Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Σκέψεις για την αυτονομία του σοσιαλιστικού συστήματος

Εξαρχής θέλω να κάνω σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για το σοσιαλισμό στον 21-ο αιώνα αγνοώντας την άποψη του θεωρητικού Μαρξ για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Υποστηρίζω ότι τροποποιημένη, σε βασικά σημεία, η άποψη του Μαρξ εξακολουθεί να αποτελεί πλαίσιο αναφοράς στην προσπάθεια για την στοιχειοθέτηση μιας πρότασης σοσιαλισμού που να εκφράζει τη δυναμική της νέας πραγματικότητας και να απαντά ουσιαστικά στο σύγχρονο κοινωνικό και ανθρωπολογικό, αλλά και το πολιτισμικό πρόβλημα της εποχής μας. Ωστόσο, ειδικότερα για την κατανόηση της προσέγγισης και της ανάπτυξης του θέματός μου είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει αναλυτικήπρόταση σοσιαλισμού του Μαρξ. Υπάρχει μόνον ένα γενικό μοντέλο κομμουνιστικής κοινωνίας ανθρωπολογικού- πολιτισμικού χαρακτήρα. .Η πρόταση σοσιαλισμού – κομμουνισμού του Μαρξ είναι το λογικό καταστάλαγμα της κριτικής θεώρησης. της ιστορίας του ανθρώπου, με κυρίαρχη την ιδέα του ανθρωπισμούΣτη βάση της θεωρίας του για τον κομμουνισμό, ως κοινωνικού σχηματισμού προορισμένου να λύσει το ανθρωπολογικό και πολιτισμικό πρόβλημα της ιστορίας του ανθρώπου είναι η σκέψη ότι η εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας και του καταναγκαστικού καταμερισμού της εργασίας, καθώς και της εμπορευματοποίησης της εργασίας (ως αναγκαίας αντικειμενικής προϋπόθεσης για την εξάλειψη ΄του φαινομένου της αλλοτρίωσης) θα αποκαθιστούσε την ανθρωπολογική αξία της εργασίας ως εσωτερικής ανάγκης του ανθρώπου για δημιουργία. Σ αυτόν τον όχι αυθαίρετο συλλογισμό οικοδόμησε ο Μαρξ το μοντέλο της κομμουνιστικής κοινωνίας όπου αποκαθίσταται η ενότητα της ανθρωπολογικής και της κοινωνικής υπόστασης του ανθρώπου. Σύμφωνα με το Μαρξ ο κομμουνισμός «είναι η πλήρης αποκατάσταση του ανθρώπου στον εαυτό του, ως κοινωνικής, δηλαδή ως ανθρώπινης ύπαρξης» , «είναι η επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του». (1)
Αυτή η σκέψη- πρόταση του Μαρξ είναι μια αναπαλλοτρίωτη ιδεολογική σταθερά της επαναστατικής αριστεράς που στοχεύει στην αλλαγή του κόσμου. Και είναι αυτή η σκέψη σήμερα πιο κοντά στις δυνατότητες του ανθρώπου, της ανθρωπότητας όσο ποτέ άλλοτε. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι σαφές ότι κρίνοντας την σκέψη αυτή με τους όρους της πραγματικότητας – λαμβάνοντας υπόψη και την ιστορική εμπειρία από τα αποτυχημένα σοσιαλιστικά πειράματα - οφείλουμε να δεχτούμε ότι αποτελεί μιαν αφηρημένη (με τη φιλοσοφική έννοια αφηρημένη) και όχι μια συγκεκριμένη δυνατότητα – με αναφορά στους αναγκαίους οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνιολογικούς όρους.
-----------------------------------------------------------------------------------
*Βελτιωμένο κείμενο της ομιλίας μου στο σεμινάριο της Εταιρίας Νίκος Πουλαντζάς με το γενικό τίτλο Ο σοσιαλισμός στον 21-ο αιώνα.
Η εμπειρία όλων των σοσιαλιστικών πειραμάτων συγκλίνει στο κρίσιμο συμπέρασμα ότι με δεδομένη την κυριαρχία (ή την καθοριστική υπεροχή) του κεφαλαίου, της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας της αγοράς στην παγκόσμια οικονομία, με όλες τις προεκτάσεις της στην πολιτική σφαίρα και τη ζωή, η αντίληψη του σοσιαλισμού ως πρώιμου κομμουνισμού είναι ανεφάρμοστη. Αυτή η ιστορική εμπειρία σε συνάρτηση και με την αντικειμενική ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, του καπιταλιστικά παγκοσμιοποιημένου κόσμου καθιστά αναγκαία την επεξεργασία και εφαρμογή ενός μοντέλου σοσιαλισμού με τη δική του (σχετική βέβαια) ιστορική αυτονομία: τις δικές του δομές, τους δικούς του θεσμούς, τη δική του νομοθεσία και δικαιοσύνη, ακόμα και τον δικό του τρόπο παραγωγής και ζωής διακριτό στην ουσία του από τον καπιταλιστικό, ωστόσο με στοιχεία καπιταλιστικά, αλλά και με κομμουνιστικά στοιχεία στην άρθρωση και τη λειτουργία του και κυρίως με μια εσωτερική δυναμική που αναπτύσσεται μεαναφορά σε κομμουνιστικούς όρους, χωρίς όμως να μπορεί μέσα από αυτόν το σχηματισμό ο κομμουνισμός, το μαρξικό μοντέλο του κομμουνισμού, να λειτουργήσει στην πράξη ως προγραμματική επιλογή λαμβάνοντας υπόψη και το επίσης ιστορικά βεβαιωμένο γεγονός ότι εξαιτίας και αυτής της συνθήκης, ο σοσιαλισμός υποχρεώνεται να καλύψει μιαιστορική περίοδο χρονικά απρόβλεπτης διάρκειας.
Ιδωμένο μέσα από αυτή την οπτική αποκτά ξεχωριστή σημασία το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός στο Μαρξ ορίζεται με κομμουνιστικούς όρους ως η πρώτη φάση του κομμουνισμού, ως πρώιμος κομμουνισμός. Έτσι ερμηνεύτηκε και έτσι επιχειρήθηκε να πραγματοποιηθεί από τους μπολσεβίκους, από τους κομμουνιστές ο σοσιαλισμός. Έτσι ερμηνεύτηκε και από την τροτσκιστική Τέταρτη Διεθνή, με κυρίαρχα σ αυτή τα στοιχεία της λενινιστικής ερμηνείας και της αντίστοιχης λενινιστικής πολιτικής πρακτικής. (2)
Η επικράτηση αυτής της αντίληψης στη σκέψη της επαναστατικής αριστεράς απέκλειε εξορισμού την άποψη για την αυτονομία, την αυτοτέλεια του σοσιαλισμού ως οικονομικο- κοινωνικού σχηματισμού ως ασυμβίβαστη με το θεωρητικό μαρξισμό, αφού ανατρέπει την άρρηκτη λογική δομή της. Είναι και αυτός ένας λόγος που αυτή η άποψη δεν μπόρεσε να λειτουργήσει στη Σ.Ε. και σε άλλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, έστω με την έννοια του προβληματισμού στις συζητήσεις για το σοσιαλισμό. Αυτό βέβαια αφορούσε τις συζητήσεις πριν από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή πριν από την κατάφορη αποτυχία του σοσιαλιστικού πειράματος που επιχειρήθηκε με βάση αυτή την αντίληψη για το σοσιαλισμό, έστω με τις σταλινικές του παραμορφώσεις.
Το αδύνατο σημείο των υποστηρικτών αυτού του μαρξιστικού υποδείγματος κοινωνίας ήταν ότι μιλούσαν για την υπεροχή τουχωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την πραγματικότητα. Αρνούνταν να δεχτούν την σταθερή υπεροχή του καπιταλισμού στην τεχνολογία, στην παραγωγική επιστήμη, στην οικονομία, που από τη δεκαετία του 1960 ήταν προφανής για τον καθένα, όχι μόνον για τους ερευνητές οικονομολόγους. Πίστευαν ότι η δυναμική της σχέσης σοσιαλισμού – καπιταλισμού ευνοεί το σοσιαλισμό. Ακόμα αρνούνταν να δεχτούν την υπεροχή του στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Αυτό συνέβαινε ενώ οι ηγεσίες των κομμάτων είχαν – περισσότερο ή λιγότερο - σαφή αντίληψη για την κατάσταση, ανάλογα και με τη χώρα.
Η ανωτερότητα του σοσιαλισμού – κομμουνισμού στο επίπεδο του θεωρητικού υποδείγματος στο οποίο πίστευαν τους εμπόδιζε να αναγνωρίσουν την προφανή αποτυχία του πραγματικού υποδείγματος, αναζητώντας τις αιτίες της αποτυχίας του στην απόκλιση από το θεωρητικό υπόδειγμα. Αυτή η νοοτροπία χαρακτήριζε όχι μόνον τους ιδεολόγους του κόμματος αλλά και τους ακαδημαϊκούς φιλοσόφους, οι οποίοιλειτουργούσαν ως ιμάντες της ιδεολογίας του κόμματος στο χώρο της παιδείας. Ακόμα, αυτή η νοοτροπία χαρακτήριζε και κείνους που ως μεταβατική λύση στα προβλήματα λειτουργίας του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου πρότειναν την εφαρμογή της ΝΕΠ ή μια παραλλαγή της, ως παροδική επιλογή, απορρίπτοντας τη σκέψη ένταξής της σε μια αντίληψη και πρακτική για την αυτονομία του σοσιαλισμού ως κοινωνικο - οικονομικού σχηματισμού, για τον καθορισμό του με βάση την πραγματική δυναμική του.
Αυτός ο τρόπος σκέψης και αυτή η πρακτική δεν επέτρεπε να δει κανείς ότι η δύναμη του μαρξισμού δεν είναι το λογικά και ανθρωπιστικά δομημένο κοινωνικό όραμα (που η αξία του για την αριστερά, ως δύναμη κοινωνικής αλλαγής δεν πρέπει να υποτιμάται), αλλά η ικανότητά του να αναδεικνύει από την πραγματικότητα τη δυναμική υπέρβασής της, με βάση την οποία η Αριστερά αρθρώνει τον πολιτικό της λόγο και την πολιτική της πράξη – εφαρμόζοντας την μεθοδολογική αρχή του Λένιν που αναφέρεται στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης
Αυτό της επιτρέπει να εκτιμήσει αντικειμενικά και να σταθμίσει ανάλογα, θεωρητικά και πολιτικά, το γεγονός ότι σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο στον οποίο δεν έχει κριθεί το κοσμοιστορικό ερώτημα ποιος – ποιον; αποτελούμενο από χώρες με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης, αλλά και με διαφορετικά έως και αντιπαρατιθέμενα πολιτισμικά- πολιτιστικά μορφώματα, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το σοσιαλισμό, αλλά και διαφορετικοί αυτοπροσδιοριζόμενοι «σοσιαλισμοί». Σοσιαλισμοί, όπως έλεγαν τη δεκαετία του 1960, με εθνικά χρώματα, (3) όμως με τα εξής κοινά χαρακτηριστικά :
1. συνταγματικά κατοχυρωμένη αφαίρεση της οικονομικής εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου – δημιουργία και ανάπτυξη υποδομών και μηχανισμών που καθιστούν αδύνατη την επανάκτηση της εξουσίας του. Κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής και ανάπτυξη κοινωνικών μορφών διαχείρισής τους, 2. Συνταγματική κατοχύρωση των κοινωνικών αρχών του σοσιαλισμού με άξονα αναφοράς την ιδέα – στόχο για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, στο πνεύμα της κοινωνικής φιλοσοφίας του Μαρξ, 3. Ενεργός συμβολή στη διαμόρφωση και ανάπτυξη όλων των μορφών αλληλεγγύης και συνεργασίας με όλες τις αντικαπιταλιστικές προοδευτικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις στην κοινή πάλη εναντίον του Κεφαλαίου, με σκοπό την αλλαγή του διεθνούς και παγκόσμιου συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ του σοσιαλισμού. Σταθερή προσπάθεια - μέριμνα για την στήριξη, υποστήριξη και ενίσχυση του έργου των λαών που εισήλθαν στη φάση μετάβασης στο σοσιαλισμό, και εργάζονται για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας.
Στην εποχή μας, της παγκόσμιας κυριαρχίας του κεφαλαίου ο σοσιαλισμός τον οποίο οφείλει να προτείνει η αριστερά στους λαούς θα πρέπει να αναδεικνύει την καθολικότητα-παγκοσμιότητα των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, των αρχών και αξιών του σοσιαλισμού, αλλά και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.. Με δεδομένη την αποτυχία του ιστορικού σοσιαλιστικού εγχειρήματος και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η πρόταση της αριστεράς θα πρέπει να πείθει για την εφαρμοσιμότητά της, δηλαδή να είναι μια πρόταση πολιτικά και κοινωνικο-ιστορικά λειτουργική.
Η πρόταση σοσιαλισμού της σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς για να είναι λειτουργική θα πρέπει να είναι ανάλογη με τους πόρους, τον πλούτο και τις δυνατότητες που δημιούργησε και δημιουργεί η ανθρώπινη εργασία, η ανθρώπινη δημιουργικότητα, ενώ παράλληλα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας ένα μεγάλο μέρος του οποίου έχει μικρές έως και μηδαμινές δυνατότητες να βρει μόνο του, χωρίς καμιά βοήθεια, τρόπους να βγει από την απροσμέτρητη αθλιότητα στην οποία βρίσκεται και να βρει το δρόμο προς την επιβίωση, την ανάκαμψη σε μια επόμενη φάση και την ανάπτυξη, για να μπει στη λεωφόρο της ευημερίας και της προόδου,
Αποδεχόμενοι τα παραπάνω οδηγούμαστε στη σκέψη ότι δεν είναι αναγκαία η κατασκευή ενός αναλυτικού μοντέλουσοσιαλισμού, σύμμετρου προς ένα κοινό για όλους ιδεολογικού υποδείγματος. Με δεδομένες τις συνθήκες στις οποίες αναφέρθηκα παραπάνω το ιδεολογικό υπόδειγμα κάθε χώρας ή ομάδας χωρών θα φέρει απάνω του και μέσα τουκατ ανάγκη στοιχεία του εθνικού πολιτισμού, της ιστορικά διαμορφωμένης κοινωνικής και ηθικής- πολιτιστικής συνείδησης του λαού της. Το παράδειγμα των αριστερών επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής πιστοποιείαυτή την αλήθεια. Αρκεί ν’ αναφερθώ εδώ στο φαινόμενο τουιερωμένου Τορές Καμίλο με τον οποίο αγωνίστηκαν από κοινού οι μαρξιστές- λενινιστές επαναστάτες για το σοσιαλισμό, οι οποίοι εξάλλου αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν θετικά τη λεγόμενη «θεολογία της απελευθέρωσης». (4)
Και αυτή η εμπειρία ενισχύει την αλήθεια ότι τα επαναστατικά ανατρεπτικά κινήματα δεν αναπτύσσονται με «εργαλείο» τη θεωρία, αλλά την ιδεολογία στην οποία το όραμα και η ηθική, μαζί με το συναίσθημα και την ψυχολογία της οργής και της άρνησης του «κακού» κόσμου, καθιστούν καταλυτική την παρέμβαση των μαζών στην έκβαση της επανάστασης. Ωστόσο, ιστορικά κρινόμενο το επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό παρά μόνον εφόσον διαθέτει μια επιστημονικά θεμελιωμένη επαναστατική θεωρία . Αυτό διδάσκει η ιστορική εμπειρία του εργατικού κινήματος – του κομμουνιστικού, αλλά και του σοσιαλδημοκρατικού.
Η εμπειρία αυτή καθιστά απαραίτητη την αποσαφήνιση των όρων θεωρία και ιδεολογία. , που εδώ απλώς υπαινίσσομαι, λέγοντας ότι η σοσιαλιστική θεωρία για να είναι πολιτικά και κοινωνικά - αλλά και οικονομικά- λειτουργική θα πρέπει να εκφράζει τη δυναμική της πραγματικότητας και να απαντά στα προβλήματα της κοινωνίας και των ανθρώπων (σε θεωρητικό βέβαια επίπεδο), παρέχοντας και τη μέθοδο για την αντιμετώπισή τους. Επίσης, είναι σημαντικό να τονιστεί, ειδικότερα για την εποχή μας που η παγκοσμιοπίηση αφορά όλες τις χώρες και λειτουργεί ακόμα και στο επίπεδο της καθημερινότητας της ζωής, ότι η κοινωνική θεωρία της αριστεράς (ακόμα και η πολιτική φιλοσοφία της) θα πρέπει να εκφράζει τα προβλήματα που δημιουργεί η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, τις αντιφάσεις και τη δυναμική της, μαζί και τη δυναμική αλλά και τα προβλήματα της αριστερής ριζοσπαστικής παρέμβασης σ αυτή την πραγματικότητα. Δεν είναι δυνατό με αναφορά μόνον σε μια χώρα (ή σε μια ομάδα χωρών), στην κοινωνική δυναμική της, και στη δυναμική και τις εμπειρίες του επαναστατικού της κινήματος να επιχειρηθεί η κατασκευή μιας ιστορικά λειτουργικής κοινωνικής θεωρίας της επαναστατικής αριστεράς. (5)
Μάλιστα, στην εποχή μας είναι αμφίβολης επιστημονικής αξίας και η κατασκευή μιας τέτοιας θεωρίας με αναφορά ακόμα και στην τεχνολογικά (επιστημονικά)- οικονομικά περισσότερο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Έστω κι αν στη δεδομένη ιστορική στιγμή η χώρα αυτή εμφανίζεται ως το υπόδειγμα για τις άλλες χώρες - για δυο κύριους λόγους. Πρώτο γιατί προοπτικά δεν είναι βέβαιη η πρωτοκαθεδρία της στην παγκόσμια οικονομία : Σοβαροί οικονομολόγοι ερευνητές συμφωνούν ότι μετά από 20 χρόνια η Κίνα θα διεκδικήσει με επιτυχία αυτή τη θέση. Δεύτερο γιατί σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο η άποψη του Λένιν περί του αδύνατου κρίκου του ιμπεριαλιστικού συστήματος είναι τώραμάλλον περισσότερο λειτουργική πολιτικά – σε μια αντίληψη της διαρκούς επανάστασης , η οποία εξάλλου χαρακτήριζε την αρχική σκέψη του Λένιν. Εδώ σημειώνω απλώς, χωρίς να προχωρώ σε ειδικές αναλύσεις, ότι στο επίπεδο της παγκοσμιότητας – οικουμενικότητας το υπόδειγμα κοινωνίας του Μαρξ αποτελεί συστατικό στοιχείο της επαναστατικής θεωρίας της αριστεράς, το οποίο λειτουργεί ως προγραμματική υπόθεση εργασίας και αφορά στο μέλλον της ανθρωπότητας. Θα πρέπει βέβαια να πω ότι στην κατάρτιση μιας τέτοιας υπόθεσης εργασίας (η οποία είναι αδιανόητη χωρίς την ουσιαστική – και ερευνητική- συμμετοχή της μαρξιστικής φιλοσοφίας) δεν αρκεί η κριτική θεώρηση της δυναμικής εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνολογίας και της επιστήμης, της τεχνοεπιστήμης. Απαιτείται μια συνολική θεώρηση των συντελεστών που συνθέτουν την ύπαρξη και λειτουργία του σημερινού κόσμου, με έμφαση στους συντελεστές που προοιωνίζουν την υπέρβασή του ή/και επιτρέπουν την επιστημονική θεωρητική θεμελίωση της αριστερής σκέψης για την υπέρβασή του.
Παρεμπιπτόντως σημειώνω ότι μιλώντας για τη δυναμική μιας καπιταλιστικής χώρας στην εποχή μας (ειδικότερα μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού) οφείλουμε να έχουμε υπόψη το γεγονός ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό η δυναμική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όχι μόνον δεν υποχώρησε αλλά αυξήθηκε αποφασιστικά και ότι αυτό έγινε(και γίνεται) με τη συνειδητή παρέμβαση της αστικής τάξης, του Κεφαλαίου.
Στην παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη η αδυναμία της αστικής τάξης να προσαρμόσει τις σχέσεις παραγωγής στην αναπτυξιακή δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων είναι στη βάση της επαναστατικής ανατρεπτικής δυναμικής του εργατικού κινήματος. Υπάρχει σ αυτή την αντίληψη μια λογική σχέση ανάμεσα στην αναπτυξιακή δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων και στη δυναμική ανατροπής του καπιταλισμού, με τη συνειδητή επαναστατική παρέμβαση της εργατικής τάξης που στοχεύει στο σοσιαλισμό. Η σύγχρονη αστική τάξη χωρίς να καταργεί αυτή τη βασική αντίφαση του καπιταλισμού έχει αναπτύξει μηχανισμούς που επιτρέπουν την αναστολή της καταστροφικής για το σύστημα λειτουργία της. Από τη δεκαετία του 1930 και με πλήρη μεθοδικότητα από τη δεκαετία του 1960 έχει αναπτύξει μηχανισμούς απορρόφησης των εντάσεων που δημιουργεί αυτή η αντίφαση. Παράλληλα, με την ανάπτυξη της καταναλωτικής κοινωνίας και του «καταναλωτικού ανθρώπου» ,πέτυχε την αναστολή της καταστροφικής λειτουργίας της αντίφασης προσφοράς και ζήτησης, που ήταν στη βάση των κρίσεων υπερπαραγωγής, καθιστώντας έτσι δυνατή την «απρόσκοπτη» ανάπτυξη της δυναμικής των παραγωγικών δυνάμεων προς όφελος του κεφαλαιοκρατικού κέρδους. Μάλιστα, συνειδητά και μεθοδικά χρησιμοποιεί τώρα πλέον και την επιστήμη ως παραγωγική δύναμη και ως βασικό παράγοντα διαρκούς εκσυγχρονισμού και αποτελεσματικής λειτουργίας της εξουσίας του κεφαλαίου και ευρύτερα του αστικού κράτους.
Αυτές οι τομές στη δομή και λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού δημιουργούν την εντύπωση ότι η αστική τάξη έχει εξασφαλίσει για το ακαθόριστο ιστορικό μέλλον τη διαιώνιση της εξουσίας του κεφαλαίου στον κόσμο. Δημιουργείται η εντύπωση (για πολλούς η βεβαιότητα) ότι η «διευθέτηση» της βασικής αντίφασης του συστήματος κατά τρόπο που να μην απειλείται η ανατροπή της εσωτερικής ισορροπίας του, έχει αφαιρέσει την αντικειμενική βάση για ριζική ανατρεπτική παρέμβαση των σύγχρονων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.
Αυτή η θεώρηση παραβλέπει ή υποβαθμίζει τη σημασία του γεγονότος ότι η μέριμνα για τη «διευθέτηση» της βασικής αντίφασης του καπιταλισμού παρακολουθείται από το φαινόμενο επιδείνωσης άλλων αντιφάσεών του, άλλων προβλημάτων, με σημαντικότερα: το μεγάλωμα του χάσματος-όχι μόνον με σχετικούς, αλλά και με απόλυτους όρους- πλουσίων και φτωχών, ατόμων και κοινωνικών συνόλων ή και λαών, σε ορισμένες χώρες - με αναφορά σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα- η ανεργία, οι εξοπλισμοί και οι πόλεμοι, παλιές και νέες μορφές ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, η ανάπτυξη νέων μορφών εκμετάλλευσης και καταπίεσης, η εμπορευματοποίηση όλων των αξιών συνοδευόμενη από νέες μορφές αλλοτρίωσης και φαινομένων κοινωνικής παθολογίας,ηπολιτιστική – πολιτισμική αβεβαιότητα ανθρώπων, λαών, αλλάκαι του παγκοσμιοποιημένου κόσμου, με τους όρους του κεφαλαίου. Σ αυτές τις αντιφάσεις και τα προβλήματα εστιάζει τη δράση της η αριστερά που στοχεύει στο σοσιαλισμό, με την υπόσχεση ή και τη βεβαιότητα ότι ο σοσιαλισμός μπορεί να δρομολογήσει τις αναγκαίες αλλαγές που απαιτούνται για τη λύση τους, ανοίγοντας τους ιστορικούς ορίζοντες για έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο χωρίς αυτά τα κοινωνικάφαινόμενα.
Το ερώτημα είναι αν με δεδομένη την κυριαρχία του κεφαλαίου και της κεφαλαιοκρατικής αγοράς στην παγκόσμια οικονομία, αλλά και την μεθοδική πολιτική χρησιμοποίηση αυτής της κυριαρχίας, η αριστερά που σε μια - γεωγραφικά και πληθυσμιακά μεγάλη χώρα, με μεγάλα αποθέματα φυσικών πόρων - η σε μια ομάδα χωρών (.χ. στην Ενωμένη Ευρώπη) έχει κατακτήσει την εξουσία και έχει δρομολογήσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, μπορεί καταργώντας την κεφαλαιοκρατική οικονομία της αγοράς και τον καταναλωτισμό, που είναι αναγκαίο σύνδρομό της, να αναμετρηθεί με το κεφάλαιο σε διεθνές και σε παγκόσμιο επίπεδο - και να αλλάξει το συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ του σοσιαλισμού; Η ιστορική εμπειρία από την οικονομική αντιπαράθεση καπιταλισμού – σοσιαλισμού επιτρέπει να πούμε : μπορεί μόνον εφόσον ο σοσιαλισμός θα έχει υπερισχύσει στην παγκόσμια οικονομία .Τότε βέβαια ο κομμουνισμός μπορεί να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά προγράμματος καθολικής αναμόρφωσης της κοινωνίας
Η βεβαιότητα με την οποία μιλούσε το ΚΚΣΕ, για την ανωτερότητα της «σοσιαλιστικής οικονομίας» ήταν ανυπόστατη. Όπως ανυπόστατη ήταν και η βεβαιότητα με την οποία μιλούσε η ηγεσία του ΚΚΣΕ για το «κέρδισμα» της «οικονομικής άμιλλας» με τις ΗΠΑ! Εκεί που αυτός ο ισχυρισμός δεν ήταν αποτέλεσμα κακών υπολογισμών, ήταν μια κακή προπαγάνδα που ικανοποιούσε όσους σκέπτονταν με ιδεολογικούς και όχι με πραγματικούς όρους. Τελικά η εμμονή ορισμού του σοσιαλισμού με κομμουνιστικούς όρους οδήγησε στην αποτυχία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Απαιτούνταν ο ορισμός του με τους όρους του πραγματικού και όχι του ιδεατού, της πραγματικότητας και όχι της ιδεολογίας. Αυτό βέβαια θα οδηγούσε στην αποδοχή της άποψης για την αυτονομία του σοσιαλισμού ως κοινωνικο- οικονομικού σχηματισμού, πράγμααπαράδεκτο για την κατεστημένη στη συνείδηση των κομμουνιστών αντίληψη περί σοσιαλισμού.
Είναι ενδεικτικό ότι στη «νέα αντίληψη» του Γκορμπατσόφ δεν μπόρεσε να βρει θέση το ερώτημα αν ο σοσιαλισμός μπορεί να γίνει αντιληπτός ως ένας ιστορικά αυτόνομος οικονομικο-κοινωνικός σχηματισμός. Στην εισήγησή του στο 27-ο συνέδριο του κόμματος (1985) ο Γκορμπατσόφ επιβεβαιώνει την πάγια θέση του ΚΚΣΕ για το σοσιαλισμό οριζόμενο με κομμουνιστικούς όρους. «Ακολουθούμε απαρέγκλιτα, είπε, την πορεία μας προς τον κομμουνισμό. με γνώμονα ότι ανάμεσα στις δυο φάσεις του ενιαίου αυτού κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει διαχωριστική γραμμή. Είναι αδύνατο, παρακάμπτοντας το σοσιαλισμό, να περάσουμε αμέσως στην ανώτατη φάση του κομμουνισμού, όπως ακριβώς είναι λάθος να φανταζόμαστε το σοσιαλισμό σαν αυτοτελή κοινωνικό σχηματισμό (Η έμφαση από μένα-Θ.Β.)...». (6)
Και είναι επίσης ενδεικτικό για τις ιδεολογικές εμμονές του ΚΚΣΕ, γενικότερα :των σοβιετικών ιδεολόγων, το ότι στη σκέψη τους η σοσιαλιστική δημοκρατία είναι ασυμβίβαστη με τον πλουραλισμό. Έτσι, σύμφωνα με τον σοβιετικό Μπουτένκο η αντίληψη ότι ο πλουραλισμός αποτελεί απόδειξη του δημοκρατικού χαρακτήρα της κοινωνίας δεν είναι σωστή, γιατί η αστική τάξη που αφομοίωσε τελικά τις μορφές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μετέτρεψε εδώ και καιρό τον πλουραλισμό σε προπέτασμα καπνού που καλύπτει την πολιτική της κυριαρχία. (7)
Είναι ενδιαφέρον ότι ο όρος πλουραλισμός συνειρμικά είναι συνδεδεμένος με τον όρο «αστικός πλουραλισμός». Έτσι λειτουργεί και ο Γ. Ρούσης όταν στο πνεύμα του σοβιετικού Μπουτένκο διατυπώνει τη δική του πρόταση. Στα «Συμπεράσματα» του βιβλίου του γράφει τα εξής επιγραμματικά: «Η φύση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας είναι αντίθετη στον αστικό πλουραλισμό» (σελ. 286-287) χωρίς ωστόσο να κάνει λόγο για τη δυνατότητα ενός σοσιαλιστικούπλουραλισμού. Απορρίπτει εξ ορισμού τον πλουραλισμό «με την έννοια του πολυκομματισμού», για το σοσιαλισμό (σελ. 160-161).
Ας μη βιαστεί κανείς να απορρίψει αυτή την άποψη λέγοντας ότι μας οδηγεί κατευθείαν στη σταλινική θεωρία της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή σε μια αντίληψη μονοκομματικού κράτους με το μονοπώλιο εξουσίας αποκλειστικά στο κομμουνιστικό κόμμα, ή/ και λέγοντας ότι αυτή η άποψη είναι στον αντίποδα της άποψης για το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, όπου η έννοια της ελευθερίας από τη φύση της εμπεριέχει και την ιδέα της πολυφωνίας, την ιδέα του πλουραλισμού και του πολυκομματισμού. Αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για θέμα η διαπραγμάτευση του οποίου θα απαιτούσε την οργάνωση ειδικής ημερίδας. Σε ότι με αφορά την άποψή μου- σε μια πρώτη διατύπωση- την αναπτύσσω στο βιβλίο μου Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο, όπου μεταφέρω και ένα μέρος από τον ιδιαίτερα πλούσιο, σχετικό με το θέμα, προβληματισμό των Ούγγρων μαρξιστών διανοουμένων τη δεκαετία του 1980, καθώς και στη μελέτη μου Ουγγαρία, 1956 (εφημερίδα Νέα Προοπτική 9 και 23 Δεκεμβρίου 2006), από την οποία μεταφέρω εδώ την ιδέα για έναν πολιτικό πλουραλισμό στο πλαίσιο ενός συντάγματος που κατοχυρώνει το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με σαφή ταξικά κριτήρια......
Και από αυτές τις συζητήσεις προέκυψε ότι η ιδέα της αυτονομίας του σοσιαλισμού είναι στενά δεμένη με την ιδέα – πρόταση για την ανάπτυξη ενός μοντέλο σοσιαλισμού της αγοράς. Πρόκειται για ιδέα- πρόταση η οποία στη δεκαετία του 1930 αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης με δεσπόζουσα τη θεωρία του μαρξιστή Πολωνού οικονομολόγου Όσκαρ Λάγκε (1904- 1965) για τη χρησιμοποίηση της αγοράς στο σοσιαλισμό, σε μια αντίληψη συνδυασμού της αγοράς με την κεντρική διεύθυνση της οικονομίας.
Σε διάκριση από τη συζήτηση της δεκαετίας του 1930 η οποία διεξάχθηκε σε ένα «καθαρά» θεωρητικό επίπεδο, αφού δεν υπήρχε σοβαρή προηγούμενη εμπειρία, η συζήτηση στην Ουγγαρία αναφέρονταν στις εμπειρίες μιας πραγματικής διαδικασίας οικοδόμησης ενός μοντέλου σοσιαλισμού της αγοράς η οποία ήταν σε εξέλιξη. Αναφέρομαι ειδικά στην Ουγγαρία και για το λόγο ότι υπάρχει μια σοβαρή βιβλιογραφία (όπως και στην Πολωνία αυτή την περίοδο) την οποία γνωρίζω καλά, με αναφορά στην οικονομική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1960 και τις προεκτάσεις της στα επόμενα χρόνια στο θεσμικό και στο νομικό καθεστώς της χώρας. ΟΙ συζητήσεις αυτές (βασιζόμενες σε ειδικές μελέτες) προετοίμασαν το έδαφος για την προώθηση της αντίληψης (στη δεκαετία του 1980) για την ανάπτυξη ενός πλουραλιστικού σοσιαλιστικού συστήματος. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των συζητήσεων (και μελετών) ήταν η βεβαιότητα για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος. Ωστόσο, όσο προχωρούσαμε προς τη δεκαετία του 1980 αναπτύχθηκε, στην αρχή δειλά, με επιφυλάξεις, και αργότερα ανεπιφύλακτα η άποψη ότι το μοντέλο του σοσιαλισμού της αγοράς είναι ανεφάρμοστο, όπως ήταν ανεφάρμοστο και το μοντέλο του σοβιετικού σοσιαλισμού, το οποίο ο γνωστός και σε μας Γιάνος Κόρναη (8) εμφανίζει εκτενώς στο βιβλίο του Το σοσιαλιστικό
σύστημα, ως «κλασικό» -στο οποίο στη συνέχεια. θα αναφερθώ πολύ σύστημα. Αξίζει να πω ότι στη δεκαετία του 1980 οι συζητήσεις αυτές περιελάμβαναν και την μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, με τη διατήρηση του σοσιαλιστικού του χαρακτήρα, αλλά και χωρίς την αναφορά σ αυτή τη συνθήκη, σε μια υπερταξική αντίληψη δημοκρατίας. Στις συζητήσεις αυτές ήταν άμεση και η εμπλοκή της ηγεσίας του κόμματος, η οποία λειτούργησε διχαστικά, με τη διαμόρφωση της ισχυροποιούμενης τάσης των κομμουνιστών ρεφορμιστών. Όμως δεν είναι του παρόντος η παρουσίαση αυτής της κατάστασης και των επιχειρημάτων τα οποία διατυπώθηκαν και υποστηρίχτηκαν από τις δυο τάσεις., των ρεφορμιστών κομμουνιστών και των ορθόδοξων (ας το πούμε έτσι ,μαρξιστών – λενινιστών). Αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι ότι η ιδέα του σοσιαλισμού της αγοράς που βασίζονταν στη δυναμική της οικονομικής και της ευρύτερης μεταρρύθμισης στην Ουγγαρία περιέκλεινε μέσα της την άποψη (και την ίδια την πολιτική πρακτική του κόμματος) για την αντιμετώπιση του σοσιαλισμού ως (σχετικά) αυτόνομου οικονομικο- κοινωνικού σχηματισμού. Η άποψη αυτή, χωρίς (βέβαια) τη δημόσια ρητή υποστήριξή της είχε ήδη αρχίσει από το τέλος της δεκαετίας του 1960 να επηρεάζει τη σκέψη όχι μόνον των οικονομολόγων αλλά και του κόμματος. Έτσι που –ασφαλώς με τη συγκατάθεση της κομματικής ηγεσίας- το οικονομικό πανεπιστήμιο Καρλ Μαρξ της Βουδαπέστης από το οποίο έβγαιναν οι οικονομολόγοι που πλαισίωναν το οικονομικό σύστημα, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, προωθούσε την ιδέα διαμόρφωσης της οικονομίας και της πολιτικής γενικά με αναφορά στην πραγματικότητα, στη μελέτη της πραγματικότητας, και όχι σύμφωνα μεπροκατασκευασμένα θεωρητικά- ιδεολογικά μοντέλα, καθώς και την ιδέα ότι η αγορά όχι μόνον είναι συμβιβάσιμη με το σοσιαλισμό, αλλά και αναγκαία για το σοσιαλισμό, για την αποτελεσματική λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Στον Πρόλογο του βιβλίου Πολιτική Οικονομία του Σοσιαλισμούγραμμένο από ομάδα πανεπιστημιακών οικονομολόγων διαβάζουμε : «Σκοπός ήταν να δώσουμε στους αναγνώστες του, στα χέρια όσων ασχολούνται με την πολιτική οικονομία ένα βιβλίο το οποίο δεν αρκείται με τη γενική διατύπωσηκάποιων οικονομικών νόμωναλλά καταλήγει στη διατύπωση των νομοτελειών ανάπτυξης καιλειτουργίας της οικονομίας που προκύπτουν από την πολύπλευρη μαρξιστική ανάλύση της πραγματικότητας της σοσιαλιστικής οικονομίας. Θέλουμε να δείξουμε όχι μόνον τα ιστορικής σημασίας επιτεύγματα της σοσιαλιστικής οικονομίας, αλλά και τις αντιφάσεις της που ανακύπτούν μέσα από αυτή, καθώς και τις δυνατότητες διαμόρφωσης των ευεργετικών μορφών κίνησής της. Σε διάκριση από τις παλαιότερες άκαμπτες απόψεις. στο βιβλίο μας προσπαθούμε να δείξουμε ότι στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας δεν παίζουν αποφασιστικό, ρυθμιστικό ρόλο μόνον μία — δύο , περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετα επιλεγμένες νομοτέλειες, αλλά όλοι οι νόμοι που επηρεάζουν τη σοσιαλιστική οικονομία,συμπεριλαμβανομένού και του νόμού της αξίας που παλιότερα λαθεμένα συχνά αγνοούνταν. Επίσης, ξεκόβούμε από τη λαθεμένη πίστη ότι ο σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής συνάδει κατά έναν αναγκαίο τρόπο αποκλειστικά μόνον με ένα σύστημα, με έναν μηχανισμό διεύθύνσης της οικονομίας . Αποδεικνύουμε ότι οι διαφορετικές συνθήκες ανάπτύξης της σοσιαλιστικής οικονομίας απαιτούν την εφαρμογή διαφορετικών συστημάτων διεύθυνσης της οικονομίας και ότι στο σημερινό επίπεδο της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι αναγκαία η αναμόρφωση του
οικονομικού μηχανισμού που εξασφαλίζει — ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας- με τον καλύτερο τρόπο τηνενότητα σχεδίού και αγοράς». (η έμφαση από μένα- Θ.Β. (9)
Στο πνεύμα αυτό αναπτύσσονται στο βιβλίο σε ειδικά κεφάλαια και υποκεφάλαια με θέματα όπως:
Η χρησιμοποίηση των εμπορευματικών και χρηματιστηριακών σχέσεων στο σοσιαλισμό
Η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό
Αμοιβές σύμφωνα με την εργασία . Ο νόμος της κατανομής σύμφωνα με την εργασία
Οι τιμές στο σοσιαλισμό, σελ. 310.
Η αξία και οι παραλλαγμένες (modosult) μορφές της, 311
Η αξία και ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας. 317
Το σοσιαλιστικό τραπεζικό σύστημα. 344
Το χρήμα ως το ισοδύναμο της αξίας στο σοσιαλισμό, 367
Το χρήμα ως κυκλοφοριακό μέσο. 368
Το χρήμα ως μέσο πληρωμής, 370
Το χρήμα ως μέσο συσσώρεύσης στο σοσιαλισμό, 370
Το χρήμα στις διεθνείς σχέσεις
Οι συγγραφείς μιλούν για την αναγκαιότητα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό.αναπrύσσοντας τους λόγους που καθιστούν αναγκαία τη διατήρησή της (σελ. 93). Τονίζοντας ότι π σοσιαλισμός δίνει άλλο περιεχόμενο στην εμπορευματική παραγωγή και στο νόμο της αξίας, από εκείνο του καπιταλισμού και άλλων σχηματισμών . (σελ. 95)Θέτουν το κρίσιμο ερώτημα αν στο σοσιαλισμό η ερyατική δύναμη είναι εμπόρευμα και απαντούν ότι γενικά δεν είναι εμπόρευμα, όμως υπάρχουν περιπτώσεις που αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. (σελ. 96).
Προχωρούν σ αυτές τις τοποθετήσεις γνωρίζοντας ότι διαφοροποιούνται από τις θέσεις του Μαρξ πάνω σ αυτά τα θέματα, στον οποίο και αναφέρονται . Αξίζει να υπαινιχθούμε έστω. πως δικαιολογούν την απόκλισή τους από τις θέσεις τουΜαρξ σ αυτά τα θέματα: «Ο Μαρξ, γράφουν, υπέθεσε ότι στο σοσιαλισμό δεν θα υπάρχει εμπορευματική παραγωγή. Ότι οι παραγωγοί δεν θα συνδέονται μεταξύ τους με έμμεσο τρόπο, αλλά άμεσα. Όμως, αποδείχτηκε ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία — εξαιτίας της δεδομένης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων- είναι αναγκαία η ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής ....Ταυτόχρονα η σοσιαλιστική λαϊκή οικονομία βασικά θα πρέπει να αναπτύσσεται σχεδιασμένα...» , (σελ. 98. Η έμφαση από μένα – Θ.Β.). Για να προσθέσουν :« Επειδή στο σοσιαλισμό υπάρχουν οι εμπορευματικές και οι χρηματικές σχέσεις, συνεχίζεται να υπάρχει η γενική αντίφαση τηςεμπορευματικής παραγωγής : Η εργασία έχει από τη μια, κοινωνικό χαρακτήρα – τα προϊόντα παράγονταν για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών – όμως από την άλλη η κοινωνική εργασία πραγματοποιείται από ξεχωριστές παραγωγικές μονάδες. Γι αυτό η εργασία των ξεχωριστών παραγωγών με παρακαμπτήριο δρόμο, έμμεσα. με τη μεσολάβηση της εμπορευματικής κυκλοφορίας μπορεί να λειτουργήσει ως μέρος της συνολικής εργασίας. Για να μπορέσουν τα παραχθέντα προϊόντα να μπουν στην κοινωνική κατανάλωση θα πρέπει να λειτουργήσούν ταυτόχρονα ως αξίες χρήσης και ως αξίες.... Σε αυτό το μέτρο η εργασία στο σοσιαλισμό μόνον έμμεσα είναι κοινωνική».(σελ.99) Αυτά διδάσκονταν οι φοιτητές ενώ παράλληλα συνεχιζόταν η συζήτηση των οικονομολόγων πάνω σ αυτά τα θέματα, εκφράζοντας την πραγματικότητα η οποία με πρωτοβουλία και απόφαση του κόμματος είχε δημιουργηθεί με την εφαρμογή και ανάπτυξη της οικονομικής μεταρρύθμισης.
Από τις θέσεις και τις διατυπώσεις των οικονομολόγων προκύπτει ότι το ουγγρικό κόμμα προχώρησε στην οικονομική μεταρρύθμιση με βάση όχι τις θέσεις της επίσημης ιδεολογίας, αλλά με βάση τις μελέτες για την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια λειτούργησε ή προσπάθησε να λειτουργήσει στη σκέψη και στην πράξη αντιμετωπίζοντας το σοσιαλισμό ως έναν αυτόνομο οικονομικό- κοινωνικό σχηματισμό. Λέω «προσπάθησε» να λειτουργήσει έτσι — και το πέτύχε αυτό ως ένα μεγάλο βαθμό- γιατί είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να μάθει να σκέπτεται και να λειτουργεί όχι με βάση τα ιδεολογικά του πιστεύω για το σοσιαλισμό.εμμένοντας δογματικά στην άποψη τον Μαρξ. ή/και έχοντας ως υπόδειγμα τη Σ.Ε. όπως το ήθελαν οι σοβιετικοί ιδεολόγοι τον κόμματος. Τόλμησε να αποκλίνει από το σοβιετικό σταλινικό μοντέλο σοσιαλισμού. Βέβαια. δεν έχανε την ευκαιρία ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος να δηλώνει ότι η Σ.Ε. αποτελεί το υπόδειγμα και του ογγρικού σοσιαλισμού, που έμεινε στην ιστορία ως «κανταρικός σοσιαλισμός».
Ο «σκληροπυρηνικός» συνεργάτης τον Κάνταρ, ο Γιάνος Μττέρετς. στο βιβλίο του με τπV τίτλο Vallomas (10) αναφέρεται στην πρόθεση του Κάνταρ, δηλαδή του ΜSΖΜΡ, να ανεξαρτητοποιηθεί από το ΚΚΣΕ, χωρίς ωστόσο να διακόψει τη στενή σχέση μαζί του, καλύπτοντας αυτή την πρόθεση του με δηλώσεις για το ΚΚΣΕ ως «κόμματος - οδηγού», στα συνέδρια και στα επίσημα φόρουμ τον κόμματος - πολύ περισσότερο στιςσυναντήσεις με σοβιετικούς ηγέτες. χωρίς ωστόσο να έχει πάψει να πιστεύει στη Σ.Ε. Αναφέρω εδώ ενδεικτικά μερικές από τις μαρτυρίες του Μπέρετς : Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Κάνταρ δήλωσε ότι στο κίνημά μας δεν υπάρχει κόμμα- οδηγός. Με τη δήλωσή του αυτή αμφισβήτησε την καθιερωμένη αρχή – φράση (που ο ίδιος χρησιμοποιούσε) ότι μέτρο της προλεταριακής αλληλεγγύης είναι η στάση απέναντι στη Σ.Ε.. Μετά από αυτό σε κάθε ευκαιρία τόνιζε ότι κατά την άποψη του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΜSΖΜΡ) η ισχύς των αρχών του κινήματός μας προϋποθέτει την αυτονομίακαι την ισότητα των κομμάτων, τη μη επέμβαση στα εσωτερικά τους. Παράλληλα, για να καλύψει τα νώτα του, χρησιμοποιούσε τη θέση ότι «αντισοβιετικός κομουνισμός δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει». (σελ. Ι 77). Στη συνέντευξή του στη Βιέννη το Δεκέμβριο του 1976, σε ερώτησηαν το μέτρο της διεθνούς αλληλεγγύης είναι η στάση απέναντι στη Σ.Ε. απάντησε: Δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη (του Τόντορ Ζίφκοφ). (σελ. 224). Στη συνάντησή του με το Γενικό Γραμματέα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, στη Βουδαπέστη ,αναφέρθηκε στη δυσκολία να λειτουργήσει η αντιπολίτευση σε ένα μονοκομματικό σύστημα, αφού το ίδιο το κόμμα θα πρέπει να είναι αντιπολίτευση ταυ εαυτού του, σελ. 228. Κατά την επίσκεψη του Φρανπουά Μιτεράν στη Βουδαπέστη (ως επικεφαλής μιας μεγάλης αντιπροσωπείας του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. στις 24— 29 Μαίου 1976, ο Κάνταρ δήλωσε ότι το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα εκτιμά ιδιαίτερα τη θέση στο κοινό πρόγραμμα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα για κοινή όράση με κατεύθυνση το σοσιαλισμό (σελ. 254 -256.)
Αλλά και οι συγγραφείς του εν λόγω ακαδημαϊκού συγγράμματος αισθάνθηκαν την ανάγκη για να κατοχυρωθούν ιδεολογικά και πολιτικά απέναντι στο ΚΚΣΕ, να δηλώσουν ότι θεωρούν το σοβιετικό μοντέλο σοσιαλισμού ως υπόδειγμα και για την Ουγγαρία, κατασκευάζοντας και το ανάλογο ιδεολόγημα : « Οι εμπειρίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της Σοβιετικής Ένωσης είναι υποδειγματικές για όλες τις
Χώρες. Η Σοβιετική Ένωση πρώτη εφάρμοσε στην πράξη τις διδασκαλίες για το σοσιαλισμό που ως τότε υπήρχαν μόνον στη θεωρία. Στη Σ.Ε. κατίσχυσαν πρώτη φορά οι γενικές νομοτέλειες του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας»
(όπ. π. σελ 9)... Και είναι αυτό που καθίστα τις εμπειρίες της κατευθυντήριες για τις άλλες χώρες...
Τα έγραφαν αυτά γνωρίζοντας ότι το ουγγρικό κόμμα με την οικονομική μεταρρύθμιση της
δεκαετίας τον 1960— στην οποία πολλοί από τούς συγγραφείςαυτού ταυ βιβλίού είχαν
πρωτοστατήσει- απόκλινε ουσιαστικά από το μοντέλο τον σοβιετικού οικονομικού
συστήματος, έτσι που στο βαθμό που ήταν απελευθερωμένο από τα ιδεολογικά σχήματα, επιχείρησε να αναπτύξει ένα οικονομικό – κοινωνικό σχηματισμό με βάση την πραγματικότητα, τις ανάγκες της και τις δυνατότητές της. Με βάση την ίδια τη δυναμική της. Ωστόσο, οι
πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης ήταν υποχρεωμένοι (πολλοί από αυτούς το πίστευαν αυτό)
να προσαρμόζουν τη σκέψη τους ή και τις έρευνές τούς στο θεωρητικό σχήμα για τις δύο
φάσεις μετάβασης στον κομμουνισμό - σε μια αντίληψη του ενιαίου κομμουνιστικού
σχηματισμού Έτσι, και οι συγγραφείς του εν λόγω βιβλίουεπιδίδονται στην κατασκευή οικονομικών δεικτών πουανταποκρίνονται στην υπόθεση για την τοποθέτηση των υλικών βάσεων της πρώτης φάσης τον σοσιαλισμού και σε κείνους της δεύτερης φάσης ολοκλήρωσής τον, δηλαδή της μετάβασης στον κομμουνισμό.Αυτή η δέσμευση και πρακτική εισήγαγε στην έρεύνα στοιχεία γραφειοκρατικής σκέψης για την ιστορία. για το κοινωνικό - ιστορικό γίγνεσθαι, πλήττοντας την ίδια την έρευνα και την εγκυρότητα των πορισμάτων της. Όμως, αυτό δεν αναιρεί την αλήθεια για την ουσιαστική απόκλιση τουουγγρικού μοντέλου σοσιαλισμού από το σοβιετικό.
Αξίζει νομίζω να πω ότι αυτό το γνώριζε η σοβιετική ηγεσία. Ωστόσο δεν παρενέβαινε επίσημα για την ματαίωση ή την αναχαίτιση της οικονομικής μεταρρύθμισης. Μάλιστα εμφανιζόταν να αναγνωρίζει τη σημασία της,προβαίνοντας ακόμα και σε επαινετικές δηλώσεις για τα επιτεύγματα των Ούγγρων. Ετσι ο Νικήτα Χρουστσιόφ πού ως γενικός γραμματέας του κόμματος επισκέφτηκε την Ουγγαρία μετά το 20-ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, μίλησε για τον ουγγρικό«σοσιαλισμό του γκούλας», θέλοντας με αυτό να τονίσει ότι η Ουγγαρία είχε λύσει το επισιτιστικό πρόβλημα, αφού στα γεμάτα με προϊόντα καταστήματα ο καταναλωτής μπορούσε να βρει ότι του χρειαζόταν, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε την αφθονία και την ποικιλία τροφίμων - σε αντίθεση με τα άδεια καταστήματα στη Σ.Ε. Και παρακινούσε τούς οικονομολόγουςτης χώρας του να μελετήσουν το ουγγρικό πείραμα, τον ουγγρικό σοσιαλισμό. Εξάλλου και ο Μπρέζνιεφ αργότερα έκανε τέτοιες παροτρύνσεις. Όμως η διανοητική αγκύλωση των ιδεολόγων, γενικά του ηγετικού στρώματος του ΚΚΣΕ, μεπροεκτάσεις και στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. ήταν τόσο ισχυρή που τους ήταν δύσκολο να δεχτούν να διδαχτούν από άλλους. Πίστευαν ότι το μοντέλο του σοβιετικού σοσιαλισμού είναι το αυθεντικό μοντέλο του σοσιαλισμού, το οποίο και διεκδικούσε την αναγνώρισή του από όλους ως προτύπου. Και για τον «πρόσθετο» λόγο ότι ήταν πιστό στην αντίληψη τον Μαρξ και του Λένιν - όπως οι ίδιοι πίστευαν.. Αυτή η αντίληψη ήταν τόσο ισχυρή στις συνειδήσεις τους που η αναφορά στην πραγματικότητα που την αμφισβητούσε τους άφηνε αδιάφορους, όταν δεν τους εξόργtζε.Και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι πολλοί από κείνους που ταύτισαν το σοβιετικό (σταλινικό) σύστημα, το σοβιετικό σοσιαλισμό γενικά με το σοσιαλισμό οδηγήθηκαν, μετά την κατάρρευσή του, σε σοσιαλδημοκρατικές θέσεις. Η λογική του είτε – είτε που παρακολούθησε την ιστορία του εργατικού κινήματος, την ιστορία της αριστεράς στον 20- ο αιώνα έκλεινε γι αυτούς οριστικά υπέρ της άποψης της σοσιαλδημοκρατίας. νοθευμένη όπως είναι τώρα με την αποδοχή από αυτή των θέσεων του νεοφιλελευθερισμού.
Η ίδια αυτή λογική οδήγησε επιστήμονες εθισμένους: στην εφαρμογή της μαθηματικής λογικής στην εκτίμηση κοινωνικοιστορικών καταστάσεων και φαινομένων στην απόρριψη κάθε παραλλαγής σοσιαλισμού, ακόμα και εκείνης που απόκλίνε από το σοβιετικό σύστημα και είχε σαφώς τα στοιχεία της αυτονομίας και ως ένα βαθμό της ιστορικής αυθεντικότητας χωρίς να μπορέσει βέβαια αυτά να τα οδηγήσει ως το λογικό απόγειό τους.
Αναφέρομαι εδώ στον τον ουγγρικό «κανταρικό σοσιαλισμό». Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιον επιστήμονα, τέτοιου διανοούμενου είναι η περίπτωση τον Ούγγρου οικονομολόγού Γιάνος Κόρναη. Που με το έργο τον Το σοσιαλιστικό σύστημα(11επηρέασε σε διεθνές επίπεδο τη σκέψη και την κρίση πολλών αριστερών διανοουμένων. ακόμα και μαρξιστών, προς κατευθύνσεις πέραν τουμαρξισμού ή ακόμα και στην αποδοχή της άποψης για τη μη- δυνατότητα εφαρμοσιμότητας της ιδέας του σοσιαλισμού.. Αξίζει να αναφερθούμε εδώ έστω υπαινικτικά σ αυτό το εγχείρημα τον Κόρναη.
Ο Κόρναη ξεκινώντας από το γεγονός ότι το σοβιετικό σταλινικό σύστημα ήταν τομοντέλο το οποίο αυτούσιο ή μεμεγαλύτερες ή μικρότερες αποκλίσεις εφαρμόστηκε σε όλες τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, με προέκταση και σε άλλες χώρες που επέλεξαν το σοσιαλισμό, το αναγάγει σε «κλασικό σοσιαλιστικό σύστημα». Στη συνέχεια αναφερόμενος στα γνωρίσματα που το καθιστούσαν ένα ολοκληρωτικό σύστημα, το οποίο λόγω και της υποταγής τηςκεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας στην πολιτική και την ιδεολογία, με τον αποκλεισμό ή την καίρια υποβάθμιση τον ρόλού της αγοράς, εκτιμά ότι περιέκλειε μέσα του, στη φύση του, την αποτυχία του. Το Θεωρεί για λόγους αρχής, αλλά και λειτουργικότητας ιστορικά ανεφάρμοστο.
Όμως ο Κόρναη δεν απορρίπτει μόνον το σταλινικό σύστημα ως ιστορικά ανεφάρμοστο, αλλά και κάθε προσπάθεια των κομμουνιστών για τη δημιουργία ενός μοντέλου σοσιαλισμού τηςαγοράς στα δικά τους μέτρα. Γι αυτό χαρακτηρίζει τους κομμουνιστές μεταρρυθμιστές (Ούγγρους, αλλά και σοβιετικούς της περιόδου της περεστρόικα) ως «αφελείς». Οι επικρίσεις του αναφέρονται στην προσπάθεια του τμήματος εκείνου των μεταρρυθμιστών κομμουνιστών οι οποίοι, όπωςεκτιμά ο ίδιος, Θέλησαν να διατηρήσουν την προηγούμενη δομή εξουσίας, το πολιτικό μονοπώλιο του κομμουνιστικού κόμματος, διότι για έναν λενινιστή αυτή είναι η σπουδαιότερη υπόθεση. Πέρα από αυτό θέλησαν να διαφυλάξουν την κυριαρχία της κρατικής ιδιοκτησίας... Αυτά αποτελούν απαραίτητες ιδιότητες ενός συστήματος που επιθυμεί να θεωρείταισοσιαλιστικό σύστημα. « Έτσι, ο σοσιαλισμός της αγοράς αποτελεί έναν πολλά υποσχόμενο συνδυασμό τουσοσιαλισμού και του καπιταλισμού: εξασφαλίζεται ο κυρίαρχος ρόλος των θεμελιακών γνωρισμάτων του σοσιαλισμού στη δομή της εξουσίας και στις σχέσεις ιδιοκτησίας, και σ αυτό προστίθεται μια μικρή ένεση από τον καπιταλισμό, συγκεκριμένα μια κάποια επιρροή στο συντονισμό. Αυτό το νέο μίγμα θα μπορούσε να βελτιώσει την αποδοτικότητα χωρίς να παραιτηθούν από το σοσιαλισμό». Κατά τον Κόρναη «πολιτικοί και οικονομολόγοι μπορούν ναχαρακτηριστούν ως αφελείς μεταρρυθμιατές, εφόσον πιστεύουν στη δυνατότητα αυτού του συνδυασμού» Το δίλημμα λοιπόν είναι σοσιαλισμός με την κυριαρχία του κομμουνιστικού κόμματος και της κρατικής ιδιοκτησίας ή πραγματική οικονομία της αγοράς- σε καπιταλιστική βάση. (12)
Επιγραμματικά η κριτική μας στο εγχείρημα του Κόρναη θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: η αναγωγή τον σταλινικού συστήματος σε «κλασικό σοσιαλιστικό σύστημα» είναι αυθαίρετη και με κάποια έννοια αντιιστορική, πρώτο, γιατί απολυτοποιεί μια στιγμή της ιστορίας, αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο τη διαλεκτική που αναφέρεται στη δυνατότητα διαφορετικών ή ποικίλων μορφών σοσιαλισμού σε άλλες ιστορικές στιγμές ή ακόμα και στην ίδια ιστορική στιγμή, στην ίδια ιστορική περίοδο και δεύτερο γιατί αναγάγει (με τη βοήθεια ενός αυθαίρετου λογικού σχήματος του είτε - είτε) σε κλασικό σοσιαλιστικό σύστημα, το σταλινικό σοβιετικό σύστημα, γνώρισμα του οποίου ήταν η παραβίαση βασικών αρχών και αξιών τον σοσιαλισμού, αλλά και του πνεύματος του μαρξισμού τον οποίο επικαλούνταν, δηλαδή της διαλεκτικής ως μεθόδουερμηνείας και αλλαγής του κόσμου (Λούκατς), που από τη φύση της περικλείνει τη δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων στην αντιμετωπίσει Θεμελιακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ανθρώπινη ιστορία — ειδικότερα όταν πρόκειται για προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την ιστορική αναγκαιότηταγια κοινωνική αλλαγή, που συνιστά ο σοσιαλισμός στην εποχή μας. Παρόλα αυτά εκτιμώ ότι η περαιτέρω Θεμελίωση της άποψης- πρότασης για την αντιμετώπιση του σοσιαλισμού ως αυτόνομου οικονομικού- κοινωνικού σχηματισμού Θα πρέπειαναλυτικά να αναμετρηθεί με την άποψη —Θεωρία του Κόρναη. Αυτό βέβαια δεν Θα μπορούσε να είναι έργο αυτής εδώ της ομιλίας.
Μπορεί, όμως, να τεθεί το ερώτημα αν η έναρξη της εποχής την οποία φαίνεται να σηματοδοτεί ο 21-ος αιώνας θέτει διαφορετικά το πρόβλημα του σοσιαλισμού, απ ότι το έθεσαν ο Μαρξ (-Ένγκελς) ή μήπως και ο Λένιν; Μάλιστα θα μπορούσε να τεθεί και το ερώτημα (και έχει τεθεί από πολλούς) αν ο Μαρξ είναι περισσότερο επίκαιρος από το Λένιν ή ακόμα και το ερώτημα αν ο Λένιν είναι παντελώς ξεπερασμένος αυτό. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο Λένιν και ο λενινισμός έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο. Είναι προφανές για όσους γνωρίζουν τη συνθετότητα των ερωτημάτων αυτών ότι το θέμα αυτό απαιτεί ειδική μονογραφία. Εδώ υιοθετώντας τη θέση ότι ο μαρξισμός (στον οποίο το έργο του θεωρητικού και του πολιτικού Λένιν έχει τ δική του θέση) ως τρόπος σκέψης διατηρεί την επικαιρότητά του νομίζω ότι είναι χρήσιμο στο πλαίσιο του μεγάλου θέματος Ο σοσιαλισμός στον 21-ο αιώνα, να θιγεί έστω το καίριας σημασίας πρόβλημα της στάσης μας απέναντι στη θεωρητική κληρονομιά του Μαρξ (Ένγκελς) και του Λένιν, θίγοντας και τη στάση των ίδιων απέναντι στο δικό τους έργο.
Το ερώτημα είναι αν η είσοδος στον 21-ο αιώνα συνιστά την είσοδο του καπιταλισμού σε μια νέα εποχή..... Αν έτσι έχουν τα πράγματα δεν έχουμε άλλο να κάνουμε παρά να δούμε το σοσιαλισμό μέσα από αυτό το πρίσμα., δηλαδή μέσα από την μελέτη αυτής της νέας εποχής. Είναι προφανές ότι οι απαντήσεις μας θα είναι διαφορετικές από εκείνες του Μαρξ, αλλά και του Λένιν, ακόμα και στο ερώτημα «Τι σοσιαλισμός;» ή «Ποιος σοσιαλισμός;», ενώ στα θέματα του τρόπου (ή των τρόπων) μετάβασης στο σοσιαλισμό, καθώς και στο ερώτημα που αφορά στον κοινωνικό υποκειμενικό παράγοντα που θα πρωτοστατήσει και θα παίξει αποφασιστικό ρόλο σ αυτή τη διαδικασία.
Αποδεχόμενοι αυτή την εκτίμηση αυτό που προέχει στη σχέση μας με το έργο των κλασικών του μαρξισμού αποκτά ιδιαίτερη σημασία η άποψη ότι η επαναστατική διαλεκτική είναι αυτό που θα πρέπει και σ αυτή τη φάση της ιστορίας να διέπει το πνεύμα και τη στάση μας απέναντι στην νέα πραγματικότητα, αλλά και απέναντι στον ιστορικό ρόλο που καλείται να παίξει η αριστερά στην κοινωνική πρόοδο με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, ή για να το πω αλλιώς: το ρόλο που καλείται να παίξει η σύγχρονη αριστερά στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, του κόσμου.
Από αυτή την άποψη ο Λένιν είναι πιο κοντά σ αυτό που πρέπει να κάνουμε απ ότι ο Μαρξ, για δυο λόγους: α) γιατί στην εποχή του Μαρξ δεν είχαν ωριμάσει οι προϋποθέσεις για την επαναστατική αλλαγή. Ο καπιταλισμός δεν είχε φτάσει στο επίπεδο που θα καθιστούσε κοινωνικά και πολιτικά δυνατή τη σοσιαλιστική αλλαγή. Αλλά, ούτε το επαναστατικό εργατικό κίνημα. είχε ωριμάσει σε βαθμό που να μπορούσε να αναλάβει και να βγάλει σε πέρας το σύνθετο έργο της επαναστατική αλλαγής. Χρειάστηκε να περάσει (και να ξεπεράσει) τη φάση της Πρώτης και της Δεύτερης Διεθνούς. Αυτά ήταν και τα περιοριστικά πολιτικά- ιδεολογικά όρια εφαρμοσιμότητας της επαναστατικής θεωρίας του Μαρξ. Είναι και αυτός ένας λόγος, που ούτε η θεωρία του κράτους, ειδικότερα του κράτους των εργατών, του σοσιαλιστικού κράτους, ούτε το θέμα των συμμαχιών αποτέλεσαν ειδικά αντικείμενα των μελετών του Μαρξ. Πάντως, ο Μαρξ είχε εξαντλήσει, θα μπορούσε να πει κανείς, στο έπακρο τις σχετικές εμπειρίες από τις επαναστάσεις της δεκαετίας του 1840 – 1850 και από την κομμούνα του Παρισιού (Βλέπε τις βαρυσήμαντες μελέτες του : 1. Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 2. Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδουβίκου Βοναπάρτη, 3. Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία), β) Ο Λένιν, ακριβώς επειδή οι συνθήκες ήταν ώριμες για την επαναστατική σοσιαλιστική αλλαγή – και με τις δυο παραπάνω έννοιες- έριξε το βάρος των μελετών του και των πολιτικών του πρωτοβουλιών στα θέματα που άμεσα συνδέονταν με την επιλογή της αριστεράς για τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη σοσιαλιστική αλλαγή – με τα σημαντικότερα, από θεωρητική άποψη έργα του: 1. Ο ιμπεριαλισμός, ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού 2. Κράτος και Επανάσταση και 3. Νέα Οικονομική Πολιτική – μαζί και παράλληλα με μια σειρά άλλων μελετών και άρθρων του που εξέφραζαν τα προβλήματα, τις αντιφάσεις και τη διαλεκτική των προσπαθειών του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Σπεύδω να πω το αυτονόητο για την ιστορική αντίληψη του μαρξισμού ότι όλο το έργο του Λένιν, το θεωρητικό και το πολιτικό- πρακτικό, η σύγχρονη αριστερά οφείλει να το δει και να το κρίνει με διαλεκτικό πνεύμα. Να διδαχτεί από αυτό και να το υπερβεί. Πάντως θεωρώ αβασάνιστη την κατηγορηματική θέση ότι «έχει κλείσει ο ιστορικός κύκλος του λενινισμού».
Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από το Μαρξ (αφού τον μελετήσουμε σοβαρά) είναι η διαλεκτική μέθοδος η οποία υπάρχει και λειτουργεί ως οργανικό στοιχείο της θεωρίας του για την κοινωνία και για τον άνθρωπο, καθώς και την κριτική του καπιταλισμού, μαζί βέβαια με το λογικό της καταστάλαγμα, που είναι η αναγκαιότητα ιστορικής υπέρβασης του καπιταλισμού. Έχοντας κατά νου ότι εξακολουθεί να είναιιστορικά αδικαίωτη η μαρξική – μαρξιστική ιδέα – πρόταση του κομμουνισμού, η οποία, και για το λόγο αυτό, θα συνεχίσει να υπάρχει ως θέμα διαμάχης στο χώρο του μαρξισμού, στο χώρο της επαναστατικής αριστεράς, κυρίως ως προς την εφαρμοσιμότητά της, σε συνδυασμό με την αντίληψη του καθενός για την ουτοπία και το ρόλο της στο αριστερό επαναστατικό κίνημα.
Και είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η αποτυχία του ιστορικού σοσιαλιστικού πειράματος , που έγινε στο όνομα του μαρξισμού, δεν αναιρεί την ορθότητα της άποψης για την αλλαγή του κόσμου με κατεύθυνση το σοσιαλισμό- κομμουνισμό - με τον όρο βέβαια ότι θα προχωρήσει αποφασιστικά η ιστορική πραγματολογική θεωρητική επαναθεμελίωσή του, με βάση τη μελέτη της σημερινής πραγματικότητας. Αυτό προϋποθέτει την πλήρη αποδέσμευση της αριστερής επαναστατικής σκέψης από τη δογματική στάση απέναντι στην περί του σοσιαλισμού- κομμουνισμού θεωρίας του Μαρξ. Χωρίς αυτό να σημαίνει την εξ ορισμού απόρριψή της. Γενικότερα, προϋποθέτει την αυτόνομη ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος της μαρξιστικής διαλεκτικής, οριζόμενης ως «μεθόδου ερμηνείας και αλλαγής του κόσμου» (Λούκατς). Και είναι ακριβώς το παράδειγμα του Λένιν που αποδεσμευμένος από κάθε είδους δογματισμούς θεμελίωσε την ολιτική του φιλοσοφία και πράξη πάνω στην μεθοδολογική αρχή και πρακτική της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, Αυτό του επέτρεψε να οδηγηθεί στη διατύπωση της βαρυσήμαντης θέσης (την οποία αποσιώπησε και κατάργησε ο σταλινισμός), λέγοντας : «Εμείς δεν βλέπουμε καθόλου τη θεωρία του Μαρξ σαν κάτι το τελειωμένο και απαραβίαστο. Απεναντίας. Έχουμε την πεποίθηση πως η θεωρία αυτή έβαλε μόνον τους ακρογωνιαίους λίθους της επιστήμης. Εκείνης, που οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να την προωθούν παραπέρα προς όλες τις κατευθύνσεις αν δεν θέλουν να μείνουν πίσω από τη ζωή».(13)
Η θέση του Λένιν για την «προώθηση» της θεωρίας του Μαρξ μπορεί, νομίζω, να ερμηνευτεί και ως προτροπή για τη διαλεκτική υπέρβασή της, στο πνεύμα της συνέχειας – ασυνέχειας, με κυρίαρχο το σκέλος της συνέχειας. Πολιτικά μια τέτοια ενέργεια μπορεί να είναι λειτουργική για την Αριστερά μόνον εφόσον συντελείται με αναφορά στη σημερινή πραγματικότητα και στη δυναμική της. Η κριτική με μόνη την αναφορά στη λογική δομή της θεωρητικής σκέψης, της θεωρίας, του Μαρξ, όσο κι αν είναι αναγκαία, και προτιμάται από την ακαδημαϊκή προσέγγιση, δεν αρκεί. Απαιτείται η αναφορά στη σημερινή πραγματικότητα και στη δυναμική της.
Και από αυτή την άποψη η κριτική στάση απέναντι στην επαναστατική αντίληψη και πρακτική των μπολσεβίκων, που με μία έννοια ο ίδιος ο Λένιν είχε ασκήσει είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη σύγχρονη επαναστατική αριστερά.. Περιορίζομαι εδώ σε μια σύντομη παρατήρηση ενός θέματος το οποίο χρίζει ειδικής μονογραφίας. Μετά τη νίκη της οκτωβριανής επανάστασης, οι μπολσεβίκοι προχώρησαν αμέσως στην εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού- κομμουνιστικού μοντέλου κοινωνίας το οποίο δεν είχε καμία σχέση με το επίπεδο οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής ανάπτυξης της Ρωσίαςχωρίς καμιά σημαντική πολιτική κουλτούρα, ακόμα και στο ευρωπαϊκό μέρος της Ρωσίας. Καταργήθηκε το χρήμα, το εμπόριο, όλο το θεσμικό, αλλά και το νομικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς (χρηματιστήριο, τράπεζες, κλπ) , που είχε αρχίσει από το 1905 να αναπτύσσεται στη Ρωσία. Εφαρμόστηκε ένα καθεστώς και ένα μοντέλο κοινωνίας όπως αυτό περιγράφεται στο βιβλίο των Μπουχάριν- Πρεομπραζένσκι Το αλφάβητο του κομμουνισμού, που έγινε, μετά την ίδρυση της Κομιντέρν το μπέστσελερ όλων των κομμουνιστών στον κόσμο. Καταργήθηκε και το τσαρικό σύστημα καταστολής, μαζί και ο στρατός, το οποίο όμως λίγους μήνες μετά την κατάκτηση της εξουσίας από τους μπολσεβίκους; και την ίδρυση του «κράτους των εργατών», εξαιτίας της εσωτερικής αντεπανάστασης που ενισχύθηκε με την παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ, αλλά και της Γερμανίας, ανασυγκροτήθηκε με βάση τη νέα πραγματικότητα,τις ανάγκες της νέας πραγματικότητας, η οποία ήταν εντελώς ξένη προς; το θεωρητικό μοντέλο του σοσιαλισμού- κομμουνισμού των μπολσεβίκων. Ήταν και αυτή η συνθήκη που δεν επέτρεψε στους μπολσεβίκους αυτό έγκαιρα να το αντιληφθούν. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ανάγκη εφαρμογής του πολεμικού κομμουνισμού λειτούργησε ως το άλλοθι του επαναστατικού ρομαντισμού τους και του βολονταρισμού τους. Χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια που το 1921-1922 συνοδεύτηκαν από το μεγάλο λιμό για να καταλήξει ο ρεαλιστικής και διαλεκτικός επαναστάτης πολιτικός Λένιν στην απόφαση για την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής; Πολιτικής (ΝΕΠ), που έβαζε το κόμμα σε μια πορείαεπαναπροσδιορισμού της στάσης τους και της πράξης τους απέναντι στην πραγματικότητα.. Αυτή η αποφασιστικής σημασίας στροφή του κόμματος των μπολσεβίκων σε μια αντίληψη για το σοσιαλισμό με βάση την πραγματικότητα και τη δυναμική της, απαλλαγμένη από τον κυρίαρχο στη σκέψη τους βολονταρισμό (που σε επαναστατικές καταστάσεις είναι κινηματικά : πολιτικά και κοινωνικά, λειτουργικός) κράτησε ως το 1928, όταν με την απόλυτη επικράτηση του Στάλιν στο κόμμα η επαναφορά (στις νέες συνθήκες) του πολεμικού κομμουνισμού, κυριάρχησε και πάλι στη συνείδηση του κόμματος (στο κυρίαρχο ηγετικό τμήμα του) το πολιτικό- κοινωνικό και ηθικό βίωμα της νικηφόρας επανάστασης. και με τη μορφή της ιστορικής; εμπειρίας- για όσους συμμετείχαν σ αυτή.
Αξίζει νομίζω στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η εμπειρία της νικηφόρας οχτωβριανής επανάστασης εξέφραζε μια στιγμή της παγκόσμιας ανθρωπότητας την οποία οι επαναστάτες είχαν βιώσει ως μια κατάσταση η οποία χαρακτηρίζονταν από τη σύμπνοια της μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας της επανάστασης με την αναγκαιότητα για επαναστατική αλλαγή, η οποία εξέφραζε το καθολικό αίτημα όχι μόνον των λαών της Ευρώπης ή και του ευρύτερου κόσμου, αλλά και του πιο δυναμικού μάλλον τμήματος της διανόησης. Η υπέρβαση της εποχής που σηματοδοτούσε ο καπιταλισμός- ιμπεριαλισμός εμφανιζόταν στη σκέψη της κριτικής διανόησης ( αλλά και των εργατών και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων) όχι μόνον ως ηθικό, αλλά και ως κοινωνικό και πολιτικό χρέος. Ο Λούκατς, χρησιμοποιώντας την έκφραση του Φίχτε, χαρακτήρισε την εποχή του ως μια «πλήρως αμαρτωλή εποχή» (14) η οποία ριζικά και ολικά θα πρέπει να ξεπεραστεί. Η Οχτωβριανή επανάσταση ακριβώς αυτό υπόσχονταν και σ αυτό στοχεύετε:στον παγκόσμιο σοσιαλισμό.
Η σύμπνοια θεωρίας και επαναστατικού κινήματος, θεωρητικής συνείδησης και πολιτικής συνείδησης, αλλά και πολιτικής πράξης για τους επαναστάτες της εποχής φαινόταν δεδομένη. Με αυτό το βίωμα προχωρούσαν στο σχεδιασμό της παγκόσμιας επανάστασης, του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Αυτό το βίωμα μετατρεπόμενο σε κεντρικό στοιχείο της ιδεολογικής συνείδησης του κόμματος παρακολούθησε όλη την μετέπειταιστορία του κόμματος, όλη την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Και ήταν αυτό μια από τις σημαντικότερες αιτίες – μάλλον η σημαντικότερη- που το ΚΚΣΕ δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια θεωρία του σοσιαλισμού και μια πολιτική φιλοσοφία σύμφωνη με την πραγματικότητα της χώρας και του κόσμου, στον οποίο κυρίαρχος εξακολουθούσε να είναι ο ρόλος του κεφαλαίου, ο ρόλος του καπιταλισμού έναντι του σοσιαλισμού. Ακόμα και όταν το αναγνώρισε αυτό, προσπάθησε να «διαχειριστή» τη νέα πραγματικότητα με ιδεολογικούς όρους. Επινόησε τη «θεωρία» της ειρηνικής συνύπαρξης ως μορφή ταξικής πάλης και την πολιτική της ειρηνικής οικονομικής άμιλλας με την (ατεκμηρίωτη) βεβαιότητα ότι ο σοσιαλισμός θα κερδίσει τον καπιταλισμό, η σοβιετική οικονομία την οικονομία των ΗΠΑ..... «Το όραμα είχε μετατραπεί σε διανοητική παγίδα.....». (15)
Τα λέω αυτά για να επιστήσω την προσοχή στη συνθετότητα του προβλήματος που αναφέρεται στην αυτονομία του σοσιαλιστικού συστήματος, σε συνθήκες που στον παγκόσμιο συσχετισμό των δυνάμεων υπερισχύει ο καπιταλισμός, υπερισχύουν οι δυνάμεις του Κεφαλαίου. Αυτή την αλήθεια είχα κατά νου όταν έγραφα το βιβλίο μου Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο στο οποίο προβαίνω σε μια πρόταση (πλαίσιο- πρότασης) σοσιαλισμού, με μια ευρύτερη τεκμηρίωση - στο μέτρο ενός τέτοιου βιβλίο1υ.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο σεμιναριακός χαρακτήρας της εκδήλωσης ήταν μάλλον ο λόγος που δεν υπήρξε σοβαρή αντιπαράθεση απόψεων πάνω στο πολυσύνθετο θέμα Ο σοσιαλισμός στον 21-ο αιώνα. Δύο ήταν τα θέματα στα οποία έγινε προσπάθεια να αντιπαραταχθούν οι διαφορετικές απόψεις. Η μία άποψη αφορούσε την εκτίμηση ότι ο καπιταλισμός διέρχεται μια δομική κρίση, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές της ζωής, μαζί και το σύστημα εξουσίας του κεφαλαίου. Η άποψη αυτή πιστεύει ότι και ο σύγχρονος καπιταλισμός, όπως εμφανίζεται τώρα με τη νεοφιλελεύθερη μορφή του, κυοφορεί το σοσιαλισμό. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην αδυναμία των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων της κοινωνικής αλλαγής, ειδικότερα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς να αξιοποιήσουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική δυσαρέσκεια των μαζών, της κοινωνίας και να δρομολογήσουν μια αξιόλογη επαναστατική ανατρεπτική δράση, μια κοινωνικό-ιστορική και πολιτική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό – σύμφωνα με μια άλλη διατύπωση. Το πρόβλημα λοιπόν σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση έχει να κάνει κυρίως με τηνανυπαρξία πολιτικά εκφραζόμενου αριστερού υποκειμενικού παράγοντα ικανού να δρομολογήσει μια τέτοια διαδικασία η οποία θα οδηγήσει στην ανατροπή.
Σε ότι αφορά την άποψη περί οικονομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού ο οικονομολόγος της παρέας έδωσε έμφαση στα φαινόμενα της οικονομικής ύφεσης που περικλείνουν και στοιχεία κρίσης, χωρίς, ωστόσο, τα φαινόμενα αυτά να στηρίζουν την άποψη ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός διέρχεται οικονομική κρίση. Σοβαρή αντιπαράθεση σε αυτή την άποψη δεν υπήρξε και για το λόγο ότι στη συζήτηση δεν υπήρχαν οικονομολόγοι οι οποίοι ασχολούνται με τα θέματα των κρίσεων της καπιταλιστικής οικονομίας. Η άποψη ότι το σύστημα εξουσίας του κεφαλαίου δεν περνά κρίση, ότι λειτουργεί αποτελεσματικά με τους νόμους και τους σκοπούς που το διέπουν και καθορίζουν τη λειτουργία του περιορίστηκε σε κάποιες επισημάνσεις. Ούτε έγινε ευρεία αναφορά, έστω, στο θέμα, από άλλους. Αντίθετα στο θέμα του επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα υπήρξε ευρύτατη αναφορά, με τις γνωστές αναφορές στις αδυναμίες της ριζοσπαστικής αριστεράς και στην έλλειψη θεωρητικής τεκμηρίωσης της θέσης για τον ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, υπενθυμίζοντας για μια ακόμα φορά τις σχετικές απόψεις των θεωρητικών της επαναστατικής αριστεράς με αναφορά και σ αυτό το θέμα.
Σε ότι αφορά την άποψη για την αυτονομία του σοσιαλιστικού συστήματος θα μπορούσα να πω ότι υπήρξε μια καθολική άδηλη απόρριψή της. Η εμμονή στη θέση ότι ο σοσιαλισμός ορίζεται και θα πρέπει να ορίζεται με αναφορά στο μαρξικό μοντέλο της κομμουνιστικής κοινωνίας, ως πρώτη φάση του κομμουνισμού, δηλαδή ως πρώιμος κομμουνισμός, χαρακτήρισε όλες τις ομιλίες. Αυτή ήταν η άποψη η οποία κυριάρχησε στα τέσσερα σεμινάρια, ειδικότερα στο τρίτο (με θέμα: Το αίτημα του σοσιαλισμού) και στο τέταρτο (με θέμα : Για τον κομμουνισμό). Η μόνη δηλωμένη διαφωνία με την άποψη για την αυτονομία του σοσιαλισμού ως οικονομικο- κοινωνικού σχηματισμού ήταν ή άποψη ότι ο σοσιαλισμός είναι μια μεταβατική κοινωνία. Επομένως δεν μπορεί να οριστεί με τους όρους της αυτονομίας..
Παρακάμπτω την αναλυτική αναφορά στην ιστορική αλήθεια, ειδικότερα στη διαλεκτική της ανθρώπινης ιστορίας, ότι όλες οι κοινωνίες είναι μεταβατικές. . Η αναλυτική αναφορά σ αυτή την αλήθεια θα με υποχρέωνε ν αναφερθώ και στο κρίσιμο ερώτημα αν ο κομμουνισμός μπορεί να θεωρηθεί και αυτός ως μία μεταβατική κοινωνία. Πολύ περισσότερο που η διατύπωση αυτού του ερωτήματος εξ ορισμού ακυρώνει την ορθότητα της άποψης ότι ο κομμουνισμός είναι ο τελικός σκοπός της ιστορικής εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, ενώ παράλληλα εμπεριέχει το ερώτημα για την κοινωνία που θα ακολουθήσει τον κομμουνισμό.
Βέβαια ο Μαρξ (και ο Ένγκελς) δεν χρησιμοποιεί τον όρο «τελικός σκοπός». Μιλά για τη μετάβαση της ανθρωπότητας από την προϊστορία του ανθρώπινου είδους στην αληθινή του ιστορία Ο κομμουνισμός είναι η αυθεντική κοινωνία του αυθεντικού ανθρώπου, του ανθρώπου που έχει χειραφετηθεί οριστικά, έχει πάψει να είναι αλλοτριωμένος και γι αυτό είναι αυθεντικά ο εαυτός του. Ο κομμουνισμός είναι μια μη -αλλοτριωμένη και μη – αλλοτριωτική κοινωνία. Είναι η κοινωνία των ελεύθερα συνεταιριζομένων ανθρώπων.... Είναι η αυθεντικά ανθρώπινη κοινωνία. Σ αυτή την αντίληψη για τον κομμουνισμό οι οποιεσδήποτε αλλαγές (οι οποίες βέβαια είναι νοητές ως μέρος της διαλεκτικής της ιστορικής διαδικασίας – επομένως ο κομμουνισμός δεν είναι το τέλος της ιστορίας του ανθρώπου) δεν αλλάζουν το χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν επιστρέφει στην κατάσταση της «προϊστορίας» της, οριζόμενης με τους μαρξιστικούς όρους.
Όλη αυτή η επιχειρηματολογία, μαζί με την ερμηνευτική που χρησιμοποίησε (ή και χρησιμοποιεί) ο μαρξισμός έγινε αντικείμενο κριτικής από πολλούς μελετητές. Δεν είναι του παρόντος να αναφερθώ αναλυτικά σ αυτή την κριτική, που, βέβαια, δεν μπορεί να αγνοηθεί από μια σοβαρή προσπάθεια να απαντηθεί το σύνθετο ερώτημα Ο σοσιαλισμός στον 21-ο αιώνα.
Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι να απαντηθεί το ερώτημα αν ορισμός του σοσιαλισμού ως αυτόνομου συστήματος αναιρεί τον προσανατολισμό της επαναστατικής αριστεράς με «τελικό» στόχο τον κομμουνισμό και κυρίως αν η αυτονομία του καταργεί τον κομμουνιστικό του χαρακτήρα, όπως αυτός ορίζεται από το Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, με αναφορά : α) στην άποψη – ορισμό του Μαρξ για το σοσιαλισμό, και β) αν η άποψη για την αυτονομία του σοσιαλιστικού συστήματος προκύπτει από την κριτική της συνολικής εμπειρίας της ιστορίας του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στη Σοβιετική Ένωση και στο χώρο του υπαρκτού σοσιαλισμού – γιατί όχι και της Κίνας-, αλλά και μέσα από την κριτική θεώρηση της συνολικής εμπειρίας του κόσμου στον 20-ο αιώνα, συμπεριλαμβανομένης και της εμπειρίας της μαρξιστικής μπερνσταινικής σοσιαλδημοκρατίας., κρινόμενη και αυτή μέσα από την οπτική μιας οντολογικής προσέγγισης.
Στην ομιλία μου ανάλυσα, νομίζω επαρκώς για μια τέτοια εκδήλωση, το δεύτερο σκέλος αυτού του ερωτήματος. Δεν μου δόθηκε η δυνατότητα να ασχοληθώ με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, το οποίο, όμως, δεν είναι εντελώς άσχετο από το δεύτερο.
Προκαταβολικά πρέπει να πω ότι στην ιστορική περιοδολόγηση του Μαρξ (του Ένγκελς) ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί ένα αυτόνομο κοινωνικό- οικονομικό σχηματισμό. Σ αυτή την περιοδολόγηση τον καπιταλισμό διαδέχεται ο κομμουνισμός. Ο σοσιαλισμός είναι ένα στάδιο στην πορεία μετάβασης της κοινωνίας στον κομμουνισμό. Με αυτή την έννοια είναι μια μεταβατική κοινωνία στην οποία υπάρχουν διάχυτα τα στοιχεία του καπιταλισμού, όμως αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι τα στοιχεία του κομμουνισμού. Εδώ θα επιχειρήσω μια σύντομη κριτική ερμηνεία και ανάλυση της γνωστής θέσης του Μαρξ για τον σοσιαλισμό στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα.
Σπεύδω να πω ότι για το θέμα αυτό υπάρχει μια «ποσοτικά» (όμως όχι και ποιοτικά) μεγάλη βιβλιογραφία, στην οποία δεν συντρέχει λόγος να αναφερθώ εδώ. Εξάλλου για το θέμα αυτό έχω γράψει παλιότερα και εγώ στη Αυγή και στην ΚΟΘΕΠ, μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, το 1978, αλλά και στην Ουγγαρία νωρίτερα, στο πνεύμα που υπαγορεύει η άποψη για τον ορισμό του σοσιαλισμού ως πρώτου σταδίου του κομμουνισμού, ως πρώιμου κομμουνισμού. Αποτελεί λοιπόν το κείμενο που ακολουθεί, αλλά και όλη η ομιλία μου στον «Πουλαντζά», μια κριτική θεώρηση αυτών που και εγώ υποστήριζα παλιότερα – χωρίς αυτό να σημαίνει την πλήρη απόρριψή τους. Πάντως, ότι έχω πει στην ομιλία μου στον «Πουλαντζά» είναι απόρροια εφαρμογής της διαλεκτικής οντολογίας στη μελέτη του προβλήματος. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν αναφέρθηκα αναλυτικά στην άποψη του Μαρξ για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Αυτό θα επιχειρήσω να το κάνω εδώ με αναφορά στο πασίγνωστο έργο του Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Πολύ περισσότερο που στην πορεία των συζητήσεων είχε γίνει αναφορά σ αυτό το έργο του Μαρξ.
Ας δούμε λοιπόν τι λέει ο Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος του Γκότα για τον σοσιαλισμό ως πρώτη φάση τουκομμουνισμού, για να προχωρήσουμε μετά σε έναν σύντομοσχολιασμό..
Ο σοσιαλισμός, ως πρώτη φάση του κομμουνισμού, είναι, σύμφωνα με το Μαρξ μια «συντροφική κοινωνία θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής. Οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ σαν αξία αυτών των προϊόντων, σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν αυτά, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την κεφαλαιοκρατική κοινωνία οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα και όχι πλέον έμμεσα ως συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας. Η λέξη “έσοδο της εργασίας” που και τώρα είναι απορριπτέα, εξαιτίας της διφορούμενης έννοιάς της, χάνει έτσι κάθε νόημα». Αυτό σημαίνει ότι η εργασία (η εργατική δύναμη) στο σοσιαλισμό δεν είναι εμπόρευμα και ότι δεν υπάρχει το χρήμα ως το ισοδύναμο όλων των αξιών και ως το μέσο διαμεσολάβησης στη σχέση του εργαζόμενου με την επιχείρηση, με το κράτος. Στο σοσιαλισμό όλοι είναι εργάτες, πράγμα που σημαίνει ότι ο σοσιαλισμός είναι μια αταξική κοινωνία. Αυτό τον ξεχωρίζει από όλες τις προηγούμενες κοινωνίες. Αυτά είναι τα γενικά κομμουνιστικά χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Μαρξ, αυτό δεν συνιστά ακόμα κομμουνισμό, δεν συνιστά την ολική και ριζική υπέρβαση, όπως λέμε, του καπιταλισμού. Στο σοσιαλισμό, λεει ο Μαρξ, «έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα, όπως ακριβώς προβάλλει από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία». Έχουμε να κάνουμε «με μια κομμουνιστική κοινωνία που από κάθε άποψη : οικονομικά, ηθικά, πνευματικά , είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε. Επομένως ο κάθε ατομικός παραγωγός –ύστερα από τις κρατήσεις- παίρνει πίσω ακριβώς ότι της δίνει. Αυτό που της έδωσε είναι η ατομική του ποσότητα εργασίας». «Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών. Το περιεχόμενο και η μορφή άλλαξαν, γιατί μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες κανένας δεν μπορεί να δώσει τίποτα άλλο εκτός από την εργασία του και γιατί, από την άλλη μεριά, τίποτα δεν μπορεί να περάσει στην ιδιοκτησία των ξεχωριστών προσώπων, εκτός από τα ατομικά μέσα κατανάλωσης. Όμως, όσο για τη διανομή των μέσων κατανάλωσης στους ξεχωριστούς παραγωγούς κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων (Warenaquivalanten), ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μια μορφή, με ίση εργασία σε άλλη μορφή.
Ώστε εδώ το ίσο δίκαιο εξακολουθεί να είναι κατ αρχήν τοαστικό δίκαιο...». «Παρ όλη αυτή την πρόοδο, αυτό το ίσο δίκαιομπαίνει πάντα σε έναν αστικό περιορισμό. Το δίκαιο των παραγωγών είναι ανάλογο με την απόδοση της δουλειάς τους. Η ισότητα συνίσταται στο ότι μετρούν με το ίδιο μέτρο, με την εργασία». Όμως με δεδομένη τη διαφορά στις ικανότητες από άνθρωπο σε άνθρωπο και σε άλλες ειδικές καταστάσεις της ζωής του καθενός «αυτό το ίσο δίκαιο είναι άνισο δίκαιο για άνιση εργασία».
Αυτά τα φαινόμενα, που κάνουν τη διαφορά του σοσιαλισμού από τον κομμουνισμό, σημειώνει ο Μαρξ «δεν μπορούν να αποφευχθούν στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας». Εξάλλου, πέρα ή μαζί με αυτά τα φαινόμενα στο σοσιαλισμό εξακολουθεί να υπάρχει «η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας», καθώς και η αντίθεση πνευματικής και σωματικής εργασίας, ενώ για όλες τις μορφές εργασίας ισχύει η αρχή του σοσιαλισμού στον καθένα ανάλογα με την εργασία του, ανάλογα με την προσφορά του, που αναπαράγει την ανισότητα. Γι αυτό ο σοσιαλισμός ορίζεται από το Μαρξ ως μια κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
« Σε μιαν ανώτερη φάση της κομμουνιστικής; κοινωνίας , όταν θα έχει εξαφανιστεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μαζί της η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία, όταν η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνον μέσο για να ζεις, αλλά και η πρώτη ανάγκη της ζωής, όταν με την ολόπλευρη ανάπτυξη των ατόμων θα έχουν αναπτυχθεί και οι παραγωγικές δυνάμεις και θα αναβλύζουν πιο άφθονα όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου, τότε μόνον θα μπορεί να ξεπεραστεί ολότελα ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και θα γράψει η κοινωνία στη σημαία της : Από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». (15)
Η δογματική «συμμόρφωση» με αυτές τις γενικές θέσεις του Μαρξ είναι ότι χειρότερο για τη δημιουργική επαναστατική σκέψη και πρακτική της αριστεράς. Αυτό το βεβαιώνει η κριτική μελέτη της συνολικής εμπειρίας του σοσιαλιστικού ιστορικού εγχειρήματος, με την τραγική του κατάληξη. Μέσα από αυτή την οπτική αποκτά ιδιαίτερη σημασία η παρέμβαση του Λένιν, το 1922, για την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (της ΝΕΠ). Πάντως είχε προηγηθεί η προσπάθεια των μπολσεβίκων να εφαρμόσουν αυτές τις υποδείξεις του Μαρξ - ενέργεια η οποία στις συνθήκες της Ρωσίας, του εμφυλίου πολέμου και στο καθεστώς του «πολεμικού κομμουνισμού» είχε ως αποτέλεσμα την κυριολεκτική καταστροφή της αγροτικής οικονομίας, την τραγική επιδείνωση του επισιτιστικού προβλήματος και το θάνατο από λιμό περίπου τριών εκατομμυρίων ανθρώπων, με απόλυτα δυσμενείς επιπτώσεις στις σχέσεις κόμματος και λαϊκών μαζών., εργατικού κράτους και λαού. Παρόλα αυτά η δογματική εμμονή σε όλο το φάσμα των υποδείξεων του Μαρξ εξακολουθούσε να διέπει μεγάλο μέρος του ηγετικού στρώματος του κόμματος (βλέπε το πολυσδιαβασμένο από τους κομμουνιστές όλου του κόσμου βιβλίο των Μπουχάριν- Πρεομπραζένσκι, Το αλφάβητο του κομμουνισμού), καθώς και στην πολιτική και πρακτική του πολεμικού κομμουνισμού.
Η μελέτη αυτής της τετραετούς οδυνηρής εμπειρίας που ακολούθησε τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης οδήγησε το Λένιν στην επιλογή της ΝΕΠ, δηλαδή στην εισαγωγή της αγοράς και του χρήματος στη σοβιετική οικονομία, καθώς και στην οργανική δημιουργική ένταξη του αγροτικού τομέα στο παραγωγικό σύστημα της χώρας – ενέργεια η οποία ήταν σε απόκλιση από τις θέσεις του Μαρξ της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα, για το σοσιαλισμόΔεν προχωρώ στην ανάλυση αυτής της ενέργειας του Λένιν και σε ότι ακολούθησε μετά το θάνατό του και κυρίως με την απόλυτη επιβολή του Στάλιν στο κόμμα και στο κράτος μετά το 1927 – 1928, όταν ο Στάλιν επιστρέφει στο καθεστώς του πολεμικού κομμουνισμού, διατηρώντας ωστόσο τους συντελεστές του εμπορίου και του χρήματος,- με ουσιαστικούς περιορισμούς και ασφυκτικούς ελέγχους, που μετά το 2-ο παγκόσμιο πόλεμο ειδικότερα γινόταν ολοένα και πιο αφόρητoι για την αναπτυξιακή δυναμική της σοβιετικής οικονομίας, τον εκσυγχρονισμό της, αλλά και για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, με δεδομένη την απομόνωση της σοβιετικής οικονομίας από την παγκόσμια οικονομία (πράγμα που το επιδίωξε και το παγκόσμιο κεφάλαιο, αλλά και οι αστικές κυβερνήσεις στον κόσμο). Και ήταν αυτό μια συνθήκη η οποία από τη δεκαετία του 1970 λειτούργησε ως ένας από τους συντελεστές που είχαν να κάνουν με την αδυναμία της σοβιετικής οικονομίας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της λεγόμενης «οικονομικής άμιλλας» με τον καπιταλισμό, δηλαδή με τις απαιτήσεις του ανταγωνισμού της με την οικονομία. του σύγχρονου καπιταλισμού, που τελικά λειτούργησε ως στοίχημα ζωής και θανάτου.
Ωστόσο, η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης δεν ήταν ικανή να υπερνικήσει την δογματική εμμονή στον ορισμό του συστήματος με κομμουνιστικούς όρους. Και όχι στον ορισμό του με βάση τη νέα πραγματικότητα και τη δυναμική της, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Σ.Ε. είχε ήδη ηττηθεί στη λεγόμενη οικονομική άμιλλα με τις ΗΠΑ και την καπιταλιστική οικονομία γενικότερα, και ότι η αναγκαία έξοδός της στην παγκόσμια οικονομία, που ήδη από τη δεκαετία του 1970 είχε αρχίσει να εμφανίζεται και να λειτουργεί ως υπαρξιακός όρος για την οικονομία της; και για την ίδια τη Σοβιετική Ένωση, και κατ επέκταση για τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, απαιτούσε τον επανακαθορισμό, την αναδόμηση ολόκληρου του συστήματος με βάση τις νέες σταθερές που θα εγγυούταν την αποτελεσματική λειτουργία της για το ορατό έστω μέλλον, διατηρώντας, εκσυγχρονίζοντας και αναπτύσσοντας και τις βιώσιμες σταθερές του σοβιετικού συστήματος, τις λειτουργικέςγι αυτή την ιστορική φάση δομές και θεσμούς που θα επέτρεπαν τη διατήρηση του γενικού προοπτικού κομμουνιστικού της προσανατολισμού, επανακαθορισμένου και αναθεωρημένου – μαζί και εμπλουτισμένου- με τα νέα στοιχεία της νέας πραγματικότητας. Ήταν προφανές γι όλους ότι χωρίς την αποκατάσταση και αναβάθμιση της λειτουργίας της αγοράς και του χρήματος η σοβιετική οικονομία δεν μπορούσε να βγει από την κρίση στην οποία είχε περιέλθει. Αυτό βέβαια προϋπόθετε την επεξεργασία για τις νέες συνθήκες του μοντέλου του σοσιαλισμού της αγοράς. Ενός μοντέλου οικονομίας στο οποίο το εμπόριο και το χρήμα δεν λειτουργούν με τη λογική του ιδιωτικού κεφαλαίου στην οποία δεσπόζει το κεφαλαιοκρατικό κέρδος και ο ανταγωνισμός του ποιος – ποιον; Με την τάση να λειτουργούν ως τεχνικά μέσα – μηχανισμοί που καθιστούν δυνατή την ισχύ της αρχής της συλλογικότητας ως μορφής λειτουργίας και έκφρασης και της ατομικότητας. Απ ότι γνωρίζω οι σφοδρές συζητήσεις των οικονομολόγων δεν είχαν βάλει στο κέντρο της μελέτες και του διαλόγου αυτή τη σκέψη. Όμως δεν είναι του παρόντος η αναλυτική αναφορά σε αυτές τις μελέτες και συζητήσεις.
Περιορίζομαι να πω ότι το ΚΚΣΕ, με ηγέτη τον Γκορμπατσόφεπιχείρησε την αναδόμηση και τον εκσυγχρονισμό του συστήματος στο πνεύμα της λεγόμενης «νέας σκέψης». Ωστόσο η παρουσία της ιδεολογίας στη λεγόμενη «νέα σκέψη», «νέα αντίληψη» επηρέασε αρνητικά την προώθηση μιας οικονομικής άποψης που δηλωτικά είχε ως αφετηρία και σημείο αναφοράς τη λενινιστική ΝΕΠ και τις εμπειρίες της, χωρίς την ανάδειξη του γεγονότος ότι η ΝΕΠ εμπεριείχε στον πυρήνα της τη «φιλοσοφία» της οικονομίας της αγοράς. Όμως, η αναγνώριση και η ανάδειξη αυτής της ιδιότητας της ΝΕΠπροϋπόθετε την αυτονομία της σκέψης του κόμματος, απαλλαγμένης από τα δογματικά ιδεολογικά σχήματα τα οποία παρακολούθησαν τη σκέψη και τη δράση του σε όλη την περίοδο μετά το 1927. Και η ηγεσία Γκορμπατσόφ αγνόησε μίασημαντική – τη σημαντικότερη για τη νέα πραγματικότητα και τη νέα εποχή- θεωρητική και μεθοδολογική παρακαταθήκη του Λένιν , στην οποία αναφέρθηκα στην ομιλία μου, κάνοντας και έναν σχολιασμό. Ιδού αυτό το σημείο της ομιλίας μου:
«Εμείς –έγραφε ο Λένιν- δεν βλέπουμε καθόλου τη θεωρία του Μαρξ σαν κάτι το τελειωμένο και απαραβίαστο. Απεναντίας. Έχουμε την πεποίθηση πως η θεωρία αυτή έβαλε μόνον τους ακρογωνιαίους λίθους της επιστήμης. Εκείνης, που οι σοσιαλιστές έχουν χρέος να την προωθούν παραπέρα προς όλες τις κατευθύνσεις αν δεν θέλουν να μείνουν πίσω από τη ζωή».
Η θέση του Λένιν για την «προώθηση» της θεωρίας του Μαρξ μπορεί, νομίζω, να ερμηνευτεί και ως προτροπή για τη διαλεκτική υπέρβασή της, στο πνεύμα της συνέχειας – ασυνέχειας, με κυρίαρχο το σκέλος της συνέχειας. Πολιτικά μια τέτοια ενέργεια μπορεί να είναι λειτουργική για την Αριστερά μόνον εφόσον συντελείται με αναφορά στη σημερινή πραγματικότητα και στη δυναμική της. Η κριτική με μόνη την αναφορά στη λογική δομή της θεωρητικής σκέψης, της θεωρίας, του Μαρξ, όσο κι αν είναι αναγκαία, και προτιμάται από την ακαδημαϊκή προσέγγιση, δεν αρκεί. Απαιτείται πρωτίστως η αναφορά στη σημερινή πραγματικότητα και στη δυναμική της.
Έτσι τώρα, μετά την κατάργηση της Σ.Ε και του υπαρκτού σοσιαλισμούστη νέα πραγματικότητα, με απόλυτο κυρίαρχο στον κόσμο τον καπιταλισμό, την εξουσία του κεφαλαίου, ο κομμουνισμός ως οικουμενική μορφή οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, της ανθρωπότητας δεν μπορεί να αποτελέσει πολιτικά και ιδεολογικά λειτουργικό στόχο της ριζοσπαστικής αριστεράς, που είναι και η μόνη πολιτική και κοινωνική δύναμη η οποία μπορεί να αποτρέψει την πορεία της ανθρωπότητας προς την αυτοκαταστροφή, ανοίγοντας νέους δρόμους για την δρομολόγηση κοινωνικοιστορικών διαδικασιών υπέρβασης του καπιταλισμού. Σ αυτή την αντίληψη η παραδοχή ότι η διαδικασία υπέρβασης του καπιταλισμού δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη είναι βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και εφαρμογή διάφορων εναλλακτικών υπερβατικών ριζοσπαστικών πολιτικών – ανάλογα με τη χώρα ή μια ομάδα χωρών, ανάλογα και με τις συνθήκες μέσα στις οποίες είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί η αριστερά, γενικότερα οι δυνάμεις της κοινωνικής αλλαγής, με κύριο παράγοντα στην επιλογή της μιας ή της άλλης πολιτικής, του ενός ή του άλλου υπερβατικού δρόμου το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, των δυνάμεων της κοινωνικής αλλαγής και της κοινωνικής συντήρησης. Αυτή η σκέψη διαπερνά και διακατέχει την πρόταση – πλαίσιο σοσιαλισμού την οποία έχω αναπτύξει στο βιβλίο μου Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κ. Μαρξ, Οικονομικά – φιλοσοφικά χειρόγραφα, εκδ. Γλάρος 1975, σελ 25- 26. Βλέπε αναφορά και ανάπτυξη αυτής της άποψης στο βιβλίο μου Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου, εκδ. Ψηφίδα, 2004, σελ. 100 κ.ε., και αλλού
2. Αυτή η αντίληψη εκφράστηκε και στην κριτική μιας ομάδας αντιφρονούντων μαρξιστών στην πρώην Σοβιετική Ένωση, με κυρίαρχο το ερώτημα αν το καθεστώς που διαμορφώθηκε στα 60 χρόνια ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης είναι σοσιαλιστικό ή όχι. Ιδού μια χαρακτηριστική προσέγγιση αυτής της οπτικής την οποία εφάρμοσε στην κριτική του και στις εκτιμήσεις του ένας από τους διαφωνούντες, ο Α. Ζίμιν: «Το κοινωνικό σύστημα που επικράτησε στη Σοβιετική Ένωση δεν μπορεί να θεωρηθεί σοσιαλιστικό..... Το σημερινό οικονομικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης δεν είναι σοσιαλιστικό. Στη χώρα αυτή οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι σχέσεις μιας κοινωνίας δίχως τάξεις. Επίσημα αναγνωρίζεται η ύπαρξη τριών τάξεων : της εργατικής τάξης, των αγροτών και της διανόησης ( μολονότι γι αυτήν την τελευταία δεν χρησιμοποιείται ο όρος «τάξη»).... δεν υπάρχει – ούτε μπορεί να υπάρξει - οικονομική και κοινωνική ισότητα..... Δεν εφαρμόζεται η απαράβατη αρχή του σοσιαλισμού σύμφωνα με την οποία κανένας κρατικός λειτουργός –ακόμα και εκείνοι που κατέχουν τα υψηλότερα αξιώματα- δεν μπορεί να έχει εισόδημα που να ξεπερνά το εισόδημα του ειδικευμένου εργάτη. Σ αυτή την κοινωνία η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα (έστω κι αν δεν αμείβεται ανάλογα με την αξία της).... δεν υπάρχουν οι μηχανισμοί οικονομικού σχεδιασμού και διαχείρισης, που στο σοσιαλισμό υποκαθιστούν το νόμο της αξίας και τους μηχανισμούς της αγοράς, και οι οποίοι στηρίζονται στην οικονομική ισότητα, τόσο οριζόντια όσο και κάθετα......» κ.ο.κ. Βλέπε στο βιβλίο Αντιπολιτευτικές τάσεις στη Σοβιετική ΈνωσηΟι θέσεις των μαρξιστών διαφωνούντων .εκδόσεις Οδυσσέας,,1977, (Πρόλογοςε και επιμέλεια Αντώνης Βογιάζος). σελ. 190- 193.
3. Η υιοθέτηση αυτής θέσης ήταν ένα από τα σημαντικότερα νέα στοιχεία που το ΚΚΕ εσωτερικού είχε φέρει στη σκέψη τηςελληνικής αριστεράςΚαι θα πρέπει να καταγραφεί και αυτό στα θετικά της προσφοράς της εφημερίδας Η ΕΠΟΧΗ που μας το υπενθυμίζει, αναφερόμενη σε ένα κείμενο του γραμματέα του ΚΚΕ εσωτ. Μπάμπη Δρακόπουλου στο οποίο έγραφε: «..... Ο σοσιαλισμός στη χώρα μας θα είναι ένας Ελληνικός Σοσιαλισμός. Βαθιά ριζωμένος στο εθνικό έδαφος....... θα πάρουμε υπόψη μας τις συνθήκες της χώρας μας, τις παραδόσεις του λαού μας και του απελευθερωτικού κινήματος στη χώρα μας, τις μορφές πάλης, οργάνωσης, ελέγχου εξουσίας που δημιούργησε κατά το παρελθόν και θα δημιουργεί μέσα στον αγώνα του λαού μας. Είμαστε αντίθετοι στα στερεότυπα και τις μιμήσεις....». Η ΕΠΟΧΗ. 22.4.2007, σελ. 21.
4. Ο Κολομβιανός ιερωμένος Τορές,Καμίλο κοινωνιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κολομβιανή κοινωνία έπρεπε να αλλάξει συθέμελα, ανέλαβε συγκεκριμένη δράση. Επεξεργάστηκε ένα πρόγραμμα για τη συσπείρωση των κοινωνικών δυνάμεων με τελικό στόχο το σοσιαλισμό, και εργάστηκε πάνω σ’ αυτό. Για τη στάση του αυτή ήρθε αντιμέτωπος με το ανώτερο στρώμα της εκκλησίας., που τον πολέμησε σκληρά. Ο Τορές κατέληξε στην ιδέα του ένοπλου αγώνα. Προσχώρησε στο ένοπλο κίνημα των ανταρτών, αλλά σκοτώθηκε στην πρώτη μάχη , άπειρος όπως ήταν από αυτή τη μορφή του αγώνα. Οι ιδέες και το παράδειγμα του Καμίλο βρήκαν μεγάλη απήχηση στους επαναστάτες των χωρών της Νοτίου Αμερικής, ιδιαίτερα στον κατώτερο κλήρο. Σχεδόν σε όλες τις λατινοαμερικανικές χώρες ιδρύθηκαν οργανώσεις Καμίλο ή οργανώσεις που επέλεξαν για παράδειγμά τους το παράδειγμα του Καμίλο. Η επίδραση του «καμιλισμού» απλώθηκε και πέρα από τη Λατινική Αμερική, σε χώρες του τρίτου κόσμου.(Βλέπε σχετική εισαγωγική μελέτη του Γκάμπορ Κάρτσιαγκ στο βιβλίο του Γκέρμαν Καμίλο Τορές,Ο επαναστάτης ιερέας, εκδόσεις Κόσσουτ, Βουδαπέστη,1972).
5. Αναλυτικά για τη διαφορά ιδεολογίας και θεωρίας, για τη σχέσης τους και το ρόλο τους στο επαναστατικό κίνημα ασχολούμαι στο άρθρο μου με τον τίτλο Ο ρόλος της κοινωνικής συνείδησης στην ιστορική διαδικασία. Θεωρία και ιδεολογία στο αριστερό επαναστατικό κίνημα, το οποίο έχει σταλεί προς δημοσίευση. Για το θέμα βλέπε και αναλύσεις στο βιβλίο μου Είναι και συνείδηση, γνώση και αλήθεια, εκδόσεις Γκούτεμπεργκ, 1986.
6. Μιχαήλ Γκορμπατσόφ: Πολιτική Εισήγηση της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ στο 27-ο συνέδριο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1986. Ωστόσο, παρά την κατηγορηματική απόρριψη της άποψης για την αυτονομία του σοσιαλιστικού συστήματος, ακόμα και το ΚΚΣΕ ήταν υποχρεωμένο να διαμορφώσει την οικονομική αναπτυξιακή του πολιτική με βάση τη δυναμική της πραγματικότητας. Όμως,, η ιδεολογική του δέσμευση να ορίζει το σοσιαλισμό με κομμουνιστικούς όρους δεν επέτρεψε την εφαρμογή της αρχής της πραγματικότητας. Αυτό βέβαια θα οδηγούσε το κόμμα στην αναγνώριση του ρόλου της αγοράς στη σοσιαλιστική οικονομία. και στην επανεκτίμηση της θεωρίας του σοσιαλισμού της αγοράς, των συζητήσεων που είχαν γίνει στη δεκαετία του 1930. Σ αυτό το κρίσιμο θέμα μόνον οι Οϋγγροι είχαν αρκετά προωθημένες θέσεις οι οποίες είχαν εκφραστεί στο επίπεδο της οικονομικής αναπτυξιακής πολιτικής του κόμματος και πολύ περισσότερο στο επίπεδο του επιστημονικού προβληματισμού –που από τη δεκαετία του 1960 και μετά σε αυξημένο βαθμόχαρακτήριζε τις συζητήσεις των Ούγγρων οικονομολόγων, στις οποίες συμμετείχαν και ηγετικά στελέχη του κόμματος, όπως ο Νιέρς Ρέζιου, ο αρχιτέκτονας της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1960. Στις συζητήσεις αυτές πήραν μέρος και κοινωνιολόγοι. Στο βιβλίο μου Η Αριστερά χθες, σήμερα , αύριο δίνω μια κάπως αναλυτική εικόνα γι αυτές τις συζητήσεις
7. Βλέπε, Γ. Ρούσης στο βιβλίο του «Σοσιαλισμός και Περεστρόικα» Μελέτες. Έκδοση ΚΜΕ και Σύγχρονη Εποχή, 1988, σελ. 286-287.
8. Janos KornaiΌραμα και πραγματικότητα. Κράτος και αγορά, εκδόσεις Παπαζήση,1993. Στο έργο του Κόρναη βασίζει σε μεγάλο βαθμό τις αναλύσεις του για το οικονομικό σύστημα (ή συστήματα) των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού ο Στέργιος Μπαμπανάσης στο βιβλίο του Σύγχρονα οικονομικά συστήματα. Εκδόσεις Παπαζήσης,2001.
9. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ. Ακαδημαϊκό σύγγραμμα . (Α szocializmυs politikai gazgasagtαna. ΤankonyvΕκδόσεις Κόσσουτ, 1968. Δεύτερη έκδοση. σελ. 4-5.
10. Eκδόσεις Βudapest Print-kfl, 2001- 2003
11. Kornai Jάnos, Α szocialista rendszer (Το σοσιαλιστικόσύστημα),έκδοση HVG kiadόi Rt, Budapest, 1993.Πρωτοεκδόθηκε στα αγγλικά, Jάnοs Kornai,The Socialist System.The Political Economy of Communism. Oxford University Press, 1992. Printeson UniversityPress,1992
12. Kornai JάnosUtkereses-Αναζήτηση δρόμου, εκδ.Szάzadveg, Budapest, 1993, σελ. 35
13. Λένιν, Το πρόγραμμά μας. Άπαντα, τόμος 4, σελ. 199- 200. Εκδόσεις Κ.Ε. του ΚΚΕ, 1950.
14. Γκεόργκ Λούκατς, Ερμηνευτικές προσεγγίσεις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006, σελ. 194 (Επιμέλεια Γ. Σαγκριώτης – Α.Α. Χρύσης),
15. Θ. Βακαλιός, Η Αριστερά χθες, σήμερα, αύριο, σελ.282 κ.ε.
15.Καρλ Μαρξ Παρατηρήσεις στο πρόγραμμα του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, Μαρξ – Ένγκελς Διαλεχτά Έργα, τόμος 2-ος, Εκδοτικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, 1951, σελ. 12 – 15 ( και εκδοτικό Σύγχρονη Εποχή)
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου