Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

H Αριστερά που αρνείται δογματικά το παρελθόν της δεν έχει μέλλον

Είναι πολλοί εκείνοι στο χώρο της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς,γενικότερα της αριστεράς πέραν του ΚΚΕ, οι οποίοι απορρίπτοντας τον σταλινισμό, με αποκλειστική έμφαση στο δικτατορικό καθεστώς και στη σταλινική βαρβαρότητα, με κορύφωση τις δίκες σκοπιμότητας και τα γκουλάκ, αρνούνται συνολικά όλη την παράδοση της Αριστεράς που είναι συνδεδεμένη με την αντίληψη και την πρακτική του σταλινισμού. Αρνούνται να αναγνωρίσουν τα θετικά στοιχεία του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αρνούνται να δεχτούν ότι και το εγχείρημα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια σταλινική αντίληψη είναι μέρος της ιστορίας της Αριστεράς. Κοντολογίς: αρνούνται την εφαρμογή της διαλεκτικής της συνέχειας- ασυνέχειας για όλη αυτή την περίοδο όταν κυρίαρχος στο κομμουνιστικό κίνημα ήταν ο σταλινισμός. Η άρνηση αυτή πιο έντονα και με απόλυτο τρόπο αφορά τη στάση τους απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό, απέναντι σε όλη αυτή την παράδοση, με την οποία θεωρούν ότι η σύγχρονη αριστερά δεν πρέπει να έχει καμία σχέση. Ούτε καν μια σχέση κριτικής μελέτης αυτής της παράδοσης. Πιστεύουν ότι η σύγχρονη Αριστερά πρέπει να αρνηθεί ολοσχερώς αυτή την παράδοση Πιστεύουν ότι αυτό είναι αναγκαίος όρος για την αποκατάσταση των αρχών και αξιών της, που έχουν αμαυρωθεί. Αυτή η αντίληψη έχει αναζωπυρωθεί τελευταία με αφορμή την 20-η επέτειο από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, που συμβολίζει την αρχή της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σ αυτή την αντίληψη της συνολικής άρνησης είναι και όσοι μετά την πτώση της Σ.Ε., ή και νωρίτερα, απολυτοποιώντας τη θέση ότι «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρχει» μιλούν με μια δόση ειρωνείας, περί «αν – ύπαρκτου «υπαρκτού» σοσιαλισμού», που και συναισθηματικά ενισχύει τη λογική πως ό,τι δεν υπάρχει δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, ούτε και θέμα συζήτησης.

Όλοι αυτοί, ο καθένας με το δικό του τρόπο έκφρασης, συνδέουν το νέο ξεκίνημα της ριζοσπαστικής Αριστεράς με την συνολική απόρριψη αυτής της φάσης της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος. Η ίδια αντίληψη εμφανίζεται και από αριστερούς που συνδέουν αυτή τη στάση με την αναγκαία επιστροφή στο Μαρξ ή και στο Λένιν της οκτωβριανής επανάστασης. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται από την κίνηση για την αποκατάσταση της ιδέας του κομμουνισμού η οποία πιστεύει ότι για το σκοπό αυτό η Αριστερά πρέπει να σβήσει από τη μνήμη της κάθε τι που έχει σχέση με την ιστορία του τριτοδιεθνιστικού κομμουνιστικού κινήματος, μετά το Λένιν.

Σε μια προσπάθεια τεκμηρίωσης της άποψης περί «ανύπαρκτου «υπαρκτού» σοσιαλισμού» μιλούν για τη δήθεν πλήρη αποξένωση αυτών των λαών από το καθεστώς, αφήνοντας την εντύπωση ότι όλοι οι άνθρωποι, όλα τα κοινωνικά στρώματα, έριξαν το ανάθεμα στην πραγματικότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Αυτό γίνεται χωρίς τη συγκεκριμένη συνολική γνώση γενικά και για κάθε χώρα. Δεν τους ενδιαφέρουν οι καθεστωτικές αποκλίσεις και διαφορές από χώρα σε χώρα. Ο όρος «υπαρκτός σοσιαλισμός» καταργεί αυτές τις αποκλίσεις και τις διαφορές. Εξομοιώνει όλα τα καθεστώτα με το σοβιετικό σταλινικό καθεστώς, απολυτοποιώντας το γεγονός ότι για όλες αυτές τις χώρες το σοβιετικό σύστημα λειτουργούσε ως πρότυπο, το οποίο ωστόσο στο επίπεδο της εφαρμογής του παρουσιάζει αξιοσημείωτες αλλαγές, ανάλογα με τη χώρα. Για παράδειγμα: ο «κανταρικός σοσιαλισμός» δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί με εκείνον του Τσαουσέσκου, αλλά ούτε με το σοβιετικό σοσιαλισμό. 

Η κίνηση για την αναστύλωση της ιδέας του κομμουνισμού ,που, ορθώς, βρίσκει υποστηρικτές και σε μας, συνοδεύτηκε με τη συγγραφή κάποιων άρθρων που διαπνέονται από το παραπάνω πνεύμα. Εδώ έχω υπόψη μου το ένθετό Εντός της εφημερίδας Η ΕΠΟΧΗ (8.11.2009) με κείμενα που αναφέρονται στο συνέδριο για τον κομμουνισμό, που έγινε πρόσφατα στο Λονδίνου. Στο προεισαγωγικό σημείωμα αυτού του ένθετου με τον τίτλο . Με αφορμή μια επέτειο (την πτώση του τείχους- Θ.Β.) και ένα συνέδριο, διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής : « Το φάντασμα (του κομμουνισμού- Θ.Β.) δεν φαίνεται ακόμα να έχει αρχίσει το ταξίδι του ¨πανω από την Ευρώπη¨- και όχι μόνο. Προφανώς, η κολοσσιαία αποτυχία του ¨ανατολικού στρατοπέδου¨, των λαϊκών δημοκρατιών, των οποίων την εξαφάνιση από το χάρτη κανείς λαός δε βρέθηκε να θρηνήσει, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο. Τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν ίσως είναι χρόνος μικρός για την απομάκρυνση της σκουριάς που απέθεσαν πάνω στο πιο όμορφο από τα όνειρα της ανθρωπότητας…» (η έμφαση από μένα – Θ.Β.). 

Είναι προφανής νομίζω η πρόθεση των αρθογράφων να σβηστεί από την ιστορική μνήμη της Αριστεράς αυτό το τμήμα της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος για να μπορέσει – όπως πιστεύουν, προφανώς- η σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά να κάνει ένα νέο ξεκίνημα γράφοντας την ιστορία της από την αρχή, σε ένα ηθικά και πολιτικά λευκό χαρτί, με αμόλυντη την ιδέα του κομμουνισμού. Δεν νομίζω ότι αυθαιρετώ αναδεικνύοντας αυτό το συνειρμό, που υποκρύπτεται πίσω από την παραπάνω θέση – άποψη. 

Πρόκειται για εμπεδωμένη πεποίθηση στην συνείδηση πολλών, νομίζω, ανθρώπων του χώρου της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς ή και του ευρύτερου χώρου της πέραν τους ΚΚΕ Αριστεράς, που λειτουργεί με όρους απόλυτης βεβαιότητας- δογματικά. Από αυτούς του ανθρώπους δεν μπορεί να περιμένει κανείς μια αντικειμενική κριτική στάση απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό, με σκοπό την ανάδειξη κάποιων θετικών πλευρών του , που μπορούν να χρησιμεύσουν σε μια προσπάθεια για την επανίδρυση της Αριστεράς, καθιστώντας αμφίβολη έως και αδύνατη αυτή την προσπάθεια.

Για την ευόδωση της κίνησης που στοχεύει στην επανίδρυση της Αριστεράς είναι αδήριτη ανάγκη η κριτική θεώρηση της ιστορίας της και όχι η δογματική απόρριψή της! Είναι ανάγκη να ξεπεραστεί η αδυναμία της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς να αναγνωρίσει το γεγονός ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός είχε θετικές πλευρές χρήσιμες και για μας σήμερα – ανάλογα βέβαια με τη χώρα στην οποία αναφερόμαστε. Η Αριστερά οφείλει να σκέπτεται και να κινείται με αναφορά και με βάση την πραγματικότητα, με όλες τις αντιφάσεις της. Η ιστορία της είναι μέρος της δικής της πραγματικότητας.. …

Χρειάστηκε ένα άρθρο της βρετανικής εφημερίδας Γκάρντιαν (The Guardian) για να μας επαναφέρει σ αυτή την πραγματικότητα.. Στο άρθρο αυτό με τον τίτλο Το πραγματικό μάθημα του 1989, η εφημερίδα αναφέρεται στην αδυναμία της Δύσης να αναγνωρίσει ότι «το κομμουνιστικό σύστημα είχε και πλεονεκτήματα. Η Γερμανική Λαοκρατική Γερμανία, γράφει, ήταν η πατρίδα των Στάζι, των ελλείψεων και του Τείχους, αλλά είχε ένα από τα καλύτερα συστήματα πρόνοιας για την παιδική ηλικία στον κόσμο και μεγαλύτερη ελευθερία στους χώρους εργασίας από αυτή που απολαμβάνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι στη σημερινή Γερμανία. Οι λόγοι αυτοί μαζί με την ταπείνωση της προσάρτησης βρίσκονται πίσω από το αποτέλεσμα της φετινής σφυγμομέτρησης του περιοδικού Spiegel, που συμπεραίνει ότι το 57% των Ανατολικογερμανών πιστεύουν ότι η ΓΔΛ «είχε περισσότερες καλές πλευρές παρά κακές», με ακόμη και τους νεότερους σε ηλικία να απορρίπτουν την ιδέα ότι το κράτος ήταν δικτατορικό. Όπως και μόλις ένας στους πέντε Ούγγρους πιστεύει ότι η χώρα άλλαξε προς το καλύτερο μετά το 1989, μόνον το 11% των Βουλγάρων θεωρεί ότι οι αλλαγές ωφέλησαν τους απλούς ανθρώπους ενώ οι περισσότεροι Ρώσοι και Ουκρανοί μετανιώνουν για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης».( Η ΑΥΓΗ, 14.11.2009).

Παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις στην Ουγγαρία, ειδικότερα σε ότι αφορά τη στάση των σημερινών Ούγγρων απέναντι στο σοσιαλιστικό παρελθόν τους, μπορώ ανεπιφύλακτα να υιοθετήσω το αποτέλεσμα της σφυγμομέτρησης του Spiegel. Δεν είναι του παρόντος να προχωρήσω στη συγκεκριμένη τεκμηρίωσή του. Αν υπάρχει ενδιαφέρον γι αυτό είμαι έτοιμος να προχωρήσω σε ευρεία τεκμηρίωση ειδικότερα σε ότι αφορά το πολιτιστικό γίγνεσθαι της «εποχής Κάνταρ». Μπορώ να πω, με συγκεκριμένες αναφορές, ότι σήμερα δεν υπάρχει σοβαρός καλλιτέχνης και διανοούμενος στην Ουγγαρία που έζησε εκείνη την περίοδο που να αμφισβητεί το γεγονός ότι (παρά τους περιορισμούς της πολιτιστικής πολιτικής των τριών Τ :Tamogatas, Tures, Tiltas. Α: Αρωγή, Ανοχή, Απαγόρευση) η Ουγγαρία την περίοδο αυτή είχε ζήσει μια χωρίς προηγούμενο πολιτιστική άνθιση, που σε κανένα σημείο δεν συγκρίνεται με τη σημερινή κατάσταση. Αλλά, και η καθημερινή ζωή του μεγαλύτερου μέρους των Ούγγρων δεν μπορεί να συγκριθεί με τη ζωή αυτής της περιόδου.

Όμως εμφανίζεται το παράδοξο, οι Ούγγροι να μην θέλουν την επάνοδο στο καθεστώς Κάνταρ και το Εργατικό Κόμμα που είναι η συνέχεια του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (κομμουνιστικού) να μην μπορεί να φτάσει το όριο του 4% του εκλογικού σώματος για να μπει στη βουλή. Από αυτή την άποψη είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ή πρώτη, μάλλον, διατριβή που έγινε με θέμα τη στάση των Ούγγρων εργαζομένων απέναντι στο καθεστώς Κάνταρ, απέναντι στον «κανταρικό σοσιαλισμό». Από ειδικές συνεντεύξεις με τους εργαζόμενους του υποδειγματικού εργοστασίου κατασκευής αμαξοστοιχιών Raba της πόλης Γκιουρ, προέκυψε ότι παρά τις ασύγκριτα με το σήμερα ευνοϊκές συνθήκες του εργαζόμενου η πλειοψηφία τους δεν επιθυμεί την επάνοδο στο καθεστώς Κάνταρ. Θα πρέπει να πω ότι το εργοστάσιο αυτό ήταν από τις επιχειρήσεις με σύγχρονη τεχνολογία. Απασχολούσε 20.000 εργαζόμενους, είχε παιδικούς σταθμούς, εστιατόρια για τους εργαζόμενους, αθλοπαιδιές, μεγάλη βιβλιοθήκη προσβάσιμη για όλους τους εργαζόμενους, μορφές πρόσβασης στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας και της πόλης του Γκιουρ, προγράμματα εργατικής κατοικίας… Μετά την αλλαγή του καθεστώτος πέρασε στα χέρια ιδιωτών (πουλήθηκε). Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι νέοι ιδιοκτήτες ήταν η κατάργηση της βιβλιοθήκης, των παιδικών σταθμών… Τώρα εργάζονται σ αυτό το εργοστάσιο 2.000, με την ανεργία ως δαμόκλειο σπάθη να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους… Κι όμως οι περισσότεροι δήλωσαν ότι δεν θέλουν την επιστροφή στο καθεστώς Κάνταρ. (Η έρευνα με προσωπικές συνεντεύξεις έγινε το 2002-2003). Είναι προφανές ότι πρόκειται για φαινόμενο που απαιτεί ειδική μελέτη.
----------------------------
Για περισσότερα παραπέμπω στη συνέντευξη που έδωσε η ουγγαρέζα κοινωνιολόγος Bartha Erysebet στο περιοδικό hvg, δημοσιεύτηκε στο τεύχος 29 Ιουλίου 2009.
----------------------------------------------------------- 

Δεν είναι του παρόντος η αναφορά σε άλλα άρθρα και σφυγγομετρήσεις, που τώρα, με την οικονομική κρίση, πληθαίνουν και που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι Ούγγροι αναπολούν την εποχή του Γιάνος Κάνταρ. Είναι νομίζω χαρακτηριστικό ένα σλόγκαν με πολλά μηνύματα που κυκλοφορεί στο χώρο των συνταξιούχων: Μιλά ένας αντιπροσωπευτικός συνταξιούχος που έζησε την εποχή Κάνταρ και λέει: 10 φορίντ (forint) κάνει το ζεστό lángos ( ένα είδος αλμυρού λουκουμά σε μορφή λαγάνας, πολύ αγαπητό ιδιαίτερα στους φτωχούς, αλλά και με ευρύτερη αποδοχή) – να χέσω τον Κάνταρ Γιάνος/ 20 φορίντ κάνει το ζεστό λάνγκος- να ζει για πάντα ο Κάνταρ Γιάνος/ 50 φορίντ κάνει το ζεστό λάνγκος- τι θα γίνει με μας Κάνταρ Γιάνος/100 φορίντ κάνει το κρύο λάνγκος. Έλα πίσω Κάνταρ Γιάνος/Ο συνταξιούχος δεν έχει λάνγκος. Δεν μπορεί πλέον να βοηθήσει ο Κάνταρ Γιάνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου