικής Αμερικής, με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της αριστεράς και των κοινωνιών αυτής της περιοχής, αποδεικνύοντας ότι ο λενινισμός ακόμα δεν «έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο» - φράση η οποία άκριτα χρησιμοποιείται από ορισμένους ως πολιτικό σλόγκαν που σηματοδοτεί το «αυτονόητο».

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου